Pages

Friday, September 26, 2008

Το εγώ, ο εσύ, και οι άλλοι

Νησιά, καράβια, θάλασσες και μονοπάτια, καντήλια στο σκοτάδι. Παραλληλισμοί και συμβολισμοί που θέλουν να πουν κάτι, που ψάχνουν να γκρεμίσουν την αηδία και την αναγκαστική υποκρισία, τους καλούς τρόπους, άψυχες λέξεις που ψάχνουν να τραβήξουν γραμμές, άλλες διαχωριστικές, με φανταστικούς φράχτες που να κρατάνε τους κακούς απ’ έξω, και άλλες ενωτικές που μας φέρνουν πιο κοντά, σαν γεφύρια που κόβουνε δρόμο μέσα από παγωμένα ρυάκια και θάμνους. Οι φανταστικές εικόνες, υπάρχουν στιγμές, πολλές στιγμές, που είναι καλύτερες από τις πραγματικές.


Εμείς όμως έχουμε άλλα σύμβολα, άλλες εικόνες, άλλες παραστάσεις, έτσι όπως σερνόμαστε επιδερμικοί, επιφανειακοί, άδεια κελύφη, τραγικές υπενθυμίσεις της φύσης μας, σαν μούμιες υπάρχουμε. Γύρω μας για σαβάνα τυλίγουμε ιδέες δανεικές, φαντασιώσεις εξαργυρωμένες, ανάγκες ποδοπατημένες, ψυχές σακατεμένες, στόματα σφραγισμένα. Τα πράματα δεν είναι απλά, δεν θα μπορούσαν να είναι απλά, ίσως δε θα έπρεπε να είναι απλά. Και οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Μάλλον. Μπορούν να προσπαθήσουν, αλλά μάλλον δεν αλλάζουν. Ίσως για αυτό να γίνονται όλα τόσα περίπλοκα, έτσι όπως χαράσσουμε και σχεδιάζουμε τη γεωγραφία του εαυτού μας, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε, να ανοιχθούμε, να μπούμε στο σύνολο, να καταπνίξουμε ότι δε συμβαδίζει, ότι δε ταιριάζει, ότι δε κολλάει, ότι δε συμφωνεί, προσπαθώντας να κρύψουμε την ασχήμια. Όταν υπάρχει λόγος είναι μάταιο, μα όταν δεν υπάρχει, όταν οι υπέροχοι παρασύρονται και μας λυπούνται, τότε γαμώτο, είναι αμαρτία, είναι άλλη μια νική για εμάς τους άσχημους.


Τα κομμάτια του πάζλ όμως δεν ενώνονται, πεισματικά συγκρούονται, περιστρέφονται, ξαναδοκιμάζουν, άλλα εγκαταλείπουν, κι άλλα επιμένουν, κι άλλα δεν προσπαθούν καν. Είναι αναρίθμητα και μοναδικά, κανένα δε ταιριάζει με κανένα εκτός κι αν το πιστέψουν. Για αυτό τα πιο πολλά μεταλλάσσονται, αλλάζουν τις ακμές και τις εσοχές τους, τα σχέδια και τα χρώματά τους, κοιτάνε γύρω τους, ψάχνουν για σύνολα και υποσύνολα, έστω και παρηγοριά. Λένε ψέματα, πρώτα στον εαυτό τους, και μετά στους άλλους. Λένε ψέματα αληθινά. Μπορεί και όμορφα. Συμπαθάτε τον ψεύτη και τον κλέφτη. Πληγώνουν, μα συμπαθάτε τους.


Το εγώ, η εσύ, το άλλοι. Σαν πυγολαμπίδες είναι γύρω μας, ειδικά όσους δεν γνωρίσαμε, όσους είδαμε τυχαία για λίγο και ποτέ δε μάθαμε νέα τους ή όσους χρόνια τους έχουμε ξεχάσει, παίζουν φευγαλέα γύρω από τα μάτια μας μια κουρασμένη και σκοτεινή νύχτα, σε κάποιο μπαλκόνι, σε κάποια καρέκλα έτσι ακουμπισμένοι που είμαστε. Κάθε μέρα, μια νέα ερμηνεία, μπορεί κουραστική, μπορεί εκπληκτική γεμάτη δώρα, μπορεί θλιβερή με αναμνήσεις θολές ή παρεξηγήσεις αναπόφευκτες, μια σειρά συμβιβασμών, συνεχών συμβιβασμών. Παρεξηγήσεις επειδή δε μιλάμε, συμβιβασμοί επειδή δε νοιώθουμε πια. Υλισμός και συναισθηματισμός. Σκοπός. Μέσο. Βρωμιά. Κάθαρση. Δικαιοσύνη. Καλοσύνη. Ιδανικά. Ατέλειες. Επιβίωση. Λέξεις, όλο λέξεις, βαρίδια παρακαταθήκη μας σε άλλους, δήθεν νοήματα, κατασκευάσματα του νου, ναρκωτικά του χρόνου. Ψέματα είναι και τούτα. Καραμέλες για βασανισμένα μυαλά σε αδύναμα σώματα, για μέτριες ψυχές.


Μια νέα αρχή. Πολλοί το λένε αυτό, να είχανε μια ‘νέα αρχή’. Μια νέα πρόσπαθεια, όπως στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, να αποφύγουμε τα ίδια λάθη, να μην μετανοιώσουμε στα ίδια σημεία. Δεν υπάρχουν τέτοιες πιθανότητες, τέτοιες φαντασίες. Ίσως άμα ρωτάγαμε, ίσως να μαθαίναμε, ίσως να είμαστε πιο έτοιμοι για την επόμενη μέρα. Την επόμενη μέρα. Κάθε πρωινό, κάθε μέρα είναι μια νέα αρχή, ένα νέο ξεκίνημα, αρκεί να μην σκεφθείς την προηγούμενη μέρα, μήτε την επόμενη. Αρκεί να μην σκέφτεσαι, μονάχα να νοιώθεις ίσως; Αρκεί να ξέρεις, αλλά να νοιώθεις και να μην σκέφτεσαι; Υπνωτισμένος, καθοδηγούμενος από ένα αόρατο χέρι, το δικό σου χέρι. Αστείο; Ειρωνεία; Η κάθε μέρα, καινούρια, δικιά μας, αόριστη μα πάντα δική μας. Το πιο πιθανό είναι να επαναληφθεί η ημέρα όπως και πριν, ναι, είναι το πιο πιθανό, αλλά όχι σίγουρο.


Οι εγώ, το εσύ, οι άλλοι. Είμαστε μοναχοί μας, δεν το ξέρεις; Ο μεγαλύτερος μας εχθρός και η εντονότερή μας αγάπη είμαστε εμείς. Σε ότι έχουμε ιερό, μακάρι οι παρέες μας, οι φίλοι μας, οι αγαπημένοι μας να το ξέρουνε καλά αυτό, να μας καταλαβαίνουν, να μας πιστεύουν όταν λέμε την αλήθεια και να μας συγχωρούν όταν λέμε ψέματα. Νησιά και προβλήτες είμαστε όλοι μας, ή τάχα έτσι λέμε, περιμένουμε πλοία να μας επισκεφθούνε, κι άλλα να φύγουμε μαζί τους. Έβγαλες εισητήριο; Δεν χρειάζεται. Ακόμα προλαβαίνουμε να στήσουμε μια φωτιά, με μερικά ξερά κλαριά, σε μια αμμουδιά και να κάψουμε τις λέξεις, να αφήσουμε τις στάχτες να τις παρασύρει η φλόγα και το αγέρι, να σηκωθούνε για λίγο λαμπερές σαν πυγολαμπίδες, και λίγο πιο μετά να της αφήσουμε να σβήσουνε σε ετούτη τη φανταστική βραδιά.


Χθες έβρεχε, ήταν ωραία. Καληνύχτα. Καλημέρα. Φωτάκια. Μετάσταση. Δεν θυμάμαι άλλο.

Thursday, September 25, 2008

Αποτυχημένη Ιδέα ν. 142

Ίσως η παρακάτω ιδέα να μην αξίζει τίποτα, ίσως να αξίζει και 3 σφραγισμένα με αίμα σεντούκια από τους Πειρατές της Καραϊβικής γεμάτο νομίσματα, διαμάντια και χρυσά δόντια. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να εξυπηρετήσω και να τροφοδοτήσω τη μανία καταδίωξης που με διακατέχει (το πιάσατε το λογοπαίγνιο ε;) και να κατοχυρώσω την ιδέα αυτή, έτσι ώστε όταν στο μέλλον κάποιος την υλοποιήσει προς τεράστιο όφελός του, να μπορώ με μίσος και ικανοποίηση μαζί να αναφωνήσω: ‘Αχά! Αυτό ήταν δική μου ιδέα παλιοκαθίκι!’.



Τέλος πάντων, ας περάσουμε στο προκείμενο, την ιδέα δηλαδή. Πρόκειται για ένα concept (ρίχνω και το εγγλέζικο μέσα για να ψαρώσετε ομαδικά) για μια εναλλακτική σειρά comic, όπου ο κεντρικός (σούπερ)-ήρωας θα είναι ένας αλκοολικός που όμως, πως τα φέρνει η τύχη πάντα καταφέρνει και βρίσκει λύση στις περιπέτειες που του προκύπτουν.


Το παρακάτω είναι το εισαγωγικό επεισόδιο. Α! Το όνομα του comic θα αναρωτιέστε (ή αυτό ή έχετε σταματήσει να διαβάζετε το post και έχετε βάλει να ψάχνετε στο google crabs and how to get ride of them’). Μα τι άλλο μα….


Alcoholman!!!


Καρέ 1


Δύο τύποι κάθονται στη μπάρα ενός bar. Ο ένας συνηθισμένος τύπος, ο άλλος μεσαίου ύψους, αξύριστος, με μια σεβαστή κοιλίτσα, καπαρτίνα, καπέλο, και ομπρέλα, όλα βρώμικα μαύρα. Ο συνηθισμένος τυπάκος μιλάει με τον μπάρμαν.

Συνηθισμένος τυπάκος: Άσε σου λέω. Έφυγε και με παράτησε για τον καλύτερο μου φίλο … το καταλαβαίνεις; Μετά από τόσα χρόνια, θεέ μου … και να πηδιέται μαζί του.


Καρέ 2:


Ο Alcohol man γυρνάει προς τον μίζερο τυπάκο, και ο τυπάκος και ο μπάρμαν τον κοιτάνε όσο μιλάει.

Alcohol man: Σε ακούω που γκρινιάζεις. Σταμάτα. Είσαι γελοίος. Αλλά είσαι και άνθρωπος. Πιες το ποτό σου και φύγε και βρες την κοπέλα που αγάπησες στο σχολείο. Ή κάποια άλλη. Ή το χέρι σου. Καλύτερα το χέρι σου. Καταναλώνεις αλόγιστα τον βρώμικο αέρα που τόσο συμπαθώ.


Καρέ 3:


Ο Alcoholman πίνει απότομα και μονορούφι το ποτό του.


Καρέ 4:


Ο Alcoholman ανοίγει την ομπρέλα του, τη βάζει μπροστά του σαν δόρυ, και τρέχοντας φεύγει από το μπαρ.




Καρέ 5:


Ο τυπάκος κοιτάζει τον μπάρμαν αμήχανα. Ο μπάρμαν τον κοιτάει απαθέστατα.


Καρέ 6:


Τυπάκος: Ποιος ήταν αυτός;

Μπάρμαν: Αχ, και να ήξερες.


Καρέ 7:


Ο Alcoholman στο βάθος με την ομπρέλα ανοιχτή και τρέχει ανάμεσα στο πλήθος.

Κάποια στο δρόμο ρωτάει το ταίρι της (τον γκόμενό της δηλαδή για να ξηγιόμαστε, άκου το ταίρι της).

Κάποια: Ποιός ήταν αυτός:

Ταίρι: Ένας αλκοολικός.


Καρέ 8:


Δύο σκεϊτόνια στο δρόμο προλαβαίνουν μονάχα τη σκιά του Alcoholman.

Σκεϊτόνι 1: Ποιος ήταν αυτός:

Σκεϊτόνι 2: Κάποιος τύπος μοναχικός.


Καρέ 9:


Δυο σκατόγριες (ψηφοφόρες του ΛΑ.Ο.Σ. δηλαδή) στο δρόμο νιώθουν μονάχα τον αέρα που έχει παρασύρει στο διάβα του ο ήρωάς μας όπως και την βρώμα από τη μπεκροποσία του.

Γριά 1: Ποιος ήταν αυτός;

Γριά 2: Ένας τρελλός μαρί!


Καρέ 10:


Δύο άστεγοι σε ένα παγκάκι.

Άστεγος 1: Ο Alcoholman;

Άστεγος 2: Αμέ. Ποιος άλλος;



Δέχομαι προτάσεις για συνεργασία με σκιτσογράφο, ταλαντούχο κατά προτίμηση. Αμοιβή μου θα είναι μονάχα η δόξα.



'It is arrogant to think there is no god, as it is irrational to believe there is one.'
Me, myself and that other neurotic inside my head.

Friday, September 19, 2008

Και έτσι αρχίζει ο κύκλος

Και έτσι αρχίζει. Ένας κύκλος τύραννος, κατασκεύασμα γνήσιο του εαυτού μου μα και αυθόρμητος, αυτεπάγγελτος και απότομος. Ανεκπλήρωτες επιθυμίες, συμβάσεις και ακρωτηριασμοί, μια κασετούλα με ηχογραφημένες εκπομπές από το ραδιόφωνο, μια σιχαμάρα που δεν μπορώ άλλο να την ανέχομαι, ένα κρύο τσάι, κόμπλεξ και ανασφάλειες, αυτά κι άλλα είναι τα εφόδια του, το γενετικό του υλικό. Και παλιά έχει έρθει ο κύκλος, πολλές φορές, μα κάθε φορά πιο απροσδιόριστος, κάθε φορά πιο γνώριμος. Σαν αμαρτωλός φίλος που αδιαμαρτύρητα κάθε φορά σε παρασύρει και με νόημα σε κοιτά και σου λέει, ‘Τι; Νόμιζες πως θα σε ξεχνούσα;’ Είναι σαν ταξίδι στο χρόνο, ή σαν αφύπνιση, ή σαν όνειρο-εφιάλτης ενός βαθιού ύπνου, μα είναι τόσο μα τόσο αληθινό, υπαρκτό, σαν παλιό ρολόι τοίχου, χαλασμένο και σκουριασμένο, που κάθε το δευτερόλεπτο πρέπει να το ανακοινώνει έτσι όπως χτυπάνε τα πληγωμένα γρανάζια το ένα πάνω στο άλλο.


Στην εισαγωγή ένα τεράστιο κύμα, με χτυπάει, ένα υπόγειο γκρεμίζεται γύρω μου και πάνω μου, μια ομίχλη σβήνει τα πάντα. Όλα μου τα όργανα κι οι αισθήσεις μου αναστέλλουν τα σήματά τους, μουδιάζουν τα πάντα για μια ή δύο ώρες. Νοήματα, υποχρεώσεις, ανάγκες, σκέψεις, συζητήσεις, όλα χάνονται αμέσως, παγώνουν. Δεν έχει σημασία που είμαι. Έρχεται απροειδοποίητα, αλλά και λογικά φαντάζομαι. Όλα έχουν την εξήγησή τους, έτσι δεν είναι;


Τι το ενεργοποιεί; Πάντα κάτι μικρό, αδιάφορο, μια λεπτομέρεια που κανείς δεν της δίνει σημασία, ένας ήχος, ένα βλέμμα, μια εικόνα, αστεία πράματα, μια αντίθεση, ένα κερί που λιώνει, σπασμένα γυαλιά. Οτιδήποτε αλήθεια. Μα είναι σαν κλειδιά αυτά. Ξαφνικά όλη μου η υποκρισία, οι χάρτινοί μου πύργοι, δικαιολογίες, προφάσεις και αιτιάσεις, τα πήλινα μου πόδια, τα αμμουδένια μου κάστρα, όλα αυτά τα σαθρά διαλύονται, γκρεμίζονται. Όλα όσα με χαρακτηρίζουν στις εντυπώσεις, όλα όσα προσποιούμαι, όλα τα τεχνητά κατασκευάσματα που με ορίζουν, όλα διαλύονται όπως τα σπίτια και τα δέντρα και οι φράκτες στις πυρηνικές δοκιμές. Όλα. Στέκομαι γυμνός.


Για μια ή δύο ώρες το σοκ, η συνειδητοποίηση χωρίς να συνειδητοποιείς. Όλα είναι ξεκάθαρα και αιχμηρά, πιέζουν αφόρητα, σαν ένα δωμάτιο από φθηνή ταινία τρόμου που οι τοίχοι κλείνουν μα και σταματούν την κατάλληλη στιγμή, ίσα ίσα για να μπορείς να να αναπνέεις. Όχι πως εν υπάρχει η γνώση και η αντίληψη από πριν. Υπάρχει, είναι κωδικοποιημένη, αναγνωρισμένη, αποδεκτή, ενσωματωμένη. Ξέρω, γνωρίζω, έχω με ηρεμία και κατανόηση αποδεχτεί. Δεν φοβάσαι τον καθρέφτη, τον έχεις συνηθίσει, τον έχεις θολώσει. Μα τώρα θες να τον σπάσεις, και συγχρόνως όμως, βασανιστικά, μέχρι εξάντλησης, σκέφτεσαι χίλια δύο, τα κομμάτια που θα σπάσουν, τα αίματα. Πάντα η λογική, η επίγνωση, η πρόβλεψη όλων των πιθανοτήτων μπαίνει φραγμός, το κρύο αίμα επιβάλλεται όσο το μυαλό βράζει.


Έτσι λοιπόν η γνώση από αρχειοθετημένη, σκονισμένη μα ποτέ ξεχασμένη, άγιο και αλάθητο ευαγγέλιο της ύπαρξής μου, γίνεται χείμαρρος και κατακλυσμός, οι σελίδες της εκτοξεύονται πύρινες, επαληθεύεται σε κάθε στιγμή, τονίζεται, προβάλλεται στο καθετί πια, αλλά πάντα και εντονότερα στο τίποτα. Εκεί είναι που ελεύθερη από κάθε απασχόληση, γεμίζει το κενό με το βουητό της, σαν ηχώ σε μια παλιά αποθήκη., σαν μια λέξη που ο ψίθυρός της δεν σβήνει ποτέ. Κι όσο κι αν ψάχνω, δεν φεύγει, δεν δουλεύει έτσι. Ο κύκλος πρέπει να κυλήσει όπως πάντα, μοναχός του, ανεπηρρέαστος.


Είναι σαν να ξυπνάς λοιπόν κι γύρω σου τα πάντα έχουν καταστραφεί, χαθεί, εξαφανιστεί, μεταλλαχτεί. Σαν σε είκοσι χρόνια από τώρα, μα είσαι ο ίδιος, αλλά τα πάντα έχουν αλλάξει, έχουν ραγίσει, έχουν γκριζάρει, έχουν επιβεβαιώσει την θνησιμότητά τους, το μαρασμό τους. Ανοησίες, δεν είναι παρά μονάχα μια προβολή, μια αναστροφή, είναι το αντίστροφο. Κάτι σε έχει κυριεύσει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό, παρά ίσως να εντίνεις κάποιες συνήθειές σου και να προστατεύσεις αυτούς που πρέπει να προστατεύσεις κι ας μην το καταφέρνεις πάντα. Και πρέπει όπως κάθε φορά να το υπομείνεις, όσο διαρκέσει, να το αφήσεις τα νήματα να κινήσει, άτσαλα μα και αληθινά, με χέρια σίγουρα μα ποτέ προβλέψιμα.


Αυτή η πόλη είναι γεμάτο δυστυχείς ανθρώπους, μα κανένα θλιμμένο. Θα έπρεπε να τους μισώ όλους και όχι μονάχα για αυτό. Κάποτε νόμιζα πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες, ίδιες ανάγκες, ίδια πάθη και πως οι διαφορές τους φαίνονταν μονάχα στο πως επιδίωκαν ότι επιδίωκαν, και όχι το γιατί, είτε αυτό ήταν ένα κομμάτι ψωμί ή μια πολυτελής απόλαυση, είτε μια στιγμή ηρεμίας. Ξέρω πλέον φυσικά, εδώ και καιρό, ότι έκανα λάθος. Ξέρω να αναγνωρίζω τους μαλάκες και τους δειλούς, ξέρω τα σημάδια. Μα ακόμη δεν έχω διαλέξει ποιους πρέπει να μισώ, ποιοί είναι αυτοί που με θυμίζουνε, που βρίσκονται οι κάλπικες εκδοχές μου, οι θλιβεροί αντικατοπτισμοί μου. Κι αν τους βρίσκω, πάλι δεν αντέχω να τους μισώ.


Ο κύκλος συνεχίζει, κυλάει, μέχρι κάποια στιγμή να σταματήσει, μοναχός του, όπως ακριβώς ξεκίνησε.


////

(Αμφίβολο άμα γράψω κάτι για το φεστιβάλ. Είναι γεμάτο τραγικές και θλιβέρες φιγούρες. Μπορεί στο τέλος.)

Monday, September 15, 2008

When below average is just not good enough anymore

Νομίζω πως με ευκολία πλέον μπορώ να παραδεχθώ πως θέλω να μάθω πατινάζ. Όπου ευκολία σκεφθείτε βούτυρο και μέλι. Δεν υπάρχει καμιά ντροπή. Θυμάστε παλιά που η πόλη ήταν με γεμάτη με roller (skates); Ήταν παρανοϊκό, μια νέα μόδα είχε δημιουργηθεί από το πουθενά και χωρίς τη βοήθεια κάποιας ταινίας, με τους απανταχού οπαδούς οπλισμένους μέχρι τα νύχια με επιγονατίδες και επιστραγγαλίδες και άλλα επιθέματα κι άλλα άρθρα του λόγου. Τελικά όμως φαίνεται πως η εκθετική αύξηση των πληγωμένων αστραγάλων και γονάτων ικανοποιούσε μονάχα τους ορθοπεδικούς, τους ακτινολόγους και κανέναν άλλον, πόσο μάλλον τα ασφαλιστικά ταμεία. Όσο για μένα, το έβρισκα χαζό, όπως και πολλά άλλα, άσε που είμαι και ψηλός. οπότε ο κίνδυνος τραυματισμού θα ήταν ακόμη ψηλότερος. Όπως και να έχει, όταν γύρισα από την Αγγλία, τα μόνα rollers που είχαν απομένει ήταν από εκείνα που έμπαιναν στα μαλλιά, ενώ τα άλλα είχαν εξαφανιστεί βλέπετε, όπως και τόσα άλλα.


Τώρα, αυτό τον καιρό, εξακολουθώ να πιστεύω πως τα roller - τόσο αυτά που φοράς στα πόδια όσο και τα άλλα που βάζεις στα μαλλιά για να εντυπωσιάζεις - είναι αστεία, αλλά θα ήθελα πράγματι να δοκιμάσω να κάνω πατινάζ. Δεν είναι μονάχα η πιθανότητα κωμικών και διασκεδαστικών πτώσεων στο πάγο, τον οποίων ο προεξοφλημένος πόνος θα κάνει την εμφάνισή του ώρες μετά, ή η πληθώρα μελανιών που θα με συνοδεύουν για μέρες, επιτομή της αποτυχίας και της γελοιότητάς μου, αλλά περισσότερο η ιδέα να προσπαθήσω να κάνω κύκλους και οχτάρια, και σιγά σιγά να αρχίσω να χαράσσω ευδιάκριτες γραμμές πάνω στον πάγο, περισσότερο αδέξια σχέδια, μάρτυρες των μάταιων προσπαθειών μου. Το φαντάζομαι σαν μια απλοποιημένη εκδοχή της καθημερινότητάς μου, έτσι όπως θα ξετυλίγονται οι διάφορες διαδρομές, ανούσιες, υπερβάλλουσες, σπασμωδικές, χωρίς αρχή μα με απότομο τέλος. Συνάμα, το διεσθάνομαι, πως παρόλο το αρχικό άγχος και τις νευρώδεις κινήσεις, από ένα σημείο και πέρα θα υπάρχει ένα είδος ηρεμίας, μιας λογικά και προσεκτικά σχεδιασμένης γαλήνης με το χρατς-χρουτς των χαρακιών στον πάγο να λειτουργεί σαν φράχτης απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους ήχους των οποίων η ύπαρξη αντανακλά τη μετριοπάθειά μου.


Ίσως να φταίει ο πάγος ο ίδιος. Όταν πολύ σπάνια είναι καθαρός, σου χαρίζει δελεαστικά το είδωλό σου, μα γρήγορα χαράσσεται, πληγώνεται, τροχιές αναπτύσσονται και εναλλάσσονται, και ένα νέφος αρχίζει και τον καλύπτει, μπερδεύει τους χρησμούς του, αλλάζει τις προφητείες του. Όλα αυτά στο νου μου φυσικά. Στη πραγματικότητα δε ξέρω, δεν έχω κάνει ποτέ πατινάζ, αλλά κάτι μέσα μου λέει πως θα έχει πλάκα κι ας ξέρω πως θα είμαι τελείως χάλιας. Φαντάζομαι πως θα ήταν χρήσιμο πάντως όταν κι αν κάνω πατινάζ, θα ήταν σοφό να μην κοιτάω τον πάγο. Στο κάτω κάτω ευτυχώς πάντα υπάρχει και η βροχή και το φθινόπωρο, προς ευχαρίστησή μου, μόλις άρχισε να μπαίνει.


Ίσως όμως το πιο διασκεδαστικό από όλα είναι, πως από όσο φαίνεται, δεν υπάρχει πλέον κανένα ανοιχτό παγοδρόμιο στην Αθήνα. Το μόνο το οποίο έχει κάποιες πιθανότητες να λειτουργήσει είναι ένα κοντά στο ΟΑΚΑ το οποίο έκλεισε για το καλοκαίρι και έκτοτε δεν έχει ξανανοίξει. Από όσο πληροφορήθηκα από την Ελληνικό Ομοσπονδία Παγοδρομιών 'το ερευνούν' και καλύτερα να τους τηλεφωνήσω στα μέσα Οκτωβρίου. Με άλλα λόγια όλα τα παραπάνω είναι τελείως αδιάφορα και φευγαλέα. Χωρίς παγοδρόμιο δεν μπορείς να κάνεις πατινάζ, και έτσι όλες οι φαιδρές αναλογίες καταρρέουν θλιβερά, εξ’ αρχής, χωρίς καμία προσπάθεια. Και αυτό φυσικά στην αυθεντικά νοητικά μικρή του ύπαρξη είναι μια αναλογία. Και τα οχτάρια συνεχίζουν.

Wednesday, September 10, 2008

Λα, λα, λα, ρι, λα, λο, πάμε να δούμε το Σαλό


Για μια ακόμη φορά, με μόνα όπλα την ημιμάθεια και την αλαζονεία μου, θα ασελγήσω πάνω σε ένα πολυσύνθετο θέμα, γράφοντας διάφορα εκλαϊκευμένα και συγχρόνως αστήριχτα και ασυνάρτητα αποσπάσματα της αχαλίνωτα συνειρμικής μου σκέψης. Σαν εισαγ
ωγή βέβαια το προηγούμενο δεν είναι απαραίτητο, οπότε καλύτερα να θεωρηθεί ως μια υπενθύμιση.

Εν αρχή είναι το Εκείνο (Id). Σκεφθείτε ένα μικρό μωρό του οποίου η συμπεριφορά είναι τουλάχιστον ανάγωγη: αρπάζει συνεχώς ένα βυζί, χέζει ασύστολα και τρώει -τα πάντα- σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Σχεδόν σαν κυβερνητικός λειτουργός ακούγεται, αλλά το Εκείνο υποτίθεται πως περιέχει όλα τα ένστικτα, τα πάθη και τις επιθυμίες μας, και φυσικά τη libido μας. Είναι άγριο, ασυγκράτητο, εξαντλητικά απαιτητικό και κτηνώδες, και δεν δίνει σημασία σε τίποτα παρά μόνο στην ευχαρίστησή του.


Μετά είναι το Εγώ. Μαθαίνω πως στους ψυχαναλυτικούς και ψυχοδυναμικούς όρους το εγώ δεν αναφέρεται τόσο στον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση του ατόμου, όσο σε εκείνο το τμήμα της ψυχοσύνθεσής μας στο οποίο εδρεύει το συνειδητό, και συγχρόνως μεσολαβεί μεταξύ του Εκείνου και του Υπέρ-εγώ (περισσότερα παρακάτω) και του μοραλιστικού και ανταγωνιστικού εξωτερικού κόσμου. Έχει αρκετά δύσκολη δουλειά, αφού προσπαθεί από τη μια να ικανοποιήσει το Εκείνο και τις παράλογες (;) επιθυμίες του, από την άλλη να αντισταθμίσει την κριτική, συντηρητική και αντιδραστική στάση του Υπερ-εγώ και συγχρόνως πρέπει να καταφέρει να μην φαίνεται σαν τελείως παλαβός στους γύρω του.


Τέλος είναι το Υπερ-εγώ. Για αυτό το κομμάτι, όσο και να φαντάζει απίστευτο, ξέρω ακόμη λιγότερα πράματα. Βασικά, άμα το έχω καταλάβει καλά, που φυσικά δεν το έχω καταλάβει, εμπεριέχεται με τέτοια στοιχεία, όπως προκαταλήψεις, φοβίες και ταμπού, ώστε ο ρόλος του να είναι εκ διαμέτρου αντίθετος του Εκείνου, δηλαδή, να μετριάζει, και να απαγορεύει την εκπλήρωση των επιθυμιών προβάλλοντας διάφορες προφάσεις και αιτάσεις.


Φανταστείτε λοιπόν τι συμβαίνει μέσα στο κεφαλάκι του καθενός με όλα τα παραπάνω. Αναλογισθείτε το χάος. Πόσο μπερδεμένο πρέπει να είναι το μυαλουδάκι μας, είναι αδιανόητο. Για το λόγου το αληθές, παραθέτω πραγματικό, συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο διάλογο:


(Εγώ: Ε, Υπερ-εγώ: Υ, Id)


Ιd: Θέλω να φάω.

Εγώ: Μα καλά πριν μισή ώρα φάγαμε. Τι θες να φας:

Ι: Πεινάω. Αγριογούρουνο με σαντιγί μαριναρισμένο με αμελέτητα από καγκουρό σε σάλτσα από λιωμένες αχοιβάδες και ξυνόγαλα.

Ε: …

Υπερ-εγώ: Δεν μπορεί να το φας αυτό. Δεν βγάζει νοήμα.

Ι: Σκασμός!

Ε: Ψυχραιμία παιδία. Η αλήθεια να λέγεται μόλις φάγαμε πρωινό πριν μισή ώρα. Μήπως καλύτερα ένα φρουτάκι;

Ι: Πεινάω. Τούρτα σοκολάτα με τρία μικρά κουνελάκια στο γλάσο. Κεράσια χωμένα στον κώλο μιας κατσίκας. Πεινάω λέμε. Φαί! Τώρα!

Υ: Δεν μπορείς να το φας αυτό. Και δεν μπορείς να τρως συνεχώς. Θα γίνεις σαν γουρούνι.

Ι: Σκασμός, θα σε σκίσω! Θα κάνω ότι θέλω!

Υ: Δεν μπορείς να κάνεις ότι θέλεις. Καταρχήν δεν μπορείς, κατά δεύτερον δεν πρέπει.

Ι: Φάε σκατά ανίκανε. Άλλο πρέπει, κι άλλο Πέπη. Την γάμαγα την Πέπη εύκολα.

Υ: Έκφυλε!

Ι: Κομπλεξικέ!

Ε: (Ψιθυριστά) Εγώ δεν θέλω την Πέπη. Δίπλα στην Αγγελική θέλω έστω να κοιμηθώ.

Υ: Σε άκουσα! Δε το περίμενα αυτό από εσένα.

Ι: Άσε ρε φλώρε! Πήγαινε από εκεί να της βγάλεις τα μάτια. Αλλά για τώρα πεινάω. Αστακός γεμιστός με βατράχια σε σάλτσα λιωμένης γλώσσας αρνιού. Φαί!

Υ: Δεν έχεις καμιά πιθανότητα με την Αγγελική. Ξέχνα το.

Ε: Καλά, ας το αφήσουμε για τώρα αυτό. Νομίζω έχω μια καλή συμβιβαστική λύση. Μπορούμε πιο μετά να πεταχτούμε στο φούρνο να πάρουμε καμιά πάστα που λέει ο λόγος.

Υ: Πάστα; Δεν πιστεύω να είσαι αδερφή.

Ι: Ότι θέλει θα είναι! Λογαριασμό θα σου δώσει ρε κωλο-σκοταδιστή; Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα, θέλω να γαμήσω.

Υ: Πρωτότυπο. Και άμα θέλεις να ξέρεις, εσύ είσαι η σκοτεινή δύναμη εδώ μέσα.

Ι: Σκασμός. Πεινάω. Έχω καύλες.

Ε: Πεινάς ή θέλεις να γαμήσεις; Αποφάσισε.

Ι: Και τα δύο. Θέλω σαδομαζοχιστική παρτούζα πάνω σε μια τεράστια τούρτα φτιαγμένη με καραμέλα σοκολάτα, τουρσί, μπανάνες και παϊδάκια. Έχεις δει το Salo;

Ε: Όχι.

Ι: Δεν ξέρεις τι χάνεις. Και γαμώ.

Ε: Μάλλον ναι.

Υ: Αίσχος!

Ε: Το Salo, ή η επιθυμία του Εκείνου;

Υ: Και τα δύο!

Ι: Σκασμός! Το βρήκα. Εκεί απέναντι, τέλειος συνδυασμός.

Υ: Εγώ λέω να πάμε σπίτι να διαλογιστούμε για τη θέση μας απέναντι στη κοινωνία, και ύστερα να σκεφθούμε πως μπορούμε να τελειοποιήσουμε την ηθική μας.

Ε: Κοίτα, μεταξύ μας τώρα, αλλά θα διαφωνήσω.

I: Βυζιά, βυζιά, κώλος, κώλος, βυζιά, αίμα.

Ε: Μα τι λέει;

Υ: Να μην σε απασχολεί. Μην τον ακούς, θα μας καταστρέψει.

Ι: Αααααααα!!! Σκασμός! Εκεί απέναντι λέω! Το ζευγάρι που κάθεται στο αντικρινό τραπέζι. Θα πάμε εκεί, θα τουλουμιάσουμε τον φλωράκο, θα ξεσκίσουμε τη γκόμενα, και συγχρόνως θα τρώμε το φαγητό τους. Επίσης θα του βγάλουμε τα άντερα και θα τα κρατήσουμε για τη συλλογή μας.

Υ: Θεέ μου. Φωτιά θα πέσει να μας κάψει.

Ε: (Φωναχτά, προς το γκαρσόνι). Το λογαριασμό παρακαλώ, και σβέλτα!

Πάντως άμα θέλετε να ακούσετε πραγματικά πολύ καλό διάλογο των παραπάνω χαρακτήρων, δοκιμάστε να βρείτε ένα stand up του Robin Williams από την εποχή που έπαιζε στο Mork and Mindy, που είχε κάνει σε ένα Πανεπιστήμιο και κάποιος τον γιουχάρει. Άπαιχτο.

Wednesday, September 03, 2008

The stupid fat bear

All the guards were sad and messed up. It was useless really, grown men coming back home from work all gloomy and baffled, unable to satisfy their women. Apart from the female guard of course, but then again she was a lesbo, so the same principle applies. That’s another story altogether. Anyways, all that because of a stupid fat bear. Not that it is his fault really. It was that other one, the cheeky monkey that orchestrated the whole escape thing. What a mess that was.


It was during November, and nobody was really visiting the Zoo, November is all slippery and muddy and very un-zoo like. Strangely enough the monkey was very active all climbing and jumping and screaming giving quite a show for the guards, or so they though anyways, because guess what? The monkey was in fact establishing a narrowband, fault-full, chatter enriched, noise clattered line of communication with the area’s pigeons. You know the fast internet connection you 've got, abusing it for your porn habit? Well, nothing like it, it is more like the way psychics order pizza. Well, the monkey was trying to communicate, not for some weird interspecies sex, but because he needed them for the job. The fat little fucks were the bosses of them all, terrorizing all the animals, collecting their share of the food, pissing and shitting everywhere, stupid thugs. Anyways, long story short, the monkey got the pigeons to organize a heist, get his cell’s key, drop it to him, and in return he would do a few bakery jobs for them while he would be on the outside.


You might be wandering where the hell does the fat bear fit in all these. Well, besides the fact that he does not fit anywhere, the monkey had all kinds of reasons to help him out. For starters, the bear was big, really big, slow moving sure, but very big indeed, and as we all know all too well, big generally is interpreted as intimidating. The way the monkey was thinking the whole situation, it was like this. Loose a few loaves of bread to a monkey or loose your head to a big, fat intimidating bear. The equation works itself out really. Plus, he sort of liked him in a bizarre and sadistic way. Thinking of it, it could have been his slobbery face. All drooling and stuff.


So, it is November, and all the pussy keepers are having their special tea during launch if you know what I mean, and they are laughing and stuff, because if you don’t laugh during November, you might as well go and jump of a cliff or something, and I am telling you, the place is crowded with pigeons, it’s was like that movie, The Birds, but you know, instead of those what have you scary birds, it was pigeons. And they were numerous, like millions. Ok, not millions but they were an awful lot of them, but what was bizarre was that they were not shitting their white greenish acid poison, instead they were flying in formations and shit, really, like in that Jarmusch movie, Ghost Dog: The Way of the Samurai. Now imagine this, you ‘ve got a bunch of drunk animal caretakers trying to choreograph a whole aircraft carrier worth of pigeons, and at the same time a small group of three mental ninja educated pigeons pinching the keys to the monkey’s cell. So, for better or worse, everything is working fine, it is all peachy.


Not to bother much of your time, blah, blah, blah, the pigeons nab the keys, the guards are distracted like Blucher was in the battle of Waterloo, monkey gets the keys, stresses all the possible brain cells in his little skull, open his gate, rushes to the fat bear’s cage, guess what. No keys for the bear! The monkey is furious, all his planning goes haywire, he is about to explode with rage and angst, but despite all his instincts and his inferior to human DNA, he composes himself, grabs the ninja-like pigeons, instructs them on the bear’s keys, they are all like negotiating and arguing that the bear was not part of the deal, and the monkey is counter-arguing that they are ninja or samurai pigeons, and they live by their honor and not bullshit talking, and it is their job to execute commands, not question them, and besides he will chip-in a couple more of those bakery jobs just for them. Anywho, the three pigeons agree and go on looking for the other key, meanwhile the bear get’s all panicky, the monkey is dancing like a madman, or more likely like a mad monkey, trying to, you know, entertain the bear, which bizarrely works fine, and at the same time all the other flying pigeons, are getting furious and sweaty, because they are totally not used to flying. I mean, you know how pigeons are, all walking and bullying, the point being is flying is not their best act. Despite all possible twists of fate, the three unbelievably sly and capable pigeons come back with the goods, and again, against all odds and a few more, the monkey unlocks the bear’s gate, and then … and then all hell breaks loose.


The stupid fat bear roars with excitement, and believe it or not that was a major turn-off for the all the drunk guards, who within just a few seconds turned from a bunch of assholes to a god damn animal hating SWAT team, with the lesbian charging the lead. Of course that’s nothing. The bear manages the fastest mood swing since Lisa Minnelli and Barbara Streisand met in the same room, the flying pigeons drop like stones, rather soft and fatty stones if you ask me, all exhausted from the pattern flying, the three ninja-samurai-jedi-shaolin pigeons disappear into thin air, proving their abilities once more in the most inconvenient way and time, and of course the cheeky monkey eventually returns from being a mini hairy version of general Romel to a full grown cheeky monkey and screams and jumps and makes a run for it.


The bear you ask. Of course, the bear, what about the bear, you ask. Well the bear is scared shitless and on the verge of crying, sees the monkey making a run for it and tries to do the same. Again I will desperately have to implore for your imagination, reminding you of one crucial, vital and terrifyingly important piece of information. November, rainy, muddy fucking November. You remember that song, November Rain? Well, November. So, now, please try and imagine a wet sobbing bear trying to dash the hell out of a zoo in the slippery mud. I think you are starting to get it, that image in your puny head. The bear takes one clumsy step, then another, then another, how many are these, three, well one more clumsy step with the angry lesbian –on her period you see – just fifty feet away, and then the stupid fat bear slips. Just like that, in a completely unsurprising manner, his right leg lifts so high up, he actually strained it, and to add insult to injury he cracks his ass-bone as well with his earthquake landing. Pathetic, and worst, typical, of that stupid, fat bear.


So, that’s the end result, an escape attempt making the last scene in The Great Escape look funny, a never ending crying baby in the form of a sad fat hairy, and dirty by the way, bear and a group of neo-nazi animal keepers feeling sorry for it. They even thought of starting a get-a-female-bear-to-wet-this-sorry’s-sad-excuse-for-a-bear-dick- charity thing, but they opted our of it the last minute realizing it would have been to gay for their taste. On the other hand you can always look on the bright side of things. The local sixteen year old weed dealer was doing great business with the guards in their rubbish attempt of lifting their spirits. But then of course, they lacked the humanity for it.


PS. To the bear's credit, at least he is not a fucking panda. Have a nice winter assholes.