Pages

Tuesday, March 10, 2009

Φαίνεται πως έβρεξε

Φαίνεται πως έβρεξε. Αφότου γράφτηκε αυτό φυσικά έβρεξε μερικές φορές ακόμη. Περίεργο πράμα η βροχή, πάντα κουβαλάει κάτι μαζί της, από λάσπη και σκόνη, μέχρι αναμνήσεις και σκέψεις. Σαν το χρόνο, έτσι κι αυτή πηγαίνει μονάχα προς μια κατεύθυνση, και όπως και η αλήθεια δεν παίρνει τίποτα πίσω. Μου αρέσει η βροχή, πάντα μ’ άρεσε. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί, πάντα όταν μουρμουράω για αυτή, πάντα λέω κάτι διαφορετικό.


Πάντα μου έκανε μια παιδική εντύπωση το πως είμαστε τριγυρισμένοι από νερό και τις μαγικές του ιδιότητες. Είναι παντού, στη βροχή, στο χιόνι, στην υγρασία, στο χαλάζι, στα ποτάμια, στις λίμνες, στις θάλασσες, στην ομίχλη, στα σώματά μας, παντού. Και είναι μαγικό. Διαστέλλεται όταν παγώνει, είναι διάφανο, έχει φοβερή θερμοχωρητικότητα, είναι ο κυριότερος διαλυτής και είναι άοσμο και άγευστο. Περίεργα αυτά τα δύο τελευταία, μια ακόμη παιδιάστικη υποψία μου από τα παλιά κεντριζόταν γύρω από μια χαζή θεωρία πως απλά έχουμε συνηθίσει στα δύο τελευταία αυτά χαρακτηριστικά του νερού από τα μωρουδίστικά μας χρόνια, αλλά φυσικά δεν ισχύει.


Ο χρόνος, το νερό, διευθύνσεις και κατευθύνσεις, το νερό, η βροχή, ο αέρας που τη παρασύρει, η βροχή, ο λευκός της θόρυβος, το νερό, μονοπάτια ραγισμένα με ρυάκια στις άκρες, νερό, πριν και μετά, η μυρωδιά της γης μετά τη βροχή, το νερό.


Περίεργο πως όλοι το χρειαζόμαστε όμως. Το νερό. Νερό, αέρα, φαγητό και μερικά ακόμη φυσικά, τα απολύτως απαραίτητα. Αυτά τα τελευταία φαντάζουν, είναι πάντα, τα πιο απαραίτητα, τα πιο περιζήτητα. Βέβαια όπως όλα, έτσι κι αυτά λιγοστεύουνε. Ο αέρας είναι γεμάτος καυσαέρια και μια τρύπα ανοιγοκλείνει, τα φαγητά είναι μεταλλαγμένα και οι πόλεμοι για το νερό έχουν ήδη ξεκινήσει. Το κολλάζ από τα αποκόματα εφημερίδων είναι βαμμένο με αίμα και κολλημένο με αδιαφορία. Έχω ακούσει ιστορίες πως άμα σκεφτείς κάτι πολύ, τότε το μυαλό σου μπορεί να το πιστέψει, λένε πως πολλές φορές το κάνουνε οι πεινασμένοι αυτό. Σκέφτονται καρβέλια και μπιφτέκια, ονειρεύονται πως τα τρώνε και μόνο με τη φαντασία του χορταίνουν. Δε ξέρω. Εγώ όσο σκέφτομαι φαγητό, τόσο περισσότερο πεινάω, δε χορταίνω.


Κάποια άλλα πράματα όμως μπορώ να τα σκέφτομαι, να τα φαντασιώνομαι και να τα ονειρεύομαι και έτσι δεν μπορούν να τελειώσουν ποτέ. Στο μυαλό μου φυσικά όλα αυτά. Φυσικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο, απλά μερικές φορές τα πράματα δεν κινούνται σε ευθεία, αλλά σε κύκλους, οπότε αν κάνεις και εσύ κύκλους, αλλά από την αντίστροφη φορά τότε όλα δείχνουν πως είναι σε ευθεία. Βέβαια μπορείς πάντα να προσπαθήσεις να πηγαίνεις πάντα δυτικά, αντίστροφα με τη φορά της γης, σαν τρελός να προσπαθήσεις να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Τόσα βιβλία και τόσες ταινίες για αυτή τη παλαβομάρα, τα ταξίδια στο χρόνο, κι όλα έχουν το ίδιο ηθικό δίδαγμα, πως είναι τραγικό να προσπαθείς να αλλάξεις αυτά που είναι πίσω σου όσο μάταιο είναι να προβλέψεις τι θα βρεις μπροστά σου.


Όταν μιλάς στον εαυτό σου τι του λες; Τι μπορείς να του πεις, και τι σου απαντάει άραγε; Πως ξετυλίγονται οι διάλογοι αυτοί; Ίσως η βροχή να είναι ο καλύτερος συνομιλητής, μιλάει συνεχώς και αδιάκοπτα, μέχρι σταδιακά να αρχίσει να σωπαίνει ωσότου τελικά να σταματήσει και να σε αφήσει να σκεφτεσαι τελείως μοναχός σου. Και μετά φυσικά συνεχίζεις να μιλάς πάλι μόνος σου, ή ακόμη καλύτερα να κρατάς τη βροχή μέσα σου και έτσι μπορείς να συνεχίσεις ένα φυσιολογικό διάλογο με αυτή. Κουταμάρες, λίγα ξεφυσήματα στους καπνούς που χάνονται προς τα πάνω, τίποτα από αυτά δεν βγάζει νόημα, δεν έχει σημασία.


Τι μετράει στο τέλος; Ότι είπες και ότι έκανες. Αυτά μένουν, αυτά τα δροσίζει η βροχή, αυτά τα γλείφει ο αέρας, αυτά κάποτε θα τα φυλάξει το χώμα. Όσα δεν είπες, και όσα δεν έκανες, αυτά, αυτά τα κουβαλάς μαζί σου και σε χαράζουν από τη μέσα πλευρά.




Χρωστάω ένα DVD εδώ και τέσσερις εβδομάδες, το Φιτζακαράλντο του Herzog με τον Κίνσκυ. Το έχω σαν προσωπικό μου στοίχημα, πόσο πολύ μπορώ να καθυστερήσω να περπατήσω τρία τετράγωνα.