Pages

Monday, August 31, 2009

Why so serious?

Ο παραιτηθείς Μανώλης εξηγεί πως άλλαξε την ημερομηνίας παραίτησης του για να έχει ευκολότερο έργο ο πρωτοστάτης της κυβερνητικής αταξίας, ενώ παράλληλα τον συμβουλεύει να μην υποκύψει στις προτάσεις υπολοίπων για 'εκλογές αυτοκτονίες'. Συγνώμη, βραχυκύκλωμα.

Εκλογές αυτοκτονίας; Δηλαδή ο κύριος Μανώλης νοιώθει με σιγουριά πως άμα οδηγηθεί η κυβέρνηση σε εκλογές θα χάσει. Άρα αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση της χώρας διαχειρίζεται το αίσχος μας χωρίς τη λαϊκή συναίνεση. Εμείς βέβαια το ξέρουμε αυτό από αρχής της μεταπολίτευσης, αλλά όταν ένας συνενόχος του συλλογικού υποκριτικού εγκλήματος το παραδέχεται τόσο απλόχερα, πλέον το αστείο αρχίζει και γίνεται πολύ πικρό.

Αναπάντεχα λοιπόν υπάρχουν και φορές όπου η αυτοκτονία δικαιολογείται.

Όνειρο θερινής νυκτός... κυριολεκτικά

Υπάρχουν τόσα εκπληκτικά και απίστευτα πράματα στον κόσμο, που μπορεί να χάσεις μια ολόκληρη ζωή παρατηρώντας μονάχα ένα. Ευτυχώς όμως υπάρχει η ακόρεστη δίψα για μάθηση και ανακάλυψη που άμα δεν ικανοποιηθεί γρήγορα τότε ξυπνάει ο μηχανισμός της βαρεμάρας που σε σπρώχνει σε κάτι καινούριο, όπου καινούριο άγνωστο, όπου άγνωστο συναρπαστικό. Κάτι όμως που ξεχνώ πάντα, είναι πως ακόμα και σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ακόμα υπάρχουν συγκλονιστικά πράματα να ανακαλύψει κανείς, και δεν εννοώ με πόσους μικροτραυματισμούς μπορεί να φθάσει κανείς στο διακόπτη για τα φώτα. Το μυαλό για παράδειγμα.

Το μυαλό είναι τεράστιο και όσο με εκπλήσσει στον ξύπνιο μου, αλλά τόσο (ή και παραπάνω) επιτυγχάνει να με διασκεδάζει στον ύπνο μου. Το τελευταίο όνειρο που θυμάμαι με πολλές λεπτομέρειες ομολογώ πως ήταν από εκείνες περιπτώσεις που αρνείσαι να σηκωθείς και μάλιστα επιμένεις να προσπαθείς να το ελέγξεις και να το σκηνοθετείς παρόλο που στην υποδοχή περιμένουν εξαγριωμένοι πελάτες για να πληρώσουν και να πάνε σπιτάκι τους.

Έμενα λέει σε ένα ρετιρέ, αλλά είχα μικρή βεράντα και έτσι κάθε φορά που ήθελα να απλώσω τα ρούχα μου (όχι πολύ συχνά δηλαδή ...) έκανα μαϊμουδιές σαν κι αυτές που κάνει ο David Belle και έπεφτα στην από κάτω βεράντα που ήταν πολύ μεγαλύτερη και με βόλευε, αφού το διαμέρισμα ήταν εγκαταλειμμένο. Όμως, μια φορά που πήγα να επαναλάβω αυτή μου τη ρουτίνα, συνειδητοποιώ αναπάντεχα πως πλέον το διαμέρισμα δεν ήταν και τόσο εγκαταλειμμένο και πως είχε μετακομίσει μια οικογένεια, και συγκεκριμένα ένας ψηλός πενηντάρης με τις τρεις του κόρες, τις οποίες θυμάμαι πολύ πιο αμυδρά από ότι αυτόν, όπως θυμάται κανείς πολύ περισσότερο τον Σταυρίδη στις ελληνικές ταινίες και όχι τις οικογένειες των οποίων ηγείται. Αν και όνειρο, ομολογώ πως είχε κάποια δόση λογικής συνέχειας αφού αμέσως ο εν δυνάμει πεθερός θυμώνει απίστευτα όσο εγώ προσπαθώ μάταια να του εξηγήσω το πως και το γιατί και αρχίζει και με κυνηγάει μέσα κι έξω από το διαμέρισμα. Άμα είχε καραμπίνα δε το θυμάμαι και πολύ καλά.

Τώρα το μέσο του ονείρου δεν το θυμάμαι σχεδόν καθόλου, αλλά νομίζω πως αποτελείται από μια σειρά από περιπετειούλες και ευτράπελα τα οποία με φέρνουν πιο κοντά με την οικογένεια από κάτω. Συγκινητικό, το ξέρω. Με τα πολλά τέλος πάντων, είχε αρχίσει να με συμπαθεί ο γέρος και κάπως είχα βρεθεί πάλι μέσα στο σπίτι του όταν ξαφνικά άρχισαν να βαράνε τα τηλέφωνα. Αυτός πήγαινε πέρα δώθε, υπνοδωμάτιο, καθιστικό και τα λοιπά, τα σήκωνε τα ρημάδια τα τηλέφωνα ο καημένος αλλά δεν απαντούσε κανείς, κι αυτό γινόταν συνεχώς σε τέτοιο βαθμό που πλέον είχε αρχίσει να καταρρέει και να νομίζει πως για κάποιο λόγο εγώ είχα κάνει σαμποτάζ εναντίον του. Εγώ, με τη σειρά μου, θέλοντας να αποδείξω την αθωότητα μου και επειδή είμαι καλοσυνάτη ψυχή, σήκωσα το τηλέφωνο και στην αρχή δεν άκουγα κι εγώ τίποτα, αλλά μετά άκουγα κάτι σαν ψίθυρο. Φώναξα να μιλήσουν πιο δυνατά και τελικά κατάφερα να διακρίνω μια γυναικεία φωνή να με ρωτάει στα αγγλικά πως είναι η Αθήνα το χειμώνα (ξαφνική συνειδητοποίηση πως ο γέρος είναι συνάδερφος κάπελας), αν και το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει! Μάλλον υπήρχαν δύο τηλέφωνα στο σπίτι του εν τριπλώ δυνάμει πεθερού, γιατί το κουδούνισμα που άκουγα ήταν το τηλέφωνο του γραφείου μου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να με ξυπνήσει για να ξεκινήσω και πάλι δουλειά...

Είναι σαφές πως τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν την ζύμη για μια πρώτης τάξης μεσογειακή ρετρό κωμωδία, όπου φυσικά ο κεντρικός ήρωας φλερτάρει και με τις τρεις κόρες αλλά τελικά δε στεφανώνει καμία. Όμως εν αντιθέσει με τη συνήθη πρακτική μου, όπου δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να απομυθοποιήσει και να αναλύσει το όνειρό μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση αμέσως άρχισα να το αποδομώ και να ταυτίζω τα συστατικά του με του μυαλού μου παρελθούσες προσλαμβάνουσες.

Έτσι, έχω καταλήξει πως για το παραπάνω όνειρο χρειάζονται τα ακόλουθα συστατικά:

Πλήθος ελληνικών ταινιών μεταξύ της ηλικίας των οχτώ και δεκαοχτώ.
Σαθρές αντιλήψεις για το θεσμό της οικογένειας, και τη σιγουριά πως η μέλλουσα γυναίκα μου θα με χωρίσει και θα με αφήσει να μεγαλώσω τα παιδιά μας μόνος μου όση αυτή θα χαίρεται τα λεφτά της διατροφής με το poolboy.
Μια εκτίμηση για τις ακροβατικές ικανότητες του David Belle στο Banlieu 13 και στο Banlieue 13 Ultimatum.
Μια σοβαρή μου ανησυχία για το πως θα αντέξω τη ζωή μου έχοντας κόρες (κι όχι γιούς) και το πόσο πολύ θα ήθελα να βγουν λεσβίες.
Μια απεριποίητη βεράντα και ένα ρετιρέ από κάτω μου που έχει να νοικιασθεί 14 χρόνια.
Μια δουλειά (ξενοδοχείο) που μου έχει φάει τα συκώτια, ιδιαίτερα με τηλεφωνήματα τις πλέον ακατάλληλες ώρες.


Βέβαια μια συνταγή ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη μονάχα με τα υλικά. Οι οδηγίες εκτέλεσης είναι πάντα απαραίτητες αλλά επειδή μου είναι μάλλον αδύνατο να σπουδάσω ένα ή ακόμη και δύο θέματα για πέντε ολόκληρα χρόνια και να ανακαλύψω αργότερα πως ακόμα δεν ξέρω ουσιαστικά τίποτα για τους μηχανισμούς του μυαλού και τη σύνθεση των ονείρων. Άρα, με μια ομαλή κυκλική κίνηση καταλήγω στην αρχική μου πεποίθηση, δηλαδή τη προτίμηση μου να τα διασκεδάζω και όχι να τα σπάω σε μικρά-μικρά κομματάκια ενός φαινομενικά αποσυντονισμένου κολλάζ το οποίο το ναρκωμένο μου συνειδητό προσπαθεί να βάλει σε τάξη, όσο το υποσυνείδητό μου σταδιακά σταματά να πυροβολεί ασυναίσθητα τα νευρικά μου κύτταρα και παραδίδει το κορμί μου στη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Σήμερα έβρεξε για λίγο. Χοντρές, ζεστές, κάθετα ερχόμενες και χωρίς κανένα νόημα στάλες.

Τα λάθη, όπως και οι πιθανότητες, είναι αυτά που δίνουν νέες διαστάσεις σε ένα πρόβλημα. Άμα ήμουν δάσκαλος δεν θα με ενδιέφερε καθόλου η σωστή απάντηση, αλλά θα αντάμειβα την πιο ευφάνταστη λάθος απάντηση.

Sunday, August 30, 2009

Καμένα μυαλά

Πλέον δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι διαδραματίστηκε πριν δύο μόλις χρόνια στην Ελλάδα, ίσως να φταίει και ο χρόνος που ηρέμησε κάπως και αποστασιοποίησε τη σκέψη. Οι τρομακτικές σε διαστάσεις και επιπτώσεις πυρκαγιές του 2007 έκαψαν κάτι παραπάνω από δάση, σπίτια και ανθρώπους. Έκαψαν και συνειδήσεις.

Όπως μέσα στο βράδυ η πύρινη αντανάκλαση του έναστρου ουρανού σκοτώνει ένα βουνό από πλαγιά σε πλαγιά, έτσι και το τι γίνεται μετά τις πυρκαγιές αντανακλά το πραγματικό σου ενδιαφέρον, την παιδεία σου και το ειλικρινές σου ένστικτο για επιβίωση. Τι κάναμε εμείς εδώ στην Ελλάδα;

Μοιράσαμε χρήματα, ευχαριστήσαμε εργολάβους για τα αναχωματικά τους έργα (τρομερή δήλωση Σουφλιά το χειμώνα του 2007-2008), διατηρήσαμε τις χιλιάδες παράνομες χωματερές, συνεχίσαμε να χαϊδεύουμε αυτιά διαφόρων παρανομούντων εξακολουθώντας να καλλιεργούμε την εκβιαστικά από το κράτος ορμώμενη μικρο-παραβατικότητα του Έλληνα (1), με λογής λογής νομιμοποιήσεις, κρυφτούλι στους αποχαρακτηρισμούς και το γνωστό εισπρακτικό παιχνίδι των υμιπαίθριων. Παράλληλα καθησυχαστήκαμε με ένα τυχερό καλοκαίρι του 2008, κάποιες σπασμωδικές αναδασώσεις και φυσικά την διαβόητη πια πολιτική άνοδο της οικολογίας, όσο τα άχρηστα σώματα της χωροφυλακής και των θυροφυλάκων κάνουν το κενό της δασοφυλακής να φαντάζει ακόμα πιο μεγάλο. Πνιγμένοι σε μια σειρά γενικότερων απογοητεύσεων απόρροια της ακυβερνησίας του πολιτικού όχλου, ήταν και παραμένει δύσκολο στη δυσωδία των κομμάτων και των ταπεινών συμφερόντων να μυριστούμε τι πραγματικά καιγόταν.

Μέσα σε δύο χρόνια οι αταξικές ευαίσθητες μάζες των ηλεκτρονικά δικτυωμένων στα facebookάκια και blogs Αθηναίων κατάφεραν και μάζεψαν τόσο λίπος πάνω στο μαυρισμένο δέρμα τους, που πλέον αδιαφορούν ολοκληρωτικά για τον αναπνευστικό πνιγμό τους και το βιασμό του περιβάλλοντός τους, διοργανώνοντας ανέραστες συγκεντρώσεις συναίνεσης στο μαζικό έγκλημα. Αντίθετα τους βγήκε η μνησικακία τους, κλείνοντας πονηρά το ματάκι στους βιλλάτους και σκαφάτους πυρόπληκτους που από παλιά είχαν ξεκινήσει την αργή μα σταθερή κατάκτηση του βουνού. Ποιός θα το πίστευε πως οι πυρκαγιές θα γινόντουσαν τόσο γρήγορα μπανάλ, αφήνοντας τους διευθυντές προγράμματος των καναλιών να τραβάνε τα μαλλιά τους από την ατυχία, όπως και οι δημοσιογράφοι στις απίστευτες απαντήσεις του μεγάλου διδάσκαλου Αντώναρου. Ούτε μια ελληνική σημαιούλα δεν είδαμε αυτή τη φορά, παρόλο που ο στρατηγός άνεμος και οι πρακτοράκοι που ζητάνε το κακό μας είχαν ζώσει το λεκανοπέδιο με πύρινα μέτωπα εξαναγκάζοντας ανασφάλιστους πρακτικάριους γραφίστες να πατάνε το Ctrl-V με μαίνος πάνω από το χάρτη της Αττικής.

Το μόνο που αναρωτιέμαι τώρα όμως, είναι τι έχει μεγαλύτερη σημασία και τι με ενοχλεί περισσότερο. Μήπως είναι τα αναρίθμητα στρέμματα δασικών εκτάσεων που εξαφανίζονται σαν αστείο, ή μήπως η σταδιακή λοβοτομή εκατομμυρίων μυαλών και ο ευνουχισμός άλλων τόσων ψυχών. Διότι ακόμη και το τέρας της Mary Shelley και του Dr. Frankenstein, αν και το μυαλό του ήταν ανήμπορο να σκεφτεί με τη λογική του αναγνωστή λόγω των επιπλοκών της δημιουργίας του, είχε ευτυχώς ακόμη το ψυχικό σθένος να επιδιώξει την ελεύθερη διαβίωσή του. Στο μυαλό υπάρχουν πολλά πράματα με κυρίαρχα τη λογική και τη μνήμη, αλλά στη ψυχή υπάρχει το κουράγιο, ο θυμός και το δίκιο, όμως φαίνεται πως διαρκώς καταφέρνουμε βρίσκουμε νέα όρια στην έλλειψη και απουσία τους. Αν η παρακαταθήκη των οικοπεδοφάγων και των πολιτικών είναι καμένη γη, τότε η δική μας κληρονομία είναι τα εχέγγυα και οι βάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν την επανάληψη του ίδιου εγκλήματος στο διηνεκές, είναι η αναισθητοποίηση της συλλογικής ευθύνης, είναι ο απενεχοποιημένος ξεπεσμός σε ένα κόσμο-καθρέφτη της αρρώστιας μας.



'History is all about forgiving, but not forgetting.'
Me, myself and that other craaaaaazy person in my head.

Friday, August 21, 2009

Nothing is real unless it happens

Κάπου στο πρώτο τέταρτο του γνωστότερου βιβλίου του, το Moby Dick, ο Melville προσπαθεί μάταια να κατηγοριοποιήσει τα τότε γνωστά φαλαινοειδή σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το μέγεθος τους και όχι την ομορφιά τους -για κάποιο λόγο. Στις γεμάτο τέμνουσες και εφαπτόμενες περιγραφές του, αναφέρει διάφορα είδη, τα περισσότερα φυσικά με τη ναυτική και φαλαινοθηρική ονομασία τους, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Έτσι η πάντα κινούμενή μου περιέργεια ανέτρεξε στα σύγχρονα ψηφιακά κατάστιχα και αφού έσπασε τα σαγόνια μου με γκριμάτσες θαυμασμού για τη νέα αδιάφορη γνώση που θα ξεχαστεί σύντομα για τις διάφορες φάλαινες, υπό εξαφάνιση και μή, ανακάλυψε μια ενδιαφέρουσα οικολογική θεωρία, αυτή της r/K επιλογής (r/K selection theory αγγλιστί) όπως λέγεται, η οποία εξηγείται με την παρακάτω εξίσωση (χα!):

όπου r είναι η ποσοστιαία αύξηση ενός πληθυσμού Ν στη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος, και Κ η δυνατή έμβια χωρητικότητα ενός οικοσυστήματος, δηλαδή πολύ απλά πόσα είδη έμβιων μορφών και σε τι αριθμό μπορεί να υποστηρίξει ένα οικοσύστημα.

Πιο απλουστευμένα, η εξίσωση και η αντίστοιχη θεωρία της υποστηρίζει πως όταν ένα οικοσύστημα είναι πλήρες και κοντά στον κορεσμό των πόρων του (νερό, φαγητό, ζεστασιά, προφύλαξη από φυσικούς εχθρούς κλπ.), ευνοούνται τα είδη με λιγότερους απογόνους ανά γενιά αφού πιθανολογικά έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν δια μέσου της λελογισμένης διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Αντίστροφα σε ένα οικοσύστημα το οποίο προσφέρει μια πλούσια ποικιλία πόρων για διαβίωση, ευνοούνται τα είδη εκείνα που παράγουν πλήθος απογόνων αφού μπορούν να εκμεταλλευτούν τους αντίστοιχους πόρους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Φυσικά υπάρχουν και οι ενδιάμεσες περιπτώσεις. Ακόμη πιο απλά, η θεωρία προτάσσει σε οποιοδήποτε οικοσύστημα την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσης και λειτουργίας αυτού σε σχέση με τα εκάστοτε μέλη του.




Όλα τα παραπάνω με έβαλαν σε σκέψεις, ή για να είμαι πιο ειλικρινής αλλού τριγυρνάει ο οργανικός εν τω κρανίο εγκλωβισμένος σάκος των καταχρήσεων μου, αλλά είναι αυτές οι τέμνουσες και εφαπτόμενες που ακόμη τόσα χρόνια μετά τα αιματηρά γεγονότα των τριγωνομετρικών μου σπουδών, με καταδιώκουν ανηλεώς λες και κάπου κάποτε τις στράβωσα επίτηδες και ανεπανόρθωτα σαν τον Humpty Dumpty. Όπως και να έχει, είναι σαφές πως ο άνθρωπος είναι από εκείνα τα είδη που προτιμούν να έχουν λίγους απογόνους ώστε η κατανομή των διαθέσιμων πόρων σε αυτούς να είναι πιο συμφέρουσα. Αυτά όσα αναφορά την βιολογία. Τι γίνεται όμως με την ψυχολογία; Διότι το παραπάνω έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με μια από τις πολλές στραβά εδραιωμένες πεποιθήσεις μου, πως το ένστικτο της αναπαραγωγής εξακολουθεί να συνεχίζει στο διηνεκές, πως γενικότερα περισσότεροι απόγονοι είναι καλύτερο από λιγότεροι, πως μέσα στο παραπάνω ορισμένο βιολογικό πλαίσιο οι άνθρωποι θα έπρεπε να προσπαθούν για περισσότερα παιδιά και όχι για λιγότερα. Αντιθέτως όμως, η παραπάνω οικονομετρική θεωρία συμβαδίζει απόλυτα με τα ριζικά μαζικά γονικά προγράμματα που εφαρμόζουν χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Λιγότερα παιδιά για πιο αποδοτική και οικονομική εκμετάλλευση των πόρων, μέχρι αυτοί να γίνουν οικονομικές ρυτίδες.

Μπέρδεμα μεγάλο ο γονικός προγραμματισμός, (πόσο μάλλον ο χρονικός) διότι παρόλο όλα τα προηγούμενα, είναι αλήθεια πως είναι πιο σύνηθες σε πλούσια περιβάλλοντα να υπάρχουν λιγότερα παιδιά και σε αντίξοες συνθήκες να υπάρχουν περισσότεροι απόγονοι, διαπίστωση που είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη στη περί ο λόγος οικολογικής θεωρίας. Για παράδειγμα, άμα πάμε δύο γενιές πίσω ο ένας μου παππούς είχε δέκα αδέρφια, αν και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ήταν κατά αντιστοιχία με τη σύγχρονη εποχή οι ίδιες αν όχι χειρότερες. Τώρα εγώ έχω δύο. Αδικία. Και γιατί;

Φυσικά υπάρχουν διάφοροι ευκόλως παρατηρούμενοι παράγοντες για αυτή τη διαφοροποίηση όπως η είσοδος της γυναίκας στην εργασία (καταραμένες φεμινίστριες), η υπονόμευση της οικογένειας σαν αξία προς τέρψιν της παραγωγής, η ανάδειξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ως ανώτερο ιδανικό, η εξάπλωσης της Coca-Cola, και η υψηλή παιδική θνησιμότητα παλαιότερων εποχών η οποία έχει πλέον καταπολεμηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά (στον ανεπτυγμένο πάντα κόσμο για να μην ξεχνιόμαστε). Όμως νομίζω πως και από την ψυχολογική όψη του καθενός η δημιουργία απογόνων είναι μια δύσκολη σκέψη, με την έννοια πως δεν είναι κάτι το τόσο επιτακτικό όπως στις παλαιότερες γενιές. Και αυτό σαν ιδέα με ανησυχεί (τόσο πολύ που δεν μπορώ να κοιμηθώ δηλαδή), διότι είναι ένα ακόμη από εκείνα τα αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους που σε πείθουν απόλυτα πως δεν υπάρχει θεός και πως το θαύμα της ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εμποτισμένη με ποτά, ναρκωτικά και πουτάνες βραδιά σε ένα καζίνο της Νεβάδα με μερικές υπερφυσικές δυνάμεις στα όρια της λιποθυμίας να περιμένουν να σκάσει η μπίλια στο νούμερο 42. (1)



Αντιστρέφοντας όμως την r/K θεωρία, κάποιος κακεντρεχής μπορεί να πει πως εφόσον ο ανά γενιά μέσος όρος των απογόνων μειώνεται, τότε αυτόματα αυτό σημαίνει πως η χωρητικότητα K του οικοσυστήματος (το οποίο πλέον σαν έννοια εμπεριέχει το φυσικό περιβάλλον, το τεχνικό ακόμη και το ψυχικό) ολοένα και περιορίζεται, συρρικνώνεται, παρακμάζει και εν τέλει καταρρέει. Θεέ μου, οι πούστηδες οι οικολόγοι είχαν δίκιο, ο καθένας για την πάρτη του και τα παιδιά του και οι άλλοι ας γίνουν θύματα στην εγκεφαλική πυρά τρελλών Ευαγγελιστών.

Ευτελίζοντας ακόμη περισσότερο τον παραπάνω συλλογισμό -διότι τίποτα δεν έχει αξία στις μέρες μας αν δεν είναι φθηνό- η συνολική πορεία της ανθρωπότητας προς το παρόν δε με απασχολεί καθόλου. Βαδίζουμε με σιγουριά στα σκατά και ούτε ο Ομπάμα θα μας σώσει, ούτε το τζακ ποτ στην Ιταλία. Όση ώρα γράφω εγώ αυτές τις μπούρδες, γύρω μου καίγεται η Αττική - Βαρνάβας, Γραμματικό, Μαραθώνας και Διόνυσος έχουν θυσιαστεί για αυτό το αρρωστημένο πύρινο κίτρινο του ουρανού ενώ πλέον η μύτη μου έχει συνηθίσει στη μυρωδιά της ξεροψημμένης παρακαταθήκης και του καταστραμμένου βουνού. Πέρα όμως από τις αλά 2007 πυρκαγιές, αυτό που με δυσκολεύει να το αντιληφθώ και να το ερμηνεύσω είναι πως μπορούμε και καυχιόμαστε για τις επιστημονικές μας προόδους, τους φιλοσοφικούς και ηθικούς διαφωτισμούς μας, την πολιτισμική μας λάμψη ανά το πέρασμα των αιώνων, πως μπορούμε να υψώνουμε τις υπεράνθρωπες ιδεολογικές μας κατακτήσεις άμα προτού καν χάσουμε τη διάθεση να ζούμε έχουμε ήδη αρχίσει να χάνουμε τη διάθεση να αφήσουμε άλλους να ζούνε για εμάς. Άμα το σύμβολο της εποχής μας είναι το δυσλειτουργικό i-Phone (το οποίο παρεπιπτόντως εκρύγνεται) και όχι η διαπίστωση πως η αναπαραγωγή έχει καταστεί πολύ πιο δύσκολη άκομη και σαν έννοια, τότε συγνώμη, αλλά εμένα προσωπικά κάτι δε μου κολλάει. Άμα ένα σύστημα προτάσσει μια ποικιλία χαρακτηριστικών, αλλά αδυνατεί να στηρίξει το ένα το οποίο το διατηρεί στη βασική του αναγκαιότητα, τότε κάτι δεν πάει καλά γενικότερα πέρα από εμένα φυσικά.

Βέβαια υπάρχει και μια πιο θετική προσέγγιση στο όλο θέμα, άμα αναλογιστεί κανείς (ποιός άραγε;) πως ο άνθρωπος από ζώο έχει εξελιχθεί σε ον. Η κωδικοποιημένη στα γονίδια μας διάθεση για αναπαραγωγή, όσο και αν καταδιώκεται από πουριτανισμούς, σεμνοτυφίες, ψυχοπαθείς νταντάδες και κακά εκπαιδευτικά συστήματα, δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιηθεί με τους στενούς βιολογικούς όρους. Αν και η μονοδιάστατη θεώρηση του βιολογικού και κοινωνικού ανταγωνισμού για την εύρεση καταλληλότερων συντρόφων ώστε οι απόγονοι μας να έχουν καλύτερες πιθανότητες διαβίωσης και ούτω καθεξής (2) μπορεί ισοπεδωτικά να ερμηνεύσει τα πάντα, δεν είναι απαραίτητο πάντα να ακολουθείται. Ο άνθρωπος πλέον δεν έχει ανάγκει να αναπαραχθεί βιολογικά, αλλά ξεπερνώντας τα στενά δεσμά της σάρκας, μπορεί και εμπλουτιζεί τους αναπάντητους χρόνους με δημιουργίες δικές του, με ενστάσεις και σπονδές πρωτότυπες απέναντι στη παράδοση του φυσικού κόσμου Πέρα από το να αντιμετωπίζει τη πραγματικότητα, πλέον τη δημιουργεί με όρους και προσταγές δικές του.

Πέραν αυτού όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς (ο ίδιος που αναλογίστηκε λίγο πιο πριν) πως πολύς κόσμος αποκλείει τον εαυτό του από την όλη διαδικασία εξαρχής για ποικίλους λόγους, οι οποίοι λογικά μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες. Η μια είναι η απαξίωση του εγώ, δηλαδή η προσωπική αντίληψη μιας λανθάνουσας κρινόμενης ακαταλληλότητας για διαιώνιση του εγώ, και η άλλη αντιδιαμετρικά αντίστροφα, η συνεχής διερεύνηση και εξυπηρέτηση του εγώ η οποία (πιθανώς) υπερσκελίζει τις ανάγκες που μπορεί η αναπαραγωγή να καλύπτει. Και άμα κάποιος μπερδεύεται για το πως μπορεί να υπάρχει η σεξουαλική επιθυμία αλλά όχι η επιθυμία για τεκνοποίηση, να έχει υπόψη του πως ο άνθρωπος ανήκει σε εκείνα τα τυχερά θηλαστικά όπου τα δύο διαχωρίζονται, και το σεξ αποτελεί ευχαρίστηση πολυδιάστατη πέραν της ευρύτερης αναζήτησης και εξυπηρέτησης της διαιώνισης και εξέλιξης του είδους. Όπως επίσης και εμπορικό προϊόν στις διαθέσεις του εκάστοστε παραγωγού.



Τώρα τι τα έχω πιάσει και τα έχω μπλέξει όλα μαζί αυτά θα με ρωτήσει μια φωνή στο μυαλό μου. Ώπα, μόλις το έκανε. Το πρόβλημα όμως είναι πως η άλλη φωνή που υποτίθεται πως δίνει τις απαντήσεις, ανεξαρτήτως αξιοπιστίας, απουσιάζει και η παράδοξη συμβίωση της σιωπής και της ανυπαρξίας είναι αυτό που παραμένει. Έτσι, όπως φαντάζει λογικό (σκεφτείτε για λίγο το παράδοξο) τα μονοπάτια των νευρωνικών δικτύων είναι μπουκωμένα με παραλθούσες επιθυμίες, ξεχασμένες αναμνήσεις και σκόρπιες σκέψεις με αποτέλεσμα την αδυναμία συγκρότησης μια ολοκληρωμένης πρότασης ή έστω απορίας. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης αυτής της κατάστασης (άμα δεν προσέξατε κι αυτό το παράδοξο, ε άντε μου στο διάολο!) είναι μεταξύ θλιβερού διαλλείματος ποδοσφαιρικού παιγνίου και διασκεδαστικού σκοντάματος.

Μισό λεπτάκι να καλέσω το μηδέν. Όχι, τίποτα. Κάτσε να αλλάξω κάρτα, ή να φορτίσω τη μπαταρία. Όχι, μισό να μπω στο Internet. Τίποτε. Διαολεμένη τεχνολογία, μονάχα ξέρεις να ξεπλένεις την πραγματικότητα με φτηνές προφάσεις.

Connection lost. Connect to another network?


(1)
Κάποιοι κακόβουλοι συκοφάντες θα βιαστούν να πουν πως η ρουλέτα έχει αριθμούς από το 0 μέχρι το 36. Αυτή όμως η κοσμική ρουλέτα που τη συναντά κανείς και στο εστιατόρια στο τέλος του σύμπαντος, έχει όλους τους αριθμούς, ρητούς, πραγματικούς και φανταστικούς.

(2) The meaning of life is more life.



Monday, August 17, 2009

Chemical Deserts

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι πολύ καλή εποχή για να τρελαθείς. Βέβαια, είναι πολύ καλή εποχή για αρκετά πράματα, άμα αναλογιστείς πως ο περισσότερος κόσμος λείπει και απλά δεν υπάρχει ο κατάλληλος αριθμός ειδικευμένου προσωπικού για να σε συλλάβει, γιατρέψει ή αλυσοδέσει. Όλοι λείπουν σε άδεια, ή προσποιούνται πως λείπουν σε άδεια. Σατανικό αυτό το τελευταίο. Ακόμη και τα πιο απίθανα άτομα λείπουν από την Αθήνα. Θυμάμαι το Τσίου όπου σε ένα ελληνικό Δεκαπενταύγουστο ένα πρεζάκι (ο Τσίου) σκοντάφτει σε όλες τις νεολληνικές παθολογίες (σχεδόν μηδαμινή προσφορά στην αγορά, πληροφοριακό έλλειμα, καθίκια φίλοι, επικοινωνιακές παρεξηγήσεις, απάλευτοι μπράβοι κλπ.) για να βρει τη δόση του. Τελικά τα καταφέρνει μερικώς, αλλά ευτυχώς βρίσκει και κάτι πολύ καλύτερο.

Επίσης, τέτοιες μέρες είναι οι καλύτερες άμα κάποιος θέλει να παρατήσει το σκυλί του. Τρεις μέρες τώρα ένα κοντόχοντρο μαλλιαρό σκυλί μας έχει φορτωθεί, επειδή ως γνωστόν όταν ένα σκυλί μεγαλώσει και δεν είναι πλέον τόσο χαριτωμένο, πρέπει να το πετάς στο δρόμο και ύστερα να κάνεις διακοπές στα δύο δίκλινα στην Τήνο εξηγώντας στη μικρή Μαιρούλα πως ο Λούλης (ή Μπέιλυ ή Μαξ ή Στόρμυ ή Ρεξ ή Βρωμομπασταρδοκοπρόσκυλο) μια μέρα απλά αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπιτικό του. Εγώ το σκυλί επίτηδες αποφάσισα να το βαφτίσω Μάρκο.

Update: Μια καλή γριούλα αποφάσισε να το πάρει να του δώσει σπίτι. Ή έτσι τουλάχιστον μας λέει, μπορεί κάλλιστα να παίρνει ένα εικοσάρικο από τη L'Oreal για κάθε αδέσποτο που προμηθεύει στο τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης.





Επιπλέον ο Δεκαπενταύγουστος είναι καταπληκτική εποχή για να πεθάνεις σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σίγουρα δεν είναι αστείο, αλλά θέλω να πιστεύω πως τα υψηλόβαθμα στελέχη της τροχαίας κάθε χρόνο τέτοια εποχή βάζουν στοιχήματα για τον μακάβριο αριθμό. Επίσης θέλω να πιστεύω πως κάθε χρόνο τέτοια εποχή τα υψηλόβαθμα στελέχη της τροχαίας πάντα στοιχηματίζουν χαμηλά, πολύ χαμηλά.

Επίσης τέτοιες μέρες, εξατμίζεται η βενζίνη από τις μηχανές (αυτό είναι καλό αρκεί οι ατμοί να παραμένουν στο επίπεδο της μύτης), δημιουργώ νέα ποτά (των οποίων η στάθμη στο ποτήρι είναι πάντα χαμηλή επειδή είναι εκπληκτικά), ενώ ειδικά φέτος σκέφτομαι να αρχίσω να παρακολουθώ κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Φαντάζει τρελό αλλά σε σύγκριση με κάποια άλλα πράματα που συμβαίνουν στον κόσμο, νομίζω πως είναι καταπληκτική ιδέα. Ίσως όχι καταπληκτική, περισσότερο πληκτική άμα ήθελα να ακριβολογήσω, αλλά σιγά μην ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα φυσικά είναι μη τυχών και το φανταστικό πρόσωπο είναι τόσο βαρετό (γαρ το μυαλό μου) που εν τέλει αποδειχθεί πως όντως υπάρχει και στο τέλος μπλέξω. Άμα είναι να μπλέξω, τουλάχιστον να αρχίσω να παρακολουθώ κάποιο πρόσωπο που όντως υπάρχει. Βέβαια, η ουσία είναι πως ΔΕΝ θέλω να πλέξω άρα μπορώ πολύ απλά να μην πάρω το ρίσκο, και να μην παρακολουθήσω κανένα πρόσωπο, είτε είναι πραγματικό είτε είναι φανταστικό. Αλλά αυτό δεν θα είχε πλάκα. Οπότε τώρα το μόνο που μένει, είναι να φανταστώ αυτό το φανταστικό πρόσωπο και ύστερα να σκεφθώ κάποιο τρόπο ώστε να το παρακολουθήσω χωρίς να με καταλάβει. Ειδάλλως, το φανταστικό πρόσωπο που με προσέλαβε για την παρακολούθηση θα με απολύσει. Και μετά...

Μπέρδεμα.


Εκπληκτικό Ποτό ν. 49 (Η Pina Colada του φτωχού)

Ρούμι (Malibu κατά προτίμηση) 3/7
Χυμός ροδάκινο (γιατί είναι του φτωχού, αν και ο χυμός ανανά έχει την ίδια τιμή) 2/7
Ice Tea (καλύτερα πραγματικά παγωμένο τσάι και όχι η μαλακία της Nestle) 2/7
1 κουταλιά γρεναδίνη
Πάγο (όχι τριμμένο γιατί νερώνει το αριστούργημα)
Σερβίρεται σε οποιοδήποτε ψηλό ποτήρι

Δεν είναι το ίδιο καλό όσο μια Pina Colada, αλλά μετά τα πρώτα δύο δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Επίσης ... ποιός διάολος κρατάει κρέμα καρύδας σπίτι του; Την επόμενη φορά πάντως θα παρουσιάσω το Crimson Russian γιατί τα ήδη εδραιωμένα White και Black Russian είναι πολύ μονότονα. Έτσι κι αλλιώς, ο καλός Ρώσος είναι o κόκκινος Ρώσος.

Thursday, August 13, 2009

Ο Τιραμόλας

Άμα κάποιος νομίζει ότι δεν γίνεται να κάνεις bungee jumping με ατσαλόσυρμα, τότε δεν έχει ανοίξει ποτέ κουβέντα με τον Τιραμόλα.

'Είχα δύο επιλογές' μου λέει, ενώ απλώνει το χέρι του 15 μέτρα παρά πέρα για να πάρει τη μπύρα του από τη μπάρα. 'Ή να σκιστώ στη μέση και να διακοσμήσω το οδόστρωμα με τα σωθικά ή να γίνω έτσι.' Με ανακατεύει λίγο η ιδέα, αλλά μετά θυμάμαι τα κορεάτικα splatter και χαμογελάω. Την ίδια ώρα φυσικά ένα μικρό μέρος του μυαλού μου κυριεύεται από μια παράνοια. Ανησυχώ μήπως πιεί πολύ, τρέμω με την πιθανότητα και το βλέμμα μου ανιχνεύει με αγωνία να βρώ κάτι μακρύ και στέρεο. Όταν πίνει ο Τιραμόλας χαλαρώνει, χαλαρώνει υπερβολικά και είναι δύσκολο να τον μαζέψεις.


Κάποια στιγμή ευτυχώς επικρατεί το λογικό μου κομμάτι και τον ρωτώ πως διάολο βρέθηκε να κάνει bungee jumping με ατσαλόσυρμα. Αναστενάζει, επεκτείνει λίγο το λαιμό του, με πλησιάζει και με ρωτάει: 'Όχι, εσύ πες μου. Πες μου πως γίνεται στα τελευταία μέτρα ο Αστραχάν να χάνει τρεις θέσεις; Μπορείς να μου το πεις αυτό;' Τρομάζω λίγο, αλλά γρήγορα διώχνει την αμηχανία μου με ένα μικρό χαμόγελο και μια ρουφηξιά από τη μπύρα του. 'Βέβαια μετά δεν είχα παράπονο, εντάξει, δεν έγινα καρτούν στο χαζοκούτι, αλλά κυκλοφορούσα για πολλά χρόνια στα περίπτερα κι ας μην ήμουν ο πιο αγαπημένος ήρωας των παιδιών. Έβγαλα λεφτά, πολλά, ξεχρέωσα και έφτιαξα και τη ζωή μου. Είμαι εξασφαλισμένος, καταλαβαίνεις.'


Κουνάω καταφατικά το κεφάλι και αναρωτιέμαι τι κάνει ο 'εξασφαλισμένος' πλην αποσυρμένος από τα περίπτερα Τιραμόλας μαζί μου στο φθηνό αυτό μπαρ. Του το αναφέρω. 'Δε βαριέσαι' μου κάνει. 'Στα αρχίδια μου τα γράφω όλα. Ούτε καν ξέρω τι παίρνουν οι μετανοιωμένες μανάδες στα παιδιά τους να χαζεύουν όση ώρα αυτές θα μετράνε αντίστροφα τα χρόνια μέχρι την εμμηνόπαυση.' Του προτείνω να μαλακώσει λίγο, αλλά γρήγορα συνειδητοποιώ την ατυχή μου έκφραση. Γελάει. 'Είσαι σίγουρος;'


Του προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας καμιά άλλη φορά, άλλωστε πάντα για τον εαυτό του μιλάει. Νομίζει πως είναι ξεχωριστός επειδή με ευκολία και διακριτικότητα μπορεί και γέρνει το κεφάλι του κάτω από τα φουστάνια περαστικών γυναικών. Τι φρικιό, βλάκας Ιταλός. Κι αυτό το καπέλο, αυτό το γαμημένο καπέλο, αποικία μούχλας και ξεχασμένων από την επιστήμη επιδιημιών. Διακρίνει τη δυσαρέσκειά μου, αλλά με συγχωρεί και μου λέει να μη χαθώ. Του αντιπροτείνω πως τόσα χρόνια που είμαι χαμένος μου είναι λίγο δύσκολο να χαθώ περισσότερο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι έξυπνο σαν απάντηση, αλλά έχω ήδη απομακρυνθεί πολύ. Το μόνο που σκέφτομαι είναι ο καημένος ο μπάρμαν που θα πρέπει να τον ανεχθεί για τις επόμενες ώρες. Τα ίδια χάλια κι αυτός.

Thursday, August 06, 2009

Σαράντα χρόνια κι ακόμη σε περιμένω...

Με την ίδια ευκολία που που μπορεί η ψυχολογία να σε καταστρέψει, έτσι μπορεί και να γίνει και ένα επικίνδυνο μα και συνάμα απίθανο καύσιμο. Αναρίθμητοι ρομαντικοί ποιητές ένιωσαν να σπάει κάτι μέσα τους όταν ο Michael Collins, ο Buzz Aldrin και ο Neil Armstrong γυρόφερναν με το αστείο τενεκεδάκι τους το φεγγάρι το οποίο εν τέλει επισκέφθηκαν και πάτησαν με τις σόλες τους (οι δύο τελευταίοι). Με τα σημερινά σοβαρά μας δεδομένα φαντάζει αστείο - δεν ήξεραν καν πόσο μαλακό θα ήταν το έδαφος που θα πατούσαν (καθόλου, είναι σκληρός βράχος καλυμμένος με ένα λεπτό στρώμα σκόνης). Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και οι εναπομείναντες στιχοπλόκοι εναποθέτουν τις κουρασμένες μα ακόμα ζωντανές ελπίδες τους σε άλλα αστρικά σώματα όπως η Αφροδίτη, ο Άρης και ακόμη πιο μακριά συμπλέγματα όπως η Μεγάλη Άρκτος και ο Ορίωνας, ενώ ο Aldrin νοιώθει γρονθοκοπεί με περηφάνια όποιο αστοιχείωτο τολμά να πει πως οι αποστολές Apollo ήταν απάτη.


Μα όσο κι αν προσπαθούν, το παντοδύναμο και γοητευτικό φεγγάρι είναι αυτό που μολύνθηκε με τη φιλοδοξία του ανθρώπου, αυτό που κυβερνά τις παλίρροιες και τον έρωτα, αυτό έπεσε θύμα ενός παιδικού ανταγωνισμού μεταξύ των τότε δύο πανίσχυρων μα και μάταιων δυνάμεων του νεαρού μας πλανήτη. Όπως η Αγγλικανική Εκκλησία ήταν αναγκαία για την ανεξιθρησκεία των Άγγλων υπηκόων, αλλά δημιουργήθηκε από τις καύλες ενός μονάρχη, έτσι και τα αρχικά λιθαράκια της διαστημικής περιπέτειας του ανθρώπου αν και στηρίχθηκαν στη γνώση, τη λογική και τη δίψα για εξερεύνηση, δεν εναύσθηκε από αυτά. Αντιθέτως, το καύσιμο που έδωσε την τεράστια ώθηση και τα εντυπωσιακά στα δοκιμασμένα μεταπολεμικά μυαλά αποτελέσματα ήταν το υποπροϊόν ενός επικοινωνιακού ιμπεριαλισμού, ήταν τα τεράστιο ψυχολογικό δυναμικό που υπήρχε στον άνθρωπο ανεξαρτήτως συμφερόντων, ήταν η τεράστια ψυχική δεξαμενή του ανθρώπινου μικροκόσμου που αντλήθηκε. Μέχρι όμως που εξαντλήθηκε, αναλώνοντας κάτι τόσο τεράστιο όσο το φεγγάρι και ο μύθος του ακόμα περισσότερο, στη δίνη της pop κουλτούρας και της εφήμερης δοξασίας.


Σαράντα χρόνια μετά, και έχει μείνει αυτή η γλυκόπικρη γεύση στα χείλη των οικουμενικών αισθήσεων του ανθρώπινου μυαλού. Η τελικά προσιτή Σελήνη γρήγορα αντικαταστάθηκε με τον δύσκολο, πολυέξοδο και επικίνδυνα περίπλοκο προορισμό του Άρη όσο η πληθώρα των επίγειων προβλημάτων αναδυόταν και αποκτούσε προτεραιότητα Με την πρώτη ουσιαστική ήττα της Σοβιετικής Ένωσης και το φάντασμα της πυρηνικής καταστροφής να στοιχειώνει τον Ψυχρό Πόλεμο, τα άστρα μπήκαν στο περιθώριο, πόσο μάλλον και αργότερα όταν πλέον με τη κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και με τον ψηφιακό καταναλωτισμό, ο ρους του ανθρώπινου υπερπολιτισμού καταπιάστηκε με έννοιες και προβλήματα οικουμενικά όπως το περιβάλλον, η λειψυδρία, το πετρέλαιο, η ανάπτυξη, η μετανάστευση και οι περιφερειακοί πόλεμοι της Pax Corporata μεταξύ άλλων. Τα άστρα ήταν και είναι πολύ μακρινά για έναν ανώριμο, τραυματισμένο και δυσλειτουργικό πολιτισμό σαν το δικό μας.


Στο περιθώριο βέβαια -αν και πάντα τα εύκολα θύματα διαφόρων και έκτακτων περικοπών- οι αφανείς ήρωες των διαστημικών προγραμμάτων -επιστήμονες, φυσικοί, μαθηματικοί, μηχανικοί- αθόρυβα και συστηματικά πάντα κρατούσαν και εξακολουθούν να διατηρούν τα μικρά εκείνα ψυχολογικά ψήγματα απαραίτητα για την διαιώνιση αυτής της εν ναρκώσει περιπέτειας. Σύμμαχοί τους ενίοτε εκκεντρικοί επιχειρηματίες (βλέπε Richard Branson) και φυσικά η βιομηχανία κινηματογράφου που επιμένει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (όπως Solaris, Space Odyssey, Contact), να μεταμορφώνει την απείρως άγνωστη φύση του σύμπαντος σε ένα βαρετό σκηνικό διαστημικών μονομαχιών που αψηφώντας τους νόμους της φυσικής γεμίζουν τα αυτιά μας με τα (κυριολεκτικά) πιο απίστευτα ηχητικά εφέ. Τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου μικρά όπως ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός, το περίφημο και κάποτε με αστιγματισμό τηλεσκόπιο Hubble καθώς και οι μη επανδρωμένες αποστολές-πειραχτήρια στον Άρη.


Όπως και να έχει, κάτι τόσο εντυπωσιακό όσο η περίφημη πρώτη προσσελήνωση απέχει ακόμα πολύ όχι μόνο από τη σειριακή μας πραγματικότητα, αλλά ακόμη και από τη όποια αποπροσανατόλιστη φιλοδοξία μας. Τα μυαλά μας έχουν καλομάθει στην κυνική αψυχολόγητη και ανέραστη μάζα του συνόλου όσο το Εγώ είναι ο ψευδεπίγραφος πόλος μιας προσχεδιασμένη ζωής. Τα σαράντα χρόνια που συμπληρώνουμε από την ίσως πιο υπερήφανη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας είναι μια ιστορία με δύο πλευρές. Από τη μια, η θλιβερή ανάμνηση της πλέον ξεθωριασμένης δύναμης που είχε κάποτε η παράλογη θέληση του ανθρώπου, και από την άλλη αυτό το απροσδιόριστο μα και τόσο τεράστιο, αυτό το σαν παιδικός ενθουσιασμός που πάντα θα επισκέπτεται τη φαντασία των ανθρώπων, έστω σποραδικά. Ορισμένων τουλάχιστον.


Απόψε λοιπόν έχει Πανσέληνο. Πάντα θα θυμάμαι εκείνη την ιστορία για τον Μάνο Λοΐζο ο οποίος σε μια από τις συναυλίες που γίνονται κάθε χρόνο στην Αυγουστιάτικη πανσέληνο, διέκοψε στη μέση την ενορχήστρωσή του και παρότρυνε το κοινό απλά να κοιτάξει το φεγγάρι. Απόψε λοιπόν έχει Πανσέληνο, και μάλλον πλησιάζει και βροχή, η άλλη αγαπημένη μου. Ορχήστρα μου οι φθηνές μου σκέψεις και η φτωχή μου φαντασία, τα τσιγάρα και τα ποτά σε σειρά, και στα άκρα μισοτελειωμένες προτάσεις, και στο κέντρο μισοτελειωμένες και ασύνδετες σκέψεις, αυτή είναι η δική μου ορχήστρα, ασυντόνιστη και χωρίς κοινό, ορχήστρα την οποία έστω και για λίγο θα διακόψω κι εγώ κάποια στιγμή φευγαλέα ή και πιο σοβαρά το φεγγάρι να κοιτάξω. Χαζό βέβαια, αλλά και τι δεν είναι στις μέρες μας; Πόσο μάλλον στις νύχτες μας...