Pages

Sunday, February 28, 2010

Αγαπητή Steffi...


Λυπάμαι που αναγκάζομαι να σου γράψω υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αλλά να, δεν ξέρω πως, μάλλον εγώ φταίω γλυκιά μου έτσι όπως παραμέλησα τα σοσιαλιστικά μας παιδιά, έτσι όπως τα άφησα στην αυλή του πληροφοριακού μας ονείρου να αλληλοσπαράσσονται. Τα ρυτιδιασμένα μου χέρια δεν τρέμουν πια από τη ντροπή, μα εξακολουθούν και πάλλονται από την ντροπή και το θυμό μου, έτσι όπως τώρα πρέπει να απολογηθώ και τα ράφια της ιστορίας να ισιώσω. Μου είναι τόσο δύσκολο αγαπητή μου μπιρμπιλομάτα, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Χρυσή μου, και τη πένα του Μάρκες να είχα, πάλι τη μετάνοια μου δεν θα μπορούσα να την εκφράσω όπως πράγματι θα ήθελα. Είναι στο νου μου, μα πώς να με καταλάβεις;

Άμα άντεχα μια αλήθεια να σου πω, αυτή είναι το ‘σ’ αγαπώ’, μα άμα μπορούσα κι άλλη, θα σου ‘λυνα μια απορία μεγάλη. Δεν φταις μήτε εσύ, μήτε εγώ, μήτε ο G.A.P., μήτε η Angela, μήτε το άλλο το στρουμπουλό. Άσε για λίγο την ενοχική ματιά στη σύγχρονη ιστορία σου να περιπλανηθεί στις γλυκές νουάρ αφηγήσεις του Hugo Pratt, και πίστεψε με όταν σου λέω πως ούτε τα Ες Ες και οι Ναζί φταίνε για το σώβρακό μου το τρύπιο. Βλέπεις αθώα μου Steffi, όσο τσακώνονται δήθεν τα πολιτικά κουστούμια μεσούσης hi-tech τηλεδιασκέψεων, οι μασόνοι τραπεζογύπες τσιμπολογάνε τα τελευταία ψίχουλα από το σάπιο κουφάρι του ελληνικού κατασκεύασματος, την ιδέα ενός αποτυχημένου τεχνάσματος, τη γνώριμη δυσοδία ενός μειάσματος.

Το έλλειμμα μου δεν το εξαφανίζει ούτε ο David Copperfield, μα και το σθένος μου βλέπεις δεν το λυγίζει ούτε ο Uri o Geller. Βγήκε το φουσκωτό ‘Πάγκαλος’ -ναυπηγημένο εντός των κατά των συνθηκών συνόρων μας- και με τους κανονιοβολισμούς του περί κατοχικού δανείου και πολεμικών αποζημιώσεων, προσπάθησε να δυναμιτίσει τις σχέσεις μας επειδή γενήκαμε οι κλεφτοκοτάδες της ένωσης. Ζηλεύει παιδί μου, διότι όταν από τη δεκαετία του εξήντα ερχόντουσαν οι ορδές των ενοχικών Γερμανών χίππηδων προσπαθώντας εξισώσουνε την κατάσταση με τα μάρκα τους βλέποντας να δούνε από κοντά τα μέρη που λεηλάτησαν και σφάξανε οι πατεράδες τους, αυτός το έπαιζε κουμουνιστής και δεν του καθόταν καμία ξανθομαλλούσα βισιγότθα. Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα βέβαια θα έρχεται το νέο κύμα, ενοχικών τουριστών, οι απόγονοι των τραπεζιτών της Deutsche Bank, και θα αφήνουν μαραμένα γαρύφαλλα στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος, ένας ελάχιστος φόρος τιμής στα σύγχρονα θύματα του οστρογοτθικού ιμπεριαλισμού.

Όλα είναι κύκλος, και πλησιάζοντας την απόλυτη ιστορική νιρβάνα που θα έλεγε και μια γνωστή μου, επιστρέφω στις ραγιάδικες μου ρίζες, γίνομαι επιτέλους γνήσιος κουτοπόνηρος, και όχι αυτό το ellinas που μας είχανε φορτώσει 200 χρόνια οι ξενέρωτοι διαφωτιστές. Γλυκιά μου Steffi, δεν θέλω να ανησυχείς, είμαι καλά και όσο ξεφτιλίζομαι τόσο καλύτερα νοιώθω, σαν από τα πυελούς που κατάμουτρα τρώω να αναγεννιέμαι. Διότι βλέπεις στρουμπουλή μου Βαλκύρια, είναι στη φύση μου εκεί που δεν με περιμένουν, εκεί που δεν με πιστεύουν, να κάνω ένα τσαφ και ένα μπραφ και ξανά τα strobe lights του πολιτισμού να δίνω στον κάθε Ούννο.

Για να δεις πως δε σε πειράζω με λόγια ψεύτικα και ελπιδοφόρα, δώσε βάση σε παρακαλώ πως θα βγάλω το εισιτήριο μου με τον νέο γίγαντα των ελληνικών αερογραμμών. Όπως ξέρεις δεν έχω τίποτα παρά μερικά ευρώ υπό την μορφή χάλκινων νομισμάτων και κουπονιών του Carrefour. Εσύ λοιπόν θα μου δανείσεις 300 Ευρώ για το εισιτήριο, το οποίο όμως θα στο ξεπληρώσω αμέσως. Πως; Πάρα πολύ απλό. Θα εκδώσω ένα προσωπικό ομόλογο με εγγύηση ταχυφαγείου και αξιολόγηση τοκογλύφου, το οποίο φυσικά θα αγοράσεις με ένα ευνοϊκό επιτόκιο 3% το οποίο θα στο καταβάλλω και μπροστά (12 ευρώ) για να δεις πόσο κιμπάρης είμαι.

Πρέπει όμως να σε αφήσω γλυκιά μου, θα συναντηθώ με κάτι συντρόφους για να συζητήσουμε πως τα αλλοδαπά έχουν φάει τις τίμιες θέσεις εργασίας των ημεδαπών στα φανάρια. Προτού όμως σφραγίσω αυτό το γράμμα με το άρωμα της απλυσιάς μου θα σε αφήσω με ένα τσιτάτο ενός συμπατριώτη σου: ‘Ο ύπνος είναι το επιτόκιο που πληρώνουμε για το δάνειο που εξοφλείται με το θάνατο. Όσο πιο υψηλό το επιτόκιο και όσο πιο συχνά πληρώνεται, τόσο περισσότερο αναβάλλεται η ημερομηνία της τελικής αποπληρωμής.’ Το ξέρω, είναι τελείως άσχετο και βλακώδες, αλλά είπα να το πετάξω μπας και σε προβληματίσω περί της ασυδοσίας του παγκόσμιου δανειοληπτικού συστήματος.

Σε φιλώ Steffi μου. Προσμένω ένα κρύο απόγεμα να αγναντεύουμε το λιμάνι του Αμβούργου λίγο πριν πάμε να δούμε την Saint Pauli, να τραβάω τα πυρόξανθα μαλλιά σου και έτσι ένα τυχαίο φίλτρο στις δύουσες αχτίδες του ηλίου να φτιάχνω. Σε φιλώ και σε σκέφτομαι Steffi μου.

Tuesday, February 23, 2010

Ψυχολογία delivery

Τρέφομαι σχεδόν αποκλειστικά με φαγητό απ’ έξω. Η γαστρονομική μου παλέτα έχει κατατμηθεί όχι σε γεύσεις, αλλά σε μαγαζιά, διασταυρώσεις και τηλέφωνα. Τα πλούσια σε σόδα και συντηρητικά εδέσματα που απολαμβάνω με έχουν εκπαιδεύσει να διακρίνω την αφράτη ζύμη της Roma Pizza από την μαλακιά της Pizza Hut, και το νεκρό ντόνερ του Σάββα από τον πιο φρέσκο του Σεβάχ. Με μια μόνο δοκιμή μπορώ να σου πω πότε θα έχω χωνέψει την υπερβολική σάλτσα στα spaghetti paezana του Benvenutto ή πότε σφάχτηκε το κοτόπουλο στο αντίστοιχο πιάτο του Food Company με δεντρολίβανο και lemon sauce.

Για ξεκάρφωμα πηγαίνω στον θρυλικό πια Κυματοθραύστη, τίμιος αντικαταστάτης του Μπαρμπα-Γιάννη όσο αναφορά τις διατροφικές μου ανάγκες. Ένα μεγάλο για έξω, σχεδόν ποτέ σαλάτα, σχεδόν πάντα ένα κοτόπουλο κάποιας μορφής, παέγια τις Κυριακές, ποτέ επιπλέον αλάτι και πάντα μόνο μια φέτα ψωμί. Έξι ευρώ. Έχω μια παρανοϊκή συνωμοτική θεωρία πως στα φαγητά τους βάζουν μορφίνη για να πηγαίνω ξανά και ξανά. Εγώ άμα είχα μαγειρείο, αυτό θα έκανα πάντως. Τέτοιο καθίκι είμαι.

Μια από τις βασικές αρχές ενός (πραγματικά) καλού εστιατορίου είναι να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα φαγητά στο μενού. Άμα είναι πάνω από δέκα, προσοχή, το πιο πιθανό είναι η ποιότητα να είναι χαμηλή. Ενώ άμα έχει λίγα εδέσματα στο menou, μπορείς να νοιώθεις εμπιστοσύνη πως ο σεφ τα έχει τελειοποιήσει και πως τα υλικά δεν έχουν μείνει για αναρίθμητο καιρό στα ψυγεία.

Στα delivery το σκεπτικό είναι το ακριβώς αντίστροφο. Το φυλλάδιο πρέπει να θυμίζει περισσότερο διήγημα παρά μενού, οι σελίδες του να είναι γεμάτο με ελκυστικές φωτογραφίες από θελκτικά φιλέτα και ορεξάτες γαρνιτούρες, και φυσικά το ίδιο πιάτο σε δεκαπέντε διαφορετικές παραλλαγές, κάθε φορά με ένα διαφορετικό συστατικό. Πατάτα στο φούρνο, πατάτα στο φούρνο με τυρί, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν και μπέικον, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν και μπέικον και κρέμα γάλακτος.

Η ψευδαίσθηση της ποικιλίας και της ελευθερίας της επιλογής, αυτή είναι η συνταγή της επιτυχία κάθε καλού ντελιδεράδικου. Μια γεύση για τον καθένα, γιατί είμαστε όλοι μοναδικοί, και εξαιρετικοί και μας αξίζει το καλύτερο. Και να θυμάστε,σας αγαπώ! Τα δημοφιλέστερα συστατικά, σπορέλαιο, κρέμα γάλακτος (σε μπιτόνια), φτηνό σπαγγέτι, μπέικον, αλάτι και φυσικά σόδα. Χωρίς σόδα, το στομάχι δε φουσκώνει, κι άμα το στομάχι δε φουσκώνει, οι μερίδες πρέπει να μεγαλώσουν, κι άμα οι μερίδες μεγαλώσουν, το κόστος θα ανέβει, κι άμα το κόστος ανέβει, το μαγαζί θα κλείσει. Οπότε σόδα.

Όμως η αίσθηση της χόρτασης δεν είναι αρκετή, δεν φτάνει μονάχα αυτό για να πετύχει η μπίζνα. Απαραίτητη είναι και η αίσθηση της ικανοποίησης, μια αναγκαιότητα ευρέως γνωστή από τα αμερικάνικα burger fast-food, τα οποία απολαμβάνουν τον εθισμό ορδών εθισμένων στις τεχνητές τους γεύσεις. Στο κόσμο του marketing, δεν μπορεί να είναι τυχαίο που τέτοια μαγαζιά δεν έχουν ντελίβερι. Ξεχάστε τα ναρκωτικά, τα τροχαία, τους ιούς της γρίπης, τους Τούρκους και τα χλαμύδια, ο μεγαλύτερος μας εχθρός βρίσκεται στο αλουμινένιο κυπελάκι, στο χάρτινο κουτί και στο πλαστικό πιάτο. Τα σουβλατζίδικα έχουν πάπρικα ακόμη και στη τουαλέτα, τα ιταλικά ξεχειλίζουν από κρέμα γάλακτος και τα κινέζικα έχουν μαυρίσει από τη πολλή σόγια.

Όμως αυτό που έχουν όλα σαν κοινό φυσικά είναι τα γλυκαντικά, εκεί βρίσκεται το μυστικό αγαπητές μου φιλενάδες. Ασπαρτάμη (Ε951), κυκλαμικά οξέα, ακεσουλφάμη (Ε950), και πολυόλες είναι μερικές από τις βασικότερες ομάδες τεχνητών γλυκαντικών ουσιών που μπορεί βρει κανείς σε πατάτες τηγανητές μέχρι ένα κοτόπουλο φλαμπέ με λευκή σάλτσα. Τα περίφημα και δαιμονοποιημένα από τα Μέσα Μαζικής Επανάπαυσης έψιλον. Μέσα μου διαρκώς κρύβεται και μεταβολίζεται μικρά χημικά θαύματα της μεταπολεμικής βιομηχανικής επανάστασης. Σιγά-σιγά γίνομαι χημικός, the chemical man. Κάτι ήξερα που στο μάθημα της χημείας, αντί να διαβάζω, έπρηζα τα αρχίδια του φίλου μου του Φίλιππου.

Είμαι από τους καλύτερους εκπροσώπους της καλοβολεμένης γενιάς, εκείνης που έλεγε μαλακίες σε χαζογκόμενες στο IRC και παράγγελνε σουβλάκια, της γενιάς του e-bay και του Patatafritas, Sega Megadrive, Γκάλης, Βαζέχα, συγκυβέρνηση, ιδιωτική τηλεόραση, Wendy's, Τσερνόμπιλ, Απαράδεκτοι, internet και νταουνλόαντ που έλεγε και ένας Λαρισαίος γνωστός μου, εκείνης της γενιάς για της οποίας την πάρτη έχουν κάνει εκπομπή με μανάδες και μαμούχαλους (‘Μια Νύφη για το γιό μου’). Όλα στο πιάτο, μονάχα ένα τηλέφωνο μακριά. Όχι σαν τα σημερινά παιδιά που τα έχουν όλα και δεν ξέρουν τι θέλουν.

Εγώ που θέλω μια γυναίκα να μου σιδερώνει, να μου πλένει, να μου μαγειρεύει, να μην μένει μαζί μου, αλλά να μου κάθεται πού και πού, είμαι απαιτητικός ή απλά παραδοσιακός; Ή απλά μαλάκας;

Ευτυχώς τα μηχανάκια απεργούν αύριο.

Friday, February 19, 2010

Πολλές

Είναι πολλές και σε εμένα ακατανόητες, μυστήριες, ένα ερωτηματικό με καμπύλες. Είναι πολλές, ίσως περισσότερες από ότι θα έπρεπε, περισσότερες από όσες μπορώ. Σίγουρα όμως είναι ακατανόητες. Για αυτό λοιπόν δε προσέχω και κινούμαι στα όρια των λαθών και των κακών επιλογών, πάντα προσμένοντας το χειρότερο, πάντα απολαμβάνοντας το καλύτερο. Δε σκέφτομαι, δεν υπολογίζω. Αντιδράσεις. Εκπλήξεις. Ανακαλύψεις. Απογοητεύσεις.

Με τη μια πίνουμε ποτά σε κάποιο μαγαζί. Αυτή βάφεται στη τουαλέτα. Κάποιος με παρακολουθεί. Μιλάμε, γελάμε, τίποτα το παράξενο. Κάνουμε τα τηλέφωνά μας, πληρώνουμε, βγαίνουμε, χαιρετιόμαστε και ο καθένας μας παίρνει το δικό του δρόμο.

Είναι πολλές.

Όσο κι αν κλείνω τα μάτια, δεν αλλάζω. Δεν θυμάμαι πως ήταν όταν ήμουν τυφλός.

Περιμένω στο καφέ την άλλη, αλλά από το δρόμο εμφανίζεται μια άλλη. Κάποιος με παρακολουθεί. Της γνέφω, με πλησιάζει και τελικά κάθεται μαζί μου. Μιλάμε, γελάμε τίποτα το παράξενο. Μπορεί και να φλερτάρουμε. Δεν έχω ξεχάσει αυτή που έρχεται, απλά επιμελώς δεν το σκέφτομαι. Έρχεται, πληρώνω, φεύγουμε και αφήνω την άλλη πίσω. Ακόμα και η απέχθεια είναι καλύτερη από την άγνοια. Περπατάμε προς τα κάτω. Στο τέλος του δρόμου με δέρνουν τρείς μηδενιστές.

Βλέπω ντοκιμαντέρ από τις σαβάνες, τις ερήμους και τις ζούγκλες.

Είναι πολλές οι άτιμες.

Έχω ξεχάσει να πονώ. Μην ξεχάσω να θυμηθώ να ξεχάσω. Με βήματα προς τα πίσω, τα γυμνά μου πόδια σκαλίζουν στο δρόμο με τα χαλίκια την πορεία προς την επόμενη. Στο τέλος της κάπου, νομίζω υπάρχει ένα τσίρκο που το έχει σκάσει από μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία.

Είμαι στο κρεβάτι μπανταρισμένος, με γάζες και αίματα. Μια άλλη με φροντίζει και με προσέχει. Αυτός που με παρακολουθεί, κάθεται πιο δίπλα. Αυτή φεύγει, κουράστηκε. Η σκιά μου, αυτός που με παρακολουθεί, μου προσφέρει ένα ποτήρι whisky. Ανάβει τσιγάρο, και το μοιραζόμαστε.

Είναι πολλές και τις στεναχωρώ. Τις απογοητεύω, μα κάτι είναι κι αυτό, σημαίνει πως κάποτε τις γοήτευα. Αυτό μονάχα ξέρω να κάνω, τα λάθη είναι ο κώδικας επικοινωνίας μου, ραδιοκύματα σε μια ηλεκτρονική θύελλα. Τη διαδρομή μου την ξέρω καλά, σε κάθε γωνία της έχω σκοντάψει.

Είναι πολλές και είμαι άκλαφτος.

Τα πλάνα του καφέ για την video-ιστορία ‘Πολλές’ θα γυριστούν την Κυριακή 21/02/2010. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Είσοδος ελεύθερη.

Friday, February 05, 2010

Αγαπητή Jacqueline...

Αγαπητή Jacqueline,

Σου γράφω από την αγαπημένη σου βρώμικη Αθήνα, από το γεμάτο στάχτες και λεκέδες γραφειάκι μου. Είναι ένα ακόμη κρύο πρωινό σε αυτόν τον γυμνίο χειμώνα και πλέον έχω σταματήσει να μετράω τις τρύπες στη βράκα μου. Καλά διάβασες γλυκιά μου, η κατάσταση μου πλέον έχει φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τόσο που δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα με βρει την επομένη. Αρνούμαι πεισματικά στις γενικές συνελεύσεις να μπει πετρέλαιο στην πολυκατοικία, κλέβω αναπτήρες σαν να μην υπάρχει αύριο, ζηλεύω τους άστεγους στα συσσίτια και προσπαθώ να περάσω την αξυρισιά μου σαν στυλ και έχω να βάλω πλυντήριο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες. Οι γκόμενες αντί να αγοράζουν σκισμένα στο κωλομέρι jean και φουστάνια, γεμίζουν τα συρτάρια τους με κολλάν των τριών ευρώ, ενώ πλέον δεν υπάρχει κιλοτάκι που να μην είναι προκλητικό χάρη στην οικονομία στο ύφασμα. Εκεί στη Γαλλία, ποιά είναι η τελευταία μόδα στα εσώρουχα; Χθες άκουσα στις ειδήσεις πως χρεοκοπούμε και έκλεισα τα φώτα.

Μην πηγαίνει ο νους σου στο κακό, δεν θέλω δανεικά. Έχω ήδη βάλει την λεπίδα στο λαιμό μου καταφεύγοντας στα μικρομάγαζα της Αθηνάς και ανταλλάσοντας τα τελευταία μου Ευρώ για ένα τσουβάλι γουάν από έναν αδίστακτο σχιστομάτι. Τώρα πια ξέρεις γιατί τόσο καιρό δεν έχω πάρει το τραίνο –πόσο μάλλον το αεροπλάνο- να έρθω να σε επισκεφθώ στο όμορφο Παρίσι σου. Η γάτα σου πως είναι, την ταΐζεις καλά; Εγώ διαπίστωσα πως ο Τζίμης, το σκυλί του γείτονα που κάθεται στη δική μας πολυκατοικία, είναι κατατονικό. Άτιμο πράμα η ζωή Jacqueline μου, μέχρι και τα σκυλιά μας έχουν ψυχολογικά προβλήματα.

Όμως, δεν μπορώ να έχω παράπονο, δεν είμαι κλεισμένος στο καβούκι μου. Τα τηλέφωνα εξακολουθούν και βαράνε χωρίς σταματημό, και μιλάω με πολύ κόσμο. Διαφημιστές και πωλητές προσπαθούν επίμονα να με πείσουν για τη μια και την άλλη προσφορά και για τις τελευταίες κρυφές εκπτώσεις, αλλά εις μάτην και έτσι ανοίγουμε κουβέντες για τον καιρό και την άσχημη αγωνιστική κατάσταση του Ολυμπιακού. Εκεί όμως που πραγματικά ιδρώνει το αυτί μου στο ακουστικό είναι με τις έρευνες αγοράς, κι ας μην υπάρχει αγορά. Δεν ξέρω τι ψάχνουνε - καλύτερα να βάζανε την Νικολούλη- αλλά με ρωτάνε για τις προτιμήσεις μου, τι κανάλια βλέπω, τι ποτά πίνω, τι τσιγάρα καπνίζω, τι καπότες φοράω. Σπυριάρηδες φοιτητές της ΑΣΟΕ και της Νομικής καταχωρούν τα προσωπικά μου στοιχεία στα ψηφιακά συστήματα του Μεγάλου Αδερφού με τη παραμικρή λεπτομέρεια και τις αναρίθμητες στατιστικές προεκβολές. Πλέον δεν τα ξέρει όλα η Ασφάλεια, αλλά οι δημοσκόποι.

Αγαπημένη μου Jacqueline, δεν θέλω να σε στεναχωρώ, αλλά δυστυχώς έτσι είναι η πραγματικότητα, αρχίζω να νομίζω πως τα πράματα είναι χειρότερα από ότι νομίζω. Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω στο e-bay όλα εκείνα τα υπέροχα δώρα που μου έχεις κάνει –το κόκκινο φουλάρι του πατέρα σου που φορούσα στις πορείες, ένα αποξηραμένο φύλο πορτοκαλιάς με τα ονόματά μας χαραγμένα, έναν αναπτήρα που έκλεψες από εκείνον τον μπουφετζή που γούσταρες, και το ‘Σεξ για αρχάριους’ που μου χάρισες στον ένα μας μήνα. Μακάρι μονάχα η χρηματική τους αξία να ήταν τόση όση η συναισθηματική τους! Μα δυστυχώς γλυκιά μου, μπορεί στο χρηματιστήριο της αγάπης να έχω κάνει limit-up μαζί σου, αλλά το χρηματιστήριο αξιών Αθηνών πλήττεται συνεχώς από αδίστακτους κουρσάρους της υπεραξίας, κερδοσκόπους και νταβατζήδες του spread.

Αγαπητή μου Jacqueline, είμαι αναγκασμένος όμως να σταματήσω τώρα, πρέπει να προλάβω να ανακυκλώσω 157 μπουκάλια μπύρας για μερικά δεκαρικάκια τα οποία θα δώσω αμέσως για να αγοράσω λίγο επιστολόχαρτο ακόμη. Βλέπεις, πρέπει να γράψω και στην καλή μου Carla στο Μιλάνο, και μετά στην γλυκιά μου Steffi στο Βερολίνο. Αχ, αγαπημένες μου εταίρες, δεν σας προλαβαίνω μες στη φτώχεια μου.

Σε φιλώ.

Αθλητικοί συσχετισμοί εν τη Αλβιώνα τη γραία

Είναι φοβεροί αυτοί οι Άγγλοι. Πίνουν μπύρες από τις δώδεκα και εφευρίσκουν σπορ στα οποία δεν μπορούν να κερδίσουν.

Τρανότερο παράδειγμα είναι φυσικά το αγαπημένο σε όλους μας ποδόσφαιρο όπου ναι μεν έχουν το καλύτερο πρωτάθλημα στο κόσμο, αλλά σε εθνικό επίπεδο το καλύτερο που έχουν να επιδείξουν είναι ένα παγκόσμιο κύπελλο το 1966 με το γνωστό γκολ φάντασμα για το οποίο μέχρι και καθηγητές φυσικής ασχολούνται. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε ‘επίσημα’ το 1863 στην Αγγλία με την δημιουργία της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (Football Association), αλλά οι ρίζες του απαντώνται στον Μεσαίωνα με χαρακτηριστικότερες αναφορές τις συνεχείς απαγορεύσεις του αθλήματος από τους βασιλιάδες της Αγγλίας (με πρώτο τον άχρηστο Εδουάρδο τον 2ο, γνωστός από το κέρατο που έφαγε από τον Mel Gibson στο Braveheart) πριν και κατά τη διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου. Από τη μια η βασιλική αριστοκρατία ενοχλείτο από τη φασαρία και την ασχήμια του λαϊκού αθλήματος στους δρόμους των πόλεων, και από την άλλη εθεωρείτο απαράδεκτο το προλεταριάτο της εποχής να ασχολείται με τέτοια ζητήματα και να μην εξασκείται στην τόσο απαραίτητη για τον εθνικό ιμπεριαλισμό τοξοβολία!


Αιώνες μετά, το ποδόσφαιρό παραμένει το ίδιο λαοφιλές και συγκινητικό, και πλέον έχει την επιχορήγηση και στήριξη του κεφαλαίου με κάθε πιθανό τρόπο με τους καλύτερους παίχτες του να διαφημίζουν αντιπυτιριδικά σαμπουάν και πανάκριβα εσώρουχα. Όσο για τους Άγγλους, έχουν καταφέρει και έχουν εγκαθιδρύσει το καλύτερο και ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου, χάρη κυρίως στην ίδια τους την τρέλα για τη στρογγυλή θεά. Χαρακτηριστικό αυτής της εκπληκτικής μανίας, είναι πως φέτος, μέχρι στιγμής και μεσούσης οικονομικής κρίσης, η Premier League καταφέρνει και έχει μέσο όρο πληρότητας γηπέδων 91%, ένα ποσοστό ονειρικό σε επίπεδα ονείρωξης για την ταπεινή πλην βαμμένης στα πράσινα δικής μας Superleague. Οι Άγγλοι σίγουρα αγαπάνε το άθλημά τους, και αυτό με τη σειρά του τους επιβραβεύει με θέαμα και συγκινήσεις, αλλά κάθε καλοκαίρι έχουν πάντα εκείνο το ίδιο γλυκόπικρο παράπονο στα χείλη τους εξαιτίας των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων που τους προσφέρει η εθνική τους ομάδα.


Ευτυχώς για αυτούς, το καλοκαίρι παίζεται το προσωπικά πολυαγαπημένο μου κρίκετ, του οποίου οι πρώτες αναφορές ύπαρξης χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα στη νότιο Αγγλία εν μέσω κάποιας καλοκαιρινής απογευματινής ραστώνης. Το ακριβώς αντίθετο του ποδοσφαίρου, το κρίκετ παίζεται τις καθημερινές σε ώρες που ο φυσιολογικός κόσμος δουλεύει, σταματάει με την πρώτη ένδειξη βροχής, και διαρκεί άπειρες ώρες μέχρι μέρες. Η ομορφιά του αθλήματος βέβαια δεν έγκειται στο να το παίζεις, αλλά στο να το παρακολουθείς από την κερκίδα με ένα παγωμένο Pimm’s και να σχολιάζεις ανέμελα φορώντας ένα αστείο καπέλο όσο οι περισσότεροι από τους παίχτες στο γήπεδο κάνουν πάνω κάτω το ίδιο άκριβως πράμα με εσένα. Ίσως το πιο μποέμ άθλημα που θα μπορούσε να διανοηθεί ανθρώπινος νους, οι Άγγλοι πρόλαβαν και το διέδωσαν στις αποικίες τους, οι οποίες με τη σειρά (με κύριους πρωταγωνιστές την Ινδία και το Πακιστάν) τους ξεπληρώνουν τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις της παλαιάς αυτοκρατορίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν είναι πως δεν έχουν επιτυχίες τους οι Άγγλοι, αλλά συνήθως το να παρακολουθείς ένα τουρνουά κρίκετ που συμμετέχει και η Αγγλία, είναι σαν να παρακολουθείς έναν φιλόδοξο πολεμάρχη να οδηγεί αργά αλλά σταθερά τον στρατό στην ολοκληρωτική σφαγή, ή κάποιον να ετοιμάζεται ενδελεχώς για ένα ραντεβού, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως έχει αργήσει λίγο λιγότερο από μια ημέρα. Αν μη τι άλλο, το κρίκετ είναι από εκείνα τα αθλήματα το οποίο αποδεικνύει, ότι δεν έχει σημασία ούτε η νίκη, ούτε η συμμετοχή, αλλά το να διασκεδάζεις χωρίς να πολύ - καταλαβαίνεις γιατί. Κάπως δηλαδή όπως και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Άγγλοι το παρελθόν της Αυτοκρατορίας και το παρόν της Κοινοπολιτείας.


Το κρίκετ βέβαια δεν είναι τόσο γνωστό σε εμάς, όσο για παράδειγμα το water polo (γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση ελληνιστί) το οποίο, ναι, καλά καταλάβατε είναι κι αυτό άλλη μια αγγλική αθλοπαιδιά η οποία ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα σαν επίδειξη κολυμβητικής ικανότητας, αν και πολύς κόσμος πιστεύει πως ήταν ένας ακόμη τρόπος για τους ομοφυλόφιλους Άγγλους να αλληλοτραβάνε τα βρακάκια τους. Ή και όχι. Αν και στα υπόλοιπα ομαδικά αθλήματα που έχουν εφεύρει, είναι κάπου στο μέσο του ανταγωνισμού, σχετικά με την επιτυχία τους στο συγκεκριμένο άθλημα, οι Άγγλοι ήταν εντυπωσιακά απόλυτοι. Κερδίσανε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1900, το 1908, το 1912 και το 1920 και ύστερα αποφασίσανε πως ήταν ιδιαίτερα κουραστικό και ενοχλητικό να ανταγωνίζονται τις υπόλοιπες ανάγωγες χώρες (παραδόξως όχι πρώην αποικίες ή χώρες της Κοινοπολιτείας, αλλά χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Ουγγαρία φυσικά) που όχι μόνο αποφασίσανε πως θα παίζανε κι αυτές το ίδιο άθλημα, αλλά θα κερδίζανε κιόλας. Παρόλο που οι Άγγλοι έχουν περισσότερες κλειστές πισίνες από ότι δημόσιες τουαλέτες, η τύχη του αθλήματος στην Αγγλία αγνοείται μεταξύ ανυπαρξίας και αστειότητας. Λογικό λοιπόν οι φίλτατοι Εγγλεζάδες να επιστρέψουνε στο ακόμη πιο δύσκολο και επίπονο rugby.

Το rugby έχει κοινές ρίζες με το ποδόσφαιρο, τόσο ως προς τους τη φιλοσοφία και τους κανόνες όσο ως προς και την απήχηση. Άλλο ένα άθλημα του λαού δηλαδή, του οποίου το όνομα το οφείλει στην πόλη του Rugby, από όπου και έλαβε τους πρώτους του επίσημους κανόνες το 1845. Την σημερινή εποχή έχει δύο μορφές (το κλασσικό Rugby Union και το πιο άγριο και θεαματικό Rugby League) οι οποίες και οι δύο είναι χίλιες φορές ανώτερες από το αηδιαστικό παραγωγό του, το πνιγμένο στην ντόπα αμερικάνικο football, ενώ είναι και το μοναδικό παιχνίδι στο οποίο οι παίχτες φοράνε ταινία στα αυτιά τους για … να μην  τους ξεκολλήσουν. Μπορεί να φαίνεται βάρβαρο και ακανόνιστο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ιδιαίτερα τεχνικό και απαιτητικό άθλημα. Παρόλο τη δημοφιλία του σε διάφορα μέρη του κόσμου (κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και στην Ωκεανία, αλλά ακόμη και σε χώρες όπως η Πορτογαλία), η Αγγλία καταφέρνει και περισώζει λίγο από την αξιοπρέπειά της, κερδίζοντας ένα παγκόσμιο κύπελλο το 2003 στο Rugby Union και 3 στο Rugby League - τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους ωχριούν στα 9 της Αυστραλίας. Συμπερασματικά, είναι ένα ακόμη άθλημα το οποίο αν και γεννήθηκε στα σπλάχνα της πατρίδας τους, οι ίδιοι οι Άγγλοι μόλις που καταφέρνουν να είναι σχετικά καλοί σε αυτό. 


Μέχρι στιγμής, έχουμε ήδη τέσσερα ομαδικά αθλήματα χωρίς καν να υπολογίζουμε το πόλο (το απλό με τα αλογατά) ή το curling (το οποίο για να ακριβολογούμε προέρχεται από τη Σκωτία) και αρχίζει να γίνεται αρκετά σαφές πως τελικά οι Άγγλοι είναι αρκετά … παιχνιάρηδες. Ή αυτό, ή οι γυναίκες τους είναι τρομερά άσχημες, κάτι το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει και το μαζικό φαινόμενο μετανάστευσης των Εγγλεζάδων στις παραλίες της Ισπανίας. Αντίθετα, εμείς οι Έλληνες έχουμε τουλάχιστον εννιά διαφορετικούς καφέδες, και δεν θα γράψω τίποτα παραπάνω.