Pages

Sunday, August 15, 2010

Βάρη

Φορτώνεσαι με βάρη που δε σου ανήκουν, με βάρη που δεν σου αξίζουν, με βάρη τεχνητά, κατασκευασμένα, προσποιητά, διαφημισμένα και πουλημένα. Τα βάρη σε κρατούν, σε συγκρατούν, κάνουν την κίνηση σου πιο αργή, πιο προβλέψιμη, πιο βαρετή, ένα φορτίο εύκολη λεία. Κουβαλάς ένα φορτίο δίχως να ξέρεις τι είναι, μήτε που να το αφήσεις. Μα εκεί που θα έπρεπε να τραβάς τα μαλλιά σου και να χτυπάς τις ήδη ματωμένες σου γροθιές στους τοίχους και στα πατώματα για να ξυπνήσεις, εκεί που οι κραυγές σου θα 'πρεπε να πνίγουν το λαρρύγι σου με απελπισία, είναι όταν με τα ίδια σου τα χέρια μαζεύεις λάσπη και πλάθεις νέα βαρίδια, όταν τα χτίζεις και τα κάνεις δικά σου. Όταν νομίζεις πως είναι δικά σου.

Πότε αλήθεια θα καταλάβεις πως κανένα βάρος δεν σου αξίζει, πως ακόμα και η φράση 'περιττό βάρος' είναι μίζερα περιττή από μόνη της γιατί όλα αυτά, όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που κουβαλάς, όλα αυτά που σε κάνουν και φοβάσαι, όλα αυτά που στέκουν από πάνω σαν κακοσήμαντες σκιές, όλα αυτά που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις, όλα αυτά λοιπόν είναι δεν παιδιά δικά σου, μα δώρα άδωρα της φιλόξενης καρδιάς σου. Τι είναι αυτά που λέω θα μου πεις, γιατί τόσο χαζά να προσπαθώ να πυκνώσω τις προτάσεις. Μα δεν γίνεται κι αλλιώς, γιατί τους εχθρούς σου τους έχεις κάνει φίλους, και τους φίλους ξένους, διότι δεν έχουμε το χρόνο να παγώσουμε και να αφήσουμε τον χρόνο και τον χώρο να ξετυλιχθούν γύρω μας σαν αιθέρας, και λίγο να προλάβουμε να παρατηρήσουμε την γελοιότητα αυτών που μας περιστοιχίζουνε. Τόσος καπνός, απέραντη η σκόνη, ένα κίτρινο πέπλο ομίχλης. Και τότε να ξέρεις, είναι που πρώτα οι λέξεις κι όλα αυτά τα λόγια -καταραμένα λόγια- θα ανεμοδέρνονται σαν στάχτη όπου κι αν σταθεί η ματιά μας.

Μην κοιτάς πίσω σου, δεν είναι εκεί, προς τα κάτω πας, όχι προς τα πίσω κι ας νοιώθεις πως αργείς. Τι δεσμά είναι τούτα τυλιγμένα γύρω σου, σάβανα δανεικά, τι βρώμικος αέρας είναι αυτός που πνίγει τα σωθικά σου; Μα τάχα μου τι είναι αυτά που λέω, πως μπορώ εγώ να γνωρίζω, ποιός το δικαιώμα μου δίνει πως εγώ το παίρνω; Δεν είναι τελικά ο κόσμος από γυαλί να των σπάσω και τα είδωλά του να γκρεμίσω, αλλά μήπως εγώ είμαι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη το χέρι να σηκώσει; Κι ας είναι από πέτρα, καλύτερα τα δάκτυλα μου να σπάσω μάταια πάνω του παρά απαλά να τον εδείχνω με αυτά. Δεν ξέρω από που έρχονται όλα αυτά ούστε που πηγαίνουν, μονάχα τη δυσωδία, εκείνη την καθημερινή μας αρρώστια ξέρω δίχως από κάπου να μπορώ να την πιάσω, μήτε να πιαστώ. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά, αλήθεια σου λέω, είναι ξένα και ανυπόφορα, είναι όλα εκείνα στα οποία επαναστατούσαμε σαν ήμαστε μικρά, αθώα και χαζά..

Θέλω να πάμε κάπου που να 'χει ψηλά πεζούλια, και να ανέβουμε και τα δέντρα να 'χουμε αγκαλιά. Μη με ρωτάς τι θέλω να πω, το πως και το γιατί. Δεν έχω τρόπους και ο κήπος των γραμμάτων μου έχει μαραθεί. Άμα λιγάκι σου θυμίζω κάτι, τότε λυπάμαι που σε στεναχώρησα.

Thursday, August 12, 2010

Παγονησίδα

Σαν μικρό παιδί έιχα την τάση να καταστρέφω τα πάντα, από χρωματιστά playmobil ορφανά από το αρχικό τους σετ και καμικάζι αυτοκινητάκια με φλεγόμενα μυρμήγκια για πλοηγούς μέχρι σχέδια του πατέρα μου και καφετιέρες. Τις καφετιέρες ακόμα τις καταστρέφω, σε αντίποινα των επιθέσεών τους στα νεφρά μου. Όσο μεγάλωνα όμως και γίνομουνα πιο φλούφλης, όχι μόνο ανακάλυπτα πως η καταστροφή σαν ενέργεια είναι ύπουλα εύκολη και ζημιογόνα, αλλά και μια διαρκής υπενθύμιση της ανικανότητας μου για σύνθεση και δημιουργία. Ούτε μουσική, ούτε ζωγραφική, ούτε συντακτικό, ούτε τίποτα. Τα ταλέντα μου αγνοούνται δεκαετίες τώρα και ανάθεμα την καταραμένη κατάρα, ακόμη παραμένουν πολύ χαμηλά στη λίστα της Νικολούλη.




Όμως να που όλα υπόκεινται στην στρέβλωση και την παραμόρφωση ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ρότες ενός σκεπτικού ελαστικού. Η καταστροφή μπορεί να μην και τόσο κακή και ανεπιθύμητη όσο κανείς νομίζει. Δεν είναι ανάγκη να τρομάζει και να φοβίζει τόσο, δεν είναι απαραίτητο αυτόματα να την καταδικάσεις χωρίς πρώτα να την νοιώσεις στα χέρια σου. Δεν είναι μονάχα που στα απόνερα της καταστροφής φυτρώνει με απελπισμένο αγώνα ο σπόρος της ζωής, της συνέχειας και της ανάγκης, δεν είναι που στο διάβα της πάντα ακουλουθεί ένας δαιμονισμένος αρχιτέκτονας κτίρια και κοινωνίες να φτιάξει, αλλά είναι και στιγμές που λειτουργεί και ως αποδέσμευση, σαν αφετηρία χωρίς πισωγύρισμα, σαν άμυνα. Είναι στιγμές που την επιθυμείς και την προσμένεις, στιγμές που την ευχαριστιέσαι κρυφά, γιατί αυτό που θέλεις να φτιάξεις, απλά δε φτιάχνεται. Είναι στιγμές που η καταστροφή έρχεται σαν τεράστιο κύμα και γεμίζει κακοφτιαγμένα κενά. Είναι τόσες φορές που η καταστροφή γίνεται ο καλύτερος κριτής του ψεύτικου και του μάταιου.




Σκέψου μια γέφυρα. Μάλλον είναι από τις παλιές, αυτές που πια βλέπουμε σε καρτ ποστάλ, είναι από πέτρες λαξευμένες από μαστόρους ξεχασμένους, και με καμάρα -καμαρωτή- αλλά ούτε πολύ μεγάλη μήτε μικρή. Από κάτω της τρέχει ένα πάντα δροσερό ρυάκι, που το χειμώνα φουντώνει τα νερά του, μα και το καλοκαίρι αντέχει και προσκαλεί ερωτευμένους να χαρούν τη δροσιά του. Από δω κι από 'κει, κυρίως όμως στις παρυφές του, ξεχωρίζουν κομμάτια βράχων, αιώνια γλυπτά της ασταμάτητης ροής, την οποία ανώφελα παλεύουν να σταματήσουν. Σε αυτό το γεφύρι έρχομαι λοιπόν εγώ, σαν άλλος Βελουχιώτης μα δίχως πυρομαχικά και ύλες να την γκρεμίσω. Έχω μαζί μου όμως εργαλεία σκληρά και δύσκολα -αξίνες, τσαπιά, σφήνες και βαριοπούλες. Δεν ξεκινώ απότομα, μα πίνω δυνατό κρασί και αναζητώντας έμπνευση ιχνηλατώ τους αρμούς της το πιο αδύνατο σημείο να βρω. Εκεί που μια δύσκολη μέρα ο χτίστης έλαμπε με ιδρώτα και άφησε τη σκέψη του να ξεγλιστρήσει στα νερά που λίγα μέτρα πιο κάτω τον καλούσαν σε ξεκούραση και αναψυχή. Ξύλινα πια τα χέρια, αποκαμωμένα, σε εκείνη εκεί την πέτρα, δεν έδωσε τόση σημασία και βιαστικά την τελείωσε, εκείνη ψάχνω και εγώ λοιπόν. Μόλις τη βρίσκω όμως, χαίρομαι με την διαστροφική μου ικανότητα και με σιγουριά ξεκινώ το καταστροφικό μου έργο, με δυσκολία μα και με ευχαρίστηση με την ταχύτατη πρόοδο. Θέλω να τη διαλύσω αυτή τη γέφυρα. Η διαχρονικότητά και σεβάσμια αντοχή της με χλευάζει, όσο οι όχθες που ενώνει σφύζουν και χαμογελούν με το τεχνητό πάντρεμα που σκέφθηκε ο άνθρωπος. Μα στα αλήθεια δεν είναι για αυτό που θέλω να τη γκρεμίσω, είναι μονάχα που η καίρια σύνδεση, ο καταλυτικός κρίκος, το σημείο εστίασης πολλών άλλων που δύσκολα διακρίνονται στον ορίζοντα γύρω μου, για κάποιο λόγο στεφανώνουν την γέφυρα τούτη, σαν τα πουλιά που στέκουνται στις κουπαστές της και ξεκουράζονται. Δεν ξέρω καν σε ποια πλευρά θα βρεθώ, ή μάλλον σε ποια πλευρά θέλω να βρεθώ, ούτε πως από το ρέμα θα γλυτώσω. Σου το 'πα πως ούτε από συντακτικό σκαμπάζω.




Μαθαίνω πως αποκολλήθηκε μια τεράστια παγονησίδα από τη Γροιλανδία και έβαλε μονάχη της πλώρη για το Στενό Ναρές, χίλια λέει χιλιόμετρα νότια του Βόρειου Πόλου μεταξύ της Γροιλανδίας και του Καναδά. Είναι στιγμές τέτοιες, που θέλω να ξεχάσω την αιτιοκρατία του κόσμου μας, και να αρχίσω να πιστεύω σε παραδοξοπιστίες φθηνού ρομαντισμού. Τάχα μου πως ψάχνει η παγονησίδα να έβρει ένα χαμένο ποίημα του Καββαδία φυλαγμένο σε ένα μπουκάλι φθηνού ουίσκι ή πως αποκήρυξε τον μαζικό ιμπεριαλισμό της παγωμένης νήσου του Ατλαντικού και αυτομόλησε διαμαρτυρόμενη για την περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού. Μα ακόμη καλύτερα πως ποτέ δεν θα καταλάβουμε γιατί έσπασε η παγονησίδα και κίνησε για τα μέρη τα μακρινά, πως για πάντα ένα μυστήριο θα μείνει. Μα δεν είναι έτσι. Άπλα.




Θέλω στα σκοτάδια μας να ρίχνω άστρα μικρά μα και ζωηρά, ελπιδοφόρες αντανακλάσεις σε κρυστάλλινα νερά σαν των χαζών τουριστών τα κέρματα σε βρώμικα συντριβάνια που ταΐζουν λεπρούς και από την αγάπη ξεχασμένους. Περίεργη λέξη η παγονησίδα. Παγονησίδα.