Pages

Monday, January 31, 2011

O περαματάρης

Φόρτωσα τα πτώματα στο κάρο και σφύριξα χρηματιστηριακά στον Προμηθέα να ξεκουβαληθεί για να συνεχίσουμε. Όσο προσπαθούσε να ξεπεράσει την τρίτη κρίση πανικού για σήμερα, εγώ έχωνα πέντε-έξι δονητές Yamaha με ειδικούς Casio χρονομετρητές ανάμεσα στα ψοφίμια -ο συνηθισμένος συφερτός, ποιητές που κατάπιαν τα μελανοδοχεία τους, σουβλατζήδες που κατάπιαν τον γύρο τους και σύζυγοι εφοπλιστών που κατάπιαν τον πλαστικό χειρούργο τους. Πλησίασα τον Προμηθέα και του 'ριξα ένα χαστούκι σαν εκείνα που έριχνε ο Παπαμιχαήλ στην Αλίκη στο παλιό μου σχολείο. Δεν συνήλθε, και έτσι του 'ριξα μερικά ακόμη, όχι με την κρυφή ελπίδα πως θα σταματούσε η αδερφίστικη του συμπεριφορά αλλά περνούσα τη φάση που εξερευνούσα την σαδιστική μου πλευρά.

Όταν επιτέλους βαρέθηκα, τον έχρισα καμουτσικοφορέα και αμαξά, και έκατσα δίπλα του. Έβγαλα το κουπόνι του στοιχήματος και έκατσα δίπλα του. Κάθε φορά που μαστίγωνε τα ζωντανά έκλαιγε η πουστάρα. Θάνατος – Ζωή το έπαιξα διπλό ημίχρονο, άσσο τελικό, Κυνισμός – Ρομαντισμός το έπαιξα Χ-Χ ενώ το Αυτοκτονία Σήμερα – Αυτοκτονία Αύριο δεν το ακούμπησα καν γιατί κάτι είχε πάρει το αυτί μου πως ήταν στημένο. Θα αργήσουμε μου είπε με τρεμάμενη φωνή ο Προμηθέας, μα συγκρατώντας τον θυμό μου του έριξα μια γερή σφαλιάρα και του είπα να σκάσει. Αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός μας.

Φτάσαμε είκοσι λεπτά μετά το προκαθορισμένο ραντεβού. Ο περαματάρης μας έριξε ένα βλέμμα όλο Robert De Niro με ολίγη Christopher Walken. Άντε γαμήσου ρε μαλάκα του είπα πριν προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, κερδίζοντας έτσι το πλεονέκτημα. Μύρισα λίγο την ατμόσφαιρα για να δω πόσο είχε κλάσει πάνω του, αλλά το μόνο που πλημμύριζε τους πόρους της μυξιάρικης μύτης μου ήταν το κάτουρο του Προμηθέα. Ξεφτίλα. Τι κοιτάς ρε μαλάκα, του είπα πάλι του περαματάρη, μα πλέον το είχα χάσει το παιχνίδι. Σκατά.
Αργήσατε είπε με εκείνη τη χαρακτηριστική φωνή που έχουν όλοι οι διευθυντές Γυμνασίου. Άρχισα αμέσως μια μηχανολογική μελέτη περί των εξόδων μεταφοράς και πως το καράβι του λίγο επιβαρύνεται από μια χοντρή μπάζα, μα το κάρο μου είναι κατασκευή ελαφριά και τα ζωντανά μου έχουν αυξημένη χοληστερίνη κι άλλα τέτοια φαιδρά, μα ήταν φανερό πως δεν το έπειθα περί του ανοργάνωτου της επιχείρησής μου.

Φορτώστε τα είπε με αυστηρό ύφος που θα έκανε και τον πιο στενόκωλο Συνταγματάρχη να κλάσει πάνω του σε ημέρα νεοσύλλεκτων. Μα εγώ τα περίμενα όλα αυτά – καλά ο Προμηθέας δεν το συζητώ, είχε λιποθυμήσει ώρα τώρα. Μισό του είπα, με ύφος ενός καρδιναλίου, και τα κέρματα; Εσύ πρέπει να τα έχεις ... αντιπρότεινε ο μεσόκοπος Χάρωνας, συνεχίζοντας με ένα 'γαμώ τους καθολικούς μου'. Χωρίς κέρματα, δεν περνάνε, και άμα δεν περνάνε, δεν παίρνεις μια σκατό-courier. Ο σκατό-courier είμαι εγώ.

Στη ζωή μας, ότι και να κάνουμε, πιστεύω πως δικαιούμαστε μερικές στιγμές μεγαλείου, ανάμεσα στις αναρίθμητες ξεφτίλες και αποτυχίες. Στιγμές που τις πανηγυρίζουμε όπως οι ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 60, που πηδούσαν και κλείνανε τα πόδια τους στον αέρα, ενώ ένα αναιμικό δεξί χέρι προσπαθούσε μάταια να σπρώξει μερικά μόρια σκόνης μακριά, όπως όταν μικρά δεν μας παίζανε, αλλά κατά λάθος από ένα σάπιο κόρνερ βάζαμε ένα σάπιο γκολ και τα γαμάτα παιδιά της τετάρτης δημοτικού μας κοιτάγανε στα μάτια με σεβασμό. Τέλος πάντων, τέτοιες στιγμές. Ε, λοιπόν, εκείνη η στιγμή παιζόταν στις λεπτομέρειες να είναι μια από εκείνες.

Κοίτα, του λέω με ύφος δύο καρδιναλίων (το υπόσχομαι δεν θα φτάσουμε στους χίλιους με αυστηρή αναλογία), δεν έχω ασήμι. Έχω όμως κασσίτερο και τον Προμηθέα. Για μια φορά μπορείς να κάτσεις επισκέπτης στο ίδιο σου το γκουβέρνο, και θα 'χεις το μαλάκα από 'δω να κάνει τη βόλτα. Κανείς δεν θα καταλάβει τη διαφορά, και όλοι θα βγούμε κερδισμένοι. Άλλωστε, τι μπορώ να κάνω; Να αφήσω εδώ τα κουφάρια να σαπίζουν και να βρωμίζουν την υπέροχη αυτή ακτή; Εσύ θα τη λουστείς τη βρώμα, εγώ θα την κάνω λαϊκά, ότι και αν σημαίνει αυτό, γιατί συνήθως είναι το κεφάλαιο που την κοπανάει στα δύσκολα, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Κοιταχτήκαμε στα μάτια έντονα. Θύμιζε κάτι από spaghetti western αλλά και από αποτυχημένα ραντεβού που δεν έχω απολύτως τίποτα και το παίζω μυστήριος, και προσπάθησα να συγκρατήσω τα γέλια μου. Όταν ξεπεράσαμε το ψυχολογικό όριο των 34 δευτερολέπτων, ήξερα πως τον είχα στο χέρι. Στο κάτω-κάτω τόσα χρόνια η ίδια δουλειά καταντά λίγο μονότονη. Του χαμογέλασα και στράβωσε περισσότερο. Άμα πεις τίποτα στους άλλους σε γάμησα με απείλησα, και άμεσως η εικόνα του γερασμένου του πούτσου να ξεπαρθενιάζει την πολύτριχη κωλοτρυπίδα μου με αρρώστησε μα δεν πτοήθηκα. Μην γίνεσαι μαλάκας τώρα, του λέω καθησυχαστικά και με μια γερή αλα Τσάκωνας φάπα ξύπνησα τον μαλάκα τον Προμηθέα.

Μετά από λίγα λεπτά τα κουφάρια -ensemble με τους δονητές- ήταν φορτωμένα στο σαπιο-κάραβο του Χάρωνα με τον ίδιο στην πλώρη να τρώει σταφύλια όσο ο Προμηθέας προσπαθούσε να κουμαντάρει το GPS. Ρε μαλάκα, του φωνάζω, ίσα ευθεία θα πας! Με τα πολλά, το ξύλινο κουφάρι άρχισε να γλύφει το μαύρο νερό της λήθης, και αμέσως κοίταξα την ώρα. Τέλειως συγχρονισμός.

Οι δονητές ενεργοποιήθηκαν όλοι μαζί και άρχισαν σύσωμα τα πτώματα να τινάσσονται πετάγοντας τα ψεύτικα νομίσματα πέρα δώθε στο τρύπιο κατάστρωμα. Ο Χάρωνας μπορούσε μονάχα να κοιτά παραδομένος την πανωλεθρία του ενώ ο Προμηθέας εκτελούσε περίτεχνους ελιγμούς φοβούμενος επικείμενη περαιτέρω βύθιση του επιπέδου της εν λόγω ιστορίας. Εν τω μεταξύ, τα πτώματα πλέον χορεύανε ιπτάμενα και λεύτερα, λίγο θες από τους δονητές, λίγο από τις απότομες στροφές του πανικοβλημένου Προμηθέα του οποίου οι παλμοί είχαν κάνει limit-up. Όπως και να ΄χει, το θέαμα ήταν αρκετά γελοίο.

Έβγαλα τσιγάρο, φλασκί και Rayban γυαλιά και άρχισα να ουρλιάζω. Την πάτησες μαλάκα! Κουβαλάς ζωντανούς! Τα ζόμπι κατεβαίνουν στον Άδη! Αυτά δεν είναι πτώματα, ρε μαλακακαύλι, σόου του Broadway είναι! Τα κέρματά σου είναι πιο άχρηστα και από μετοχές της Citibank ρε παλιοξεφτίλα! Τέλειωσα το τσιγάρο μου και μέτρησα το ασήμι μου στις τσέπες μου. Παρήγγειλα φραπέ σκέτο και άνοιξα την Χρυσή Ευκαιρία. Για ένα μυστήριο λόγο πίστευα πως έπρεπε να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό

Sunday, January 30, 2011

Πιστοποιημένος Ανελκυστήρας

Κάλεσα το ασανσέρ και πάτησα αύριο. Λίγο πριν φτάσει, άλλαξα γνώμη και πάτησα STOP, μα δεν έγινε τίποτα. Μια ηλεκτρονική φωνή βάλθηκε να με κοροϊδεύει. No way pal, μου είπε και παραξενεύτηκα Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουνα made in China δικέ μου, μα ήταν ήδη αργά. Ήταν αύριο. Έκλεισα τα μάτια και βγήκα έξω. Τα άνοιξα και βρέθηκα σε μια παραλία στο Μαλάουι. Μπορεί η κονσόλα να ήταν αμερικάνικη μα ο οροφο-επιλογέας ήταν σίγουρα κινέζικος. Βέβαια καθώς γέμιζα τις ελβιέλες μου με ψιλοκομμένη άμμο συνειδητοποίησα το βάθος του ρατσισμού μου. Λες και οι ελληνικοί οροφο-επιλογείς είναι καλύτεροι. Ποιος διάολο φοράει ελβιέλες;

Naturally έψαξα τις τσέπες μου για τσιγάρο και αναπτήρα μα το μόνο που βρήκα είναι ήταν ένα σύκο και μια μπατονέτα. Αμέσως κούνησα το ποντίκι εκεί που λέει 'MacGyver Complete Series' και έψαξα να βρω κάποια καλή ιδέα. Εις μάτην βέβαια, και έτσι έφαγα το σύκο και τραυμάτισα το τύμπανο του αυτιού μου με την μπατονέτα. Δύο γυμνόστηθα μουνάκια γέλασαν μαζί μου. Τις σκρόφες, αντί να κάτσουν να πούμε να με βοηθήσουν τόσο όσο αναφορά το χωροταξικό μου πρόβλημα όσο και το πληγωμένο τύμπανό μου, αντίθετα με τραυμάτισαν ψυχολογικά. Ευτυχώς όμως δεν έχω λεφτά για ψυχανάλυση και έτσι τη γλύτωσα. Νομίζω.

Προσπαθούσα να πλησιάσω την ακτή. Δεν έκαιγαν τα πόδια μου, μα το ένστικτο παραμένει ένστικτο. Βέβαια δεν έφτασα ποτέ γιατί σκόνταψα στο μαξιλάρι μου και χτύπησα το μάτι μου στη κουπαστή του βράχου. Ανασυγκροτήθηκα, σηκώθηκα, άκουσα τις γυμνόστηθες καριόλες να κατουριούνται στα γέλια και έκανα πως περπατάω σοβαρά, αντρίκια. Πέταξα το στέρνο μέσα, έθαψα το μπυροκοίλι πιο βαθιά και από τη συλλογή μου με πορνό υπέρβαρων υπέργηρων, και πέταξα το λυρί μου ανάποδα από τη φορά της χαίτης μου. Χλιμίντρησα.

Καθάρισα τις όπλες μου από το μαλακό γρασίδι φτηνών ασκήσεων ατάλαντων σπουδαστών ζωγραφικής της αυστριακής σχολής και ύστερα δακτυλογράφησα μια μαινόμενη επιστολή στο ιστορικό περιοδικό 'Παράγραφος' (πουλάει παραπάνω και από τους New York Times) καταδικάζοντας την αυτόματη γραφή ως ξεπερασμένη κενή μόδα των βαρεμένων καταδικασμένων στη λήθη. Η αρχισυνταξία μου απάντησε πως η έκδοσή της έχει σταματήσει από το 1993 και στο κάτω κάτω θα προτιμούσε να κόβει κρεμμύδια για την Αρχιεπισκοπή και να συσκευάζει τα δάκρυα της για μελλοντική χρήση παρά να απαντά σε παρανοϊκά γράμματα γραμμένα με ξεθωριασμένη μελάνη.

Παρόλο το σερί αποτυχιών μου, έψαξα να βρω μια ξαπλώστρα να αράξω, δεν βρήκα, έψαξα μια πετσέτα να αράξω, δεν βρήκα, έψαξα να βρω τενεκέ ξεγάνωτο να πετάξω την αξιοπρέπειά μου, δεν βρήκα, και έτσι πέταξα τον κώλο μου στην άμμο και παρήγγειλα μια Pina Colada. Ο σκαντζόχοιρος δίπλα μου διαμαρτυρήθηκε πως δεν ήταν σερβιτόρος, και του εξήγησα πως τα αγκάθια στη πλάτη του δεν είναι δικαιολογία για την τεμπελιά του, πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και πως τέλος πάντων τι μέσο πρέπει να έχει κανείς για να έχει ένα γαμημένο κοκτέηλ σε αυτή την αλλοτριωμένη βρωμο-παραλία. Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε και έβαλε τα κλάματα, μα ο πελαργός μου πρόσφερε μια Τεκίλα Ξημέρωμα, με την οποία και συμβιβάστηκα υπό την προϋπόθεση να καθαρίσω την παραλία μόλις τελειώσω. Δε με αρέσουν οι εκβιασμοί και έτσι το θεώρησα σαν μια δίκαια συναλλαγή. Κάτι σαν positive externalities που λένε και οι οικονομολόγοι

Φυσικά μου ήταν αδύνατο να προλάβω, διότι το δημόσιο έλλειμμα αποφάσισε να μπανιαριστεί προκαλώντας ένα τσουνάμι τηλεοπτικών διαστάσεων. Αρνήθηκα να υποχωρήσω όμως, και έτσι βυθίστηκα στο ηθικό μου χρέος, διατηρώντας φυσικά την περηφάνεια μου. Όταν κάπως ηρέμησαν τα πράματα, ο Μπομ ο Σφουγγαράκιας μου έφερε μια ακόμη Τεκίλα Ξενέρωμα κι όλα πήγαιναν υπέροχα, πραγματικά υπέροχα, μέχρι που ήρθε μια από τις γυμνόστηθες γκόμενες. Φυσικά εξακολουθούσε να γελάει με τα χάλια μου, αλλά παρόλο την υπαρξιακό παραλληλισμό μου με τη ζήτηση των τοξικών ομολόγων μου μίλησε. Είσαι αστείος μου λέει, και ο αυτόματος μεταφραστής μέσα μου λέει είσαι γελοίος, αλλά δεν πτοούμαι. Πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω σκέφτομαι καθώς αναπροσαρμόζω τη μάσκα οξυγόνου. Πως σε λένε τη ρωτάω, με πλησιάζει λάγνα και μου λέει Αγάπη, εσύ; Μου γίνεται τσιμεντοκολώνα, και της λέω με ύφος Bond, James Bond, γελάει και τρέχει να πλατσουρίσει στην ακρογιαλιά.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι τον Ζωρζ Πιλαλί να μου κοπανάει ένα theremin στο κεφάλι και να με απειλεί πως αν δεν αφήσω τον μεταμοντερνισμό κατά μέρος θα με πουλήσει στους γύφτους. Του απολογήθηκα πως δεν έχω τίποτα μέσα μου, πως όλα κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου του 1666 και έβαλα τα κλάματα (υποβρυχίως). Με αγκάλιασε, άρχισα να θηλάζω και εκείνος μου έλεγε για τότε που ήταν στο Las Vegas. Τότε ήταν η μαγική στιγμή που συνειδητοποίησα πως είχα καταφέρει να πέσω ακόμη πιο χαμηλά και σε μια στιγμή πανικού πήρα το πρώτο τρένο για Κατμαντού. Μπήκα στην τουαλέτα γιατί κατουριόμουνα από τις πολλές τεκίλες, πάτησα σπίτι και βγήκα σε ένα σουβλατζίδικο στην Κλεισθένους. Το τζατζίκι ήταν χάλια.

Monday, January 17, 2011

Έμαθα...

Έμαθα, λένε πως χτίζουνε φράχτη στον 'Εβρο να μην αφήνουν τους μετανάστες να περνάνε στην γλυκιά πατρίδα μου. 'Εμαθα πως από τα ξένα μας τάξανε πως οι νάρκες κατά προσωπικού δεν είναι σωστό πια να της χρησιμοποιούμε και πως καλύτερα με τον φράχτη, τα χαντάκια και τα σκυλιά που μυρίζουνε. Διάβασα ακόμη πως τοίχους και φράκτες, είχαν ή έχουν κι άλλες χώρες όπως το Ισραήλ ή το Ανατολικό Βερολίνο παλιά. Έμαθα, λέει πως αραπάδες κρύβονται στους τροχούς αεροπλάνων για να φτάσουν στην Ευρώπη και παγώνουν, πριν προλάβουν να δουν τις αδερφές τους να εκδίδονται στην Ευρυπίδου. Έμαθα πως άλλοι θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο, και πληρώνουν για αυτό. Έμαθα πως θα πάρουμε εγκατελειμένα στρατόπεδα και θα τα κάνουμε κέντρα υποδοχής μεταναστών μέχρι να απελαθούν αλλά δεν έμαθα τι σημαίνει αυτό. Ξέρω πως και αυτή την ιδέα την εισάγαμε από τα ξένα και από το παρελθόν επίσης. Άκουσα πως μένουν σε ένα δωμάτιο δεκαπέντε άτομα και για αυτό βρωμάνε. Έμαθα κιόλας πως για ένα κομμάτι ψωμί τους δίνουν να πουλάνε CD και τσάντες ψεύτικες. Άκουσα να λένε πως όσοι είναι παράνομοι θα τους απελάσουν και όσοι είναι νόμιμοι θα τους κρατήσουν, μα δεν έμαθα πως γίνεται κανείς νόμιμος. Διάβασα πως σε μια πλατεία κυνηγάνε κόσμο και απειλούν με πυρπολησμούς. Έμαθα πως το σπίτι μου το 'χτισε Αλβανός. Έμαθα πως δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά δεν αντέχουμε άλλους μετανάστες. Έμαθα πως συλλαμβάνουν ανθρώπους και τους δέρνουν στα κρατητήρια. Έμαθα πως στην πόλη στήνονται γκέτο και χαράζονται διαχωριστικές γραμμές. Έμαθα πως εκαντοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν χωρίς χαρτιά και χωρίς ασφάλιση. Έμαθα πως κάποτε οι παπούδες μου ήταν μετανάστες. Έμαθα πως κάποιοι έχουν ράψει το στόμα τους.


Τελικά δεν έμαθα και πολλά.

Monday, January 10, 2011

Κύκλοι

Αστραπές βροντάνε στην ερημιά γύρω μου. Πηγές αναβλύζουν μαύρο νερό, κι ένας γέρος γυμνός με γυαλιά ψάχνει να βρει ένα βιβλίο. Να διαβάσει, να γράψει, δεν ξέρω πια. Ψάχνω τους φίλους μου, μα τα γόνατά μου λυγίζουν. Νιώθω το έδαφος σκληρό στα πόδια μου. Κλείνω τα μάτια μου, μα το φως με πονάει, τα ανοίγω και το σκοτάδι με κουράζει. Άνεμοι χορεύουν με τη σκόνη, γυρνάνε γύρω γύρω, όλα σε ένα κύκλο, όλα γύρω γύρω, όλα σε μια σπείρα κλειστή.

Κύκλους θέλετε λοιπόν;

Σκαλίζω με τα χέρια μου το σκληρό χώμα, δεν ψάχνω κάτι να βρω, πονάω μα δεν έχω δάκρυα αρκετά λάσπη να φτιάξω.

Κύκλους θέλετε λοιπόν;

Σηκώνομαι, γυρνάω πίσω να φύγω από 'δω, μα τα μάτια μου στα ίδια πέφτουνε, παντού είναι όλα τα ίδια.

Κύκλους θέλετε λοιπόν; Και εγώ σε ένα κύκλο είμαι λοιπόν, στο κενό κέντρο του, και όπου κι αν γυρίσω τα ίδια θα αντικρίσω. Πέφτω λοιπόν κάτω, κυλιέμαι στο χώμα, το αναζητώ, το αφήνω να με ζυμώσει, το γεύομαι, το κάνω δικό μου.

Σηκώνομαι πάλι βαπτισμένος στο χώμα που θα με θάψει, και στροβιλίζομαι καταδικασμένος στη λήθη, γύρω- κι όλο γύρω, σαν παιδί μικρόο που κυνηγά τη ζάλη, ένα φθηνό παιχνίδι σε μια στιγμή ακριβή.

Κύκλους δεν θέλατε; Θα στροβιλίζομαι λοιπόν με τα μάτια ανοιχτά, με τα μάτια κλειστά, σηκώνοντας σκόνη, μή ψάχνοντας κάτι πια να βρω, θα γυρνώ γύρω, γύρω και γύρω στο πρωτόγονο καρουσέλ μου.

Μέχρι να πέσω, να σωριαστώ ημιλιπόθυμος και διψασμένος.