Λένε πως
οι ήττες σε χαλυβδώνουν και αν μη τι
άλλο ιστορικά η αριστερά το γνωρίζει
το αίσθημα αυτό καλά. Αντίστροφα όμως,
τουλάχιστον στην Ελλάδα, έχει μάλλον
ξεχάσει τι σημαίνει και νίκη.
Σίγουρα,
η πρωτιά ενός έστω αυτοχαρακτηριζόμενου
αριστερού κόμματος στις εθνικές εκλογές
είναι μια νίκη, μια κάποια νίκη, συμβαίνει
για πρώτη φορά στην εκλογική διαδικασία.
Αλλά αυτή είναι σχεδόν και η μόνη νίκη,
μια νίκη τυπικών διαστάσεων. Άλλωστε
σε ποσοστό ψήφων θα είναι η δεύτερη πιο
αδύναμη μεταπολιτευτική πρωτιά μετά
από εκείνη της Νέας Δημοκρατίας τον
Ιούνιο του 2012. Κυριότερα όμως θα είναι
μια κυβέρνηση μειοψηφική όπως θα
χαρακτηριζόταν από την ίδια την αριστερά
πριν ελάχιστο χρονικό διάστημα, μια
ακόμα κυβέρνηση ανοχής και όχι εντολής
όπως εσφαλμένα την χαρακτήρισε ο Αλέξης
Τσίπρας από το βάθρο του στα Προπύλαια.
Μια κυβέρνηση που χαίρει του άδικου
εκλογικού νόμου των 50 εδρών, και όχι της
απλής αναλογικής, του ιστορικού δηλαδή
προτάγματος της αριστεράς. Κοντή η μνήμη
του νικητή.
Αξίζει να σημειωθεί πως το 1981 το κέντρο του ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει με σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία κάνοντας χρήση των συνθημάτων της αριστερά, ενώ τώρα το ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει την αδύναμη εκλογική πρωτιά με εμφανές άνοιγμα προς τα κεντροαριστερά στρώματα και όχι προς τη λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση. Μια πρόχειρη επισκόπηση των αποτελεσμάτων δείχνει πως ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΔΗΜΑΡ σε πρώτο βαθμό και των ΑΝΕΛ σε δεύτερο είναι αυτοί που έδωσαν τις επιπλέον σχεδόν 10 μονάδες στο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντίστροφα, η ΝΔ που ηγείτο μιας πολύ αντιλαϊκής διακυβέρνησης καταγράφει απώλειες μόλις 2% και τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής είναι ουσιαστικά αμετάβλητα. Και όλα αυτά, με ένα απογοητευτικό ποσοστό συμμετοχής αντίστοιχο του 2012 (~ 63.8%), ανάγοντας το ποσοστό του εκλογικού σώματος που εν τέλει ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ σε 23.2%. Καμία λοιπόν τομή στα ιδεολογικά χαρακώματα της κοινωνίας, καμία κινητοποίηση αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ το 1981.
Άρα, η
περιβόητη νίκη, δεν είναι νίκη της
αριστεράς αλλά νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και
ακόμη ορθότερα νίκη του κεντροαριστερού
χώρου. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ απώλεσαν την
εκλογική τους βάση λόγω της συμμετοχής
τους στην μνημονιακή κυβέρνηση της ΝΔ
χωρίς να μπορέσουν να την καθοδηγήσουν.
Αντίθετα, και ανεξάρτητα από τον πρόσφατο
εξτρεμισμό της, η ΝΔ έχει βρει τον σκληρό
της πυρήνα, μια εκλογική βάση στην οποία
μπορεί να πατάει σε μελλοντικές εκλογικές
αναμετρήσεις όπου μόνο άνοδος θα μπορεί
να παρατηρηθεί. Η δεξιά συντηρητική
παράταξη είναι γερά οικοδομημένη και
ανήκει ξεκάθαρα μακριά από το χώρο του
κέντρου, από όπου όμως θα μπορεί να
αντλεί νίκες, ειδικά απέναντι στο αδύναμο
πλην ελαστικό κεντροαριστερό ιστό.
Είναι χαρακτηριστικό
πως στις περισσότερες εκλογικές
περιφέρειες που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώτοι
σε σταυρούς ήταν οι υποψήφιοι της ΝΔ,
ενδεικτικό των χαλαρών σχέσεων μεταξύ
του κόμματος και της εκλογικής του
βάσης.
Τα σταθερά
χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική
διαδικασία (πέρα από τις αντικειμενικές
δυσκολίες προσέλευσης) δείχνουν όχι
την κομματική ή ακόμα την πολιτική, αλλά
την πολιτειακή αποστασιοποίηση των
πολιτών από το ίδιο το πολίτευμα. Ο
ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να αναγνώσει τόσο τις
παραδοσιακές κινηματικές διαδικασίες,
όσο και το φαινόμενο των πλατειών, παρόλο
την έντονη συμμετοχή στελεχών του σε
αυτό και την αντίστοιχη απόπειρα
καθοδήγησής του, επιτρέποντας μια ακόμη
διπλά μειοψηφική εκλογή. Πολύ πιο απλά,
η αριστερά απέτυχε να πείσει οποιονδήποτε
άλλον πέραν εκείνων που δυνητικά θα την
στήριζαν ούτως ή άλλως, απέτυχε να
ακούσει την κοινωνία και να δημιουργήσει
αντίστοιχο ρεύμα, απέτυχε να ανανεώσει
τον πολιτικό λόγο αντίστοιχα με τις
κοινωνικές δυναμικές. Έτσι λοιπόν
απουσιάζει η αριστερά της κοινωνίας,
κι αντιθέτως θα δούμε την αριστερά της
πολιτικής, ένα μόρφωμα άνευ μήτρας, ένα
σχήμα αστικό και όχι λαϊκό, ακόμη κι αν
υπάρχουν καλές προθέσεις.
Όσο κι
αν ακούγεται παράδοξο, ακόμη και
αρρωστημένο, είναι τα κόμματα της Χρυσής
Αυγής και του Ποταμιού που τόσο
επικοινωνιακά, όσο και αντιπροσωπευτικά
είναι πιο πιστά και σύγχρονα. Όσο αναφορά
το πρώτο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
πια, περίπου το 7% των Ελλήνων είναι
νεοναζί, ηθικοί αυτουργοί στη βαρβαρότητα
και φυσικά δωσίλογοι, είναι φασίστες
και όχι αγανακτισμένοι πολίτες που
επιλέγουν τη ψήφο διαμαρτυρίας, είναι
ψηφοφόροι που μεταπολιτευτικά χρόνια
πολλά κρυβόντουσαν στο πελατειακό
παρακράτος της δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ.
Αυτή είναι μια σκληρή πραγματικότητα,
μια ήττα όχι απαραίτητα της αριστεράς,
αλλά σίγουρα μια ήττα του κοινοβουλευτισμού
και του πολιτισμού και της ίδιας της
κοινωνίας η οποία πρέπει να συσπειρωθεί γύρω από το αντιφασιστικό μέτωπο.
Από την
άλλη, το γεγονός πως το Ποτάμι προέρχεται
ξεκάθαρα από τα εργολαβικά συμφέροντα
της χώρας, δε του στερεί τα πειστήρια
επικοινωνιακής οργάνωσης γύρω από το
σύγχρονο κοινωνικό τοπίο το οποίο
διαρκώς αποποιείται της γραμμικής
αφήγησης αριστερά-δεξιά. Είναι σαφές
πως δεν είναι 'απολιτίκ' – άλλωστε τίποτα
δεν είναι – αλλά σίγουρα επιδιώκει την
προβολή του ως μη παραδοσιακό κόμμα (σε
πλήρη αντιστοιχία με την ΧΑ και παρόλο
τον απίστευτο προσωποκεντρισμό του),
ως 'ακομματίκ' δηλαδή. Βασίζεται στις
καλές προθέσεις, σε μια νεοχριστιανική
ηθική και την ισοπεδωτική 'κοινή λογική',
σε μια κοινωνική αντιπροσώπευση μέσω
ενός οργανωμένου ακτιβισμού στη βάση,
χωρίς κομματική, κυβερνητική ή
συνδικαλιστική διαμεσολάβηση, αυτό
άλλωστε είναι το μήνυμα του πλήθους των
εθελοντών του, σε πλήρη αναλογία με την
οργάνωση της Χρυσής Αυγής (ρατσιστικά
συσσίτια, συνεισφορές κλπ). Αυτοπροσδιορίζεται
ως κόμμα χωρίς ιδεοληψίες, ενώ στη
πραγματικότητα είναι ένα κόμμα χωρίς
ιδεολογία, ως κόμμα καινοτόμο, ενώ στη
πραγματικότητα είναι χωρίς δομές. Κι
όμως, αυτό το κόμμα, το οποίο είναι τόσο
γελοίο σε τόσα πράματα όντως κατάφερε
να ακούσει ένα κομμάτι της κοινωνίας,
μικρό, αφελές, ανόητο ακόμα ίσως, αλλά
σίγουρα ένα κομμάτι τεχνοκρατικό και
ταξικά σε παραίσθηση που έχει βαρεθεί
να το εντάσσουν σε πολιτικά κουτάκια
χωρίς η άποψή τους να έχει πραγματική
αντιπροσώπευση. Χαρακτηριστικά του
στελέχη δεν είναι φυσικά οι θλιβερά
ορμώμενοι από τα αριστερά οπορτουνιστές
Λυκούδης και Ψαριανός, αλλά οι εκ του
φιλελεύθερου χώρου αδικημένοι από την
νεοελληνική κουλτούρα ασυδοσίας και
ανομίας Θεοχάρης (αποπομπή από Υπ.Οικ.)
και ο Γιατρομανωλάκης με το περίφημο
πια ... καφάσι στο instagram του.
Σε αυτό
το τοπίο λοιπόν ποια ακριβώς είναι η
'σαρωτική νίκη' του ΣΥΡΙΖΑ, και ποια η
νέα ημέρα, και ποια η νίκη της αριστεράς;
Καμία ουσιαστικά. Κάποιος θα μπορούσε
εύλογα να πει πως η ταπεινή υποχώρηση
των ριζοσπαστικών θέσεων για την
φιλοξενία των κεντροαριστερών ψηφοφόρων
στο όνομα μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης
είναι μια όχι μονάχα στρατηγικά αλλά
και ηθικά άξια πράξη. Ίσως, αλλά η αριστερά
δεν μπορεί να είναι το κωλοχανείο
αποτυχημένων στρατηγικών και αμετανόητων
ιδιοτελών καιροσκόπων. Η αριστερά ήταν
πάντα εκτός, ήταν πάντα στο δρόμο και
όχι στα σαλόνια, ήταν η διαρκής αναγκαία
αμφισβήτηση της εξουσίας, ήταν το
πρόταγμα της αλληλεγγύης, των δικαιωμάτων
και της ελευθερίας, της αμεσοδημοκρατίας
ενάντια στη διαμεσολάβηση, ήταν στην
αυτοργάνωση και στον κοινοτισμό, η
αριστερά ήταν στις αξιοπρεπείς ήττες
και μακριά από τις λαϊκίστικες χυδαίες
νίκες, ήταν πάντα για όλους και όχι για
τους λίγους και ας ήταν σχεδόν πάντα
λίγη η ίδια, ήταν προστάτιδα των
μειονοτήτων έναντι της μαζικοποίησης.
Τώρα λοιπόν που ένα φάσμα της είναι στην
εξουσία οφείλει να συγκρουστεί, να
συμβιβαστεί και να ενώσει, οφείλει να
προασπιστεί το κοινωνικό κέρδος έναντι
του πολιτικού κόστους, οφείλει να
αποτύχει και να ηττηθεί, οφείλει να
αντιμετωπίσει την υπαρκτή ανθρωπιστική
κρίση, ακόμη κι αν χρειαστεί να καταφύγει
ξανά στα μικρομεσαία στρώματα για να
τα καταφέρει, οφείλει να αφήσει μια
παρακαταθήκη κοινών τόπων και όχι
αγκυλώσεων. Οφείλει όπως σε κάθε ήττα
της να καλλιεργήσει συνειδήσεις.
Βέβαια,
υπάρχουν και κάποιες μικρές έστω νίκες.
Η πολιτική ωριμότητα του ΣΥΡΙΖΑ να
προετοιμάσει το συγκυβερνητικό του
σχήμα (ανεξαρτήτου αυτοδυναμίας) πολύ
πριν την εκλογική αναμέτρηση δείχνει
μια σοβαρότητα ανώτερη των αντίστοιχων
διεργασιών από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το 2012.
Επιπλέον η συγκρότηση αυτής της
συγκυβέρνησης από δύο κόμματα εκ δια
μέτρου αντίθετα ιδεολογικά είναι ένα
ελπιδοφόρο μήνυμα τόσο για την εθνική
αντιπροσώπευση όσο και για μια πιθανή
έξοδο της κοινωνικής αντίληψης από τη
γραμμική πολιτική απεικόνιση. Σίγουρα, η λαϊκή δεξιά των ΑΝΕΛ εμπεριέχει κινδύνους, αλλά και προκλήσεις. Άλλωστε οι όποιες αγεφύρωτες αποστάσεις σε κάποια ζητήματα (πχ μεταναστευτικό, αντιρατσιστικό, δικαιώματα ΛΟΑΤ, ειδικά με την παρουσία του Νικολόπουλου) δεν αποκλείουν συννενοήσεις σε άλλα θέματα, όπως και κοινοβουλευτικές συνεργασίες με άλλα κόμματα σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα. Αντίστροφα κιόλα, οι ΑΝΕΛ έχουν το δικό τους στοίχημα, να μην επιτρέψουν την μετακύλιση της λαϊκής δεξιάς στους κόλπους της Χρυσής Αυγής. Είναι
επίσης μια κάποια νίκη η αποφυγή
επαναληπτικών εκλογών, κάτι το οποίο
-κακώς μάλλον- δεν επιθυμούσε ο ελληνικός
λαός, και αντίστοιχα ο πολιτικός σεβασμός απέναντι
σε αυτή την επιθυμία είναι ένα κέρδος.
Υπάρχει
και μια ακόμη, ίσως σπουδαιότερη η οποία
εμπεριέχει και μια παγίδα. Από το 2008
μέχρι σήμερα, η ελληνική κοινωνία έχει
δοκιμαστεί σκληρά ξυπνώντας από την
μεταπολιτευτική αφέλεια, έχει υποστεί
βία και τρομοκρατία σε πάρα πολλές
διαστάσεις, και ενδεχομένως μπορεί και
να έχει ωριμάσει. Το κρυφό μυστικό, είναι
πως η περιορισμένη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ
επιτυγχάνεται ενώ η χώρα βρίσκεται
αντικειμενικά σε καλύτερη κατάσταση
από το 2012 και με καλύτερες προοπτικές,
μια θέση η οποία βέβαια κόστισε ακόμη και
ανθρώπινες ζωές. Υπάρχει ήδη προεκλογική
δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ πως δε θα επιτραπούν
πρωτογενή ελλείμματα, και παρόλο το
πλήθος των οικονομικών ναρκών που αφήνει
πίσω της η ΝΔ, αυτό είναι αρκετά πιθανό.
Στους οικονομικούς κύκλους η πολιτική
της λιτότητας έχει τη θέση της, χωρίς
αυτό φυσικά αυτό να αναιρεί την σχεδόν
εγκληματικών διαστάσεων ισοπεδωτική
και αντιδημοκρατική εφαρμογή της από
την κυβέρνηση ΝΔ υπό τις οδηγίες της
τρόικας. Πιο απλά, η αριστερή διακυβέρνηση τώρα έχει ευκολότερο έργο από ότι θα είχε σε μια πιθανή νίκη τον Ιούνιου του 2012.
Όμως το κυριότερο κέρδος εμπεριέχεται όντως στο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ. Η ελπίδα όντως ήρθε – έστω και για μια ημέρα το εκλογικό σώμα απέρριψε την τρομοκρατία και επέλεξε την προοπτική της αξιοπρέπειας ακόμη κι αν θεωρητικά εμπεριέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Όμως, όπως ήρθε για μια ημέρα, έτσι πρέπει κι άμεσα να φύγει. Η ελπίδα δεν είναι παρά μια ανάθεση που με μαθητική ακρίβεια θα οδηγήσει στην απογοήτευση, στην αγανάκτηση και εν τέλει στην απόρριψη για λάθους λόγους. Τα δυσκολότερα για το ΣΥΡΙΖΑ μόλις ξεκίνησαν, αλλά ακόμη κυριότερα η κοινωνία και ο καθένας μας ξεχωριστά καλούμαστε να ανέλθουμε σε έναν μεγαλύτερο βαθμό εγρήγορσης, συμμετοχής και ευθύνης, από οπαδοί καταναλωτές να γίνουμε πάλι πολίτες. Από την βίαια καταστολή των πλατειών μέχρι την πρόσφατη εκλογική διαδικασία, τα κοινωνικά κινήματα, ταπεινωμένα και ήττημενα ήταν σε μια στάση αναμονής, σε μια προσμονή της ομαλής μετάβασης στην αριστερή διακυβέρνηση. Όμως τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να ανασυγκροτηθούν και να υπενθυμίσουν ποιος είναι κυρίαρχος, είτε αυτός είναι ενάντια είτε μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα είναι η στιγμή που ο καθένας έχει να κάνει τις επιλογές του, στο χώρο εργασίας, στη γειτονιά, στις πλατείες, στους δρόμους. Γιατί όταν αποτύχει η αριστερά, η κοινωνία θα πρέπει να είναι έτοιμη να αναδείξει ένα διαφορετικό πεδίο άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης το οποίο να είναι κάτι περισσότερο από μια κενή αναπαραγωγή του ίδιου εξαντλημένου γραμμικού μοντέλου ή μια αγανακτισμένη προσφυγή σε άναρθρα εγκληματικά άκρα.