Με την άνοδο στην εξουσία, ο Κ. Καραμανλής για λόγους εντυπωσιασμού, κυρίως προς τα ξένα Μ.Μ.Ε., αναλαμβάνει την πολιτική ηγεσία του Υ. Πολιτισμού, αλλά στις καθημερινές του εργασίες τοποθετεί τη Φάνη Πάλλη-Πετραλιά και τον Τατούλη ως υφυπουργούς και τον Ζαχόπουλο ως Γενικό Γραμματέα, αφήνοντας ουσιαστικά ακέφαλο διαχειριστικά και οργανωτικά το υπουργείο με ότι αυτό συνεπάγεται. Όμως η τότε επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης προωθούσε τη δέσμευση και τη σημασία που έδινε ο πρωθυπουργός της χώρας στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, παρουσιάζοντας ένα ηγετικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση πρωθυπουργό. Τώρα όμως που καλείται δικαίως να δώσει τις εξηγήσεις για τα τετκαινόμενα στο Υπουργείο Πολιτισμού επί των ημερών της έστω συμβολικής του θητείας κρύβεται, και ουσιαστικά αρνείται να ρίξει πολιτικό φως στα πραγματικά δεδομένα. Με άλλα λόγια, η χώρα αποδυκνείει τόσο στο εαυτό της όσο και στο εξωτερικό, πως παρόλο το πολιτιστικό πλούτο που έχει κληρονομήσει, στερείται δημοκρατικού αισθήματος, κανόνων δικαίου και απλών διοικητικών ικανοτήτων να προστατεύσει και να προάγει αυτή τη κληρονομιά.
Όμως το πληγωμένο, αν όχι ανύπαρκτο, πνεύμα δικαίου το οποίο επικαλούμαι δεν είναι εγκλωβισμένο μονάχα στις βουλετικές διαδικασίες και στους σκιώδεις κυβερνητικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Ξεκινά από τον ακαλλιέργητο οδηγό που στο φανάρι σταματάει στη πεζοδιάβαση δυσχεραίνοντας του πεζούς, πόσο μάλλον οποιοδήποτε Α.Μ.Ε.Α., μέχρι την αναδιανομή του πλούτου που δημιουργεί πολίτες πρώτης μέχρι εσχάτης κατηγορίας. Η ραγιάδικη έλλειψη παιδείας και κοινής συναίσθησης εμφανίζεται από τον κλασσικό 'χαρτοσηματάκια' και διεκπαιρεωτή που υπάρχει στον προθάλαμο σχεδόν κάθε δημόσιας υπηρεσίας μέχρι τον ίδιο τον θεσμό της δικαιοσύνης ο οποίος πιο αδύναμος κι αργός από ποτέ, έχει πλέον υποκατασταθεί από νοσηρή σκανδαλογία, φημολογία και σκοτεινούς διαδρόμους. Ποιός μπορεί να αρνηθεί πως η μη απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση Φιλόπουλου σε συνδιασμό με τη γενικότερη αδιαφορία του Υφυπουργείου Αθλητισμού και των αθλητικών παραγόντων, δεν ευθύνεται για το αιματηρό συμβάν στην Αρτέμιδα (2); Το αίσθημα δικαίου ξεκινά με τον καθένα μας από τη στιγμή που ζητάμε το βουλευτικό ρουσφέτι και παράλληλα αναζητούμε νέα τεχνάσματα φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής όσο βαυκαλιζόμαστε με τη τυφλή εμπιστοσύνη μας σε πολωμένα Μ.Μ.Ε. που ενεργούν σαν μοχλούς πίεσης στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο.
Φυσικά τα παραδείγματα και οι αναφορές μπορούν να συνεχισθούν χωρίς τέλος, πέφτοντας ακόμη στη παγίδα του στείρου αφορισμού και του λαϊκισμού παραγνωρίζοντας μάλιστα τα όποια μικρά θετικά βήματα έχουν γίνει με τη πάροδο των ετών. Όμως, ακόμα και σε αυτό το ομολογουμένως απαισιόδοξο κλίμα (3) το οποίο επικρατεί και επιβάλλεται (ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες), δεν θα ήταν καθόλου άδικο να κατηγορήθουν οι ρίζες και οι θεσμικές δομές της κοινωνίας μας, για τη συνεχής υποβάθμιση βασικών αξιών, καθοδηγητικών και εγγυητικών της ποιότητας ζωής μας. Ανατρέχοντας στη πορεία της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μια αντικειμενική αλλά και κριτική ως προς τους συλλογικούς μας σκοπούς ματιά, θα ήταν τραγική επανάληψη της σκέψης μας, άμα δεχτούμε πως παρόλο τους όποιους αργούς ρυθμούς μας, η κοινωνίας μας μεταλλάσεται σε κάτι καλύτερο και πιο υγιές. Θα ήταν σαν να βλέπαμε ένα δέντρο του οποίου η άρρωστη ρίζα προσπαθεί να σπάσει βράχια σε άγονη γη, όσο εμείς εθελοτυφλώντας μετράμε τους λίγους πόντους που κέρδισε σε ύψος. Φυσικά δεν βοηθούν οι όποιες ανατρεπτικές και ακραίες θέσεις οι οποίες θα κατέτασσαν το σύγχρονο δημοκρατικό σύμ-πλεγμα θεσμών και εξουσιών σαν πέπλο το οποίο κρύβει τα πραγματικά πεδία στην πάλη εξουσίας. Όμως πιστεύω ακράδαντα πως η μαζική πλειοψηφία εξ ημών δεν επιθυμεί πραγματικά το αίσθημα δικαίου, γιατί όπως και η ελευθερία, έτσι κι αυτός ο βασικός δημοκρατικός πυλώνας απαιτεί ευθύνες, και μάλιστα περισσότερες. Όχι μονάχα δεν είμαστε έτοιμοι να εκτελέσουμε μια τόσο πολιτισμίκα βαθεία στροφή, αλλά δεν έχουμε καν τα κατάλληλα προσωπικά και συλλογικά εφόδια ώστε πορευθούμε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Δυστυχώς, και αυτό δεν είναι μοναδικό φαινόμενο, όχι μόνο είμαστε υποχείριοι και αδύναμοι, αλλά βρισκόμαστε και σε μια τραγική συγκυρία στην οποία πέραν της γνώσης της αδικίας την οποία υφιστάμεθα, έχουμε αναλάβει δουλοπάροικα και με τυφλή πίστη την καλλιέργειά και κληροδότησή της.
Όποιος αναρωτιέται πως μεταφράζονται αυτοί οι λεκτικοί νεορομαντισμοί στη πραγματικότητα δεν έχει παρά να κοιτάξει γύρω του και να χρησιμοποιήσει τη κρίση του. Μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε θεσμό και οποιαδήποτε αξία, και απογυμνωμένος από κομματικές προκαταλήψεις και μακάρι και από οικονικά κίνητρα, να δει την κατάσταση και να αξιολογήσει τη πορεία. Μάλιστα με τη πίστη που έχω στους ανθρώπους, νιώθω σίγουρος πως στο εννοιολογικό σκοτάδι στο οποίο παρασυρόμαστε, αυτός ο δίκαιος (τόσο απένανται στον εαυτό του, όσο απέναντι και στους άλους) πολίτης-κρίτης θα έχει την ικανότητα να φωτίσει τη πραγματικότητα και να σκεφθεί τρόπους και μηχανισμούς που θα βελτίωναν τη κατάσταση, και τότε σχεδόν σίγουρα με έκπληξη θα ανακαλύψει πως αυτές του οι ιδέες, όσο απλές και λογικές κι αν φαίνονται, δεν παρουσιάζονται ούτε συζητούνται πουθένα, ούτε καν τις πίστευε πριν μπει στην διαδικασία. Ναι, παραδόξως ίσως, πρέπει ακόμη να υπάρχει πίστη στον άνθρωπο και στην ικανότητά του τόσο για το χειρότερο, όσο για το καλύτερο. Πρέπει να υπάρχει πίστη πως στο πάτο του βαρελιού -τον οποίο ακόμη δεν έχουμε φθάσει- θα γεννηθούν νέες αντιστάσεις, οι οποίες θα αναλάβουν το μερίδιο των ευθυνών τους, θα διεκδικήσουν, θα δημιουργήσουν, θα απωλέσουν, ακόμη και θα θυσιαστούν με απώτερο στόχο τη θεσμοθέτηση νέων θεμελίων, νέων ριζών, οι οποίες με συνδετικό ιστό το αίσθημα δικαίου θα προάγουν και θα προστατεύουν τη δημοκρατία και την ενδοκοινωνική ανάπτυξη. Απαιτείται πάλη υγιής και αξιοπρεπής, διαχωριστική (ναι! διαχωριστική) αλλά επουδενί διχαστική, βασισμένη σε αρχές και σκοπούς, αλλά όχι σε κίνητρα και ευκαιριακές συγκυρίες. Απαιτείται η αναχώρηση από εννοιολογικές κατασκευές και εύθυμες παρατηρήσεις, και η ειλικρινής υιοθέτηση δράσης.
Όχι πως τώρα δεν αναλογούν ευθύνες στο καθένα μας, και μάλιστα πολύ περισσότερες από αυτές των δημοσίο-τηλεοπτικών προσώπων. Η διαφορά όμως έγκειται στην ανάληψη της προσπάθειας, από ιδιώτες να αναρριχθούμε σε πραγματικά δημόσιες και ταυτόχρονα ανεξάρτητες προσωπικότητες.
(1) Σαν υποσημείωση της υποσημείωσης, να θυμόμαστε πως στη πραγματικότητα, το σύνολο της αντιπολίτευσης είναι η πραγματική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
(2) Η πρόταση αυτή γράφτηκε πριν την εσπευσμένη επικοινωνιακή προσπάθεια να αποδοθεί το περιστατικό σε 'προσωπικές διαφορές' και όχι το οπαδικό στοιχείο. Τη διατηρώ όμως, γιατί ασχέτως της εμπλοκής του οπαδικού στοιχείου, τόσο το φαινόμενο της ατιμωρησίας είναι υπαρκτό, όσο και η πολύμορφη και πολυεπίπεδη σαπίλα στον επαγγελματικό αθλητισμό.
(3) Το κλίμα δεν είναι μονάχα ένα πεδίο άσκησης επικοινωνιακών τακτικών, αλλά όπως η δυσμοσμία ενός πτώματος, το υποπροϊόν μιας πραγματικότητας μεγαλύτερων διαστάσεων.
Υ.Γ. Τις τελευταίες μέρες με απογοήτευση βλέπω φίλους και γνωστούς να ποινικοποιούν τη σεξουαλική ζωή στέλνοντας μου e-mails με φωτογραφίες από το διαβόητο DVD, ή να διαλέγουν στρατόπεδα σε αντεγκλίσεις αφεντάδων τους. Τα κίνητρα τους είναι καλοπροαίρετα σίγουρα, αν και αντιδραστικά, αλλά ο γενικότερος αντικατοπτρισμός και ασπασμός προεπιλεγμένων εικόνων και απόψεων με θλίβει. Τέτοιες εκδηλώσεις από ανθρώπους που εκτιμώ και σέβομαι -όσο και να δικαιολογούνται από το χαβαλέ και το χιούμορ- δύσκολα μου αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.