Pages

Thursday, November 27, 2008

Πόσο πια;

Τώρα που συμβιβάζομαι με την ιδέα πως πλησιάζει το νέο κι αυτό καταραμένο έτος, αναλογίζομαι πως τελικά εμείς οι Έλληνες είμαστε περίεργη φάρα, όχι απαραίτητα κακή αν και πολλές φορές το πιστεύω κι αυτό, αλλά σίγουρα περίεργη. Πως αλλιώς πετυχαίνεις να έχεις τόσα μετάλλια αλλά τα παιδιά σου να είναι τα πιο παχύσαρκα στην Ευρώπη; Α, οι ντόπες, σωστά, το είχα ξεχάσει αυτό. Όπως και να έχει, τελειότερες αποδείξεις για την μπασταρδοποίηση και την πρόσμιξη των φυλών στο φουαγιέ της Ευρώπης (τον ελλαδικό χώρο) είμαι σίγουρος πως θα υπάρχουν, αλλά όπως και να έχει, η απώλεια της αρχαιο-κλασσικής λογικής και του πολιτειακού εξορθολογισμού είναι ένα καλό δείγμα.


Μόλις λίγο παραπάνω από ένα έτος –προσπαθήστε να αναλογισθείτε το χρονικό διάστημα για λίγο- μετά το παραδικαστικό σκάνδαλο με την αδρά συμμετοχή κληρικών, έρχεται η αποκάλυψη ενός νέου σκανδάλου. Πάλι πρωταγωνιστές φυσικά είναι λογής ρασοφόροι, οι οποίοι προφανώς μεθυσμένοι από τον αέρα του Αγίου Όρους -ο οποίος από ότι έχω ακούσει είναι υπέροχος- εξακολουθούν να ψεύδονται και να κουρελιάζουν το δημοκρατικό αίσθημα της χώρας χωρίς καμία αιδώ.. Η εκπόρνευση της ελληνικής γης από κουφές, τυφλές και μουγγές πολιτικές τσατσάδες δεν έγινε φυσικά πριν από ένα χρόνο, αλλά εξελισσόταν παράλληλα με το παραδικαστικό κύκλωμα και τις αποκαλύψεις του, όμως η σημασία του είναι πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις.


Είναι πλέον επίσημο και προκλητικά φανερό πως αυτή η αδίστακτη λέσχη ανθρώπων που ονομάζεται κλήρος δεν έχει απλώσει τα πλοκάμια της στο τερατώδες δίκτυο που λέγεται κράτος, αλλά από σύστασης της εταιρείας που λέγεται Ελλάδα, είχε φροντίσει να είναι μέσα και πίσω από τα πράματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον δύο υπουργοί, ένας υφυπουργός, μια δικαστικός, ένας νομάρχης, ένας αντινομάρχης, και η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου έχουν τη φωλιά τους χωμένη στα σκατά, όσο μοναστήρια αρπάζουν κυριολεκτικά γη και ύδωρ με χρυσόβουλα και φιρμάνια και η κεφαλή της εκκλησίας της Ελλάδας και το Πατριαρχείο νίπτουν τας χείρας τους εν αναμονή των εξελίξεων.


Βλέπετε, δε με ενοχλεί τόσο η διαφθορά και η λαιμαργία των κρατικών λειτουργών, αιρετών και μη, άλλωστε οι περισσότεροι εισήλθαν στο δημόσιο βίο για την εξουσία και τα χρήματα και καλά κάνανε. Ούτε με ενοχλεί η υποκρισία των κληρικών, στο κάτω κάτω είναι σαν να κατηγορείς έναν ηθοποιό πως είναι υποκριτής. Αυτό που με αηδιάζει και με ανησυχεί όμως είναι ο στείρος δημόσιος διάλογος, ο οποίος για λόγους που δεν μπορώ να διευκρινίσω, φοβάται να αρθρώσει το πάγιο συμπέρασμα που προκύπτει από τη χρόνια δυσλειτουργική σχέση κράτους και εκκλησίας. Τι άλλο δηλαδή παρά τον πλήρη διαχωρισμό τους.


Να απαλειφθεί ο θρησκευτικός όρκος, να βγουν οι θρησκευτικές εικόνες από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, να καταργηθούν οι νόμοι και η συνταγματική αναφορά περί προσηλυτισμού, να σταματήσουν να εισπράττουν οι κληρικοί μισθό από το κράτος, να καταργηθεί η πρωινή προσευχή και το μάθημα των θρησκευτικών, να αναθεωρηθεί ο ρόλος της εκκλησίας στην επίσημη ελληνική ιστορία, και να πάψει το κράτος να είναι ο νούμερο ένα κατηχητής αυτής της επαίσχυντης λέσχης. Η κατάσταση δεν έχει φτάσει στο απροχώρητο, είναι τελματική και βρωμερή εδώ και δεκαετίες, και είναι απορίας άξιων πως η γενιά του Πολυτεχνείου (η πραγματική) επέτρεψε σε αυτό το φίδι να επιβιώσει και να ανθίσει στην μεταπολίτευση. Όντως, αυτοί ήταν λίγοι θα μου πείτε, το μεγάλο διακύβευμα εκείνη την εποχή ήταν πολιτικό, κι ας υπήρχε αυτός ο καρκίνος από πίσω. Αλλά και πάλι.


Παραδόξως όμως δεν πιστεύω πως μας αξίζει, όσο ελλιπής και ανίκανοι κι αν είμαστε, όσο υποκριτές και φαύλοι, όσο αμέτοχοι και πολιτειακά αδιάφοροι, δεν μας αξίζει αυτή η σκιώδης χούντα που λέγεται κλήρος. Είμαστε λίγο καλύτεροι από αυτό, και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο αμήν για να ενεργήσουμε. Ειρωνικά, ο λόγος για αυτό είναι μια από τις βασικές κολώνες του εξουσιαστικού οικοδομήματος της εκκλησίας, και δεν είναι άλλος από το γεγονός πως είμαστε θεοφοβούμενοι. Όσο κι αν φαίνεται απίθανο, η μαζική πλειοψηφία του ελληνικού λαού γνωρίζει πολύ καλύτερα την Βίβλο από οποιοδήποτε κοιλαρά χαραμοφάη κληρικό, και στερείται της ανηθικότητας και της απληστίας για να διαπράξει ότι έχει διαπράξει στο σύνολό του το εκκλησιαστικό έκτρωμα. Ο απλός ο κόσμος, οι κοσμικοί, στη πλειοψηφία τους έχουν λίγο παραπάνω τσίπα, λίγη παραπάνω ντροπή. Ίσως όμως όχι αρκετή για να αποτινάξουν αυτές τις βδέλες από πάνω τους.


Πολλοί θα αντιτείνουν το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας και θα τραυλίσουν για την πολιτισμική της προσφορά στην παράδοσή μας, θα υποστηρίξουν πως το ζήτημα του διαχωρισμού είναι ήσσονος σημασίας και πως το ανεγείρουν μονάχα άθεοι και αντίχριστοι. Ας είναι. Τουλάχιστον όμως να πάρουν μια θέση και να πουν στους υπολοίπους τι ακριβώς θέλουνε να κάνει η εκκλησία μέσα στο κράτος. Άμα θέλουνε να γίνουμε σαν το συμπαθές Ιράν, από το οποίο δεν απέχουμε και πολύ, ας μας το πούνε να το γνωρίζουμε μια και καλή. Είναι καλό να ξέρεις τους εχθρούς σου, έτσι μπορείς και γνωρίζεις τους φίλους σου.


Tuesday, November 25, 2008

Γκόλντεν Προβλέψεις Α.Ε.

Όταν με έστειλε η μανούλα στο Ελ-Ες-Ι (καμία σχέση με το Ελ-Ες-Ντι αν και δοκίμασα μια φορά) να γίνω και εγώ άξιο και προκομμένο οννεδίτικο παλικάρι της ρουφιάνας της κοινωνίας, κανείς δεν περίμενε την σημερινή μου κατάληξη. Βλέπετε, με το που τελείωσα το πανεπιστήμιο χώθηκα σε κάτι τράπεζες, κάτι κυκλώματα, κάτι χρηματιστήρια, κάτι paper shredders, κάτι κόκες, κάτι boat parties, κάτι το ένα, κάτι το άλλο και μετά από τρία χρόνια είχα διαμέρισμα στα Docklands με θέα, υποθήκη διακοσίων χιλιάδων λιρών, και χρυσά μανικετόκουμπα. Βέβαια ποτέ δεν βρήκα μανικετότρυπες που να ταιριάζουν, αλλά ασχέτως των στιλιστικών μου ανησυχιών, μετά από άλλα τρία χρόνια επέστρεψα σαν κατουρημένη γάτα, μετανάστης στην ίδια μου τη χώρα. Καταραμένη κρίση, έφαγες τα καλύτερα παιδιά!


Φυσικά με τη μάνα μου καταλαβαίνετε, από τη μια πετούσε από τη χαρά της που ο γιόκας της γύρισε και από την άλλη ανεπρόκοπο με ανέβαζε, ρεμάλι τεμπελόσκυλο με κατέβαζε. Ποιόν, εμένα, που μετά από δέκα ώρες trading, conferencing, forecasting και managing, πήγαινα στη pub και κατέβαζα 3 Worthington στη μισή ώρα with the guys! Βέβαια πάνε αυτά τα χρόνια ανεπιστρεπτί, το σύστημα με πρόδωσε και με πούλησε, με μασούλησε και με έφτυσε σαν χαλασμένη σταφίδα, λες και ήμουν η Kate Moss. Έτσι κι εγώ σκέφτηκα κάτι άλλο όπου μπορούσα να αξιοποιήσω τις ικανότητες μου και τότε ήταν που θυμήθηκα τη Μαρίκα. Η Μαρίκα ήταν συμφοιτήτρια μου από τη Δράμα, και α) ήταν πολύ στόκος β) της έκανα τις εργασίες μπας και πιάσω κανά μπούτι, γ) είχε τρελό κόλλημα με τα ζώδια. Κάθε πρωί που εγώ προσπαθούσα να ξυπνήσω με το μαυροζούμι και να πείσω τον εαυτό μου να φάω το τελευταίο καταραμένο λουκάνικο, να σου η Μαρίκα με τα ζώδια εκτυπωμένα να μας τα διαβάζει λες και ήταν οδηγίες για το Trivial Pursuit. Φυσικά η αποκορύφωση ήταν όταν έφτανε στο δικό της, οπότε και ρώταγε όποιον είχε δίπλα της, ‘τι λες να σημαίνει αυτό;’ ή, ‘αχ, αύριο θα ερωτευτώ!’ κι άλλες τέτοιες μπούρδες.


Όπως καταλαβαίνετε μετά από τρία χρόνια αυτού του ζωροαστρικού κατηχητικού, τρία πράματα συνέβησαν. Η Μαρίκα δεν τελείωσε ποτέ το Ελ-Ες-Σι και δεν έγινε ποτέ golden girl, εγώ δεν έπιασα ποτέ το πολυπόθητο μπούτι, και τέλος, είχα μάθει συστηματικά τα πάντα για τα ζώδια. Με αυτά τα εφόδια ζωής λοιπόν, ξύπνησα μια μέρα και είπα στη μάνα μου όσο έτρωγα τα αυγουλάκια μου:’ Μάνα. Θα πάω στα καράβια!’ Φυσικά της έκανα πλάκα, αλλά στο τσακ το γλυτώσαμε το εγκεφαλικό. Με το λέγε λέγε όμως, και χάρη σε κάτι φίλες της μάνας μου, η οποία τελικά αποδείχθηκε μεγάλη κατινιάρα, έφτιαξα ένα δίκτυο πελατών πάνω στο οποίο εφάρμοσα όλα τα marketing κόλπα που είχα μάθει στο πανεπιστήμιο, και τώρα που με βλέπετε έχω δικό μου site και αποκλειστική γραμμή 090 λέγοντας μονάχα τα άστρα. Ερωτική γραμμή δεν έχω ανοίξει ακόμη, αλλά το σίγουρο είναι πως τελικά τα τάπερ με τις μελιτζανοσαλάτες και τα γιουβαρλάκια δεν πήγαν χαμένα. Γιορτάζοντας λοιπόν τους τρεις μήνες λειτουργίας της Golden Προβλέψεις Α.Ε., θα ήθελα να παρουσιάσω ένα δείγμα της δουλειάς μου:



Κριοί: Τυρογαλάδες μου, μη δίνετε σημασία καμία και το κέφι σας κάντε. Ζαμπέτα στη διαπασών, ρετσίνα και ελίτσα, γλεντήστε όσο έχετε γης να πατείτε και δεν σας πατεί αυτή. Τα φράγκα λίγα, και η γυναίκα χοντρή, αλλά κατά βάθος είστε βαλκανομποέμ και δεν καταλαβαίνετε από τέτοιες πεζότητες. Προσοχή μονάχα στα ξίγκια και στα χωριάτικα λουκάνικα, διότι καλή η καλοπέραση αλλά δεν είναι ανάγκη να κάνετε την χοληστερίνη turbo injection.





Ταύροι: Οι κερατάδες των άστρων. Χα, καλό ε; Πέρα από την πλάκα όμως, είστε όντως κερατάδες. Τώρα δεν γελάτε έτσι; Χλωμιάσατε, σας βλέπω. Ε ναι λοιπόν, σας τα φοράει κανονικότατα η κυρά σας, και όχι, ο υδραυλικός κάτω από το κρεβάτι δεν περνούσε νέο σιφόνι, έλεος δηλαδή. Σας συμβουλεύω να αρχίσετε να παίζετε χαρτιά, πόκα, ξερή και ασανσέρ, αλλά και να αρχίσετε να σκύβετε γιατί … εεε … που πας; Την κάσα πρόσεχε!!!





Δίδυμοι: Οικονομικά σκατά, αισθηματικά σκατά, επαγγελματικά σκατά, οικογένεια σκατά, είστε και ΑΕΚ, ο παππούς ήταν και στη Γιάρο, γάμησέ τα. Δεν την πολύ-παλεύετε αλλά αυτό το γνωρίζατε έτσι κι αλλιώς μάλλον, όποτε καλύτερα να συντομεύω τα λόγια μου. Προτιμήστε πέτρα και σκοινί που είναι σίγουρα από τους πιο περίεργους τρόπους για να αυτοκτονήσει κανείς, ειδικά άμα μένεις στην Τρίπολη.





Καρκίνος: Αχ, για εσάς δεν θα γράψω πολλά γιατί ξέρω πως κοκκινίζετε από την ντροπή σας. Βέβαια, αυτά που λένε για εσάς δεν είναι και τόσο αλήθεια, αρκεί να σας πω οι περισσότεροι αστρολόγοι είναι καρκίνοι, οπότε καταλαβαίνετε πως υπάρχει μια ψιλο-εύνοια. Τις επόμενες μέρες θα σας κλέψουνε το αμάξι και θα σπάσετε το πόδι σας. Εντάξει δεν είναι αλήθεια αυτό, αλλά επειδή είστε αγχωτικοί τύποι, ξέρω πως αυτή τη στιγμή παθαίνετε νευρικό κλονισμό και αυτό ικανοποιεί απόλυτα το νοσηρό μου μυαλό. Επίσης να σας πω πως στα ΚΑΠΗ δεν θα σας κάνει κανείς παρέα παλιοκομπλεξάρες.



Λιοντάρια: Σε ένα μήνα πρέπει να έχετε παντρευτεί γατούλες μου. Δε με απασχολεί το με ποιόν ή ποια, ή που, ή με παπά ή με δήμαρχο, ή με αμαξάκι και αλογάκια, ή με λιμουζίνα, να κόψετε το λαιμό σας, σε ένα μήνα σας θέλω παντρεμένους ακόμα και αν είναι γάμος faux (σκέτο, όχι με bijou) για να πάρετε ευνοϊκό στεγαστικό πρώτης κατοικίας. Άμα δεν έχετε παντρευτεί μέχρι τότε θα μείνετε για πάντα στο ράφι. Ξεκάθαρα πράματα, κάτι σαν το άξαξ για τα τζάμια ένα πράμα.







Παρθένοι: Λοιπόν φιλενάδες, έχετε προσέξει εκείνον τον τύπο στον 5ο όροφο, που είναι αψηλός, με τις πλάτες του, την αμαξάρα του, τις εφτά πιστωτικές κάρτες του, τα πύρινα μάτια, τη σταθερή δουλειά και το θεληματικό πηγούνι; Εκείνον καλέ, που κάθε φορά που τον βλέπετε λιγώνετε; Ε, αυτός λοιπόν δεν σας γουστάρει μια, οπότε προτιμήστε τον χτικιάρη στο φωτοτυπείο απέναντι που είναι και ακίνδυνος, έχει και ένα δυάρι στο Γαλάτσι. Θα γλυτώσετε και τα λεφτά στις βαφές και τα παπούτσα.






Ζυγοί: Ζυγοί, μονοί, θα σας γελάσω, αλλά για εσάς τα πράματα πηγαίνουν περίφημα. Και τη θεσούλα στο δημόσιο θα πάρετε, και σώγαμπρος θα γίνετε και το λαχείο θα κερδίσετε. Κάποια στιγμή. Τυχερούληδες, πραγματικές καρμαρουφήκτρες, για εσάς η συμπαντική διαιτησία είναι στημένη από της μοίρας σας την παράγκα. Πραγματικά σας ζηλεύω, κι ας είστε και πολύ μαλάκες.








Σκορπιοί: Παναγίτσα μου, τι αντιπαθητικό ζώδιο που είστε εσείς, καταραμένοι να 'στε. Και εσείς οι ίδιοι δηλαδή, κάνετε μονάχα για σφαλιάρες, σάκοι του box ένα πράμα. Αεί στο διάολο από ‘κει χάμω, που να μου χαθείτε γαϊδούρια, που μου θέλετε και προβλέψεις παναθεμά σας, παραδόπιστοι σατανάδες, μαθητεύομενοι του Δημητροκάλη, ξωτικά πασόκοι! Φτου, φτου, φτου, εξακόσια εξήντα έξι, six, six, six!







Τοξότες: Όλοι λένε πως είστε το καλύτερο ζώδιο. Ειδικά από τότε που γυρίστηκε και το Lord of the Rings και βάψατε τα μαλλιά σας ξανθά ψωνάρες. Όπως και να ‘χει, να προσέχετε τον επόμενο μήνα διότι όλο και κάποιος θα βρεθεί να σας περάσει για πούστη με τέτοιο μαλλί, οπότε ξέρετε, με την πλάτη στον τοίχο, ξεχάστε σαγιονάρες και σκουλαρίκια, και αγάλι αγάλι. Επίσης, στρασάκια τέλος. Για να συμμαζευόμαστε, για να συμμαζεύομαστε.





Αιγόκεροι: Ιδιαίτερη προσοχή τις επόμενες εβδομάδες καθώς σε εσάς μπαίνει ο Ερμής στη Σελήνη σας, ένα σημαντικό πρόβλημα άμα αναλογισθεί κανείς την καταστροφή που θα προκληθεί από τη σύγκρουση των δύο αυτών ουράνιων σωμάτων. Κατά τα άλλα είστε τελείως ασήμαντοι και αδιάφοροι στην συμπαντική ματιά του αστροναύτη, και για αυτό ποτέ δεν θα καταλάβετε ποιοι είστε. Αδιέξοδο στην ανωνυμία σας δεν υπάρχει, οπότε συνιστώ μετανάστευση στο νότιο ημισφαίριο όπου οι ζωδιακοί κύκλοι αντιστρέφονται σαν το νερό στους νεροχύτες.



Υδροχόοι: Αλήθεια πρέπει να είστε το πιο άτυχο ζώδιο διότι εξαιτίας της περιβαλλοντικής ευαισθησίας του ΣΚΑΪ και την μανία της Γκίζας με την οικονομία στο νερό (άσε μας ρε Γκίζα, μας έχεις ζαλίσει τα αυτιά, ότι θέλουμε θα κάνουμε να πούμε). Εν συντομία, είστε τελείως ντεμοντέ και πασέ. Προτείνω εγκατάσταση συστήματος ανακύκλωσης νερού, ώστε όσο νερό χύνετε από την καρδάρα, να ξαναμπαίνει σε αυτή. Θα είστε λίγο γελοίος στο δρόμο βέβαια, αλλά οι εποχές αλλάζουν, και η οικολογία είναι της μοδώς παναθεμά την. Τι να πω κι εγώ που από golden boy έγινα τυρόπιτα (γ)κουρού;







Ιχθείς: Για εσάς δεν έχω να πω τίποτα. Αλήθεια. Ίσως μόνο να μην διαβάζετε το ζώδιο σας τόσο τσιριχτά και εκνευριστικά. Η Μαρίκα ήταν ιχθύς.


Monday, November 24, 2008

Είμαστε όλοι παιδιά ενός καλού θεούλη

Χρόνια με έπληττε η άγνοια, η απορία και η αμφισβήτηση, η απιστία για να λέμε τα πράματα με το όνομά τους. Ευτυχώς όμως, σαν θαύμα θαρρώ, βρήκα το φως το αληθινό, το καθάριο, το λαμπρό και αγνό, αυτό του θεούλη. Ποτέ δεν τον απαρνιόμουνα για λόγους και αίτια κοινά, πεζά, εφήμερα. Ποτέ δε με προβλημάτισαν στην υπερφυσική μου απιστία θέματα όπως οι πόλεμοι, η αδικία, ο φανατισμός, η φτώχεια, ο σκοταδισμός, οι αρρώστιες και οι λιμοί, η εξουσιομανία και η λαγνεία των κληρικών, ο σκοταδισμός και η παραδοπιστία, η υποκρισία και η κλεψιά, η κοσμική αλαζονεία, η διαπλοκή και ο ιδεολογικός φασισμός, η δυστυχία, όλα αυτά ουδέποτε με επηρέασαν. Και ακόμη πιο πέρα αν προχωρήσω τη φτωχή μου σκέψη, ποτέ δεν ζήτησα από τον καλό μου θεούλη σκοπό να δώσει σε τούτη τη ζωή που ζούμε, ούτε τα πάντα να μου εξηγήσει, να μου απαντήσει με καρτερικότητα γιατί και πως, τέτοιες βλέψεις δεν είχα ποτέ. Τώρα όμως ξέρω.


Γνωρίζω πολύ καλά πια πως ο καλός μου ο θεούλης δεν είναι δημιουργός, ποτέ του δεν κούνησε το δακτυλάκι του έστω ένα τσάι να φτιάξει, αλλά αντιθέτως είναι διαχειριστής, ή ακόμη καλύτερα ο κοσμικός λογιστής του σύμπαντος που στους άπειρους άβακές του με την υπομονή και σοφία ενός golden boy επιμερίζει τον ηθικό μου ισολογισμό. Έχει δύο σειρές ο καλός μου ο θεούλης, μια για τα λάθη και τις αμαρτίες μου, και μια για τις καλές και ενάρετες μου πράξεις. Προθέσεις και σκέψεις δεν μετράνε έμαθα τώρα τελευταία. Όμως ο καλός μου ο θεούλης με προσέχει και με παρατηρεί και τα ακούραστα χέρια του προσμετράνε από γεννήσεως μου όλα μου τα πεπραγμένα. Απώτερος σκοπός φυσικά είναι η προεγγραφή μου στον παράδεισο, στον οποίο εγώ δεν πιστεύω βέβαια.


Του λέω, ‘καλέ μου θεούλη, εγώ είμαι υλιστής και κυνικός, διάολου κάλτσα, καθίκι κανονικό, δεν πιστεύω σε αυτά τα μεταθανάτια’, αλλά αυτός μέσα στην απύθμενη του γνώση και σοφία, μου λέει, ‘άσε με να ξέρω καλύτερα’. Τι να κάνω κι εγώ, τον αφήνω κι ας μην θέλω να κουράζεται τόσο. Μάλιστα, μια φορά του ‘χα προτείνει να εκσυγχρονιστεί, να κάνει ένα διαγωνισμό σαν κι αυτούς του δημοσίου και να εγκαταστήσει ένα πλήρως αυτοματοποιημένο digital σύστημα καταγραφής των αμαρτιών και τα λοιπά, αλλά μου είπε πως το είχε δοκιμάσει κάποτε κοντά στον μεσαίωνα, με περιορισμένη επιτυχία λόγω εντονότατων διαμαρτυριών. Έτσι λοιπόν, τα δάκτυλα του καλού μου θεούλη έχουν σκάσει να πηγαίνουν τις χάντρες από τη μεριά στην άλλη πάντα με επιμέλεια και προσοχή.


Να λέμε όμως και την μαύρη αλήθεια, ο καλός μου ο θεούλης δεν τα κάνει όλα αυτά τσάμπα. Από τότε που συνειδητοποίησα πως υπάρχει, ένα μήνα μετά μου έφερε τον λογαριασμό. Του λέω πως είχε γράψει λάθος την διεύθυνσή μου, αλλά το πιο σημαντικό ήταν πως μου ζητούσε ανταλλάγματα, και πιο συγκεκριμένα να διαδώσω λέει τον καλό του λόγο και να κάνω κι άλλους να πιστέψουν. Εκεί είναι που τσακωθήκαμε, διότι εντάξει, μπορεί να πίστεψα, αλλά δεν έγινα και κορόιδο δα. Έτσι με μια απλή συμβολαιογραφική πράξη τον απάλλαξα από τις ευθύνες του και του έγραψα ένα πέτσινο τσεκ για την αποζημίωσή του. Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, θυμάμαι, με κοιτούσε όλο με παράπονο ο καλός μου ο θεούλης, και με ρώτησε σχεδόν με λυγμούς, ‘γιατί με απολύεις τέκνον μου’, και του είπα κι εγώ, ‘καλέ μου θεούλη λυπάμαι, δηλαδή όχι τόσο, αλλά πρέπει να σε διώξω, διότι η τι-βι μου λέει πως οι καιροί είναι χαλεποί, και ήμουνα που ήμουνα πάντα τσιγγούνης, ε, ήρθε κι έδεσε το γλυκό’. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα μέσα μου, όσο και να μετράει ο καλός μου ο θεούλης, όλοι ξέρουμε που θα βρεθώ.

Saturday, November 22, 2008

Μαύρες Κωμωδίες

Η συνήθεια των περιπτώσεων να στοιχίζονται και των συμπτώσεων να εμφανίζονται, είναι όλα σημάδια ενός μυαλού δειλού, ενός κορμιού φτωχού, σε μέρες επαναληπτικές, καρμπόν, φασόν, reset, reset, reset, και ξανά από την αρχή, ίσως να υπάρχουν διαφορές οι οποίες συσσωρεύονται έτσι όπως αλλάζουν οι εποχές, η σκόνη που μαζεύεται στη γωνία που δεν της δίνεις σημασία, μέχρι να την ζητήσεις, μέχρι να την ψάξεις, μέχρι να σε πνίξει, το φως του ήλιου που χαμηλώνει, που δύει όλο και νωρίτερα, φθινόπωρο, ξεραμένα σε ρόδινες αποχρώσεις, χειμώνας, μια εξουσία φυσική, βασανιστική, ένας στροβιλισμός τοπικός ανασύρει το παρελθόν, το κάνει παρόν, μέλλον, και παρελθόν πάλι, επανάληψη, επανάληψη, μια αδιάκοπη λούπα τενεκεδένιων υποσχέσεων, σιδερένιων αληθειών, παντού αλήθειες, εύκολων ποτών, δανεικών ονείρων, ψεμάτων, πλαστικών εφιαλτών, ασυγχώρητων λαθών, βρεγμένων τσιγάρων, πρόστυχων φαντασιώσεων, λόγια, λόγια, λόγια, το πιο φθηνό συνάλλαγμα στο εμπόριο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, υποτροπή, εκτροπή, δεν είμαι εδώ, υπήρχε πρόβλημα κάθε μέρα, κάθε μέρα υπήρχε πρόβλημα, μάτια, χέρια, μάτια, χέρια, μάτια, σφαλισμένα μάτια, σιωπή, σιωπή, κραυγή, ηχώ, μια αδιάκοπη μελωδία, ένα κερί, σύννεφα γαλάζια, γκρίζα, μαύρα, ερυθρά, η ανεξάντλητη παλέτα του ουρανού, χειμώνας, ένας αέρας δυνατός που τίποτα δεν παρασύρει, τα ρούχα ακόμα κολλημένα πάνω μου, reset, και πάλι επικίνδυνος, και πάλι εγωιστής, ξανά, γύρνα πίσω και πάλι από την αρχή, τα στενά μου εξαντλούνται, όλες οι διαδρομές ίδιες και κάποιες πλέον απαγορευμένες, όλες μαζεύονται, ενώνονται σε μια λίμνη χωρίς πινακίδες, αριστερά, δεξιά, λόγια, λόγια, λόγια, φωτογραφίες με μεγάλη έκθεση, σκοτεινές, κουνημένες, φωτογραφίες, κι άλλες φωτογραφίες, μνημεία σαθρά στερεωμένα, δεν είμαι εγώ, συγνώμη, ευχαριστώ, παρακαλώ, τα ψέματα και οι αλήθειες μεταναστεύουν στη χώρα της φαντασίας, η κατάρευση των συνόρων, το σβήσιμο των γραμμών, κάθε φορά ο ίδιος καμβάς πάνω στο κουρασμένο καβαλέτο, η μια εικόνα καλύπτει την άλλη, τη σβήνει, την εξουδετερώνει μονάχα από απόσταση, από κοντά το σχήμα, οι γραμμές παραμένουν, υπάρχουν, και θα υπάρχουν, η μια στρώση πάνω από την άλλη, οι επικαλύψεις αλληλοσυμπληρώνονται, πορτραίτα τρισδιάστατα, τρομπέτες, ένα πιάνο, ξεκούρδιστες κιθάρες και ένα φλάουτο, μια κουρασμένη μουσική κωμωδία, ξεχασμένοι μουσικοί, όσο φεύγω μαρμαρώνουν, δάχτυλα πιεσμένα στις νότες, μια ηχώ που ποτέ δεν θα σβήσει, κάθε τι τελειώνει με μια σιωπή, το ανάγλυφο των βουνών πάντα το ίδιο, ο χρόνος ένας απελπισμένος γλύπτης που μάταια προσπαθεί να σμιλέψει πάνω μου ένα σκοπό, το μέλι κεχριμπάρι θα γίνει, ρετσίνα καμένων δέντρων, ιστορίες από παλιά, ένα και ένα δεν κάνει ποτέ δύο, ποτέ, το μυαλό ο μεγαλύτερος δυνάστης, κάθε βράδυ επανάσταση μπροστά από τα παλάτια της Αντουανέτας, μέχρι να μην σκέφτομαι, μέχρι σε εσχάτη προδοσία με συνοπτικές διαδικασίες να καταδικαστώ, παιχνίδια, παιχνίδια, η λούπα από την αρχή και στη συνέχεια τα σύννεφα τρέχουν στο δικό τους αδιάφορο χρόνο, δεν είμαι εδώ, τρέχουν αλλού να σκορπίσουν τις σκιές τους και μελαγχολία να γεννήσουν στα μάτια ασθενών, όλα τρέχουν, προχωράνε, παιχνίδια, αστεία, λόγια, σκουπίδια, λόγια, λόγια, αστεία, μονάχα αστεία, κάθε μέρα μόνο αστεία, ακόμα και την Κυριακή, αστεία, το γέλιο κάνει καλό στη καρδιά.


Οι Μαύρες Κωμωδίες είναι side project του Μιχάλη Γαλαίου, μπασίστα των Lost Bodies.


Sunday, November 16, 2008

The slim, smelly rat

It was all done and finished, all that remained was the echo of great deeds, like the humming silence of a just completed symphony. Needless to say the stupid fat bear was out of his rusty bars at last, the three ninja pigeons were all gratefully dead, and the rest of the city mob-minded pigeons were baffled and pissed at the same time. Himself, he just stood there motionless, slightly in shock, contemplating still the dramatic scenes that had just materialized before his eyes. Of course he could not have seen much, he never did, but his other senses and mainly his unrestrained imagination more than made up for the natural handicap. He was not too eager to follow the stupid fat bear just yet, he preferred to take everything in for a while, to reassemble the numerous fragments of the past few days on an abstract canvas of meanings and implications. Besides it could never be too difficult to follow the smell of the bear’s rotten ass, he could smell it from miles away even without trying. Instead, he calmly widened his nostrils, trying to freeze and capture the moment, absorb the facts and arrange his thoughts in something meaningful, and hopefully useful.


So far, this impervious observer who had seen it, and smelled it all, had proved himself in an almost noble exploitation of his abilities. Like so many of his kind he could burrow and definitely did not mind any of the dirtiest routes available, allowing him to be in many places swiftly and with ease, indifferent to his environment and vice versa. Unless of course he happened to be in some middle class wife’s kitchen during the day. Then, things got a little bit more hectic, but with the exception of those uncommon circumstances, he usually kept to himself, quiet in some corner of sorts, watching, always watching and thinking. Given his kind, that was a fairly normal turn of events, food was always abundant along his routes from one hole to another, but truth be told, he was rather awkward and weird. You could say it ran in his family, given his second cousin’s post as a chef in Paris, but for his part, regardless of his absent cooking abilities, he was doing less scavenging and more thinking, something that did reflect on his rather slim figure.


In some ways, he should of course be proud of what he had witnessed so far, not to mention his unparalleled devotion to the storyline. He thought it was most brilliant of his insignificant obsession that he followed the pigeons to their hotel room, the last one to ever destroy in manners unspeakable; they of course could not have noticed him, primarily since their powers of observation were stripped away thanks to the physical and consequently mental abuse they subjected themselves to, and also because they had been more than accustomed to rats emerging from the toilets in the cheap motel rooms they used to rent for their dreadful declines. He had a rather good liking for those poor pigeons, so different from the rest of the crowd, bonded by a crazy addiction to mistakes and honor, and now he actually felt in awe of their final demise. He certainly would not miss them, but that was just him, forgetful of past affections and emotionally shallow, another symptom of his wasted brain wonders from one possibility to another.


He could not avoid the reality of the situation though. This was not a random series of observations for his own amusement, far from it, he was now clung to it, he wanted to be witness to it all, never interfering but always watching, fascinated in a twisted manner by the extravagance of what was unfolding before him. When this now systematic by-stander came out of his hole that day and ‘saw’ the half successful first escape attempt, he was struck by the realization of his great fortune and how he had frivolously squandered it for such a long time. He was born and he had always lived free, and he was truly moved by the two animal’s deep desire for freedom. What he had in abundance, they could only wish for.


Now, of course things were different, they had evolved into something new, now both of them were out, especially thanks to the three pigeons extraordinary abilities and foremost to their sacrifice. Yet, like a wise and well thought equilibrium, his fear of involvement in anything real, his awkwardness and retreat were balanced by his ability to think things through, to foresee the things to come if you wish. This momentary and costly at the same time turn of events could not go on with no consequences. As much as he would like to think that every morning the dynamics of reality were reset to a zero starting point, a bliss for those who wished for it, he could easily appreciate that the silly monkey and the stupid far bear had not truly gained their freedom, but merely climbed the first step onto the struggle to fight for it, a situation they most likely were still unaware of, even though they would soon reunite amongst tears of joy and frustration.


It could be of course that it was his sick allure to their story that demanded it to go on for ever, a well written and directed sitcom for his own satisfaction. Nonetheless, this was not the case, instead it was far worse. It was both. Within the bounds of a perverse logic and the natural flow of everything earthly, he indeed did want their story to twist and turn like a convulsive eel trapped in the nets of a mad scientist, and at the same time this is exactly what would happen independently of his wrecked train of thoughts. Yet, just the illusion that his ability to predict the rational turn of events was the same as controlling them, was enough to fuel his addiction, his wasteful adherence to other animal’s lives, an epitome of the moral perversion of his.


Thursday, November 13, 2008

Ευτυχώς

Ευτυχώς για εμάς, που μυξοκλαίμε και ξεπουλάμε ότι μας χαρίστηκε, και παρακαλάμε για ότι δεν μας ανήκει, ευτυχώς για εμάς που είμαστε τυχεροί σε μια αόριστη ατυχία, ευτυχώς για εμάς που ακόμα μπορούμε και γελάμε, ευτυχώς για εμάς τους ενάρετους, του ευλογημένους από παντού, ευτυχώς για εμάς που κάθε μέρα ξημερώνει, ευτυχώς για εμάς που κάποιοι τη βρώμα γεύονται και παράγουν, ευτυχώς για εμάς που κάποιοι το άλλοθι κρατάνε, ευτυχώς για εμάς υπάρχουν τοξικομανείς, βιαστές, απατεώνες, πρεζέμποροι, κλέφτες, αλήτες, εκβιαστές, λαθρέμποροι, μαστροποί, καθίκια, δολοφόνοι και τραμπούκοι, άνθρωποι λεύτεροι:


Πατρίδα καμιά για τους φυλακισμένους.



Τόσο νωρίς

Υπάρχουν εκείνα τα όνειρα, τα αγχώδη και αγωνιώδη, αυτά που έχουν ακόμη την απόσταση από τον τρόμο του εφιάλτη, αυτά που τρέχεις να σωθείς, να ξεφύγεις από κάτι, ή προσπαθείς να πλησιάσεις, να ακουμπήσεις κάτι, κάποιον, να νοιώσεις και συνήθως πέφτεις ή ξυπνάς χωρίς ποτέ να προλάβεις αυτό που κυνηγούσες. Από την άλλη τα αντίθετά τους, οι φαντασιώσεις, οι εκπληρωμένοι πόθοι και το καταφύγιο κρυφών επιθυμιών που πραγματώνονται σε χρόνο αόριστο. Ο κόσμος των ονείρων, ο τόσο γνώριμος και συνήθης μα και τόσο άγνωστος, ένας κόσμος απατηλός.


Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να τον σκεφτείς, να τον φανταστείς, να τον επεξεργαστείς, αυτό το περίεργο βασίλειο, από τους ονειροκρίτες και τις χαρτορίχτρες, υστερικά ή ψύχραιμα, μέχρι την ψυχολογία και τη νευρολογία κι άλλες επιστήμες που ψάχνουν να βάλουν δομή σε κάτι τέτοιο. Δεν γνωρίζω, απλά επιλέγω κάποια πράματα να μη τα ξέρω, είναι καλύτερα μάλλον. Η άγνοια είναι τόσες φορές ένα ικανοποιητικό, ένα αρκετό βάλσαμο. Έτσι δεν έχω ιδέα τι υπάρχει στα όνειρα μου και γιατί, δεν ξέρω γιατί με επισκέπτονται, πως γεννιούνται και τι ρόλο παίζουνε, δεν γνωρίζω, απλά δεν γνωρίζω. Έχω υποθέσεις, ιδέες, μα ποτέ τίποτα κάτι σταθερό, κάτι σίγουρο, δεν χρειάζεται έτσι κι αλλιώς. Δε με προβληματίζουν τόσο οι ιστορίες που συμβαίνουν στα όνειρά μου, αλλά πάντα αναρωτιέμαι με τα πρόσωπα, άλλες φορές χαίρομαι, άλλες φορές παραξενεύομαι κι άλλες φορές θυμάμαι κι ας μη θέλω. Δεν είναι τυχαία, κάπου θα έχουν την εξήγησή τους, αλλά μερικές φορές καλύτερα να τα βλέπεις έτσι.


Συνήθως τα όνειρά τα θυμάμαι για λίγο, μπορεί και παραπάνω, ειδικά άμα κάτι μου έκανε εντύπωση ή ήταν έντονο, μα δεν έχω κάτσει ποτέ να τα καταγράψω όπως κάνουν μερικοί. Μ’ αρέσει όμως να ακούω για τα όνειρα των άλλων, είναι πάντα καλύτερα από οποιαδήποτε ταινία. Δεν βρίσκω τον λόγο για να τα θυμάμαι, τα όνειρα τελειώνουν μόλις ξυπνάς, δεν θα ‘πρεπε να ‘χουν σχέση με τη πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να επιβιώνουν στη καθημερινότητα. Μπορεί και να αποφεύγω κάτι, ποιος ξέρει, τι σημασία έχει. Ίσως κάποιος να έλεγε ότι η ημέρα, αυτό που ζούμε, οι συγκρούσεις, ο φόβος, οι ανησυχίες, η προκατάληψη και ο συμβιβασμός, η πραγματικότητα, είναι όλα μια ξεθωριασμένη εκδοχή των ονείρων μας. Δε με απασχολούν τώρα αυτά. Δε τα γνωρίζω αλλά ούτε με απασχολούν. Μέρα και νύχτα.


Τρέξε να φύγεις μακριά, σε μέρη ξένα, καινούρια, άγνωστα, σε ανθρώπους νέους, με τραίνα παλιά και σκαριά χτυπημένα. Ξύπνα, όσο είναι νωρίς ακόμη, γιατί μερικές φορές και τα όνειρα φτιάχνουν δεσμά αραχνοΰφαντα, υπάρχουν φορές πολλές που σε κρατάνε εκεί που θα ‘θελες αλλά δεν θα έπρεπε, σε μια λήθη απόμακρη, πλανεύτρα, ξεχασμένη από τους υπολοίπους. Αυτή η λήθη, σε κρατά μακριά από τον πόνο, την λύπη, την δυσκολία, την κούραση, την εξάντληση, σε καρτερεί και σε προσέχει κάτω από το πέπλο μιας θερμής νοσταλγίας, σε ακρωτηριάζει, σε ακρωτηριάζει.


Πως, με ρωτάς, να αντιδράσεις όταν νοιώθεις άχρηστος, ανήμπορος, όταν όλα είναι στη θέση τους όπως κάποτε το ‘ξερες, πως όταν πλέον δεν έχεις πια μέλη να παρουσιάσεις, πώς να αντιδράσεις όταν τα λόγια σου χάνονται σαν πνοή σε μια τρικυμία. Πώς να αντιδράσεις και να προχωρήσεις όταν πλέον κενό γράμμα έγινες; Πριν το τέλος, δεν υπάρχουν απαντήσεις, κι ας έχει δει το όνειρο τόσες φορές, κι ας έχει ζήσει την κάθε μέρα σαν τη προηγούμενη, κι ας σε έχει επισκεφθεί ο θίασος τόσες φορές να σου αναπαραστήσει μια κακόγουστα γραμμένη ιστορία. Υποθέσεις και πιθανότητες. Ίσως θα πρέπει να περιμένεις, επιτέλους, μια μέρα να ξημερώσει αλλιώς. Τόσο απλά.


Μη μιλάς άλλο σε παρακαλώ. Τόσο νωρίς.

Friday, November 07, 2008

Η στιγμή της αλήθειας

Με ή χωρίς προφυλακτικό; Αρτέμης Μάτσας ή Κυριάκος Μητσοτάκης; Έχεις προσποιηθεί πως έχει ερωτευτεί ποτέ; Αγόρι ή κορίτσι; Ήθελες ποτέ να σου φορέσουν κέρατα; Έχεις ποτέ παίξει με τα μακιγιάζ της μάνας σου; Έχεις βάλει ποτέ flash στη μπαταρία σου; Έχεις φάει ποτέ μύξα σου; Έχεις βάλει ποτέ ποτήρι στον τοίχο για να ακούσεις τους διπλανούς σου; Έχεις ψηφίσει ποτέ κομμουνισμό; Γούσταρες ποτέ δάσκαλο ή δασκάλα σου; Γουστάρεις τον παπά της ενορίας σου; Ξέρεις ποια είναι η ενορία σου; Έχεις σκεφθεί ποτέ να μεγαλώσεις το μόριό σου; Έχεις φάει ποτέ κακάκια; Μπιν Λάντεν ή Μπους; Έχεις σεξουαλικές φαντασιώσεις με τον Σημίτη; Τρως σοκολάτες στις τρεις το πρωί; Μυρίζεις τα εσώρουχά σου; Μυρίζεις τα εσώρουχα άλλων; Έχεις δει ποτέ ερωτικά τον φούρναρη της γειτονιάς σου; Έχεις τρίψει ποτέ τον κώλο σου με εφημερίδα;


Η cinemania είναι καλή εκπομπή. Δεν θα γίνω ποτέ σαν τη cinemania. Είμαι από εκείνους που κάποτε θα φορέσουν περουκίνι.

Sunday, November 02, 2008

Γέφυρες

Η κουβέντα μας ξεκινάει από τη μπάλα, και μου λέει πως παλιά ήταν Παναθηναϊκός αλλά στεναχωρήθηκε με την φυγή του Δομάζου και έπαψε να ασχολείται για χρόνια. Περίεργος λόγος δεν είναι; Αργότερα, χάρη στους φίλους του, έγινε Πανιώνιος, και αμέσως εν χορώ και συμφωνία αρχίζουμε να υμνούμε Ρεκόμπα και Εστογιάνοφ. Μετά όμως, με αφορμή ένα φευγαλέο σχόλιο για τους μοναχικούς ανθρώπους και το Ανεμολόγιο, κλείνει το ραδιόφωνο και απροειδοποίητα αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι σπάνιο, με νήμα λεπτό αλλά σίγουρο, ένα νήμα που ξεκίνησε από Εξάρχεια για να φτάσει Βάρκιζα.

Φτάνουμε στις γυναίκες γρήγορα, αναπόφευκτα, και μου εμπιστεύεται τις εντυπώσεις του από μια γνωριμία του πρόσφατη. Χωρίς ίχνος χυδαιότητας, αμέσως μου ξεκαθαρίζει πως είναι ‘περιορισμένων δυνατοτήτων’ όπως χαρακτηριστικά μου λέει, θέλοντας ίσως να ξεχωρίσει από την όποια προκατάληψη που θα μπορούσα να είχα απέναντι σε ένα πενηντάρη ταρίφα, και συνεχίζει λέγοντας πως στάθηκε πολύ τυχερός με αυτή τη γυναίκα. Μου λέει την σύντομη ιστορία – του έδωσε το τηλέφωνό της αλλά δεν της τηλεφώνησε αυτός και καθώς περνάμε από το Salem εξομολογείται περισσότερο στον εαυτό του παρά σε έμενα, πως 'πολλά χρόνια είχα να περάσω τόσο ωραία', είναι γαλήνιος, ευτυχής, σε πελάγη ευφορίας που λέμε.

Με μια μονάχα περιέργεια η οποία γρήγορα σβήνει, η κουβέντα περνάει και από τα ζώδια, ανακαλύπτουμε πως στο δυτικό είμαστε το ίδιο ζώδιο, αλλά στο κινέζικο διαφέρουμε, είμαι σκύλος και είναι γουρούνι και μου εξηγεί τις διαφορές όσο με σύντομες ερωτήσεις τον τσιγκλάω για να μου λέει κι άλλα. Εγώ πιστός και αυτός επιρρεπής, κάπως έτσι μου τα είπε όσο ξετύλιγε το προσωπικό του Zeitgeist. Η γλώσσα του ροδάνι με πλούσιο λεξιλόγιο και ευφράδεια λόγου, δε χάνει ποτέ την αναπνοή του στις μεγάλες του επεξηγηματικές προτάσεις, αλλά ούτε και την ηρεμία του. Όσο πλησιάζουμε τον προορισμό μου, το σύμπαν του αποκαλύπτεται και δεν έχει την μικρή παράνοια του συνωμοσιολόγου ή του παραδόπιστου, αλλά πιο σοφά και από γεράκο πολύπειρο, αυτός ο παραγκωνισμένος λαϊκός φιλόσοφος των δρόμων και του τιμονιού μου αναλύει με σιγουριά τις απόψεις του.

Μου λέει για τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, πως το δεξί είναι πιο συναισθηματικό και το αριστερό πιο λογικό, πως συγκρούονται και δένονται, πως αυτές τις διαφορές τις συναντάς παντού, στη φιλοσοφία, στην θρησκεία, στην επιστήμη. Μέχρι και στους κοσμικούς κανόνες επεκτάθηκε η διάλεξή του, ώσπου πλέον σταματημένοι στο δρόμο μου, και όσο τον πληρώνω την κούρσα, μου λέει με σιγουρία πως ‘η αγάπη είναι συμπαντικός νόμος, πως χωρίς αγάπη δεν θα μπορούσε να υπάρχει τίποτα’. Μπορεί να ‘φταιγε η σούρα μου, αλλά για κάτι λιγότερο από μισή ώρα είχα για παρέα έναν πολύ όμορφο άνθρωπο, από τους λίγους. Και όλα αυτά χάρη στην κυρία Άννα φυσικά, τη γυναίκα που τον κράτησε τόσες ώρες στο Salem, και την ψυχή του εύφρανε και γέφυρες μεταξύ μας έριξε.