Pages

Wednesday, November 30, 2011

Αφιερωμένο σε όσους παίρνουν το ασανσέρ στο μετρό ενώ δεν το έχουν ανάγκηΑφιερωμένο σε όσους παίρνουν το ασανσέρ στο μετρό ενώ δεν το έχουν ανάγκη


Μωρή πουστάρα, ρε ανάποδο γαμώτο, ρε εκτόπλασμα της εξέλιξης, ρε θεομπαίχτη, ρε σκισμένη καπότα αφού δεν είσαι Α.Μ.Ε.Α. γιατί στερείς τον ανελκυστήρα από αυτούς που τον έχουν πραγματικά ανάγκη; Γιατί μωρή αμοιβάδα δεν παίρνεις όχι τις σκάλες, σιγά μη σου ζήταγα να βάλεις το ένα ποδαράκι 20 πόντους πιο πάνω από το άλλο, όχι βέβαια, αλλά τις κυλιόμενες, ρε βόδι με σκατά στο κεφάλι, τις κυλιόμενες γιατί δεν τις παίρνεις όπως όλοι οι άλλοι;

Και μη τολμήσεις να μου πεις πως είναι πιο γρήγορο, μη τολμήσεις να μου το πεις αυτό ρε σκατόψυχε, μη τολμήσεις ρε κουράδα καμηλοπάρδαλης, διότι πολύ απλά δεν ισχύει παλιο-καριόλη. Άμα δεν μου το ΄παιζες καμπόσος και είχες δοκιμάσει να συγχρωτιστείς με εμάς του υπολοίπους θα το 'ξερες μωρή πετούγια. Αλλά όχι! Εσύ, εκεί, να παίρνεις το ασανσέρ, γιατί γουστάρεις πολυτέλεια, αποκλειστικότητα, τσάμπα μαγκιά ενός καταπιεσμένου καταναλωτισμού. Α μωρή κουφάλα, και στο τάφο σου πεντελικό μάρμαρο θα σου βάλουμε, τα καλύτερα λεβέντη μου, τα καλύτερα κούκλα μου!

Α, μωρή κουφάλα, ρε εισαγόμενη πορδή, τα ίδια σκατά είσαι με τους πούστηδες τους ποδηλάτες που περνάνε με κόκκινο τα φανάρια, και τις λινάτσες τους οδηγούς που κάνουν κατάληψη στις πεζοδιαβάσεις, είσαι φτωχός μανίτσα μου, είσαι φοβερά φτωχός, αλλά δε βαριέσαι εμείς να 'μαστε καλά και εσύ να πας να γαμηθείς.

Θα σου 'ριχνα καμμιά κατάρα ρε πυτιριδιασμένο φακιόλι, μα κατάρες και ευχές δεν υπάρχουν, και έτσι κι αλλιώςτο κουνουπίδι που έχεις για μυαλό θα σου εξασφαλίσει μια πλειάδα φραγμένων αρτηριών, και ποιός ξέρει, μπορεί κάποτε να το έχεις όντως ανάγκη το ασανσέρ. Μαλάκα.

Friday, November 18, 2011

Απλήρωτοι λογαριασμοί


Του ζήτησα να προσπαθήσει περισσότερο, μα συνέχισε τη γκρίνια του. Πως δεν γίνεται να κρατήσει διαρκώς τον ίδιο ρυθμό για πάντα, πως οι απαιτήσεις είναι υπερβολικές, πως δεν είναι ευθύνη αλλά κατάρα. Μιλούσε και τα ξηροκάρπια διαρκώς απελευθερώντουσαν από τη στραβή του οδοντοστοιχία. Φώναξα τον κάπελα να του γεμίσει το ποτήρι με ότι διάολο έπινε τόση ώρα. Ήταν σειρά μου να κατσουφιάζω, να τον κερδίσω με την ενσυναίσθηση, να 'ρθω στο δικό του επίπεδο, ή τουλάχιστον να τον κάνω να το πιστέψει. 


Άρχισα να του λέω διάφορα που έμαθα από τα διαφημιστικά ιλουστρασιόν φυλλάδια, τα καλύτερα ψέματα των καλύτερων διαφημιστών και των καλύτερων διευθυντών marketing των καλύτερων προϊόντων των καλύτερων γραμμών παραγωγής των εταιρειών με την καλύτερη κοινωνική ευθύνη. Δεν ψάρωσε, τα ήξερε καλύτερα αυτά από τον καθένα, και εγώ το ήξερα αυτό, και μπορεί να το ήξερε πως ήξερα, μπορεί και όχι. Δεν είχαν σημασία τα ψέμματα, μόνο πως είχα καταφύγει σε αυτά, η σκακιέρα του διαλόγου μας είχε γεμίσει μπλόφες, ανάκατα με τον καπνό και τις αναθυμιάσεις των ποτών. Ουϊσκια, βότκες, γκαζόζες νατρίου, αμόλυβδη, κοκτέηλ πλουτωνίου με σάλια ιγκουάνα, χυλός γρανίτη. Έπρεπε να τον μεθύσω κι άλλο πριν προλάβω να μεθύσω εγώ. Γνωστό το κόλπο, μα επικίνδυνο, η πλάτη μου άρχισε να με προδίδει, να νοσταλγεί το βρώμικό μου κρεβάτι, τα μάτια μου έτσουζαν, τα δόντια μου έπεφταν και τα μαλλιά μου έστηναν αεροδρόμια για ξένα συμφέροντα.



Σε μια άσχετη στιγμή, τον ρώτησα την ώρα και γέλασε με την καρδιά του, με ευχαρίστησε αυτή η μικρή μου νίκη, μα δεν πίεσα. Πάντα είχα αυτό το πρόβλημα, όταν κατάφερνα -τις περισσότερες φορές από τύχη- να προκαλέσω κάποιο άνοιγμα, ένα ρήγμα, σπάνια το πίεζα να μεγαλώσει, σπάνια μοχθούσα να γκρεμίσω ολόκληρο τον τοίχο, σαν να περίμενα τα ανοίγματα να μεγαλώσουν μόνα τους και να κάνουν τους τοίχους να πέσουν από ντροπή. Συνεχίσαμε να λέμε βλακείες, ακόμη και να σχολιάζουμε τους γύρω, να πλάθουμε φανταστικές ιστορίες για αυτούς, τάχα μου πως κάποιος είναι δολοφόνος και μια χοντρή είναι ντίβα της όπερας που την καταδιώκει η κοντή παραπέρα για οικονομικές διαφορές από τον καιρό που ήταν και οι δύο πλύστρες. Συνέχεια με διόρθωνε, 'όχι, αυτό είναι λάθος', και έδινε τη δική του εκδοχή, σχεδόν πάντα πιο βαρετή. Περίεργο, ο πιο παλιός από τους θαμώνες να είναι και ο πιο βαρετός, τόσες και τόσες ιστορίες, μα όλες στο τέλος βαρετές. Ίσως να έφταιγε το αφηγητικό του στυλ. Το ταβάνι έσταζε στίχους ξεχασμένων ποιημάτων.


Μα το σταματήσαμε κι αυτό και καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί σαν να 'μασταν φίλοι από χρόνια, χωρίς κουβέντα, χωρίς σπατάλη σημασιών. Σε κάποιες γωνιές του πλανήτη -παρόλο που το γαιωηδές του σχήμα δεν επιτρέπει γωνίες- τα φύλλα θρόιζαν, οι φούρνοι καπνίζανε και τα σίδερα έλιωναν σε δροσερά ρυάκια, μακριά, πολύ μακριά. Ανάμεσά μας βουβές λέξεις έπεφταν μαζί με την σκόνη, ορφανές από νόημα κι άλλες τέτοιες γραφικές μαλακίες. Αυτή τη φωτογραφική σιωπή τελικά τη διέκοψε εκείνος. Δεν το περίμενα. 


'Ξέρεις, πολλοί δε με βλέπουν με καλό μάτι.' 'Σώπα' του είπα και γέλασα χυδαία, μα δεν τον ενόχλησε ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Φαίνεται είχε ξεχάσει λίγο τις σκοτούρες του και ήταν πιο καλοσυνάτος από ότι συνήθως, μπορεί να τα κατάφερνα. Συνέχισε. 'Όλοι λένε τόσα και τόσα για μένα, λες και με ξέρουν από καιρό. Τρομερή ειρωνεία, ενώ εγώ τους ξέρω από καιρό. Χαζό ε; Μα κανείς δε καταλαβαίνει πως δεν αλλάζω, πως είμαι άνευρος, πως δε κάνω καμιά διαφορά, μα και χωρίς εμένα, πάλι δεν γίνεται να υπάρξει διαφορά. Με καταλαβαίνεις; Τι να καταλάβεις καημένε μου.'


Εγώ έγνεφα συνέχεια καταφατικά σαν πιθηκάκι, σκλαβάκι των ζωολογικών κήπων, λες και είχα βρεθεί στη θέση του χιλιάδες φορές, εκβιάζοντας γουλιά γουλιά την εμπιστοσύνη του, μα φυσικά γινόμουνα όλο και πιο γελοίος, πιο άτσαλος, μια σκέτη σπατάλη. Το σχέδιο της ενσυναίσθησης και του μεθυσιού είχε ξεπέσει και σκάσει σαν καρπούζι. Τα ρήγματα είχαν γίνει στόματα ανοιχτά, με κοφτερά και πεινασμένα δόντια που γυαλίζουν στο σκοτάδι. Είχα χάσει το παιχνίδι από τα αποδυτήρια. Έπρεπε τώρα να κάνω μια απεγνωσμένη αντεπίθεση, όλοι μπροστά, τα ρέστα μου, 4-2-4 (και όχι 3-3-4 παραδόξως, συζητήσιμο), να πετάξω ένα βαρύ ψηλό κορμί για τις κεφαλιές στο κέντρο της αντίπαλης άμυνας, έπρεπε τουλάχιστον να χάσω με στυλ. 'Μην τα παρατήσεις δικέ μου. Δεν γίνεται κι αλλιώς το ξέρεις. Μην τα παρατήσεις. Σκέψου το.' Προσπάθησα να τον κοιτάξω όσο πιο σοβαρά γίνεται, σαν ένας πατέρας που λέει στο παιδί του πως αυτός είναι τώρα ο άντρας του σπιτιού και έχει τώρα ευθύνες κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα.


Ήπιε μια γερή γουλιά, και με κοίταξε απογοητευμένος. Όσο περνούσαν οι στιγμές, άρχισε να αλλάζει γκριμάτσες, να μαλακώνει, και τελικά κατάφερε να μου χαρίσει συγκατάνευση, σαν να ζήλευε την αφέλειά μου, λες και ήμουν ένα μικρό παιδί που είχε πει μια χοντράδα σε μεγαλύτερό του. 'Φυσικά και θα συνεχίσω μωρέ μαλάκα. Και, ναι, δε γίνεται αλλιώς, μα και γίνεται, είναι χάρη σε εμένα που δε γίνεται. Α, μωρή πορδή ... μη τα παρατάς, και μη τα παρατάς. Δε μπορώ να γκρινιάξω δηλαδή; Κωλοξενέρωτε εσύ και οι ερωτήσεις σου. Και καλά, οι απαντήσεις που δεν καταλαβαίνεις, μα και εσύ δεν καταλαβαίνεις ουτε τις ερωτήσεις σου. Ανόητε μικρούλη.'


Η συμπαντική μου ανησυχία τον είχε εκνευρίσει και πιθανόν να του είχε χαλάσει και τη βραδιά. Φώναξε τον οινοχόο και του ζήτησε τα πάντα εκτός από κρασί. Με κοίταξε ξανά λες και είχε βρει τυφλό κορόιδο στα χαρτιά και είχε όντως. 'Μαλάκα μου, εσύ κερνάς απόψε.'Ο Χρόνος δεν έχανε ποτέ την υπομονή του, μονάχα έτσι έδειχνε για να μην πληρώνει τον λογαριασμό. Στο κάτω, κάτω δεν ήταν ποτέ δικός του.

Sunday, November 13, 2011

Επικίνδυνοι συμβολισμοί


Ο διορισμός της υπηρεσιακής κυβέρνησης δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ο σχηματισμός της όσο κι αν καθυστέρησε, είναι μηχανιστικά εξυπηρετικός στη περιφρούρηση της ευρωζώνης και στη διατήρηση του γαλλο-γερμανικού διπόλου. Η αριθμητική της σύνθεση επιβεβαιώνει όχι μόνο την απελπισία του δικομματισμού και την πολιτική οξυδέρκεια του Γ. Καρατζαφέρη, αλλά και την αναγκαιότητα για πολλές διαγραφές, ιστορικές συναινέσεις, αντρίκια αντάρτικα προς λαϊκή τέρψιν και ενισχυμένες πλειοψηφίες για τα μέτρα που απαιτούνται να εφαρμοσθούν πριν οδηγηθούμε σε μια εκλογική αναμέτρηση η οποία θα στερείται αντι-μνημονιακού χαρακτήρα.

Ακόμα και ο πιο ψύχραιμος όμως, δυσκολεύεται να προσπεράσει τη συμμετοχή φασιστών στη μαιευτική αυτή κυβέρνηση. Σύμφωνοι, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν αποδείξει τα τελευταία 15 χρόνια πως δε διαφέρουν ουσιαστικά, ούτε στις πολιτικές κατευθύνσεις ούτε στην ηθική τους, όμως η συμμετοχή ακροδεξιών στοιχείων, πέραν των πολιτικών προεκτάσεων, ενέχουν και ενός βαθύτερου συμβολισμού που οξύνει τα επίπεδα του κύκλου ανοχής-τρομοκρατίας που βιώνει η κοινωνία, ιδιαίτερα μετά την οκτωβριανή επίθεση των ΚΝΑΤ στους δρόμους. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του νέου Υπουργού Μεταφορών και Υποδομών, Μάκη Βορίδη. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο συμβολισμός -σε συνδυασμό με την πολιτική εκτροπή του δημοψηφίσματος και τον διορισμό ενός τεχνοκράτη για πρωθυπουργό- συμπίπτει σχεδόν χρονικά με την επέτειο του Πολυτεχνείου. Κούφια ειρωνεία.

Αυτή, όπως και τόσα άλλα στον πολιτικό μας βίο, θρύβει σε συμβολισμούς αλλά κενή ουσίας ελέω της παρόδου του χρόνου και την αλλοίωση της κοινωνικής συνείδησης. Η αμερικάνικη πρεσβεία δεν αντιπροσωπεύει ουσιαστικά πια τίποτα, πόσο μάλλον στα χρόνια της κρίσης που η όποια εθνική κυριαρχία έχει εκχωρηθεί όχι σε αμερικάνικα συμφέροντα ή στο ελίτ αμερικάνικο κεφάλαιο, αλλά σε παγκόσμια οικονομικά κέντρα με επίκεντρο τους ευρωπαίους εταίρουςκαι τη μάχη του ευρώ. Μπορεί το κυρίαρχο διακύβευμα να μην έχει κάνει τόσο με την τοπολογία της εξουσίας, αλλά σίγουρα κανείς δε πρέπει να αγνοεί τη σύνθεσή της και τους εσωτερικούς της μηχανισμούς οι οποίοι στήνουν μαγαζιά στο νέο Ελ Ντοράδο.

Όλοι αυτοί οι ελληνικοί συμβολισμοί κανονικά δε θα έπρεπε να μας επηρεάζουν και να μας αποπροσανατολίζουν, να μας απασχολούν και να μας απορροφούν. Κανονικά. Όμως ακόμα και οι συμβολισμοί έχουν την σημασία τους, πόσο μάλλον σε μια αποσυνδεδεμένη και τρομοκρατημένη κοινωνία που κάθε μέρα που περνά βάλλεται ψυχολογικά, ηθικά και σωματικά. Η μελλοντική ιστορία της χώρας έχει λίγη σημασία μπροστά στις αντοχές και τις δυνάμεις των ανθρώπων που ζουν σε αυτή. Εκεί που άλλοι αναζητούν πολιτικές ευκαιρίες, μερίσματα εξουσίας και μικρές υποσημειώσεις στα βιβλία της ιστορίας, άνθρωποι που έχουν εκχωρήσει την ελευθερία τους και τις αξίες τους, πλέον βρίσκονται να διαπραγματεύονται την υγεία τους, ακόμα και την ζωή τους.

Ο χειμώνας που μπήκε με κρύο, σκληρούς ανέμους και ενοικιαστές να προβληματίζονται για το πετρέλαιό τους, θα είναι σίγουρα πιο σκληρός και πιο δύσκολος, ένας χειμώνας όπου οι υποχρεώσεις θα είναι πια αναγκαιότητες. Όμως όσο κι αν ηττόμαστε, όσο κι αν γίνεται η μαυρίλα συνήθειά μας, αυτό δεν πρέπει να επιτρέπει να ανοιχτούν οι πύλες της απελπισίας. Το βαρέλι δεν έχει ποτέ πάτο, μόνο ρωγμές. Ότι κι αν γίνει, όσες κυβερνήσεις κι αν αλλάξουν, όσο κι αν μεγαλώσει το χρέος, όσο κι αν μικρύνει, η μέρα θα εξακολουθεί να έχει 24 ώρες, τα βράδια θα εξακολουθούν να είναι κρύα και οι μέρες απατηλές, θα αρρωσταίνουμε και θα πεθαίνουμε, θα ερωτευόμαστε και θα γελάμε. Στις στάχτες των προσδοκιών μας όλα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, σίγουρα. Μα δεν είναι.

Έχουν σημασία όλα αυτά, και δεν έχουν. Όμως, εμείς είμαστε πιο σημαντική, η ακεραιότητά μας, η αξιοπρέπεια μας. Πιο σημαντικό είναι να μην φοβόμαστε. Είναι η ζωή μας και να μην επιτρέπουμε σε θλιβερούς μιντιοκράτορες, άνευρους γραφειοκράτες και φασιστοειδή να την ορίζουν. Εμείς την ορίζουμε, κανείς υβριστής και ματαιόδοξος. Αυτό εμπεριέχει και ευθύνες, μα κυριότερα μια δύναμη ασύγκριτη και φυσική, αδιαπραγμάτευτη, ανίκητη, άπιαστη. Η μεταπολιτευτική συναίνεση έχει χρόνια γίνει ανοχή και πλέον περνάει σε μια καινούρια φάση, αυτή της υποταγής και της μασκαρεμένης υποδούλωσης. Τα φύλλα της ιστορίας γεμίζουν, και οι τσέπες μας αδειάζουν, αλλά μπορούμε ακόμα, και για πάντα, να προστατεύσουμε τη συνείδησή μας και να την ακολουθήσουμε με την καρδιά μας μπροστάρη.

Thursday, November 10, 2011

Paint it Black

Μου ζήτησαν να βάψω ένα δωμάτιο μαύρο, μα δε μου 'δωσαν πινέλα και μπογιές. Υπήρχε μια εξαιρετική ανακρίβεια στο όλο εγχείρημα, και έτσι άρχισα να καπνίζω με τις πόρτες και τα παράθυρα κλειστά. Υπολόγισα πως θα χρειαζόμουν πάνω από ένα φορτηγό τσιγάρα για να επιτύχω την απαραίτητη απόχρωση. Ξεκίνησα κάποια τηλέφωνα για να οργανώσω την όλη κατάσταση, επί πιστώσει πάντα. Τελικά την έχασα την εργολαβία, τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν αναπόφευκτο. Η καινοτομία μου παρεξηγήθηκε, ήταν βλέπεις πολύ μπροστά για την εποχή της αυτή η εξωτερίκευση του εγώ, πολύ πραγματιστική. Βέβαια, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ήθελαν ένα δωμάτιο μαύρο. Ούτε γιατί δε μου έδωσαν μπογιές. Ούτε στο κάτω κάτω γιατί επέλεξαν εμένα.