Pages

Saturday, September 29, 2007

2007 - Day 9

Η ώρα είναι έντεκα παρά είκοσι, κι εγώ είμαι ακόμη με τη τσίμπλα στο μάτι να αναπολώ το κρεβάτι μου, και τις λίγες ώρες που τα πόδια μου δεν είναι εγκλωβισμένα σε παπούτσια. Η χθεσινή βραδιά, ήταν μεγάλη και εξαντλητική, αλλά συγχρόνως ήταν μια από εκείνες που αξίζαν τη κούραση τους. Ξεκίνησε με το Life Can be so Wonderful, ένα ανθολόγιο εξομολογητικών και αφηγηματικών φαινομενικά ασύνδετων ιστοριών από (και για) τους συνήθως κινηματογραφικά παραμελημένους ήρωες, όπως έναν μπεκρή, ένα μοντέλο ζωγραφικής στην 'απαγορευμένη' ηλικία των σαρανταπέντε, έναν αιθεροβάμονα μέλλοντα πατέρα, μια μάνα μόνη της, αποκλεισμένη και μακριά απο τα παιδιά της. Με πάρα πολλά στοιχεία video-art και πειραματική διάθεση, είναι λογικό και αναμενόμενο, το οπτικό αποτέλεσμα να είναι ένα κολάζ διαφορετικών φωτογραφιών, γωνιών και αντιλήψεων, που ευτυχώς όμως κινείται σε ένα καλαίσθητο λογικό και εξυπηρετικό ρυθμό εναλλαγής, χωρίς να είναι υποκριτικό ή ψευδεπίγραφο. Το Life Can be so Wonderful, παρόλο τον σε σημεία διακριτικό κυνισμό του, κατορθώνει και είναι μια ήρεμη, ανά στιγμές όμορφη και αποκαλυπτική περιήγηση στις μικρές αλήθειες, τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που ανεξήγητα πολλές φορές σηματοδοτούν και στιγματίζουν τη ζωή μας. Οι ποιητικές του τάσεις δεν σε κουράζουν, αλλά αντιθέτως σε χαλαρώνουν και σε καθοδηγούν σε μια πολύ γνώριμη και όμορφη περιοχή του μυαλού σου, σχεδόν πρωτόγονη και ενσικτώδης, μια μελωδική υπενθύμιση των θησαυρών που κρύβουμε μέσα μας. Μια όμορφη παρένθεση στη συνηθισμένη κινηματογραφική δομή και ροή, το έργο αποτελεί συγχρόνως και ένα ενδιαφέρων δοκίμιο στην έρπουσα καθημερινότητά μας.
Αρκετά γαλήνιος και ανεπαίσθητα ευχαριστημένος με αυτό που είχα μόλις δει, άφησα τα λεπτά να κυλήσουν, μέχρι να ξαναμπώ στην αίθουσα του Αττικόν για την επόμενη ταινία. Καθισμένος στη θέση μου στα πλαϊνά θεωρεία είχα την αμυδρή αίσθηση πως αυτή θα ήταν η ταινία μου. Σε κάθε φεστιβάλ υπάρχει τουλάχιστον, αν όχι μόνο, μια ταινία την οποία συγκρατώ, αυτή για την οποία έχω δει άλλες είκοσι με τριάντα άλλες τις προηγούμενες μέρες, αυτή που σε αποζημιώνει για όλους τους μαλάκες που αναπνέουν τον ίδιο αέρα μαζί σου, που αδιάφορα καθυστερούν να κάτσουν στη γαμω-θέση τους στη γαμω-ώρα τους, που κάνει τις ελάχιστες ώρες ύπνου να φαντάζουν σαν ναρκωμένη λήθη, και δίνει μια μαγική γεύση στα αναρίθμητα τσιγάρα και καφέδες. Είναι εκείνη η ταινία η οποία απλά είναι η καλύτερη. Και ανέλπιστα, το Le Scaphandre Et Le Papillon ήταν.
Η ταινία είναι η συγκλονιστική και πραγματική ιστορία του Jean-Dominique Bauby, ο οποίος μετά από βαρύ εγκεφαλικό παραλύεται σχεδόν ολικά, με εξαίρεση μονάχα το ένα του βλέφαρο (και τη μνήμη και τη φαντασία του όπως λέει ο ίδιος) με το οποίο καταφέρνει να αποκτήσει επικοινωνία με το περιβάλλον του και εν τέλει να κατορθώσει να γράψει και το ομώνυμο βιβλίο στο οποίο βασίζεται η τανία. Από μια τέτοια περίληψη και μόνο, κάποιος θα το απεύφεγε ως καταθλιπτικό, μονότονο και ίσως λίγο κλειστοφοβικό. Κι όμως, πρόκειται για μια μοναδική ταινία, υπέροχη στα καρέ της, στους χρωματισμούς της, στην εικαστική της δραματουργία και αλληγορία (με ένα καταιγισμό εκπληκτικών σκηνών, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό, όπως αυτή της περιγραφής του μπαλκονιού, της πτωσης των πάγων, ο Bauby στο αναπηρικό καρότσι πάνω στη σχεδία στη παραλία, και την περιήγηση της φανταστικής φιγούρας της προστάτιδας του ιδρύματος), την εύελικτη και φασματικά εκτενής φωτογραφία (αποδίδοντας στη κάθε σκηνή με σχεδόν μαγικό τρόπο την κατάλληλη αίσθηση και ατμόσφαιρα), τους ήχους της (με τη πλούσια και υποβλητική αφηγηματική φωνή, την συνεχόμενη επανάληψη της ειδικής αλφαβήτου) και τους ψυχoλογικά βασανιστικούς διαλόγους (με την ερωμένη του και τον πατέρα του) κινούμενη προσεκτικά και με βάθος κατανόησης πάνω σε μια μοναδική ισορροπία προδιαγράφωντας νεοφώτιστες τροχιές κινηματογράφησης, εξαίρετης καλαισθησίας και έκφρασης. Αλλά, θα ήταν άδικο, να προσδιορίσεις και να χαρακτηρίσεις το Le Scaphandre Et Le Papillοn σε μια σειρά επιθέτων, ρημάτων και ουσιαστικών, διότι δεν υπάρχουν τα εύκολα σημεία αναφοράς από τα οποία να μπορείς να δανειστείς ιδέες. Σαν το ίδιο το εγκεφαλικό, η ταινία είναι καθηλωτική και αφοπλιστική, υιοθετώντας τους τόσο δύσκολους να προσδιορίσεις δίαυλους επικοινωνίας, ώστε να ξεχνάς πως βλέπεις μια σιερά από σεκάνς πάνω σε ένα πανί, και να συγκινείσαι, να μορφάζεις, να αγαπάς, να θυμώνεις, να γελάς, να εκνευρίζεσαι , να κάνεις κινήσεις με τα χέρια σου ώστε να συγκρατηθείς, να αφυπνίζονται όλες σου οι αισθήσεις. Να αφήνεσαι στην πραγματικότητα του φιλμ, και να ταξιδεύεις, τόσο ρεαλιστικά όσο και μεταφυσικά. Να συντελείται η μαγεία.
Είναι ολοφάνερο πως ο Schnabel έχει εργασθεί σκληρά και επίμονα ώστε να αντιληφθεί τις πραγματικές διαστάσεις της ιστορίας, αλλά και να συνειδητοποιήσει την απεραντοσύνη του ψυχικού εγκλεισμού σε ένα άλλοτε ακούραστο και τώρα παράλυτο σώμα, τη συναισθηματική σιωπή και απόγνωση, τη θλίψη που προκαλεί η φθορά των τόσο πολύτιμων αναμνήσεων, αλλά και το φοβερό κουράγιο και δύναμη που μπορεί να βρει κάποιος ώστε να επιβιώσει μέσα σε μια τέτοια φυλακή. Ίσως αυτό το τελευταίο να είναι και το χαρακτηριστικό το οποίο με ταρακούνησε, το οποίο προσωπικά με συγκλόνησε. Η διαπίστωση πως εγώ δεν έχω το σθένος να είμαι είτε στη θέση του Bauby ή των ανθρώπων που τον φροντίζουν και τον αγαπούν. Αλλά όπως και να έχει, λίγη σημασία έχουν αυτά μπροστά σε αυτή την αριστουργηματική ταινία δημιουργώντας εξαισία το κινηματογραφικό προφίλ του Bauby, δίνοντας του φωνή και εικόνα, μετουσιώνοντας μια πραγματική ιστορία σε μια ενδελεχής κατάθεση ψυχής, σε ένα ολοκληρωμένο και υπερβατικό έργο τέχνης.
Ψυχικά εξασθενημένος και αποσβολωμένος από το Le Scaphandre Et Le Papillοn, βγήκα για να ξαναμπώ, να κάτσω σε λάθος θέση και μετά στη σωστή για να δω με καθυστέρηση το La Zona. Σε μια πόλη του Μεξικού μια κάστα πλούσιων αστών έχουν δημιουργήσει μια απομονωμένη ιδιόκτητη κοινότητα με ξεχωριστά προνόμια και νόμους, η οποία όμως απειλείται όταν ένας νεαρός κλέφτης παγιδεύεται μέσα σε αυτή. Δυστυχώς δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να συνέλθω από το προηγούμενο έργο και έτσι δεν μπορώ να πως πως εντυπωσιάστηκα ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Σίγουρα ένα πολύ ενδιαφέρον και καυστικό σχόλιο για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, τη προκατάληψη, τη τρομοκρατία, τη μετανάστευση, και άκομα, τη ταξική πάλη, το οποίο πλαισιώνεται από μια καλή σκηνοθεσία, επαρκείς ερμηνείες και μια γενικότερα καλή παραγωγή, αλλά πέραν τούτου δεν 'έπιασα' και πολλά. Δηλαδή, όντως το διαμορφωμένο σκηνικό είναι υποχθόνια εφιαλτικό (με μεγαλύτερη εντύπωση να προκαλούν οι πανομοιότυπες κατοικίες στη κοινότητα), αλλά η μεταλλαγή των χαρακτήρων, η διάσπαση της ομοιογένειας και η ηθική πτώση της πλειοψηφίας τα οποία είναι προβλέψιμα στοιχεία, δεν παρουσιάζονται με κάποιο ιδιαίτερο ή ξεχωριστό τρόπο. Μόνη εξαίρεση ίσως η σεναριακή επιλογή για το τέλος, η οποία όμως περισσότερο προβληματίζει (ο χαρακτήρας και οι αλλαγές του νεαρού υποθάλπη δεν κατασκευάζονται ικανοποιητικά) παρά ολοκληρώνει τη ταινία. Εν ολίγοις μια καλή ιδέα η οποία αποδίδεται αρκούντως καλά, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως πάλι να 'χα το μυαλό μου αλλού, αφού το θερμό χειροκρότημα του κοινού είχε μάλλον τελείως διαφορετική άποψη.
Με το που τελείωσε η ταινία βγήκα έξω, αγόρα εισιτήρια για εμένα και τον Σ, και τραβούσα φωτογραφίες της Κλαυθμώνος μέχρι να εμφανισθεί. Αργότερα, με αρκετή καθυστέρηση κάτσαμε να δούμε το Cannibal Holocaust, του οποίου η σύνοψη στο πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα δελαστική. Γυρισμένη το 1980, και με μια σχετική παραφιλολογία (απαγορεύσεις κι άλλα) από πίσω της, η ταινία είναι σίγουρα ένα πάρα πολύ καλό ιστορικό δείγμα για το είδος, αποκαλύπτοντας από που πήραν την ιδέα οι δημιουργοί του The Blair Witch Project για το shock mockumentary τους. Αν και ολόκληρο το κοινό μπήκε ελπίζοντας για ένα λουτρό αίματος, η αλήθεια είναι πως μάλλον απογοητευτήκαμε σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό. Οι βίαιες σκηνές είναι λιγότερες από ότι θα περίμενε και θα ήθελε κανείς, ενώ και αυτές είναι επίτηδες κακογυρισμένες με το shock value να κυμαίνεται στα επίπεδα της αμηχανίας ελέω του υπερβολικού ρεαλισμού, των φυσικών περιορισμών (λόγω του σεναριακού υποβάθρου) στη κίνηση της κάμερας, της σύντομης διάρκειας, και του μονότονα αποκαλυπτικού φωτισμού. Η πιο ανατριχιαστική στη πραγματικότητα είναι η σφαγή της (πέρα για πέρα αληθινής) χελώνας. Obviously animals were harmed and abused during the making of this film. Από την άλλη όμως, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία, καταλαβαίνει κανείς πόσο μπροστά ήταν για την εποχή του ήταν το έργο του Deodato, το οποίο παράλληλα με φρικαλέες επιταγές του Giallo, σχολιάζει και τη δυτική κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του εμπορίου της πληροφόρησης. Η παραγωγή και η επιμέλεια των mockumentary σκηνών είναι λεπτομερής και φοβερά προσεγμένη, προδίδοντας μια αξιέπαινη φιλοδοξία. Μια ταινία μάθημα στη τέχνη της ανθυποβολλής, το The Cannibal Holocaust δικαίως 27 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του, διατηρεί τους φανατικούς της οπαδούς.

Didn't like:

- The awkward seats I was getting despite my early bookings.
- The unforgiving delays in the schedule. Some of us do work.... (λέμε τώρα).

Liked:

- That once again, despite my relative apathy and confusion with regards to the schedulle, I goy my one movie.

Blackberry award for the night:

La Zona is the victim of misfortunate schedulle placing, and unfortunatelly it will taste the bitter-sweet flavour of the award.

Best movie of the night:

Le Scaphandre Et Le Papillοn obviously.

Best movie so far:

When you have it, you have it. Le Scaphandre Et Le Papillοn escapes from the projection screen and takes you over in an apocalyptic journey.

Blackberry award so far:

The last day is approaching fast (just tomorrow!) and the Voyeurs seem very eager to keep this.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

At last, blissful and rewarding.

Friday, September 28, 2007

2007 - Day 8

Πιο άνετος κι από τον Αλογοσκούφη από όταν ανέβασε τον φιπιά κατά μια μονάδα σουλατσάριζα επί της Πανόρμου, με ασαφή κατεύθυνση το Δαναό, όταν διαπίστωσα πως η ταινία ήταν στις πεντέμιση και όχι στιος έξι, και έτσι, εμπρός καλά μου ποδαράκια και τσουπ, να σου ο ψηλός πρώτη μούρη στο Καβούρι στο κινηματογράφο για Dos Abrazos. Να 'ναι καλά τα παιδιά του Φεστιβάλ, μας επιφύλασαν μια έκπληξη, με την προβολή του Ver Llover (Watching it Rain), μιας ταινίας μικρού μήκους που κέρδισε τον αντίστοιχο χρυσό φοίνικα στις Κάννες το 2007, ένα άψογο τεχνικά και σκηνοθετικά και καταπιασμένο με το πάντα 'κινηματογραφικό' θέμα του πρώτου εφηβικού έρωτα, φιλμ. Εν συνεχεία το κυρίως μενού σερβιρίστηκε κανονικά, με το λατινοαμερικάνικο κινηματογραφικό άρωμα να γίνεται ακόμα πιο αισθητό, χάρη στο μεξικάνικο Dos Abrazos.
Δύο ξέχωρες, αλλά και αντανακλαστικές η μια της άλλης, ανθρώπινες αλλά και αυνήθιστες ιστορίες κατανόησης, υποστήριξης και άνευ προϋποθέσεων σχετικά ασύμβατων σχέσεων. It's a complicated story με άλλα λόγια αλλά σίγουρα με πολύ ενδιαφέρον. Όσο η κάμερα αναζητεί τις μεταπτώσεις και τις εναλλαγές των ηρώων της, συγκρατώντας λίγες μαγικές στιγμές σε σε μια διαφορετική φωτογραφία, συγχρόνως επιδιώκει κα την ψυχική διέξοδο, το ξαλάφρωμα από τα προβλήματα και τις αντίξοες συνθήκες. Υπάρχουν φορές που εκπλήσσεσαι με τις επιλογές των ηρώων, τη τροπή την οποία ακολουθούν οι δύο ιστορίες, αλλά δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία μπροστά στο δώρο που λαμβάνουν, τις σχέσεις τις οποίες χτίζουν με υπομονή, εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια. Χάρη στη στοργική αλλά και ενεδελεχής ματιά του Enrique Begne, στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών, και την σεναριακή ψυχραιμία στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών ώστε να αναδειχθούν και να βρεθούν μαζί οι χαρακτήρες, το Dos Abrazos πετυχαίνει και είναι όχι μονάχα μια αρκετά όμορφη ταινία που υπερβαίνει την αστική ασχήμια, αλλά και ένας ρομαντικός ύμνος στους 'καλούς ανθρώπους' χωρίς φυσικά να σε υποβάλλει ή να σε καταπιέζει ψυχολογικά. Λογικά λοιπόν βγαίνεις από την αίθουσα ικανοποιημένος και ευχαριστημένος, γιατί πάνω από όλα, η ταινία καταφέρνει κάτι ατίστοιχο με αυτό που και οι ήρωες της βρίσκουν, κάτι απλό μα και δύσκολο, δηλαδή να ανοιχθεί χωρίς αναστολές, και να συνθεδεί με το κοινό της.
'Συνδεδεμένος' λοιπόν κι εγώ, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά με τα ακουστικά να βαράνε υπερωρίες ('These people, these people don't mean a thing....'), και αφού τέλεσα την ιεροτελεστία του καφέ και του τσιγάρου, τράβηξα στο κορμί μου στην αποθέωση της σκηνοθετικής απομυθοποίησης του Dasgupta (στα πλαίσια του φεστιβάλ φυσικά), το 'The Voyeurs'. Δεν ξέρω αν εγώ είμαι κάφρος και τελείως άσχετος (πολύ πιθανό), ή η εσωστρέφεια του Dasgupta είναι απλά υπερβάλλουσα, αλλά το 'The Voyeurs' είναι από εκείνες τις ταινίες που βλέπεις, και λες, 'Τι έγινε τώρα δηλαδή;', ή ακόμα χειρότερα, 'τι θέλει να πει ο ποιητής;'. Καταρχήν δεν πρόκειται για μια ενδελεχής ενδοσκόπηση στη ψυχολογία του ηδονοβλεψία ή του ματάκια, αφού άλλωστε η σεμνοτυφία των ηρώων δεν πλησιάζει επουδενί τη δυτική αντίληψη αυτών των όρων. Αναρωτιέσαι ακόμη αν η πάντα υποβόσκουσα κοινωνική και σχεδόν αντιεξουσιαστική κριτική του Dasgupta, αυτή τη φορά αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο χρησιμοποιώντας την αφελής ιστορία των δύο κομπιουτεράδων και της φερέλπις ηθοποιού μονάχα σαν παραδείγματα. Ή ακόμα, και ελπίζω πως όχι, η ταινία είναι απλά ένα tour de force των διαφορών γνώριμων χαρακτηριστικών του σκηνοθέτη (όπως η περιοδεύουσα κομπανία των χαμάληδων, η μουσική διάθεση για ένα πιο όμορφο και ειλικρινές Bollywood και οι σχετικές αναφορές, οι ρίζες στην ινδική επαρχία σε αντίθεση με την ασκήμια της Καλκούτας, ο σεβασμός και ο θαυμασμός στη γυναικεία φύση, οι σχεδόν ξύλινοι διάλογοι) ατάκτως διαρρυθμισμένων σε μια ασύνδετη και φλύαρη ιστορία, όπου για μια ακόμη φορά, οι οικουμενικές και αόρατες δυνάμεις καταβάλλουν και υπερνικούν τα αθώα θυματά τους. Βλέπετε σε αυτή τη ταινία οι καλοί άνθρωποι 'χάνουν'. Ξανά. Προσωπικά λοιπόν με έχει κουράσει λίγο η όχι τόσο ευχάριστη επαναληπτικότητα του Dasgupta, ενώ η ίδια η ταινία από μόνη της ενώ είναι σαφές πως κινείται σε ένα σεβαστό επίπεδο χάρησ στη καλαισθησία της, δεν έχει πολλά να πει ή να προσθέσει, και το κυριότερο δείχνει να στερείται εστιασμού και λόγου ύπαρξης, κινούμενη σε προσωπικά και καθόλου επικοινωνιακά μήκη κύματος, χωρίς όμως να σε μαγνητίζει με κάποια μυστικοπάθεια η μυστήριο. Όπως είπα και σε μια ανύποπτη στιγμή στη ευγενέστατη κυρία βεστιαρίου, είναι απλά μια συμπαθητική ταινιούλα, ότι πρέπει για ένα απογευματινό υπνάκο. Βέβαια από την άλλη, μπορεί απλά εγώ να είμαι κρετίνος και να μην έχω τη πνευματικά ικανότητα να αφουγκρασθώ και να εκτιμήσω μια τόσο διαφορετική σκηνοθετική γραφή. Oh well....
Σχεδόν αδιάφορος λοιπόν για αυτό που μόλις είχα δει, άρπαξα μια διπλοκούρσα για το Αττικόν όπου και παρέλαβα τα εισητηριά μου, και μπήκα στο Απόλλων για νέες περιπέτειες.
Βέβαια δεν έπρεπε να πάω στον Απόλλωνα, αλλά στο Αττικόν φυσικά, κάτι το οποίο μου πήρε περίπου 5 λεπτάκια να αντιληφθώ και αφού είχα κάτσει σε μια άσχετη θέση με έναν γαλλικό στο χέρι. Ήρωας! Ευτυχώς η ταινία έκπληξη του secret screening (πολύ καλή ιδέα by the way Σινεμά, μπράβο) είχε την αναμενόμενη καθυστέρηση της στο να λήξει και συνέχισα το μυστήριο του δίπολου καφές-τσιγάρο, μέχρι που τελικά βρήκα τη σωστή μου θέση για το Grace is Gone.
It is really hard to imagine belonging to a cultural mentality which has always been afflicted by war and the related internal struggles and discussion. Grace is Gone however is not about this, but rather it's by-product, a minimalistic somber road trip into the reality of loss and absence, deeply emotional, tearful and affective. Of course the question of the war in Iraq is looming but in it's place, it could have equally been any other war, since the issue here is not political, but instead social and psychological, all related to a sudden death and it's aftermath, the wreck in which a father and husband not only has to grieve for the loss of his wife, but also find a way to bear the news to their two daughters. There is not really much to say about it, just that it stands up the challenge respectfully and decently thanks mainly to the above average, close to very good performances by the three protagonists. If you don't want to get depressed or moody, just avoid it. Otherwise be prepared for a must-see emotionally strong film that does not not exploit its subjects for cheap tears, but enlightens for our better viewing and empathy
Quite naturally then, by the end of the movie I was a mental wreck, and I desperately needed a distraction, a reset of sorts, something for which I had wisely already planned for. Feeding myself with snacks and a mini-tub of ice cream at the Apollon bar, I eagerly awaited for the french suspense slasher thriller, A l' Interieur. Overlooking the terrible and unatmospheric voice dubbing in English, I have to admit that it was a rather special treat in this year's limited after midnight screenings section. Just when you think you have seen it all and there is nothing to gross you out, there comes along a french auteur to mess you up really bad. At this point I have to say that if you are at all sensitive about pregnancies, under no circumstances should you go and see this shocker. Oh, and if you are a cat person. Although as far as the story suspense part there is not much to offer despite the good twist, blood was satisfyingly squirting left, right and centre in good frequency and volume (I feel strange writing sentences of this kind!), while the killings, closing in more to the classical kind than the innovative, are a sweet delight of injured and deformed flesh! The usual anguish and screaming comes in abundance as well. I intentionally keep it in rather general terms, firstly because the details are rather freaky, and secondly because I would rather not remember them! Anyways, without being great or mood-intense, it is still a definite addition to any follower of the genre; A l' Interieur remindes me the good old days of Haute Tension.

Didn't like:

- My apathy at keeping notes last night.
- The asynchronous sound at the end of Grace is Gone.

Liked:

- The bursting applause at the end of A l' Interieur.

Blackberry award for the night:


- The Voyeurs was thoroughly unconvincing, and indifferent.

Best movie of the night:

Dos Abrazos, mainly because The Voyeurs was harshly treated by me, Grace is Gone is special, and A l' Interieur can be considered a mainstreamer in it's genre.

Best movie so far:

This section is futile and has been suspended.

Blackberry award so far:

After many days, not only do we have a contender, but also a new reigning champion. The Voyeurs wins on points!!!

Celebrity Viewing (thankfully still not a regular feature):

Δημήτρης Παπαϊωάννου (ανέβασε ξανά το 2 με πιο φθηνό εισητήριο λέμε ρεεεεε)

Schedule pamphlet status at the time of writing:

A mixed bag of berries and nuts.

Special feature: Thriller lessons learned from A l' Interieur:

- If you are pregnant, do not say alone the night before you go the hospital. Especially if it on Christmas Eve.

- For God's sake, keep a mobile phone in the toilette!

- If someone wants to enter your home, shatters your window, and then mysteriously disappears, GET THE HELL OUT OF THERE!

- Always check before you stab someone in the throat with a knitting needle.

- Smoking can kill you.

- Do not move your hand in places you cannot see...

Υ.Γ. Ρε γαμώτο, με το φεστιβάλ, χάνω τη καλύτερη κωμωδία της χρονιάς, το πασοκ....



Thursday, September 27, 2007

2007 - Day 7

Νιώθοντας το άγχος να με κυριεύει έτρωγα το κρουασανοσαντουϊτσοτοστάκι μου επί τη Λ. Ριανκούρ σκεπτόμενος πως τελικά δεν θα κάνω κωλοτούμπες για να πάω στο Αττικόν. Πριν μερικά λεπτά είχα φθάσει στο Δαναό (πάλι) και βρήκα εισητήρια μονάχα για την πρώτη και τρίτη παράσταση και ουχί για τη δεύτερη!!! Μεγάλη ζημιά που δεν θα έβλεπα ένα κοντοπούτανο να κάνει τη γκόμενα και του Jagger και του Richards στο Das Wilde Leben, όχι πως αργότερα δεν είχα πέσει γονυπετής παρακαλώντας για μια αδιάθετη πρόσκληση. Φυσικά, ήδη σε αντίποινα για τον νεολαϊκισμό του αστού Αθηναίου προ-αγόρασα εισητήρια για τη Πέμπτη. Έτσι κουφάλες!
Τέλος πάντων, με τα πολλά πολλά, έκατσα στη μικρή αίθουσα του Δαναού για την επαναπροβολή του Shotgun Stories, την ιστορία μιας μοντέρνας σαιξπηρικής βεντέτας σε μια αγροτική κωμόπολη του σύγχρονου Arkansas. Ένας πατέρας αφήνει πίσω του δύο τελείως διαφορετικές οικογένειες, μια αποτυχημένη και μια επιτυχημένη, εφτά θετά αδέλφια και ένα μίσος που σιγόβραζε πολλά χρόνια για να εκραγεί απότομα με το θανατό του. Χωρίς περιστροφές και με ξεκάθαρη δομή, ο Nicholls σε παρασαίρνει σε έναν κύκλο βίας (ελάχιστα παρουσιαζόμενης αλλά δυναμικά παρούσας) και αγωνίας, με κύριους άξονες την αδερφική αγάπη, τους ανείπωτους κώδικες τιμής και τον ψυχικό εξαναγκασμό στη βία. Σε αυτή τη σύγκρουση κόσμων, αναγκαστικά θα διαλέξεις μια από τις δύο πλευρές, αφού οι τρεις πρωτότοκοι είναι οι πραγματικά αδικημένοι, αδύναμοι και πληγωμένοι (με μόνη κληρονομιά τη μνησικακεία της ψυχής και αδιάφορης μάνας τους), αλλά αυτό γίνεται μονάχα για να νιώσει πιο έντονα ο θεατής τη ματαιότητα και την αυτοκαταστροφική πραγματικότητα της βεντέτας. Με λιγοστά ευρήματα (όπως το μπανταρισμένο ζιζάνιο που φέρνει της πληροφορίες στα 'πρώτα' τρία παιδιά', τα ονόματα αυτών, Son, Boy και Kid, και η σχεδόν μηδαμινή παρουσία της αστυνομίας), οικονομικούς και ουσιαστικούς διαλόγους και με καταπληκτική σύνθεση των χαρακτήρων, κατασκευάζεται ένα παραδειγματικό western με τα πλουσιοπάροχα και γνώριμα πλάνα του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο Nicholls φυσικά είχε την ευκαιρία να πατήσει στα βήματα του Tarantino και παραδώσει ένα cult classic, αλλά προτιμά να μείνει πιστός στην δραματουργική παράδοση και συστηματικά να επιχειρήσει την αποδόμηση του μίσους και των βαθύτερων αιτιών της κόντρας, σκιαγραφόντας ένα απομονωμένο και άγριο σκηνικό, επιτρέποντας όμως στο τέλος σε όσους επιβιώσαν να συνεχίσουν όπως μπορούν τη ζωή τους, διαγράφοντας το παρελθόν, χάρη στο φαινομενικά πιο αδύναμο, αλλά τελικά πιο δυνατό χαρακτήρα του. Συγκρατώντας τη επιβλητική ερμηνεία Michael Shannon, αξίζει να θυμάται κανείς το Shotgun Stories σαν κάτι αντίστοιχο των Murder Ballads του Νίκου Σπηλιά και των Κακών Σπόρων. Ωμό, παράξενα όμορφο, και οπωσήποτε σημείο αναφοράς για έργα του είδους.
Ικανοποιημένος, αλλά η αλήθεια είναι όχι και συγκλονισμένος από το Shotgun Stories, ξόδεψα ανούσια μισή ώρα της ζωής μου μπας και κάνω τη καλή με καμιά πρόσκληση. Ευτυχώς δεν βρήκα τίποτα, και είχα την ευκαιρία πραγματικά να ξεκουραστώ για δύο ώρες. Με τα ακουστικά να πάλλονται στους ρυθμούς των Radiohead, The Cooper Temple Clause, Tinderstics, και Madrugada, περιδρόμιασα στο Πολυστάφυλλον και άραξα σε ένα μπαράκι για να περάσει η ώρα. Όπως και πέρασε, ηρεμιστικά.
Ότι έπρεπε δηλαδή για το L' Age des Tenebres (The Age of Ignorance, τελευταίο κομμάτι τριλογίας του σκηνοθέτη του The Barbarian Invasions). O Jean-Marc, απελπισμένος και εγκλωβισμένος σε μια τιποτένια δουλειά, μια ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή, μια γελοία πατρότητα και μια παράλογη κοινωνία, καταφεύγει στο κόσμο των φαντασιώσεων για λιγοστές στιγμές ευτυχίας. Όταν όμως ο γάμος του πλησιάζει στη τελική του κρίση, και τελικά η μητέρα του πεθαίνει, αυτό το σκηνικό ανατρέπεται και ξεθωριάζει προς χάρην του ερημητισμού. Αν ο Κάφκα και ο Orwell γράφανε κωμωδίες και ήταν σκηνοθέτες, κάπως έτσι θα κάνανε τις ταινίες τους, πλούσια χρωματισμένες, περίεργα υπαρξιακές, με ασαφή όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με έναν καταιγιμσό ιλαρών σκηνών και με παράλογα σκηνικά και μικροχαρακτήρες. Μακράν η πιο διασκεδαστική ταινία που έχω δει ως τώρα, το L' Age des Tenebres, ακουμπά στο ψυχολογικό ταμπού των φαντασιώσεων και της κατά γενικής ομολογίας ανωριμότητας προσφέροντας μια πληθώρα κωμικών καταστάσεων και διαλόγων, διανθισμένων με βολταιρικές αλήθειες και σοφίες, και με την μίζερη πραγματικότητα να σκιάζει το τοπίο διαρκώς. Η τραγική ειρωνεία φυσικά έγκειται στην διαπίστωση πως ο Jean-Marc δεν επιθυμεί πραγματικά το ρεαλισμό των φανταστιώσεων του, αλλά κάτι πραγματικό και αληθινό, κάτι και κυριότερα κάποιον με τον οποίο μπορεί να συνθεδεί, να πραγματοποιήσει μια ουσιαστική επαφή. Όπως και ο κάθε κλαμμένος και δυστυχής που τον βρίσκει στο γραφείο του για να πει τον πόνο του δεν μπορεί να βρει ιατριά, έτσι και ο Jean-Marc είναι καταδικασμένος όταν χάσει και τον τελευταίο του σύνδεσμο, όπως ο ίδιος λέει, να ξορκίσει την ανούσια ζωή του και να απομονωθεί από τον υπόλοιπο ακατανόητο κόσμο. Σε πάρα πολλές στιγμές αστείο και καυστικό, αλλά κατά βάθος όχι τόσο περίεργα θλιβερό το L' Age des Tenebres σε αφήνει με ανάμικτα συναισθήματα, με απορημένο και προβληματισμένο, ίσως υπερβολικά εκτεθειμένο όχι στην ειδκότερη κατάσταση του Jean-Marc αλλά σε μια γενικότερη αλήθεια μοναξιάς.
Αν και είδα δύο ταινίες μονάχα (!), αρνητικό ρεκόρ μέχρι στιγμής, ήταν μια ιδιαίτερα καλή βραδιά, με δύο πάρα πολύ άξιες ταινίες, που αντιπροσωπεύουν δύο τελείως διαφορετικές, αλλά εξίσου συναρπαστικές σχολές, με την υποβλητική δραματουργία από τη μια και την ανατροπή της διάθεσης και της ατμόσφαιρας από την άλλη.

Didn't like:
- The way so called civilised people can be so rude just to see a freaking movie man!

Liked:

- The way L' Age des Tenebres giggles you and then throws you into a mud pit. Genius!

Blackberry award for the night:


- This award is reserved for truly rubbish and disappointing movies.

Best movie of the night:

- Shotgun Stories gives the impression that it could have been better, and it's modesty, albeit bold, contains it in a restricted circle that might outlast L' Age des Tenebres, but at the moment it is the latter that is the most impressive.

Best movie so far:

This day-to-day thing has really fell on it's head, hasn't it?

Blackberry award so far:

- Was I so unlucky to have seen my two worst films (Eagle vs. Shark and La Luppa Mannara), on the first night???

Schedule pamphlet status at the time of writing:


Relaxed, satisfying, but still unfulfilling it's potential.

Special feature, memorable moments from L' Age des Tenebres:

1. At a speed dating session:
Candidate mental case: I wanna have children.
Jean-Marc: I have done a vasectomy.
(Pause)
Jean-Marc: Do we now wait for four minutes?
Candidate mental case: Yes.

2. Donald Sutherland's cameo, who just happens to look amazingly similar to the protagonist.

3. Jean-Marc's response to his last civil complaint, as the middle class version of 'Choose Life'.

Wednesday, September 26, 2007

2007 - Day 6

Στις έξι μέρες του φεστιβάλ, η σημερινή ήταν μόλις η δεύτερη που επισκέφθηκα τον Απόλλων και το Αττικόν. Σίγουρα ο Δαναός είναι ένα πολύ πρόσφιλο και ευχάριστο μέρος , αλλά όπως και να το κάνουμε, άλλη είναι η αίσθηση των δύο ιστορικών κινηματογράφων της Κοραή. Βέβαια, άλλο και το κοινό.
Ξεκινώντας από το Αττικόν, ένα πολύ μικρό κοινό, ανάμεσά τους κι εγώ φυσικά, είδε το Chased by Dreams (Απατηλά Όνειρα), του Dasgupta. Για κάποιο λόγο, αυτή η ταινία σε αφήνει με μια αίσθηση απογοήτευσης, όχι απαραίτητα λόγω της κατάληξης όσο επειδή σου δίνεται η εντύπωση πως ο δημιουργός δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να χτίσει, να οικοδομήσει, να συνθέσει μια σαφής προσέγγιση. Το έργο, δεν είναι φυσικά πρόχειρο, και παραμένει αδιαμφισβήτητα καλαίσθητο, αλλά μάλλον αναλώνει τον κινηματογραφικό χρόνο σε μια καλή και πάντα ενδιαφέρουσα ιδέα χωρίς όμως να εμβαθύνει, χωρίς να απλώνεται εκφραστικά. Παρόλα αυτά δεν είναι κουραστικό, αντιθέτως η σχετική απλότητα και η απουσία έντονων στοιχείων ή εικαστικά υπερβατικών σκηνών, ολοκληρώνουν μια μετριοπαθής εικόνα και στάση. Ίσως αυτό το σκηνικό να είναι εσκεμμένα έτσι πλασμένο, με τα όνειρα των δύο ανδρών και της συνοδοιπόρου εγκύου γυναίκας να διαλύονται και να σχίζονται σαν φύλλα στον αέρα, μια μίζερη καταστροφή, προϊόν αφέλειας και ρομαντισμού. Οι ήρωες ουσιαστικά αδύναμοι να ελέγξουν τη μοίρα τους, και με μοναδικά εφόδια τα αθώα σχεδιά τους, τις αναζητήσεις τους, και τη καλοσύνη τους, με μαθηματική ακρίβεια καταλήγουν μια ακόμη ιστοριούλα, έτσι γρήγορα και αδιάφορα που χάνονται. Μπορεί βέβαια στη πορεία τους να μην εκπληρώνουν τις φιλοδοξιές τους, αλλά έστω, μέσα από τους δεσμούς χτίζουν ανακαλύπτουν τουλάχιστον πτυχές των εαυτών τους ζώντας μια ψευαίσθητη και εύκαιρη ελευθερία που τους προσφέρεται στο αχανές, αλλά πάντα επικίνδυνο, τοπίο της ινδικής επαρχίας.
O Dasgupta δείχνει να μην τους συμπονά ιδιαίτερα, χωρίς φυσικά να τους ξεφτιλίζει ή να τους ειρωνεύεται, απλά δεν τους δίνει και κάποια επαρκή διέξοδα, αποδεχόμενος και αυτός σχεδόν μηδενιστικά πως οι καλοί άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν στη κακία και την ψυχρότητα των ανθρώπων. Παρουσιάζει μάλιστα την ιστορία με τέτοιο τρόπο, χωρίς να τους λυπάται, κάτι σαν τους ζητιάνους που βλέπουμε στο δρόμο. Μια ταινία λοιπόν, που από επιλογή του δημιουργού της θα ξεχασθεί αρκετά εύκολα, τουλάχιστον από εμένα. Κατά τα άλλα υπάρχουν αρκετά από τα γνώριμα (πλέον) στοιχεία του Dasgupt, το τραμ, η εκκίνηση από το ουράνιο πλάνο, τα μεγάλα και όμορφα πλάνα της ινδικής φύσης. Αυτό όμως που δεν υπάρχει είναι η ευαισθησία και η αξιοπρέπεια για τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων και το κουράγιο που επιδεικνύουν στους φόβους και τις δυσκολίες τους. Στην θέση της δυστυχώς βρίσκουμε την διαρκή απογοήτευση, που πλησιάζει τα όρια της μιζέριας, και την απαξίωση. Θάνατος λοιπόν στα όνειρα και καλή συνέχεια.
Ελαφρώς απογοητευμένος, τόσο με τη ταινία και το αθηναϊκό κοινό, 'μετακόμισα' στο Απόλλων, για άλλη μια 'περίεργη'΄προβολή, αυτή του Zoo.
I guess it only in festivals of this kind, when you come across such extreme subjects, but also so interesting and professional works. Zoo is a re-enactment dramatised documentary concerning the death of a man after having sex with a horse. That simple. Well not exactly. Surely, it sounds excessively crude and sick, but in fact Devor presents the case almost exclusively through the voices and the thoughts of the zoophiliacs involved.
The oddity and repulsiveness of the theme are slowly cast away, as we get the opportunity to hear out a group of people condemned to public shame. Quite naturally, an unopinionated approach is adopted, while the scenery set is reflective of the 'Americana', with the extensive shots of both the countryside and the city of Seattle, subtly not only getting rid of any prejudices, but also questioning the common sense and the general morality. There of course times, when you think to yourself that the apologetic and minority tone seems obnoxious and motivated, and that at the end of the day we are talking about people stuffing horse dicks up their arses. Surely. But bizarrely enough, in a similar sense to last night's XXY, the technicalities concerned are of not much importance, but rather the imposition of the social taboos on people, with whom we share so much and differ on only a few things. Of course sexuality is one of the core ingredients orchestrating our interaction with each other, but that does not mean it is the only one. Fair enough, the rest of us would not associate at all with zoophiliacs, but the questions raised by Zoo concerns majorities and minorities, the forceful establishment of certain moralities, the adoption of one opinion over another as total and exclusive truth applied universally.
Devor does not claim that bestiality is a good or even an acceptable thing, but he will not accept that it is necessarily bad or immoral either. With his insightful and bold attempt, he tries to educates us and expose us to the mentality of these 'freaks', while at the same time invites us to recognize the hypocrisy, not only among the participants but also within the societal processes regarding the issue, as the zoophiliacs are ridiculed by the press. Possibly the only opinion Devor tries to formulate is the simplest of all. That another person's sexuality is none of our concern and that we should not judge or jump to conclusion without paying attention to what the people judged have to say or offer.
A fine example of a documentary, thanks not only to its respectful and direct approach, but also to it's well employed directional and visual richness, engulfing it's audience not only in it's scenery but also to challenging us to visit the mental place all of the people involved (in and out of the zoophiliac group) have been to. Whatever opinion you might form, it may be the same as the one you had before viewing the film, but at least it is much more informative and understanding.
Amazed at myself that I had actually seen a film about bestiality and not hating it, I returned to Αττικόν, packed with a good number of skaters and probably some of their parents trying to find out what the fuck their kids are outgoing out in the parks, instead of sitting in front of the tv. Paranoid Park is the story of a teenager who is involved in the gruesome death of a train station guard, and more than that it is a journey into the boy's internal fighting, his sudden growing up, his guilt and how he deals with them. Gus Van Sant employs a wide array of exciting cinematographic techniques, and a distorted time line in order to get in, to reach out and to bring out the protagonist's (Alex) emotions and state of mind. As we follow through Alex's transformation and subjective recount of the facts, we see him enchanted by the underground skating scene, dealing with the horror of the guards' death, his development into a teenage cynic thanks to his parents divorce, keeping a cold face when enquired by the police, getting rid of his prize girlfriend, but also emotionally and psychologically traumatising himself severely through his selective memory and his lies, something gracefully accomplished thanks to Gabe Nevin's performance. You cannot but feel sorry seeing him build up his hard shell, instead of crying out for help and absolution, you cannot but feel awful when he proves too stricken by his torment, too much inflicted with pain, you cannot help but feel sad at the end when burns his letters covering the events, burning his soul and innocence away. The amazing thing is the way Van Sant throws you in, focusing in and out, altering the photography and paying tribute to the beauty of skating, darkening and lighting the colours of a shot at will, moving the camera in extreme close-ups, setting and expressing the mood and Alex's feeling in full swing, offering colourful and live shots. In sharp contrast however to the visual diversity and it's adjusting soundtrack, reflective of the teenage psychology, the script, at a constant pace, pushes Alex into condemnation, into a terrible symbiosis with his guilt, his isolation into a life different than the other's, just because of one single decisive moment.
Paranoid Park is honest, intense at times, visually enthralling, moving and bustling with emotion but also shadowed with a terrible truth. It grabs you and drifts you in a deceivingly colourful path, without ever being cruel but instead showing paternal understanding and sorrow. A complete and dark result, which embosses itself onto you for long.

Didn't like:

- Το trendy αθηναϊκό κοινό που αφήνει μια αίθουσα μισοάδεια και βλέπει άλλες μαλακίες.

Liked:

- The fact that I got my chance to see a movie that shook me up.

Blackberry award for the night:

- Chased by dreams seems hindered by its apparent apathy.

Best movie of the night:

- Paranoid Park has that something special, that something extra which gives value to the cinematic experience.

Best movie so far:

I am inclined to rush to an opinion, but I do not have the mental time to look back to the other films.

Blackberry award so far:

Honestly, if I write Eagle vs. Shark once more, I will shoot myself.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

Almost in love.

Υ.Γ. Ρε συ pan-man ποιός είναι αυτός ο rookie που πήρε η βαζέλα στο πάσκετ;

2007 - Day 5

Μου είναι λίγο δύσκολο να θυμηθω τα χθεσινά, μιας και σε λιγότερο από μια ώρα θα φύγω πάλι, αν και δεν ξέρω σε ποιό κινηματογράφο θα πάω φυσικά. Ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά πριν ξεκουράσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί στις μπροστινές σειρές του Δαναού πήγα και έφαγα McDonald's, να κάνω το στομαχάκι μου να βγάλει το σκασμό. Ε, κι αυτό έκανε. Μετά έπινα μια σόδα για να έρθω στα ίσια μου.
Με αυτά τα διατροφικά ατοπήματα να με βαραίνουν και με ένα γαλλικό ανα χείρας, είδα το Meduzot, μια ισραηλό-γαλλική παραγωγή εφοδιασμένη με μια περίεργη αισιοδοξία και ένα ποιητικό όχημα. Σε αυτήν, τα συναισθήματα και οι ελλείψεις των διαφορετικών ανθρώπων συναντιώνται και αλληλοβοηθιούνται συνθέτοντας ένα τοπίο το οποίο τελικά είναι ανθρώπινο και όμορφο.
Το κεντρικό αλληγορικό σχήμα των ψυχών που επιπλέουν πάνω στη φουρτούνα της ζωής, σαν ένα καραβάκι ασφαλές μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι, με το μικρό κορίτσι να συμβιώνει από κάτω και τον παγωτατζή να σε περιμένει στη παραλία, είναι ιδιαίτερα γοητευτικό και γύρω του πλάθονται απλές μα συνάμα συμπαθητικές ιστοριούλες ανθρώπων για το πριν και το μετά, και τις απογοητεύσεις των ανθρώπινων σχέσεων.
Το σκηνοθετικό δίδυμο των Geffen και Geret, ψύχραιμα και χωρίς βαρετούς λυρισμούς, παραδίδει μια ευχάριστη νότα, ένα μικρό σωσίβιο στις καθημερινές δυσκολίες και στις τραυματισμένες οικογενειακές σχέσεις με την αγάπη να προσφέρεται όχι ως μια αναμενόμενη κοινωνική επιταγή αλλά σαν ένα αγαθό ανάγκης ασυμβίβαστα, αβίαστα, φυσιολογικά, σιωπηλά αλλά και δυνατά. Το υδάτινο στοιχείο, αυτή η πρωτόγονη ύλη, παραμένει βασικό στοιχείο, σαν διάφανος μανδύας που περιβάλλει τους ήρωες και τη ζωή τους διακριτικά καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά και πολύ πιο έντονα και αποκαλυπτικά και ίσως λυτρωτικά στο τέλος. Βέβαια η ποιητική διάθεση δεν στηρίζεται τόσο πολύ στα ομολογουμένως όμορφα εικαστικά μέσα, αλλά με οικονομία και σεβασμό στα εύθραυστα σύνολα των ιστοριών, στα βλέμματα, στη κίνηση των σωμάτων και τη σχετική τους θέση. Μοναδική εξαίρεση φυσικά η πανέμορφη όσο και αινιγματική φιγουρίτσα του κοριτσίου, που σαν ξεχασμένη ανάμνηση αναδύεται από τη θάλασσα και ανεπαίσθητα αφυπνίζει τη κεντρική ηρωίδα και βάζει σε κίνηση το κουβάρι των σχέσων και της επικοινωνίας όλων των πρωταγωνιστών.
Ένα συμπαθητικό και σεβάσμια συνθετημένο παζλ ανθρώπων, ανείπωτων συναισθημάτων και αληθειών, που σου δίνει το προνόμιο να ελπίζεις πως σε κάθε περίσταση μπορούμε να προχωρήσουμε παρατώντας τα παλιά ψυχολογικά δεκανίκια και χτίζοντας στις ανθρώπινες σχέσεις εξάρτησης, αλληλοσυμπλήρωσης και στήριξης. Μια πολύ καλή ταινία, με αυτοσυγκράτηση και αυτοσεβασμό, ολοκληρωμένη και σωστά δομημένη που έχει αρκετά να πει, και ευτυχώς τα λέει με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Παραγκωνίζοντας τους τρελαμένους που είχαν κλείσει εισητήρια από τα Χριστούγεννα για το Atonement, έκατσα πάλι πρώτη σειρά στο Δαναός 2 για να δω το Memories in the Mist. Στην αρχή φοβήθηκα γιατί έκατσα ακριβώς δίπλα στον Dasgupta, αλλά ευτυχώς δεν έμεινε για την προβολή. Άκρως προσωπικό και αναποφεύκτα θλιβερό, το Memories in the Mist, λογικά δεν θα αποζητούσε απαραίτητα τη συμμετοχή ή την κατανόηση του κοινού αλλά παρόλα αυτά επιδιώκει την επικοινωνία σε αφοπλιστικό βαθμό. Μια κουβέντα του δημιουργού και του πατέρα του που δεν έγινε ποτέ, αλλά μεταφέρεται στο κινηματογραφικό φιλμ και αποκαλύπτεται δια μέσου μιας ολόκληρης πορείας, μιας πραγματικότητας σχισμένη σε κομμάτια, τόσο χρονικά, όσο και στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Μικρές λεπτομέρειες που αλλάζουν μια ζωή τόσο εύκολα, μια ωριμότητα παγιδευμένη στο παρελθόν, ένας διάλογος με ένα φάντασμα.
Ο Dasgupta, αντλώντας από τις δικές του στιγμές, πλάθει μια ολοκληρωμένη πικρή ιστορία, ή καλύτερα δύο, σε δύο διαφορετικούς χρόνους, για να μεταδώσει πραγματικές εμπειρίες και συναισθήματα αλληλένδετα μεταξύ τους. Διατηρώντας την ηρεμία του, δεν εστιάζει τόσο πολύ στην απώλεια, όσο στην απαραίτητη αναπλήρωση του κενού, στη συνέχεια, στο κλείσιμο και την επούλωση πληγών, παίρνοντας από το χέρι τη πραγματικότητα και οδηγώντας την διακριτικά και αθόρυβα σε μια ουσιαστική, αξιοπρεπής και απελευθερωμένη προοπτική. Δεν έχει τόσο σημασία που ο κεντρικός ήρωας θεωρείται αποτυχημένος και μειωμένος, όσο το γεγονός πως, όπως και ο πατέρας του, έχει να προσφέρει πραγματική αγάπη, ότι παρόλο τις όποιες αδυναμίες και παραξενιές του παραμένει ακέραιος και φιλεύσπαχνος. Σε αυτή την ταινία, ο Dasgupta περιορίζει τον εαυτό του στα λίγα και ουσιαστικά, μεταφέροντας τα πιστά σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες και ανάγκες. Οι όποιες συνθετικές και σκηνοθετικές προεκτάσεις, δημιουργώντας ένα συναισθηματικό σύνολο με στιγμιότυπα, μικρές αλληγορίες, διαλόγους και βλέμματα, απλά στήνουν ένα αναμνησιακό και μεταφυσικό σκηνικό περιβάλλον για να εκθέσει αυτά που τον χαράξαν και πάνω από όλα την αγάπη για τον πατέρα του. Αναζητώντας βαθιά και ώριμα μέσα του, ο δημιουργός με μια γαλήνια φυσικότητα φέρει στην επιφάνεια στοιχεία και ψυχικούς χρωματισμούς, όπως ο γεράκος με το φλάουτο που ανοίγει και κλείνει ένα κύκλο, ο περιοδεύων θίασος που κι αυτός έχει το δικό του κύκλο, η μανία της γυναίκας του ήρωα να γράφει ταξιδιωτικά βιβλία χωρίς να έχει πάει στα μέρη, το τραμ στην Καλκούτα, η καρέκλα στη παραλία.
Αναγκαστικά λοιπόν δε μπορείς να μην μείνεις συγκινημένος, ακόμα και πληγωμένος, και φυσικά καταθλίβεσαι. Είναι επιθυμητό αυτό; Από όσο μπορώ να καταλάβω, για τον Dasgupta είναι. Χειρίζοντας τη τέχνη του με φυσικότητα και ειλικρίνεια, μας προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα τη προσωπική του μαρτυρία, υπηρετώντας την ανάγκη να τη μοιραστεί μαζί μας. Και το καταφέρνει.
Νιώθοντας ελαφρώς περίεργα, έφυγα αμέσως μετά το τέλος της ταινίας για να αποφύγω το καταραμένο Q&A. Μετά από λίγη ώρα, ξανακάθησα πίσω στη μεγάλη αίθουσα του Δαναού για να δω την τελευταία ταινία της βραδιάς, το XXY, ένα έργο αρκετά δύσκολο στη περιγραφή του. Εν ολίγοις ένα ερμαφρόδιτο παιδί, οι γονείς του που το προσατεύουν από την επικριτική και απαίδευτη κοινωνία, η ανάγκη για επιλογή φύλου, ένας εφηβικός και ασύμβατος έρωτας. Αν έμπαινα στις σεναριακές λεπτομέρειες, κάποιος θα πίστευε πως η ταινία είναι τραβηγμένη από τα αυτιά. Κι όμως, το μόνο διαφορετικό είναι το φύλο του παιδιού, το σώμα της/του. Όπως είναι φυσιολογικό βέβαια, αυτό οδηγεί τα πάντα, όλα αναγκαστικά περιστρέφονται γύρω από αυτό, όλα ορίζονται από αυτό. Μοιάζει σαν μια καταδίκη, αλλά στη πραγματικότητα, δεν είναι το σώμα αυτό καθ' αυτό, αλλά πως το βλέπουμε εμείς, όλοι οι υπόλοιποι. Η θέαση του εξωπραγματικού, του αποκρουστικού, έντεχνα προτείνεται αρκετές φορές στη ταινία, αλλά ευφυώς δεν το βλέπουμε. Άλλοτε προκαλεί φόβο και τρόμο, και άλλοτε είναι απόδειξη εμπιστοσύνης, φιλίας και αγάπης. Όπως πολλές φορές προτείνεται και το φυσικό περιβάλλον, τα όμορφα τοπία και παραλίες του χωριού, οι χελώνες σαν αντίθεση στη βιολογία του παιδιού. Μέσα από μια σειρά καταστάσεων και εξελίξεων, με ευαισθησία και τρυφερότητα τον/την Alex, και χωρίς να τη/τον λυπόμαστε, τον/την αγαπάμε και σεβόμαστε την επιθυμία της/του. Όμορφες στιγμές σε ένα παράδοξο σκηνικό, υπέροχη κατασκευή σχέσων και αποκάλυψη λάθος αντιλήψεων και προκαταλήψεων. Η Puenzo δεν πέφτει στη παγίδα να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να δημιουργήσει ένα υπερβολικό έργο, αλλά στο έπαρκον των δυνατοτήτων της, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές, παροσουσιάζει μια διαφορετική εφηβική ιστορία με κατανόηση και σεβασμό, χωρίς υποκριτικό οίκτο. Αυτό και η εκπληκτική ερμηνεία της Ines Efron συνθέτουν ένα εξαίσιο και ανατρεπτικό αποτέλεσμα, ξεφεύγοντας από το περιθώριο και την ειδικότητα του υποκείμενου.
Η βραδιά έκλεισε ξενέρωτα στο Επιτόκιο στη ηρωική Ν. Σμύρνη με τους γνωστούς αγνώστους....

Didn't like:
- Τους μαλάκες που αγοράζουν εισητήρια ή που κρατάνε προσκλήσεις και δεν εμφανίζονται ποτέ αφήνοντας άλλους απ' έξω. Ξανά.
- Την ομαδική ψυχοσύνθεση που καταλήγει στο θέαμα του γκετοποιημένου κοινού μόνο κι μόνο από μια περιγραφή 2 γραμμών. Μυστήρια πράματα.

Liked:
- Το γεγονός πως όλες οι ταινίες ήταν πολύ καλές.

Blackberry award for the night:

Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία με ταινίες αυτού του επιπέδου.

Best movie of the night:

Χωρίς να υποτιμώ ή να παραγνωρίσω τις υπόλοιπες δύο, θα προτιμήσω το Meduzot μόνο και μόνο επειδή πλησιάζει περισσότερο στα δικά μου γούστα.

Best movie so far:

- There is no chance in the world that I will make up my mind right now.

Blackberry award so far:

Eagle vs. Shark should be embarrassed for showing its face in this festival.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

Generous and promising.

Monday, September 24, 2007

2007 - Day 4

Όπως κάθε φεστιβαλική Κυριακή, έτσι κι αυτή αποδείχτηκε ήρεμη. Για Τρίτη φορά μέσα σε τέσσερις μέρες πήγα στο Δαναό, χωρίς όμως να προλάβω τη προβολή των ταινιών μικρού μήκους, αλλά δεν στεναχωρήθηκα κι ιδιαίτερα. Αν και το συμπαθώ το είδος, δε με συγκινεί φοβερά. Νομίζω θα ήταν πιο ενδιαφέρον αν πριν από κάθε ταινία παίζανε και μια, κάτι σαν ένα mini double feature. Όταν αποκτήσω τον πρώτο μου κινηματογράφο εγώ έτσι θα τη κάνω τη δουλειά. Με τα εισητήρια στο χέρι πήγα για φαϊ στο Επί της Πανόρμου, και μετά από μια ώρα και κάτι βρήκα την Α και πήγαμε πρώτη θέση πίστα, με συγχωρείτε, σειρά ήθελα να πω, στο Δαναό 2, για να δούμε το In Memoria di Me (Στη Μνήμη του Εαυτού μου) μια ιταλική παραγωγή κεντραρισμένη γύρω από τα ερωτήματα και την συμβίωση ασκούμενων μοναχών σε ένα μοναστήρι στη Βενετία.
Αν και δεν θα έπρεπε, το In Memoria di Me, καταφέρνει και είναι αρκετά περίεργο χάρη κυρίως στις σεναριακές οδούς πάνω στις οποίες πλανάται. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα υπαρξιακό δοκίμιο με βασικό άξονα τη θεολογία και την ανθρώπινη εικοινωνία, αφού με σταθερό και σχεδόν γαλήνιο ρυθμό ο Saverio Constanzo αγγίζει πάρα πολλά θέματα (χωρίς όμως να σε κουράζει ή να σε πνίγει), όπως η υπεροψία, η πραγματική πίστη, ο ρόλος της εκκλησίας στην κοινωνία και η θρησκοληψία, οι περίεργες πραγματικότητες της μοναχικής ζωής, η πνευματική άσκηση, η οικονομία στο προφορικό λόγο, ο εσωτερικός εξουσιασμός της θρησκείας, η ανθρώπινη περιέργεια, η αμφισβήτηση, η υποκρισία, οι πρωσοπικές αδυναμίες και τα νοητά και φυσικά κελύφη που δημιουργούμε για να αποσυρθούμε. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, το θεολογικό συμπέρασμα της ταινίας είναι ανάλογο του Du Levande, αφού μέσω των αντιθετικών διαλόγων και χαρακτήρων προτάσσει την ουσιαστική ανυπαρξία διαφοράς μεταξύ της ιερατικής και της κοσμικής ζωής, χάρη στις συνεχείς αντιστοιχίες οι οποίες υπάρχουν και την ίδια την φύση των ανθρώπων. Βέβαια για να το πετύχει αυτό, υιοθετεί μια λογική αποσύνθεσης και αποδόμησης βασικών αξιών, σχηματίζοντας ανατρεπτικές θεωρήσεις όπως, ο θεός στη πραγματικότητα είναι αδύναμος, η πίστη βασίζεται πρωτίστως στην αποκύρρηξή της, η αγάπη δεν υπάρχει χωρίς πρώτα να περιθωροποιηθεί ως κάτι το αδύνατο, κερδίζεις τα πάντα χάνοντας τα όλα, ανακαλύπτεις την ελευθερία στον πενυματικό και σωματικό εγκλωβισμό. Στο τέλος άλλωστε και οι δύο δρόμοι, ανάλογα με το χαρακτήρα του καθενός είναι εξίσου αποδεκτοί, άρα ουσιαστικά δεν έχει σημασία το περιεχόμενο της αφοσίωσης σου σε κάτι όσο η προσωπική ευχαρίστηση από αυτό. Με άλλα λόγια, τα υπαρξιακά ζητήματα δεν μπορούν να εξερευνηθούν και να λυθούν με κάποια συγκεκριμένη διαδρομή ή συνταγή, αλλά στον καθένα ξεχωριστά η λύση, ή ο τρόπος απαντάται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα όχι απαραίτητα με τις επιθυμίες του καθενός, αλλά κατά πόσο το αποτέλεσμα ταιριάζει στον ίδιο.
Όμως αντίστοιχα ερωτήματα υπαρξιακά μπορούν να τεθούν για την ίδια τη ταινία. Τι είναι αυτή η ταινία δηλαδή; Μήπως το υπαρξιακό ζήτημα κατασκευάζεται ως σκηνικό για να διαδραματιστεί ένα μινιμαλιστικό δράμα χαρακτήρων και προσωπικοτήτων; Ο Constanzo με πολύ προσοχή και μαεστρία έχει δημιουργήσει πολύ λεπτούς κώδικες επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων του με τους βουβούς διαλόγους που εκφέρονται μέσω βλεμμάτων, της στάσης των σωμάτων, τις κινήσεις των χεριών, και αδιευκρίνηστους ψίθυρους που μαζί με την μουσική υπόκρουση και τη φωτογραφία συμβάλλουν τα μέγιστα στην επιβολλή του ύφους αλλά και στην εξέλιξη της πλοκής. Η περίφημη 'σιωπή' του μοναστηριού αντηχεί εκκωφαντικά με τα μυστικά, τα ψέματα και τις αλήθειες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους και τα κελιά. Με ακόμα όμως μεγαλύτερο προβληματισμό πρέπει κάποιος να αντιμετωπίσει το κυρίο σκηνοθετικό κατασκεύασμα, δηλαδή το τεράστιο διάδρομο των ασκούμενων με τη φωτογένα τζαμαρία που βλέπει στη πόλη και τον άγνωστο ασθενή στο αναρρωτήριο. Πρόκειται μήπως για ένα βασικό πυρήνα αλληγορίας γύρω από τον οποίο θέλει να προδώσει τις προσωπικότητες των μοναχών, ή είναι ένα σεναριακό έναυσμα ώστε αυτές να ξεδιπλωθούν; Όπως και να έχει το μοναστηριακό μυστήριο διατηρείται, πάλι όχι δυναμικά, αλλά σταθερά και σχεδόν αιθέρια σε όλη τη ταινία, διατηρώντας τον αινιγματισμό του ως το τέλος. Άλλωστε και ο ηγούμενος της Μονής στο μονολογό του παραδέχεται πως στη πραγματικότητα το μυστήριο είναι αυτό που έχει σημασία στη πίστη.
Καταληκτικά λοιπόν, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο βάλσαμο. Χάρη στα γοητευτικά κενά που αιωρούνται, ο καθένας μπορεί να εκλάβει την ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, να απορρίψει ή να δεχθεί τους χαρακτήρες, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τη στάση τους γενικά να περιπλανηθεί σαν επισκεπτής στα διαδραματιζόμενα γεγονότα και να του αποτυπωθούν συγκεκριμένες εντυπώσεις, πάντα όμως χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, αλλά ανεπαίσθητα και φυσικά. Άλλωστε το In Memoria di Me, λειτουργεί σε παρελθόντα αφηγηματικό χρόνο και έτσι του συγχωρείται η παράλειψη επεξηγήσεων, τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται. Η πολύ καλά προσεγμένη σκηνοθεσία, οι απαραίτητες ερμηνείες, και η ατμόσφαιρα σε ρόλο πρωταγωνιστή παραδίδουν μια αινιγματική αλλά καθόλου προβληματική ταινία, η οποία μονάχα χάρη στη διακριτικότητα στερείται του ειδικού βάρους που θα της αξιζε.
Αντίστοιχα προσεκτική, αλλά από τελείως διαφορετική προοπτική είναι και η προσέγγιση του Yoshida Daihachi στη ταινία του, Funekedomo, kanashimi no ai wo misero (aka Funeke ή Funeke, show some love you losers!, ή Οικογένεια Αποτυχημένων στα ελλληνικά!). Αποστασιοποιώντας τον εαυτό του από τα σεναριακά του θύματα, κινείται πολύ εύστροφα πάνω σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ αρρωστημένης ειρωνίας και οικογενειακού δράματος. Όντως η οικογένεια της ταινίας είναι αρκούντως fucked up, με το μίσος και την αγάπη να εκφράζονται με περίεργους όρους, με κύρια έκφραση αγάπης την καταπίεση και την ψυχολογική εξάρτηση. Ο ιστός των σχέσεων συμπεριλαμβάνει μια υστερική αλλά και φοβερά κυνική (και ελαφρώς πουτάνα) ψωνάρα, έναν καταπιεστικό (και ελαφρώς αιμομίκτη) σύζυγο, μια αμύθητης υπομονής καταπιεσμένη (και εύθραυστη) σύζυγο, και μια αδίστακτη (και ελαφρώς αδιάκριτη ηδονοβλεπτική) manga artist. Σίγουρα η πιο 'χρωματιστή' ταινία που έχω δει ως τώρα (ανασάνανε τα μάτια μου μετά το πολύ γκρίζο!) χάρη στη ιαπωνική παράδοση στη φωτογραφία, αλλά και η πιο περίεργη κατά κάποιο τρόπο. Ειδικότερα στο πρώτο μισό, έχεις την εντύπωση πως μπροστά σου ξετυλίγεται ένα φοβερό δράμα καταδικασμένων στη μικρότητά τους χαρακτήρων, παρόλο που δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη δραματική ένταση ή κάποια συγκλονιστική ανατροπή, ενώ στη συνέχεια, καθώς το manga στοιχείο αναπτύσεται ολοένα, καταλαβαίνεις πως ο Daihachi στη πραγματικότητα διασκεδάζει με τη διαστροφή και την ανωμαλία των μελών της οικογένειας η οποία πρέπει να διαλυθεί για να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον. Ίσως αυτό το αλλόκοτο να μου προκύπτει εμένα, λόγω της δικής μου προκατάληψης απέναντι στις ιαπωνικές ταινίες, όπου η τραγωδία έχει μια χαρακτηριστική υπογραφή, και η σάτιρα και ο χαβαλές μια τελείως διαφορετικη. Όμως ο Daihachi αναχωρεί ελαφρώς από αυτή τη παράδοση, θυμίζοντας ανεπαίσθητα γλυκόπικρες κωμωδίες του δυτικού κινηματογράφου, ως ένα βαθμό βέβαια, αφού στο τέλος φροντίζει και το ξεσκίζει το ζήτημα. Χρησιμοποιώντας την παραλληλία του υποκριτικού ονείρου της μεγάλης αδερφής, και τις ουσιαστικά ουδέτερες ερμηνείες των ηθοποιών, ο Daihachi στήνει μια φάρσα, κάτι σαν μια κινηματογραφική εκδοχή γιαπωνέζικης σαπουνόπερας. Για κάποιοι ίσως όχι τόσο μυστήριο λόγο, έχω την αίσθηση πως θα ευχαριστηθώ πολύ περισσότερο άμα ξαναδώ τις συμφορές της οικογένειας Funuke, διασκεδάζοντας με το ιδιότροπο και χαρακτηριστικό humour της ταινίας. Τι να κάνεις; Αυτά παθαίνεις άμα δεν κάνεις shut down στον εγκέφαλο πριν δεις μια ταινία.

Didn't like:
- Τους μαλαάκες που αγοράζουν εισητήρια ή που κρατάνε προσκλήσεις και δεν εμφανίζονται ποτέ αφήνοντας άλλους απ' έξω. Άντε γαμηθείτε μαλάκες. Απλά.
- My attitude. Still.

Liked:

- Το κοκοράκι που έφαγα.

Blackberry award for the night:

See below. Rule of exclusion does not apply tonight.

Best movie of the night:

Δεν είμαι τόσο ήλιθιος ώστε να συγκρίνω δύο ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, αλλά η αλήθεια είναι πως το In Memoria di Me μου άφησε περισσότερες και καλύτερες εντυπώσεις.

Best movie so far:

I suddenly now how it feels to be a woman and shopping for shoes.

Blackberry award so far:

Could someone please post the award to the cinematic criminals that made Eagle vs. Shark? Oh, nevermind, too expensive to send it to New Zealand.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

Forgiving, with claws half retracted.

Celebrity viewing (not a regular feature):

Δήμητρα Ματσούκα ;!;!;!;! (δεν είμαι και σίγουρος δηλαδή...)

Σχολιάκι:

Όπως και πέρσι έχω την ίδια αγωνία. Ακόμα δεν έχω δει κάποια ταινία που να μου γαμήσει τα μυαλά και τη ψυχή, μια ταινία με αρχίδια μεγάλα σαν καρπούζια. Είναι κι αυτό το ξενερωτικό αφιέρωμα στο Grindhouse, η αποφυγή μου για ταινίες που αργότερα θα βγουν (έχω βαρεθεί να λέω, ναι το είδα στο φεστιβάλ....), και έτσι οι επιλογές έχουν περιορισθεί φοβερά. Μια ζωή γκρίνια ο πούστης....

Υ.Γ. Ρε παιδιά, αντί να βρέξει νεράκι του όποιου θεού, έβρεξε goal. Βραζιλία των Βαλκανίων λέει;

Sunday, September 23, 2007

2007 - Day 3

Όλη μέρα πάσχιζα να μείνω όρθιος, αλλά η κούραση ήταν φοβερή. Αφού ολοκλήρωσα το προηγούμενο post, τα μάτια μου έκλεινα όποτε μπορούσαν αυθόρμητα ενώ και τα υπόλοιπα μέρη του αλαβάστρινου κορμιού μου δεν ήσαντε και πολύ πρόθυμα να συνεχίσουν να εργάζονται. Σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς κατάφερα και κοιμήθηκα περίπου δέκα φορές, από 5 με 10 λεπτά η φορά. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες ανέβηκα κέντρο όπου έφτασα αρκετά νωρίτερα δίνοντας μου χρόνο να πάρω με άνεση τα εισητηριάκια μου και να ξεκουραστώ στο Toy Cafe ξεφυλλίζοντας ένα σωρό zines. Αντί να πάρω καφέ, το έπαιξα κουλ αλέξης και πήρα χυμό προς αναπλήρωση χαμένων δυνάμεων. Μέγα λάθος.
I have never heard of Nina Menkes before, and to be honest I don't think she is going to hold it against me. Given my sleep deprivation, and the style of the movie, I should have foreseen my inadequacy in keeping up. It is not that I missed a whole shot or something, they are stretched out and slow enough not to miss much if you happen to loose conscious for ten or twenty seconds. In fact, in all sincerity, coming in and out of of it, probably enhanced my experience if anything, since I really doubt if I would have been able to keep up or understand much had I not been sleepy. It is not like Phantom Love opens up itself with ease with it's black and white photography, mostly crisp but on occasions very blurry. In fact, the clearest of all its elements has to be it's title! Given my inferiority complex, I hold in great respect anything I cannot understand, and that usually arrives in the shape of surrealism, since in many occasions the process is equally important as the result itself if not more. Phantom Love dwells ... well in fact I am not sure that it dwells into something at all, but nonetheless we definitely do have the female protagonist involved in a good number of dream and memory sequences, and her rather dysfunctional relationship with her mother as well as her troubled sister (although at times I thought that the 2 sisters were the same person....), a past war and misfortune, a fragmented sex scene, a rather clear reference to an absent father with all the necessary consequences, and a few other elements that synthesize the film. Dialogue is kept to an absolute minimum, while the photography and the mood setting are desperately slow (that did not help at all) and a generous attempt shot at being airy and invoking. Coming to think about it, it was rather nice to fall in and out of sleep, since every time I did my brain was unintentionally racing to create dialogues and extend the scenes as it pleased, so in a sense I managed to watch two movies instead of one!
Anyways, Phantom Love seems to be far more interesting, and naturally much more demanding than Phantom Menace (yeap, that is Star Wars I you artsy bastards), and all in all, I feel the Menkes special was a definitely good addition for the festival. Once the movie finished I obviously rushed to grab a double espresso, than listening to the Q&A session that would disillusion my limited impression and my future wish to see it again.
Όχι, πως ο espresso βοήθησε και πολύ. Όπως όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά, ειδικά από τις άπειρες νυσταλέες πρωινές διδακτικές ώρες στο σχολείο ή και το πανεπιστήμιο (κυρίως το δεύτερο...) ότι και να κάνεις (εκτός φυσικά άμα χτυπηθείς με μια σύρριγγα αδρεναλίνης), ο οργανισμός σου χρειάζεται ένα όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να περάσει από τη ζώνη του λυκόφωτος (τη φάση δηλαδή που το κεφάλι σου γίνεται το εκκρεμές του Φουκώ και εσύ αναζητείς διάφορους τρόπους για να πονέσεις τον εαυτό σου μπας και μείνεις ξύπνιος) στην ημιζώντανη κατάσταση, όπου πλέον έχεις επανακτήση την υπερδιέγερσή του γνωρίζοντας πως μετά από 5 με 6 ώρες η κατατονία θα γίνει η καλύτερή σου φίλη.
Συνεχίζοντας λοιπόν στα ίδια περίπου αϋπνίας, με χάρη δεκαθλητή όρμηξα στον αριστερό εξώστη του Αττικόν. Όλα μια συνήθεια είναι, και οι ήρωες της ταινίας το έχουν νιώσει καλά στο πετσί τους. Το Du Levande (Εσείς οι ζωντανοί) είναι μια εύθυμη και γεμάτη black humour ταινία, ένα μεθυσμένο και άρρωστα χαρούμενο τραγούδι αφιερωμένο στη παρακμή και στη ρομαντική ανακωχή, το οποίο δεν αναλώνεται σε βαρυσήμαντες τοποθετήσεις ή υπαρξιακές σοφιστείες, αλλά με σύνθημα το 'Και αύριο μέρα είναι' (μια ανάποδη είναι εκδοχή του carpe diem αν θέλετε), οι burlesque και η αλήθεια είναι κουρασμένοι ήρωες της, συνεχίζουν να αναπνέουν με σημείο αναφοράς μια μπάντα κηδειών και τα τραγούδια της, έναν ιστό από λεπτομέρειες της μίζερης ζωής τους, διάσπαρτες αμπελοφιλοσοφίες, μια μπυραρία, και τα αγχωλυτικά όνειρα που έχουν (ένα εκ των οποίων βγαίνει αληθινό στο τέλος!), σε μια ευρηματική και υψηλού επιπέδου σάτιρα της ίδιας της ζωής που σίγουρα κάνει τους Monty Pythons υπερήφανους, χωρίς όμως απαραίτητα να γελάς αλλά ούτε και να κλαις.
Ούτε σκοτεινό, αλλά ούτε και χρωματιστό, το έργο αποκλείοντας οποιοδήποτε σκηνικό ή στήσιμο, δεν μπαίνει στη διαδικασία του να προσφέρει άλλη μια υπαρξιακή θεωρία, αλλά πετάει στη πυρά τόμους φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και αγωνιών, χορεύοντας γύρω από αυτή, τραγουδώντας και μεθόντας. Δε βαριέσαι, και αύριο μέρα είναι. Κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο ο σκηνοθέτης κινείται υπέροχα, λίγο νοσηρά και πολύ διασκεδαστικά, δίνοντας αξία και σημασία στη βρωμιά, τη μοναξιά και τη βαρεμάρα και ματαιότητα της απόγνωσης, απομυθωποιώντας συνεχώς μια πλειάδα αξιών, τόσο κινηματογραφικών όσο και υπαρξιακών, χωρίς να είναι αναρχικό, αλλά καλύτερα απλά απαθές και σαρκαστικό. Όσο για το θάνατο; Τιμωρία, στη ρομαντική του γωνία με το ένα πόδι στον τοίχο, έναυσμα για ένα ακόμη τραγούδι, και άμα έρθει θα έρθει, και άμα μας τρομάζει, το κρατάμε για λίγο μυστικό. Ο έρωτας; Εφήμεροι τραυματισμοί της νιότης. Βέβαια η ταινία δεν συνιστάται για τα παιδιά της θετικής ενέργειας, αλλά είναι όντως μια εναλλακτική και πικρόγλυκη πρόταση, ένας ύμνος για τους τρελλούτσικους losers που κρύβουμε μέσα μας, μια ταινία αμαρτωλή, αυτοσαρκαστική και σίγουρα ανθρώπινη.... από μια άλλη ματιά.
Βγαίνοντας από το Αττικόν σαφώς πιο ευχαριστημένος και ευδιάθετος (φταίει άλλο ένας διπλός espresso και μια Lacta αμυγδάλου που έφαγα στο διάλειμμα), βρίσκω τους ΧΧ, και μαζί με μια στρατιά πρώην πάνκερς, νυν αστών, και διάφορους άλλους μπαίνουμε και γεμίζουμε εν ριπή οφθαλμού την αίθουσα. Εισητήριο δεν είχα, αλλά επωφελήθηκα των γνωστών διαδικασιών με τις αδιάθετες προσκλήσεις και έτσι είχα την ευκαιρία να το Joe Strummer: The Future is Unwritten. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό ή αποκαλυπτικό, και πέφτοντας στη γνωστή παγίδα οποιουδήποτε βιογραφικού ντοκυμαντέρ, το The Future is Unwritten, συγκεντρωμένο γύρω από αυστοσχέδιες εκδρομικές φωτιές, παραμένει ιδιαίτερα χρήσιμο και διδακτικό, ειδικότερα για όσους δεν είχαν το προνόμιο να ακούσουν καλά τους Clash και να γνωρίσουν την Punk μουσική από την καλή της πλευρά. Γαλήνιο και επικεντρωμένο κυρίως σε αυτά που ήθελε ο ίδιος ο Strummer να πει στη πορεία του, αποφεύγει τη κλασσική συνταγή αλλά όχι και το γνώριμο ύφος του είδους. Όπως και να έχει είναι σίγουρα μια ταιριαστή προσθήκη στο μουσικό ντοκυμαντέρ προσφέροντας τις πάντα ευπρόσδεκτες μαρτυρίες του γύρω από τη saga της punk, της οποίας οι groupies θα πρέπει κάποια στιγμή να το δουν. Θα συνέχιζα με την θεωρητικά πιο διαστροφική ταινία του φεστιβάλ, το Tras el Cristal, αλλά τελικά πήγαμε για ένα ποτάκι με τα παιδιά στο Stand και έτσι εξοικονόμησα μερικές πολύτιμες ώρες ύπνου.

Didn't like:
- Που έχανα συνεχώς τα στυλό μου. Άντε να κρατήσεις σημειώσεις στο μυαλό σου ενώ έχεις να κοιμηθείς από τον καιρό της λάσπης!
- The new color scheme in the Apollon theatre.
- Double espressos which are not quite as double as I would like them to be.

Liked:

- The new color scheme in the Apollon theatre.
- The standard policy on unclaimed invitations.

Blackberry award for the night:


This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.

Best movie of the night:

This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.

Best movie so far:

This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.

Blackberry award so far:

I might have lost my sleep, but I still hold firm on my original position: Eagle vs. Shark is a flop worthy of my poison.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

Unforgiving and dangerously close to joining an LSD addiction support group.