Pages

Saturday, September 29, 2007

2007 - Day 9

Η ώρα είναι έντεκα παρά είκοσι, κι εγώ είμαι ακόμη με τη τσίμπλα στο μάτι να αναπολώ το κρεβάτι μου, και τις λίγες ώρες που τα πόδια μου δεν είναι εγκλωβισμένα σε παπούτσια. Η χθεσινή βραδιά, ήταν μεγάλη και εξαντλητική, αλλά συγχρόνως ήταν μια από εκείνες που αξίζαν τη κούραση τους. Ξεκίνησε με το Life Can be so Wonderful, ένα ανθολόγιο εξομολογητικών και αφηγηματικών φαινομενικά ασύνδετων ιστοριών από (και για) τους συνήθως κινηματογραφικά παραμελημένους ήρωες, όπως έναν μπεκρή, ένα μοντέλο ζωγραφικής στην 'απαγορευμένη' ηλικία των σαρανταπέντε, έναν αιθεροβάμονα μέλλοντα πατέρα, μια μάνα μόνη της, αποκλεισμένη και μακριά απο τα παιδιά της. Με πάρα πολλά στοιχεία video-art και πειραματική διάθεση, είναι λογικό και αναμενόμενο, το οπτικό αποτέλεσμα να είναι ένα κολάζ διαφορετικών φωτογραφιών, γωνιών και αντιλήψεων, που ευτυχώς όμως κινείται σε ένα καλαίσθητο λογικό και εξυπηρετικό ρυθμό εναλλαγής, χωρίς να είναι υποκριτικό ή ψευδεπίγραφο. Το Life Can be so Wonderful, παρόλο τον σε σημεία διακριτικό κυνισμό του, κατορθώνει και είναι μια ήρεμη, ανά στιγμές όμορφη και αποκαλυπτική περιήγηση στις μικρές αλήθειες, τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που ανεξήγητα πολλές φορές σηματοδοτούν και στιγματίζουν τη ζωή μας. Οι ποιητικές του τάσεις δεν σε κουράζουν, αλλά αντιθέτως σε χαλαρώνουν και σε καθοδηγούν σε μια πολύ γνώριμη και όμορφη περιοχή του μυαλού σου, σχεδόν πρωτόγονη και ενσικτώδης, μια μελωδική υπενθύμιση των θησαυρών που κρύβουμε μέσα μας. Μια όμορφη παρένθεση στη συνηθισμένη κινηματογραφική δομή και ροή, το έργο αποτελεί συγχρόνως και ένα ενδιαφέρων δοκίμιο στην έρπουσα καθημερινότητά μας.
Αρκετά γαλήνιος και ανεπαίσθητα ευχαριστημένος με αυτό που είχα μόλις δει, άφησα τα λεπτά να κυλήσουν, μέχρι να ξαναμπώ στην αίθουσα του Αττικόν για την επόμενη ταινία. Καθισμένος στη θέση μου στα πλαϊνά θεωρεία είχα την αμυδρή αίσθηση πως αυτή θα ήταν η ταινία μου. Σε κάθε φεστιβάλ υπάρχει τουλάχιστον, αν όχι μόνο, μια ταινία την οποία συγκρατώ, αυτή για την οποία έχω δει άλλες είκοσι με τριάντα άλλες τις προηγούμενες μέρες, αυτή που σε αποζημιώνει για όλους τους μαλάκες που αναπνέουν τον ίδιο αέρα μαζί σου, που αδιάφορα καθυστερούν να κάτσουν στη γαμω-θέση τους στη γαμω-ώρα τους, που κάνει τις ελάχιστες ώρες ύπνου να φαντάζουν σαν ναρκωμένη λήθη, και δίνει μια μαγική γεύση στα αναρίθμητα τσιγάρα και καφέδες. Είναι εκείνη η ταινία η οποία απλά είναι η καλύτερη. Και ανέλπιστα, το Le Scaphandre Et Le Papillon ήταν.
Η ταινία είναι η συγκλονιστική και πραγματική ιστορία του Jean-Dominique Bauby, ο οποίος μετά από βαρύ εγκεφαλικό παραλύεται σχεδόν ολικά, με εξαίρεση μονάχα το ένα του βλέφαρο (και τη μνήμη και τη φαντασία του όπως λέει ο ίδιος) με το οποίο καταφέρνει να αποκτήσει επικοινωνία με το περιβάλλον του και εν τέλει να κατορθώσει να γράψει και το ομώνυμο βιβλίο στο οποίο βασίζεται η τανία. Από μια τέτοια περίληψη και μόνο, κάποιος θα το απεύφεγε ως καταθλιπτικό, μονότονο και ίσως λίγο κλειστοφοβικό. Κι όμως, πρόκειται για μια μοναδική ταινία, υπέροχη στα καρέ της, στους χρωματισμούς της, στην εικαστική της δραματουργία και αλληγορία (με ένα καταιγισμό εκπληκτικών σκηνών, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό, όπως αυτή της περιγραφής του μπαλκονιού, της πτωσης των πάγων, ο Bauby στο αναπηρικό καρότσι πάνω στη σχεδία στη παραλία, και την περιήγηση της φανταστικής φιγούρας της προστάτιδας του ιδρύματος), την εύελικτη και φασματικά εκτενής φωτογραφία (αποδίδοντας στη κάθε σκηνή με σχεδόν μαγικό τρόπο την κατάλληλη αίσθηση και ατμόσφαιρα), τους ήχους της (με τη πλούσια και υποβλητική αφηγηματική φωνή, την συνεχόμενη επανάληψη της ειδικής αλφαβήτου) και τους ψυχoλογικά βασανιστικούς διαλόγους (με την ερωμένη του και τον πατέρα του) κινούμενη προσεκτικά και με βάθος κατανόησης πάνω σε μια μοναδική ισορροπία προδιαγράφωντας νεοφώτιστες τροχιές κινηματογράφησης, εξαίρετης καλαισθησίας και έκφρασης. Αλλά, θα ήταν άδικο, να προσδιορίσεις και να χαρακτηρίσεις το Le Scaphandre Et Le Papillοn σε μια σειρά επιθέτων, ρημάτων και ουσιαστικών, διότι δεν υπάρχουν τα εύκολα σημεία αναφοράς από τα οποία να μπορείς να δανειστείς ιδέες. Σαν το ίδιο το εγκεφαλικό, η ταινία είναι καθηλωτική και αφοπλιστική, υιοθετώντας τους τόσο δύσκολους να προσδιορίσεις δίαυλους επικοινωνίας, ώστε να ξεχνάς πως βλέπεις μια σιερά από σεκάνς πάνω σε ένα πανί, και να συγκινείσαι, να μορφάζεις, να αγαπάς, να θυμώνεις, να γελάς, να εκνευρίζεσαι , να κάνεις κινήσεις με τα χέρια σου ώστε να συγκρατηθείς, να αφυπνίζονται όλες σου οι αισθήσεις. Να αφήνεσαι στην πραγματικότητα του φιλμ, και να ταξιδεύεις, τόσο ρεαλιστικά όσο και μεταφυσικά. Να συντελείται η μαγεία.
Είναι ολοφάνερο πως ο Schnabel έχει εργασθεί σκληρά και επίμονα ώστε να αντιληφθεί τις πραγματικές διαστάσεις της ιστορίας, αλλά και να συνειδητοποιήσει την απεραντοσύνη του ψυχικού εγκλεισμού σε ένα άλλοτε ακούραστο και τώρα παράλυτο σώμα, τη συναισθηματική σιωπή και απόγνωση, τη θλίψη που προκαλεί η φθορά των τόσο πολύτιμων αναμνήσεων, αλλά και το φοβερό κουράγιο και δύναμη που μπορεί να βρει κάποιος ώστε να επιβιώσει μέσα σε μια τέτοια φυλακή. Ίσως αυτό το τελευταίο να είναι και το χαρακτηριστικό το οποίο με ταρακούνησε, το οποίο προσωπικά με συγκλόνησε. Η διαπίστωση πως εγώ δεν έχω το σθένος να είμαι είτε στη θέση του Bauby ή των ανθρώπων που τον φροντίζουν και τον αγαπούν. Αλλά όπως και να έχει, λίγη σημασία έχουν αυτά μπροστά σε αυτή την αριστουργηματική ταινία δημιουργώντας εξαισία το κινηματογραφικό προφίλ του Bauby, δίνοντας του φωνή και εικόνα, μετουσιώνοντας μια πραγματική ιστορία σε μια ενδελεχής κατάθεση ψυχής, σε ένα ολοκληρωμένο και υπερβατικό έργο τέχνης.
Ψυχικά εξασθενημένος και αποσβολωμένος από το Le Scaphandre Et Le Papillοn, βγήκα για να ξαναμπώ, να κάτσω σε λάθος θέση και μετά στη σωστή για να δω με καθυστέρηση το La Zona. Σε μια πόλη του Μεξικού μια κάστα πλούσιων αστών έχουν δημιουργήσει μια απομονωμένη ιδιόκτητη κοινότητα με ξεχωριστά προνόμια και νόμους, η οποία όμως απειλείται όταν ένας νεαρός κλέφτης παγιδεύεται μέσα σε αυτή. Δυστυχώς δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να συνέλθω από το προηγούμενο έργο και έτσι δεν μπορώ να πως πως εντυπωσιάστηκα ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Σίγουρα ένα πολύ ενδιαφέρον και καυστικό σχόλιο για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, τη προκατάληψη, τη τρομοκρατία, τη μετανάστευση, και άκομα, τη ταξική πάλη, το οποίο πλαισιώνεται από μια καλή σκηνοθεσία, επαρκείς ερμηνείες και μια γενικότερα καλή παραγωγή, αλλά πέραν τούτου δεν 'έπιασα' και πολλά. Δηλαδή, όντως το διαμορφωμένο σκηνικό είναι υποχθόνια εφιαλτικό (με μεγαλύτερη εντύπωση να προκαλούν οι πανομοιότυπες κατοικίες στη κοινότητα), αλλά η μεταλλαγή των χαρακτήρων, η διάσπαση της ομοιογένειας και η ηθική πτώση της πλειοψηφίας τα οποία είναι προβλέψιμα στοιχεία, δεν παρουσιάζονται με κάποιο ιδιαίτερο ή ξεχωριστό τρόπο. Μόνη εξαίρεση ίσως η σεναριακή επιλογή για το τέλος, η οποία όμως περισσότερο προβληματίζει (ο χαρακτήρας και οι αλλαγές του νεαρού υποθάλπη δεν κατασκευάζονται ικανοποιητικά) παρά ολοκληρώνει τη ταινία. Εν ολίγοις μια καλή ιδέα η οποία αποδίδεται αρκούντως καλά, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως πάλι να 'χα το μυαλό μου αλλού, αφού το θερμό χειροκρότημα του κοινού είχε μάλλον τελείως διαφορετική άποψη.
Με το που τελείωσε η ταινία βγήκα έξω, αγόρα εισιτήρια για εμένα και τον Σ, και τραβούσα φωτογραφίες της Κλαυθμώνος μέχρι να εμφανισθεί. Αργότερα, με αρκετή καθυστέρηση κάτσαμε να δούμε το Cannibal Holocaust, του οποίου η σύνοψη στο πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα δελαστική. Γυρισμένη το 1980, και με μια σχετική παραφιλολογία (απαγορεύσεις κι άλλα) από πίσω της, η ταινία είναι σίγουρα ένα πάρα πολύ καλό ιστορικό δείγμα για το είδος, αποκαλύπτοντας από που πήραν την ιδέα οι δημιουργοί του The Blair Witch Project για το shock mockumentary τους. Αν και ολόκληρο το κοινό μπήκε ελπίζοντας για ένα λουτρό αίματος, η αλήθεια είναι πως μάλλον απογοητευτήκαμε σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό. Οι βίαιες σκηνές είναι λιγότερες από ότι θα περίμενε και θα ήθελε κανείς, ενώ και αυτές είναι επίτηδες κακογυρισμένες με το shock value να κυμαίνεται στα επίπεδα της αμηχανίας ελέω του υπερβολικού ρεαλισμού, των φυσικών περιορισμών (λόγω του σεναριακού υποβάθρου) στη κίνηση της κάμερας, της σύντομης διάρκειας, και του μονότονα αποκαλυπτικού φωτισμού. Η πιο ανατριχιαστική στη πραγματικότητα είναι η σφαγή της (πέρα για πέρα αληθινής) χελώνας. Obviously animals were harmed and abused during the making of this film. Από την άλλη όμως, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία, καταλαβαίνει κανείς πόσο μπροστά ήταν για την εποχή του ήταν το έργο του Deodato, το οποίο παράλληλα με φρικαλέες επιταγές του Giallo, σχολιάζει και τη δυτική κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του εμπορίου της πληροφόρησης. Η παραγωγή και η επιμέλεια των mockumentary σκηνών είναι λεπτομερής και φοβερά προσεγμένη, προδίδοντας μια αξιέπαινη φιλοδοξία. Μια ταινία μάθημα στη τέχνη της ανθυποβολλής, το The Cannibal Holocaust δικαίως 27 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του, διατηρεί τους φανατικούς της οπαδούς.

Didn't like:

- The awkward seats I was getting despite my early bookings.
- The unforgiving delays in the schedule. Some of us do work.... (λέμε τώρα).

Liked:

- That once again, despite my relative apathy and confusion with regards to the schedulle, I goy my one movie.

Blackberry award for the night:

La Zona is the victim of misfortunate schedulle placing, and unfortunatelly it will taste the bitter-sweet flavour of the award.

Best movie of the night:

Le Scaphandre Et Le Papillοn obviously.

Best movie so far:

When you have it, you have it. Le Scaphandre Et Le Papillοn escapes from the projection screen and takes you over in an apocalyptic journey.

Blackberry award so far:

The last day is approaching fast (just tomorrow!) and the Voyeurs seem very eager to keep this.

Schedule pamphlet status at the time of writing:

At last, blissful and rewarding.

No comments: