Όλη μέρα πάσχιζα να μείνω όρθιος, αλλά η κούραση ήταν φοβερή. Αφού ολοκλήρωσα το προηγούμενο post, τα μάτια μου έκλεινα όποτε μπορούσαν αυθόρμητα ενώ και τα υπόλοιπα μέρη του αλαβάστρινου κορμιού μου δεν ήσαντε και πολύ πρόθυμα να συνεχίσουν να εργάζονται. Σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς κατάφερα και κοιμήθηκα περίπου δέκα φορές, από 5 με 10 λεπτά η φορά. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες ανέβηκα κέντρο όπου έφτασα αρκετά νωρίτερα δίνοντας μου χρόνο να πάρω με άνεση τα εισητηριάκια μου και να ξεκουραστώ στο Toy Cafe ξεφυλλίζοντας ένα σωρό zines. Αντί να πάρω καφέ, το έπαιξα κουλ αλέξης και πήρα χυμό προς αναπλήρωση χαμένων δυνάμεων. Μέγα λάθος.
I have never heard of Nina Menkes before, and to be honest I don't think she is going to hold it against me. Given my sleep deprivation, and the style of the movie, I should have foreseen my inadequacy in keeping up. It is not that I missed a whole shot or something, they are stretched out and slow enough not to miss much if you happen to loose conscious for ten or twenty seconds. In fact, in all sincerity, coming in and out of of it, probably enhanced my experience if anything, since I really doubt if I would have been able to keep up or understand much had I not been sleepy. It is not like Phantom Love opens up itself with ease with it's black and white photography, mostly crisp but on occasions very blurry. In fact, the clearest of all its elements has to be it's title! Given my inferiority complex, I hold in great respect anything I cannot understand, and that usually arrives in the shape of surrealism, since in many occasions the process is equally important as the result itself if not more. Phantom Love dwells ... well in fact I am not sure that it dwells into something at all, but nonetheless we definitely do have the female protagonist involved in a good number of dream and memory sequences, and her rather dysfunctional relationship with her mother as well as her troubled sister (although at times I thought that the 2 sisters were the same person....), a past war and misfortune, a fragmented sex scene, a rather clear reference to an absent father with all the necessary consequences, and a few other elements that synthesize the film. Dialogue is kept to an absolute minimum, while the photography and the mood setting are desperately slow (that did not help at all) and a generous attempt shot at being airy and invoking. Coming to think about it, it was rather nice to fall in and out of sleep, since every time I did my brain was unintentionally racing to create dialogues and extend the scenes as it pleased, so in a sense I managed to watch two movies instead of one!
Anyways, Phantom Love seems to be far more interesting, and naturally much more demanding than Phantom Menace (yeap, that is Star Wars I you artsy bastards), and all in all, I feel the Menkes special was a definitely good addition for the festival. Once the movie finished I obviously rushed to grab a double espresso, than listening to the Q&A session that would disillusion my limited impression and my future wish to see it again.
Όχι, πως ο espresso βοήθησε και πολύ. Όπως όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά, ειδικά από τις άπειρες νυσταλέες πρωινές διδακτικές ώρες στο σχολείο ή και το πανεπιστήμιο (κυρίως το δεύτερο...) ότι και να κάνεις (εκτός φυσικά άμα χτυπηθείς με μια σύρριγγα αδρεναλίνης), ο οργανισμός σου χρειάζεται ένα όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να περάσει από τη ζώνη του λυκόφωτος (τη φάση δηλαδή που το κεφάλι σου γίνεται το εκκρεμές του Φουκώ και εσύ αναζητείς διάφορους τρόπους για να πονέσεις τον εαυτό σου μπας και μείνεις ξύπνιος) στην ημιζώντανη κατάσταση, όπου πλέον έχεις επανακτήση την υπερδιέγερσή του γνωρίζοντας πως μετά από 5 με 6 ώρες η κατατονία θα γίνει η καλύτερή σου φίλη.
Συνεχίζοντας λοιπόν στα ίδια περίπου αϋπνίας, με χάρη δεκαθλητή όρμηξα στον αριστερό εξώστη του Αττικόν. Όλα μια συνήθεια είναι, και οι ήρωες της ταινίας το έχουν νιώσει καλά στο πετσί τους. Το Du Levande (Εσείς οι ζωντανοί) είναι μια εύθυμη και γεμάτη black humour ταινία, ένα μεθυσμένο και άρρωστα χαρούμενο τραγούδι αφιερωμένο στη παρακμή και στη ρομαντική ανακωχή, το οποίο δεν αναλώνεται σε βαρυσήμαντες τοποθετήσεις ή υπαρξιακές σοφιστείες, αλλά με σύνθημα το 'Και αύριο μέρα είναι' (μια ανάποδη είναι εκδοχή του carpe diem αν θέλετε), οι burlesque και η αλήθεια είναι κουρασμένοι ήρωες της, συνεχίζουν να αναπνέουν με σημείο αναφοράς μια μπάντα κηδειών και τα τραγούδια της, έναν ιστό από λεπτομέρειες της μίζερης ζωής τους, διάσπαρτες αμπελοφιλοσοφίες, μια μπυραρία, και τα αγχωλυτικά όνειρα που έχουν (ένα εκ των οποίων βγαίνει αληθινό στο τέλος!), σε μια ευρηματική και υψηλού επιπέδου σάτιρα της ίδιας της ζωής που σίγουρα κάνει τους Monty Pythons υπερήφανους, χωρίς όμως απαραίτητα να γελάς αλλά ούτε και να κλαις.
Ούτε σκοτεινό, αλλά ούτε και χρωματιστό, το έργο αποκλείοντας οποιοδήποτε σκηνικό ή στήσιμο, δεν μπαίνει στη διαδικασία του να προσφέρει άλλη μια υπαρξιακή θεωρία, αλλά πετάει στη πυρά τόμους φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και αγωνιών, χορεύοντας γύρω από αυτή, τραγουδώντας και μεθόντας. Δε βαριέσαι, και αύριο μέρα είναι. Κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο ο σκηνοθέτης κινείται υπέροχα, λίγο νοσηρά και πολύ διασκεδαστικά, δίνοντας αξία και σημασία στη βρωμιά, τη μοναξιά και τη βαρεμάρα και ματαιότητα της απόγνωσης, απομυθωποιώντας συνεχώς μια πλειάδα αξιών, τόσο κινηματογραφικών όσο και υπαρξιακών, χωρίς να είναι αναρχικό, αλλά καλύτερα απλά απαθές και σαρκαστικό. Όσο για το θάνατο; Τιμωρία, στη ρομαντική του γωνία με το ένα πόδι στον τοίχο, έναυσμα για ένα ακόμη τραγούδι, και άμα έρθει θα έρθει, και άμα μας τρομάζει, το κρατάμε για λίγο μυστικό. Ο έρωτας; Εφήμεροι τραυματισμοί της νιότης. Βέβαια η ταινία δεν συνιστάται για τα παιδιά της θετικής ενέργειας, αλλά είναι όντως μια εναλλακτική και πικρόγλυκη πρόταση, ένας ύμνος για τους τρελλούτσικους losers που κρύβουμε μέσα μας, μια ταινία αμαρτωλή, αυτοσαρκαστική και σίγουρα ανθρώπινη.... από μια άλλη ματιά.
Βγαίνοντας από το Αττικόν σαφώς πιο ευχαριστημένος και ευδιάθετος (φταίει άλλο ένας διπλός espresso και μια Lacta αμυγδάλου που έφαγα στο διάλειμμα), βρίσκω τους ΧΧ, και μαζί με μια στρατιά πρώην πάνκερς, νυν αστών, και διάφορους άλλους μπαίνουμε και γεμίζουμε εν ριπή οφθαλμού την αίθουσα. Εισητήριο δεν είχα, αλλά επωφελήθηκα των γνωστών διαδικασιών με τις αδιάθετες προσκλήσεις και έτσι είχα την ευκαιρία να το Joe Strummer: The Future is Unwritten. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό ή αποκαλυπτικό, και πέφτοντας στη γνωστή παγίδα οποιουδήποτε βιογραφικού ντοκυμαντέρ, το The Future is Unwritten, συγκεντρωμένο γύρω από αυστοσχέδιες εκδρομικές φωτιές, παραμένει ιδιαίτερα χρήσιμο και διδακτικό, ειδικότερα για όσους δεν είχαν το προνόμιο να ακούσουν καλά τους Clash και να γνωρίσουν την Punk μουσική από την καλή της πλευρά. Γαλήνιο και επικεντρωμένο κυρίως σε αυτά που ήθελε ο ίδιος ο Strummer να πει στη πορεία του, αποφεύγει τη κλασσική συνταγή αλλά όχι και το γνώριμο ύφος του είδους. Όπως και να έχει είναι σίγουρα μια ταιριαστή προσθήκη στο μουσικό ντοκυμαντέρ προσφέροντας τις πάντα ευπρόσδεκτες μαρτυρίες του γύρω από τη saga της punk, της οποίας οι groupies θα πρέπει κάποια στιγμή να το δουν. Θα συνέχιζα με την θεωρητικά πιο διαστροφική ταινία του φεστιβάλ, το Tras el Cristal, αλλά τελικά πήγαμε για ένα ποτάκι με τα παιδιά στο Stand και έτσι εξοικονόμησα μερικές πολύτιμες ώρες ύπνου.
Didn't like:
- Που έχανα συνεχώς τα στυλό μου. Άντε να κρατήσεις σημειώσεις στο μυαλό σου ενώ έχεις να κοιμηθείς από τον καιρό της λάσπης!
- The new color scheme in the Apollon theatre.
- Double espressos which are not quite as double as I would like them to be.
Liked:
- The new color scheme in the Apollon theatre.
- The standard policy on unclaimed invitations.
Anyways, Phantom Love seems to be far more interesting, and naturally much more demanding than Phantom Menace (yeap, that is Star Wars I you artsy bastards), and all in all, I feel the Menkes special was a definitely good addition for the festival. Once the movie finished I obviously rushed to grab a double espresso, than listening to the Q&A session that would disillusion my limited impression and my future wish to see it again.
Όχι, πως ο espresso βοήθησε και πολύ. Όπως όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά, ειδικά από τις άπειρες νυσταλέες πρωινές διδακτικές ώρες στο σχολείο ή και το πανεπιστήμιο (κυρίως το δεύτερο...) ότι και να κάνεις (εκτός φυσικά άμα χτυπηθείς με μια σύρριγγα αδρεναλίνης), ο οργανισμός σου χρειάζεται ένα όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να περάσει από τη ζώνη του λυκόφωτος (τη φάση δηλαδή που το κεφάλι σου γίνεται το εκκρεμές του Φουκώ και εσύ αναζητείς διάφορους τρόπους για να πονέσεις τον εαυτό σου μπας και μείνεις ξύπνιος) στην ημιζώντανη κατάσταση, όπου πλέον έχεις επανακτήση την υπερδιέγερσή του γνωρίζοντας πως μετά από 5 με 6 ώρες η κατατονία θα γίνει η καλύτερή σου φίλη.
Συνεχίζοντας λοιπόν στα ίδια περίπου αϋπνίας, με χάρη δεκαθλητή όρμηξα στον αριστερό εξώστη του Αττικόν. Όλα μια συνήθεια είναι, και οι ήρωες της ταινίας το έχουν νιώσει καλά στο πετσί τους. Το Du Levande (Εσείς οι ζωντανοί) είναι μια εύθυμη και γεμάτη black humour ταινία, ένα μεθυσμένο και άρρωστα χαρούμενο τραγούδι αφιερωμένο στη παρακμή και στη ρομαντική ανακωχή, το οποίο δεν αναλώνεται σε βαρυσήμαντες τοποθετήσεις ή υπαρξιακές σοφιστείες, αλλά με σύνθημα το 'Και αύριο μέρα είναι' (μια ανάποδη είναι εκδοχή του carpe diem αν θέλετε), οι burlesque και η αλήθεια είναι κουρασμένοι ήρωες της, συνεχίζουν να αναπνέουν με σημείο αναφοράς μια μπάντα κηδειών και τα τραγούδια της, έναν ιστό από λεπτομέρειες της μίζερης ζωής τους, διάσπαρτες αμπελοφιλοσοφίες, μια μπυραρία, και τα αγχωλυτικά όνειρα που έχουν (ένα εκ των οποίων βγαίνει αληθινό στο τέλος!), σε μια ευρηματική και υψηλού επιπέδου σάτιρα της ίδιας της ζωής που σίγουρα κάνει τους Monty Pythons υπερήφανους, χωρίς όμως απαραίτητα να γελάς αλλά ούτε και να κλαις.
Ούτε σκοτεινό, αλλά ούτε και χρωματιστό, το έργο αποκλείοντας οποιοδήποτε σκηνικό ή στήσιμο, δεν μπαίνει στη διαδικασία του να προσφέρει άλλη μια υπαρξιακή θεωρία, αλλά πετάει στη πυρά τόμους φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και αγωνιών, χορεύοντας γύρω από αυτή, τραγουδώντας και μεθόντας. Δε βαριέσαι, και αύριο μέρα είναι. Κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο ο σκηνοθέτης κινείται υπέροχα, λίγο νοσηρά και πολύ διασκεδαστικά, δίνοντας αξία και σημασία στη βρωμιά, τη μοναξιά και τη βαρεμάρα και ματαιότητα της απόγνωσης, απομυθωποιώντας συνεχώς μια πλειάδα αξιών, τόσο κινηματογραφικών όσο και υπαρξιακών, χωρίς να είναι αναρχικό, αλλά καλύτερα απλά απαθές και σαρκαστικό. Όσο για το θάνατο; Τιμωρία, στη ρομαντική του γωνία με το ένα πόδι στον τοίχο, έναυσμα για ένα ακόμη τραγούδι, και άμα έρθει θα έρθει, και άμα μας τρομάζει, το κρατάμε για λίγο μυστικό. Ο έρωτας; Εφήμεροι τραυματισμοί της νιότης. Βέβαια η ταινία δεν συνιστάται για τα παιδιά της θετικής ενέργειας, αλλά είναι όντως μια εναλλακτική και πικρόγλυκη πρόταση, ένας ύμνος για τους τρελλούτσικους losers που κρύβουμε μέσα μας, μια ταινία αμαρτωλή, αυτοσαρκαστική και σίγουρα ανθρώπινη.... από μια άλλη ματιά.
Βγαίνοντας από το Αττικόν σαφώς πιο ευχαριστημένος και ευδιάθετος (φταίει άλλο ένας διπλός espresso και μια Lacta αμυγδάλου που έφαγα στο διάλειμμα), βρίσκω τους ΧΧ, και μαζί με μια στρατιά πρώην πάνκερς, νυν αστών, και διάφορους άλλους μπαίνουμε και γεμίζουμε εν ριπή οφθαλμού την αίθουσα. Εισητήριο δεν είχα, αλλά επωφελήθηκα των γνωστών διαδικασιών με τις αδιάθετες προσκλήσεις και έτσι είχα την ευκαιρία να το Joe Strummer: The Future is Unwritten. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό ή αποκαλυπτικό, και πέφτοντας στη γνωστή παγίδα οποιουδήποτε βιογραφικού ντοκυμαντέρ, το The Future is Unwritten, συγκεντρωμένο γύρω από αυστοσχέδιες εκδρομικές φωτιές, παραμένει ιδιαίτερα χρήσιμο και διδακτικό, ειδικότερα για όσους δεν είχαν το προνόμιο να ακούσουν καλά τους Clash και να γνωρίσουν την Punk μουσική από την καλή της πλευρά. Γαλήνιο και επικεντρωμένο κυρίως σε αυτά που ήθελε ο ίδιος ο Strummer να πει στη πορεία του, αποφεύγει τη κλασσική συνταγή αλλά όχι και το γνώριμο ύφος του είδους. Όπως και να έχει είναι σίγουρα μια ταιριαστή προσθήκη στο μουσικό ντοκυμαντέρ προσφέροντας τις πάντα ευπρόσδεκτες μαρτυρίες του γύρω από τη saga της punk, της οποίας οι groupies θα πρέπει κάποια στιγμή να το δουν. Θα συνέχιζα με την θεωρητικά πιο διαστροφική ταινία του φεστιβάλ, το Tras el Cristal, αλλά τελικά πήγαμε για ένα ποτάκι με τα παιδιά στο Stand και έτσι εξοικονόμησα μερικές πολύτιμες ώρες ύπνου.
Didn't like:
- Που έχανα συνεχώς τα στυλό μου. Άντε να κρατήσεις σημειώσεις στο μυαλό σου ενώ έχεις να κοιμηθείς από τον καιρό της λάσπης!
- The new color scheme in the Apollon theatre.
- Double espressos which are not quite as double as I would like them to be.
Liked:
- The new color scheme in the Apollon theatre.
- The standard policy on unclaimed invitations.
Blackberry award for the night:
This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.
Best movie of the night:
This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.
Best movie so far:
This service has been temporarily suspended due to a malfunction to our critical faculties. We apologise for any inconvenience.
Blackberry award so far:
I might have lost my sleep, but I still hold firm on my original position: Eagle vs. Shark is a flop worthy of my poison.
Schedule pamphlet status at the time of writing:
Unforgiving and dangerously close to joining an LSD addiction support group.
No comments:
Post a Comment