Όπως κάθε φεστιβαλική Κυριακή, έτσι κι αυτή αποδείχτηκε ήρεμη. Για Τρίτη φορά μέσα σε τέσσερις μέρες πήγα στο Δαναό, χωρίς όμως να προλάβω τη προβολή των ταινιών μικρού μήκους, αλλά δεν στεναχωρήθηκα κι ιδιαίτερα. Αν και το συμπαθώ το είδος, δε με συγκινεί φοβερά. Νομίζω θα ήταν πιο ενδιαφέρον αν πριν από κάθε ταινία παίζανε και μια, κάτι σαν ένα mini double feature. Όταν αποκτήσω τον πρώτο μου κινηματογράφο εγώ έτσι θα τη κάνω τη δουλειά. Με τα εισητήρια στο χέρι πήγα για φαϊ στο Επί της Πανόρμου, και μετά από μια ώρα και κάτι βρήκα την Α και πήγαμε πρώτη θέση πίστα, με συγχωρείτε, σειρά ήθελα να πω, στο Δαναό 2, για να δούμε το In Memoria di Me (Στη Μνήμη του Εαυτού μου) μια ιταλική παραγωγή κεντραρισμένη γύρω από τα ερωτήματα και την συμβίωση ασκούμενων μοναχών σε ένα μοναστήρι στη Βενετία.
Αν και δεν θα έπρεπε, το In Memoria di Me, καταφέρνει και είναι αρκετά περίεργο χάρη κυρίως στις σεναριακές οδούς πάνω στις οποίες πλανάται. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα υπαρξιακό δοκίμιο με βασικό άξονα τη θεολογία και την ανθρώπινη εικοινωνία, αφού με σταθερό και σχεδόν γαλήνιο ρυθμό ο Saverio Constanzo αγγίζει πάρα πολλά θέματα (χωρίς όμως να σε κουράζει ή να σε πνίγει), όπως η υπεροψία, η πραγματική πίστη, ο ρόλος της εκκλησίας στην κοινωνία και η θρησκοληψία, οι περίεργες πραγματικότητες της μοναχικής ζωής, η πνευματική άσκηση, η οικονομία στο προφορικό λόγο, ο εσωτερικός εξουσιασμός της θρησκείας, η ανθρώπινη περιέργεια, η αμφισβήτηση, η υποκρισία, οι πρωσοπικές αδυναμίες και τα νοητά και φυσικά κελύφη που δημιουργούμε για να αποσυρθούμε. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, το θεολογικό συμπέρασμα της ταινίας είναι ανάλογο του Du Levande, αφού μέσω των αντιθετικών διαλόγων και χαρακτήρων προτάσσει την ουσιαστική ανυπαρξία διαφοράς μεταξύ της ιερατικής και της κοσμικής ζωής, χάρη στις συνεχείς αντιστοιχίες οι οποίες υπάρχουν και την ίδια την φύση των ανθρώπων. Βέβαια για να το πετύχει αυτό, υιοθετεί μια λογική αποσύνθεσης και αποδόμησης βασικών αξιών, σχηματίζοντας ανατρεπτικές θεωρήσεις όπως, ο θεός στη πραγματικότητα είναι αδύναμος, η πίστη βασίζεται πρωτίστως στην αποκύρρηξή της, η αγάπη δεν υπάρχει χωρίς πρώτα να περιθωροποιηθεί ως κάτι το αδύνατο, κερδίζεις τα πάντα χάνοντας τα όλα, ανακαλύπτεις την ελευθερία στον πενυματικό και σωματικό εγκλωβισμό. Στο τέλος άλλωστε και οι δύο δρόμοι, ανάλογα με το χαρακτήρα του καθενός είναι εξίσου αποδεκτοί, άρα ουσιαστικά δεν έχει σημασία το περιεχόμενο της αφοσίωσης σου σε κάτι όσο η προσωπική ευχαρίστηση από αυτό. Με άλλα λόγια, τα υπαρξιακά ζητήματα δεν μπορούν να εξερευνηθούν και να λυθούν με κάποια συγκεκριμένη διαδρομή ή συνταγή, αλλά στον καθένα ξεχωριστά η λύση, ή ο τρόπος απαντάται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα όχι απαραίτητα με τις επιθυμίες του καθενός, αλλά κατά πόσο το αποτέλεσμα ταιριάζει στον ίδιο.
Όμως αντίστοιχα ερωτήματα υπαρξιακά μπορούν να τεθούν για την ίδια τη ταινία. Τι είναι αυτή η ταινία δηλαδή; Μήπως το υπαρξιακό ζήτημα κατασκευάζεται ως σκηνικό για να διαδραματιστεί ένα μινιμαλιστικό δράμα χαρακτήρων και προσωπικοτήτων; Ο Constanzo με πολύ προσοχή και μαεστρία έχει δημιουργήσει πολύ λεπτούς κώδικες επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων του με τους βουβούς διαλόγους που εκφέρονται μέσω βλεμμάτων, της στάσης των σωμάτων, τις κινήσεις των χεριών, και αδιευκρίνηστους ψίθυρους που μαζί με την μουσική υπόκρουση και τη φωτογραφία συμβάλλουν τα μέγιστα στην επιβολλή του ύφους αλλά και στην εξέλιξη της πλοκής. Η περίφημη 'σιωπή' του μοναστηριού αντηχεί εκκωφαντικά με τα μυστικά, τα ψέματα και τις αλήθειες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους και τα κελιά. Με ακόμα όμως μεγαλύτερο προβληματισμό πρέπει κάποιος να αντιμετωπίσει το κυρίο σκηνοθετικό κατασκεύασμα, δηλαδή το τεράστιο διάδρομο των ασκούμενων με τη φωτογένα τζαμαρία που βλέπει στη πόλη και τον άγνωστο ασθενή στο αναρρωτήριο. Πρόκειται μήπως για ένα βασικό πυρήνα αλληγορίας γύρω από τον οποίο θέλει να προδώσει τις προσωπικότητες των μοναχών, ή είναι ένα σεναριακό έναυσμα ώστε αυτές να ξεδιπλωθούν; Όπως και να έχει το μοναστηριακό μυστήριο διατηρείται, πάλι όχι δυναμικά, αλλά σταθερά και σχεδόν αιθέρια σε όλη τη ταινία, διατηρώντας τον αινιγματισμό του ως το τέλος. Άλλωστε και ο ηγούμενος της Μονής στο μονολογό του παραδέχεται πως στη πραγματικότητα το μυστήριο είναι αυτό που έχει σημασία στη πίστη.
Καταληκτικά λοιπόν, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο βάλσαμο. Χάρη στα γοητευτικά κενά που αιωρούνται, ο καθένας μπορεί να εκλάβει την ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, να απορρίψει ή να δεχθεί τους χαρακτήρες, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τη στάση τους γενικά να περιπλανηθεί σαν επισκεπτής στα διαδραματιζόμενα γεγονότα και να του αποτυπωθούν συγκεκριμένες εντυπώσεις, πάντα όμως χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, αλλά ανεπαίσθητα και φυσικά. Άλλωστε το In Memoria di Me, λειτουργεί σε παρελθόντα αφηγηματικό χρόνο και έτσι του συγχωρείται η παράλειψη επεξηγήσεων, τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται. Η πολύ καλά προσεγμένη σκηνοθεσία, οι απαραίτητες ερμηνείες, και η ατμόσφαιρα σε ρόλο πρωταγωνιστή παραδίδουν μια αινιγματική αλλά καθόλου προβληματική ταινία, η οποία μονάχα χάρη στη διακριτικότητα στερείται του ειδικού βάρους που θα της αξιζε.
Αντίστοιχα προσεκτική, αλλά από τελείως διαφορετική προοπτική είναι και η προσέγγιση του Yoshida Daihachi στη ταινία του, Funekedomo, kanashimi no ai wo misero (aka Funeke ή Funeke, show some love you losers!, ή Οικογένεια Αποτυχημένων στα ελλληνικά!). Αποστασιοποιώντας τον εαυτό του από τα σεναριακά του θύματα, κινείται πολύ εύστροφα πάνω σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ αρρωστημένης ειρωνίας και οικογενειακού δράματος. Όντως η οικογένεια της ταινίας είναι αρκούντως fucked up, με το μίσος και την αγάπη να εκφράζονται με περίεργους όρους, με κύρια έκφραση αγάπης την καταπίεση και την ψυχολογική εξάρτηση. Ο ιστός των σχέσεων συμπεριλαμβάνει μια υστερική αλλά και φοβερά κυνική (και ελαφρώς πουτάνα) ψωνάρα, έναν καταπιεστικό (και ελαφρώς αιμομίκτη) σύζυγο, μια αμύθητης υπομονής καταπιεσμένη (και εύθραυστη) σύζυγο, και μια αδίστακτη (και ελαφρώς αδιάκριτη ηδονοβλεπτική) manga artist. Σίγουρα η πιο 'χρωματιστή' ταινία που έχω δει ως τώρα (ανασάνανε τα μάτια μου μετά το πολύ γκρίζο!) χάρη στη ιαπωνική παράδοση στη φωτογραφία, αλλά και η πιο περίεργη κατά κάποιο τρόπο. Ειδικότερα στο πρώτο μισό, έχεις την εντύπωση πως μπροστά σου ξετυλίγεται ένα φοβερό δράμα καταδικασμένων στη μικρότητά τους χαρακτήρων, παρόλο που δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη δραματική ένταση ή κάποια συγκλονιστική ανατροπή, ενώ στη συνέχεια, καθώς το manga στοιχείο αναπτύσεται ολοένα, καταλαβαίνεις πως ο Daihachi στη πραγματικότητα διασκεδάζει με τη διαστροφή και την ανωμαλία των μελών της οικογένειας η οποία πρέπει να διαλυθεί για να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον. Ίσως αυτό το αλλόκοτο να μου προκύπτει εμένα, λόγω της δικής μου προκατάληψης απέναντι στις ιαπωνικές ταινίες, όπου η τραγωδία έχει μια χαρακτηριστική υπογραφή, και η σάτιρα και ο χαβαλές μια τελείως διαφορετικη. Όμως ο Daihachi αναχωρεί ελαφρώς από αυτή τη παράδοση, θυμίζοντας ανεπαίσθητα γλυκόπικρες κωμωδίες του δυτικού κινηματογράφου, ως ένα βαθμό βέβαια, αφού στο τέλος φροντίζει και το ξεσκίζει το ζήτημα. Χρησιμοποιώντας την παραλληλία του υποκριτικού ονείρου της μεγάλης αδερφής, και τις ουσιαστικά ουδέτερες ερμηνείες των ηθοποιών, ο Daihachi στήνει μια φάρσα, κάτι σαν μια κινηματογραφική εκδοχή γιαπωνέζικης σαπουνόπερας. Για κάποιοι ίσως όχι τόσο μυστήριο λόγο, έχω την αίσθηση πως θα ευχαριστηθώ πολύ περισσότερο άμα ξαναδώ τις συμφορές της οικογένειας Funuke, διασκεδάζοντας με το ιδιότροπο και χαρακτηριστικό humour της ταινίας. Τι να κάνεις; Αυτά παθαίνεις άμα δεν κάνεις shut down στον εγκέφαλο πριν δεις μια ταινία.
Didn't like:
- Τους μαλαάκες που αγοράζουν εισητήρια ή που κρατάνε προσκλήσεις και δεν εμφανίζονται ποτέ αφήνοντας άλλους απ' έξω. Άντε γαμηθείτε μαλάκες. Απλά.
- My attitude. Still.
Liked:
- Το κοκοράκι που έφαγα.
Όμως αντίστοιχα ερωτήματα υπαρξιακά μπορούν να τεθούν για την ίδια τη ταινία. Τι είναι αυτή η ταινία δηλαδή; Μήπως το υπαρξιακό ζήτημα κατασκευάζεται ως σκηνικό για να διαδραματιστεί ένα μινιμαλιστικό δράμα χαρακτήρων και προσωπικοτήτων; Ο Constanzo με πολύ προσοχή και μαεστρία έχει δημιουργήσει πολύ λεπτούς κώδικες επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων του με τους βουβούς διαλόγους που εκφέρονται μέσω βλεμμάτων, της στάσης των σωμάτων, τις κινήσεις των χεριών, και αδιευκρίνηστους ψίθυρους που μαζί με την μουσική υπόκρουση και τη φωτογραφία συμβάλλουν τα μέγιστα στην επιβολλή του ύφους αλλά και στην εξέλιξη της πλοκής. Η περίφημη 'σιωπή' του μοναστηριού αντηχεί εκκωφαντικά με τα μυστικά, τα ψέματα και τις αλήθειες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους και τα κελιά. Με ακόμα όμως μεγαλύτερο προβληματισμό πρέπει κάποιος να αντιμετωπίσει το κυρίο σκηνοθετικό κατασκεύασμα, δηλαδή το τεράστιο διάδρομο των ασκούμενων με τη φωτογένα τζαμαρία που βλέπει στη πόλη και τον άγνωστο ασθενή στο αναρρωτήριο. Πρόκειται μήπως για ένα βασικό πυρήνα αλληγορίας γύρω από τον οποίο θέλει να προδώσει τις προσωπικότητες των μοναχών, ή είναι ένα σεναριακό έναυσμα ώστε αυτές να ξεδιπλωθούν; Όπως και να έχει το μοναστηριακό μυστήριο διατηρείται, πάλι όχι δυναμικά, αλλά σταθερά και σχεδόν αιθέρια σε όλη τη ταινία, διατηρώντας τον αινιγματισμό του ως το τέλος. Άλλωστε και ο ηγούμενος της Μονής στο μονολογό του παραδέχεται πως στη πραγματικότητα το μυστήριο είναι αυτό που έχει σημασία στη πίστη.
Καταληκτικά λοιπόν, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο βάλσαμο. Χάρη στα γοητευτικά κενά που αιωρούνται, ο καθένας μπορεί να εκλάβει την ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, να απορρίψει ή να δεχθεί τους χαρακτήρες, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τη στάση τους γενικά να περιπλανηθεί σαν επισκεπτής στα διαδραματιζόμενα γεγονότα και να του αποτυπωθούν συγκεκριμένες εντυπώσεις, πάντα όμως χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, αλλά ανεπαίσθητα και φυσικά. Άλλωστε το In Memoria di Me, λειτουργεί σε παρελθόντα αφηγηματικό χρόνο και έτσι του συγχωρείται η παράλειψη επεξηγήσεων, τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται. Η πολύ καλά προσεγμένη σκηνοθεσία, οι απαραίτητες ερμηνείες, και η ατμόσφαιρα σε ρόλο πρωταγωνιστή παραδίδουν μια αινιγματική αλλά καθόλου προβληματική ταινία, η οποία μονάχα χάρη στη διακριτικότητα στερείται του ειδικού βάρους που θα της αξιζε.
Αντίστοιχα προσεκτική, αλλά από τελείως διαφορετική προοπτική είναι και η προσέγγιση του Yoshida Daihachi στη ταινία του, Funekedomo, kanashimi no ai wo misero (aka Funeke ή Funeke, show some love you losers!, ή Οικογένεια Αποτυχημένων στα ελλληνικά!). Αποστασιοποιώντας τον εαυτό του από τα σεναριακά του θύματα, κινείται πολύ εύστροφα πάνω σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ αρρωστημένης ειρωνίας και οικογενειακού δράματος. Όντως η οικογένεια της ταινίας είναι αρκούντως fucked up, με το μίσος και την αγάπη να εκφράζονται με περίεργους όρους, με κύρια έκφραση αγάπης την καταπίεση και την ψυχολογική εξάρτηση. Ο ιστός των σχέσεων συμπεριλαμβάνει μια υστερική αλλά και φοβερά κυνική (και ελαφρώς πουτάνα) ψωνάρα, έναν καταπιεστικό (και ελαφρώς αιμομίκτη) σύζυγο, μια αμύθητης υπομονής καταπιεσμένη (και εύθραυστη) σύζυγο, και μια αδίστακτη (και ελαφρώς αδιάκριτη ηδονοβλεπτική) manga artist. Σίγουρα η πιο 'χρωματιστή' ταινία που έχω δει ως τώρα (ανασάνανε τα μάτια μου μετά το πολύ γκρίζο!) χάρη στη ιαπωνική παράδοση στη φωτογραφία, αλλά και η πιο περίεργη κατά κάποιο τρόπο. Ειδικότερα στο πρώτο μισό, έχεις την εντύπωση πως μπροστά σου ξετυλίγεται ένα φοβερό δράμα καταδικασμένων στη μικρότητά τους χαρακτήρων, παρόλο που δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη δραματική ένταση ή κάποια συγκλονιστική ανατροπή, ενώ στη συνέχεια, καθώς το manga στοιχείο αναπτύσεται ολοένα, καταλαβαίνεις πως ο Daihachi στη πραγματικότητα διασκεδάζει με τη διαστροφή και την ανωμαλία των μελών της οικογένειας η οποία πρέπει να διαλυθεί για να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον. Ίσως αυτό το αλλόκοτο να μου προκύπτει εμένα, λόγω της δικής μου προκατάληψης απέναντι στις ιαπωνικές ταινίες, όπου η τραγωδία έχει μια χαρακτηριστική υπογραφή, και η σάτιρα και ο χαβαλές μια τελείως διαφορετικη. Όμως ο Daihachi αναχωρεί ελαφρώς από αυτή τη παράδοση, θυμίζοντας ανεπαίσθητα γλυκόπικρες κωμωδίες του δυτικού κινηματογράφου, ως ένα βαθμό βέβαια, αφού στο τέλος φροντίζει και το ξεσκίζει το ζήτημα. Χρησιμοποιώντας την παραλληλία του υποκριτικού ονείρου της μεγάλης αδερφής, και τις ουσιαστικά ουδέτερες ερμηνείες των ηθοποιών, ο Daihachi στήνει μια φάρσα, κάτι σαν μια κινηματογραφική εκδοχή γιαπωνέζικης σαπουνόπερας. Για κάποιοι ίσως όχι τόσο μυστήριο λόγο, έχω την αίσθηση πως θα ευχαριστηθώ πολύ περισσότερο άμα ξαναδώ τις συμφορές της οικογένειας Funuke, διασκεδάζοντας με το ιδιότροπο και χαρακτηριστικό humour της ταινίας. Τι να κάνεις; Αυτά παθαίνεις άμα δεν κάνεις shut down στον εγκέφαλο πριν δεις μια ταινία.
Didn't like:
- Τους μαλαάκες που αγοράζουν εισητήρια ή που κρατάνε προσκλήσεις και δεν εμφανίζονται ποτέ αφήνοντας άλλους απ' έξω. Άντε γαμηθείτε μαλάκες. Απλά.
- My attitude. Still.
Liked:
- Το κοκοράκι που έφαγα.
Blackberry award for the night:
See below. Rule of exclusion does not apply tonight.
Best movie of the night:
Δεν είμαι τόσο ήλιθιος ώστε να συγκρίνω δύο ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, αλλά η αλήθεια είναι πως το In Memoria di Me μου άφησε περισσότερες και καλύτερες εντυπώσεις.
Best movie so far:
I suddenly now how it feels to be a woman and shopping for shoes.
Blackberry award so far:
Could someone please post the award to the cinematic criminals that made Eagle vs. Shark? Oh, nevermind, too expensive to send it to New Zealand.
Best movie of the night:
Δεν είμαι τόσο ήλιθιος ώστε να συγκρίνω δύο ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, αλλά η αλήθεια είναι πως το In Memoria di Me μου άφησε περισσότερες και καλύτερες εντυπώσεις.
Best movie so far:
I suddenly now how it feels to be a woman and shopping for shoes.
Blackberry award so far:
Could someone please post the award to the cinematic criminals that made Eagle vs. Shark? Oh, nevermind, too expensive to send it to New Zealand.
Schedule pamphlet status at the time of writing:
Forgiving, with claws half retracted.
Celebrity viewing (not a regular feature):
Δήμητρα Ματσούκα ;!;!;!;! (δεν είμαι και σίγουρος δηλαδή...)
Σχολιάκι:
Όπως και πέρσι έχω την ίδια αγωνία. Ακόμα δεν έχω δει κάποια ταινία που να μου γαμήσει τα μυαλά και τη ψυχή, μια ταινία με αρχίδια μεγάλα σαν καρπούζια. Είναι κι αυτό το ξενερωτικό αφιέρωμα στο Grindhouse, η αποφυγή μου για ταινίες που αργότερα θα βγουν (έχω βαρεθεί να λέω, ναι το είδα στο φεστιβάλ....), και έτσι οι επιλογές έχουν περιορισθεί φοβερά. Μια ζωή γκρίνια ο πούστης....
Υ.Γ. Ρε παιδιά, αντί να βρέξει νεράκι του όποιου θεού, έβρεξε goal. Βραζιλία των Βαλκανίων λέει;
Σχολιάκι:
Όπως και πέρσι έχω την ίδια αγωνία. Ακόμα δεν έχω δει κάποια ταινία που να μου γαμήσει τα μυαλά και τη ψυχή, μια ταινία με αρχίδια μεγάλα σαν καρπούζια. Είναι κι αυτό το ξενερωτικό αφιέρωμα στο Grindhouse, η αποφυγή μου για ταινίες που αργότερα θα βγουν (έχω βαρεθεί να λέω, ναι το είδα στο φεστιβάλ....), και έτσι οι επιλογές έχουν περιορισθεί φοβερά. Μια ζωή γκρίνια ο πούστης....
Υ.Γ. Ρε παιδιά, αντί να βρέξει νεράκι του όποιου θεού, έβρεξε goal. Βραζιλία των Βαλκανίων λέει;
No comments:
Post a Comment