Pages

Sunday, January 29, 2012

Ο άνθρωπος που πέθανε από τον πολύ ύπνο



Δεν ήταν μικρός, ούτε καινούριος, είχε ζήσει τόσα άλλωστε, κι όμως έφτασε μέχρι εδώ, τόσο χαμηλά. Ίσως επειδή είχε δει από κοντά όλα εκείνα τα μεγάλα, όλα τα σπουδαία, όλα αυτά που γίνονται ταινίες τώρα, με μπόλικο αίμα και ακόμη περισσότερη λάσπη, όλα εκείνα τα τρομοκρατικά, όλες εκείνες οι θυμήσεις που γίνανε εμπόριο, αγοραία συνείδηση. Από την κάστα των βετεράνων είχε δει πράγματι πολλά, ίσως τα περισσότερα από τους υπολοίπους στο σύνδεσμο που διατηρούσαν οι παλιοί του συμπολεμιστές.  


Τόσοι πολέμοι, τόσες μάχες, τόσα τραύματα, τόσα θύματα και κορόιδα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον 1ο Έγχρωμο Τηλεοπτικό πόλεμο, την πεντηκονταετία του Μεγάλου Καταναλωτισμού, τα πυρηνικά μανιτάρια των διαφημιστικών, τις εκατόμβες των στεγαστικών, τα χαρακώματα στη Σοφοκλέους -πούλα, πούλα του λέγανε, τι να κάνει πούλαγε, αγόραζε, αγόραζε έλεγαν οι άλλοι, τι να κάνει, αγόραζε κι αυτός. Κάποιοι τελειωμένοι κάθονταν πια στις λαϊκές και με πεντοδίφραγκα είχαν στήσει μια αγορά παραγώγων γύρω από τις τιμές των ζαρζαβατικών μέχρι που τους έδιωξαν οι γιαγιάδες μετά το σκάνδαλο με τις μπανάνες. Άλλοι, πιο πολλοί αυτοί, σύντροφοί του είχαν αυτοκτονήσει χαράσσοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους με πιστωτικές κάρτες πριν καν έρθουν οι μηχανές, τα ψηφιακά φίδια, εκείνα τα πολύπλοκα μεταξωτά δίκτυα που τους είχαν ακινητοποιήσει όλους. Άλλοι είχαν πνιγεί στα νευρικά ναυάγια που προκάλεσαν οι γραφειοτρικυμμίες κι άλλοι είχαν αιχμαλωτιστεί και οδηγηθεί στα στρατόπεδα ψυχαναγκαστικής εργασίας, ενώ πολλοί είχαν χαθεί στα ναρκοπέδια των διορισμών.


Που και που μαζευόντουσαν οι επιζήσαντες και κάνανε αντιπολεμικές πορείες – παράλληλα με το σήμα της Μερτσέντες, τα πλακάτ τους πλαισίωναν και τις απαιτήσεις τους για μερικά ακόμη καταναλωτικά δάνεια, ίσα ίσα να βγάλουν τις εκπτώσεις, μην χάσουν τώρα που είναι ευκαιρία. Μα δεν είχε και τόση σημασία, είχανε γίνει συνήθεια, μέρος του τοπίου πλάι στη νεκρή φύση στη πινακοθήκη του μεγάλου βασιλιά. Δουλειά φυσικά δεν υπήρχε, ακόμα φύτρωναν τοξικές εστίες ανεργίας δίπλα από τα βομβαρδισμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης όσο η πανούκλα της μαύρης εργασίας θέριζε πια και στις πιο σοβαρές των θέσεων. Οι δρόμοι αδειανοί και οι φίλοι χαμένοι κι αυτοί, κάποιοι μετανάστευσαν στο 1ο διδακτορικό κύμα μαζί με τα γκάτζετς τους, κι άλλοι ζευγάρωσαν για να γλυτώνουν τίποτα μαρούλια στα έξοδα της θέρμανσης. Λίγα είχαν σημασία πια όμως όπως είπαμε, μόνο ο καφές του και το τσιγάρο του, σταθερές αξίες. 


Μια μέρα σηκώθηκε από το κρεβάτι του, μα άλλαξε γνώμη όπως και πλευρό - μόλις είχε τελειώσει ο καφές, και άλλωστε μπορούσε να καπνίζει από το κρεβάτι του. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα τελείωσε και ο καπνός του. Ξανακοιμήθηκε. Στιγμές, στιγμές ξυπνούσε ή ακροβατούσε μεταξύ συνείδησης και λήθης, πάντα επιλέγοντας να ξεγλιστρήσει προς την τελευταία. Εν τέλει, κάποια απροσδιόριστη ώρα σηκώθηκε και αποφάσισε πως δεν γινόταν να συνεχίσει έτσι και έπρεπε να σοβαρευτεί. Τα περισσότερα ρούχα τα είχε στο πλυντήριο και έτσι κατέβηκε μονάχα με τη πυτζάμα κι ένα φουτεράκι, πήρε τσιγάρα μα ξέχασε τον καφέ. Ήταν αφηρημένος, μια κακοτεχνία σκέτη.


Διάβασε λίγο ένα φθηνό βιβλίο μέχρι να τον πάρει τηλέφωνο ο ύπνος και του ζήτησε να τον πάρει λίγο, παράκληση την οποία φυσικά δε μπορούσε να αρνηθεί. Έτσι συνέχισε να κοιμάται, μα η προβληματική του διατροφή τις τελευταίες ημέρες δεν του επέτρεπε να ακροβατεί πια μεταξύ της συνείδησης και της λήθης, μα απλά να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην τελευταία. Από ένα σημείο και μετά ήταν χαμένος και ασυγκίνητος μονάχα στα όνειρα και τους εφιάλτες του – κάποιος θα πιθανολογούσε πως αυτή ήταν η πραγματικότητα, και πως οι εφιάλτες ήταν οι αποτυχίες των ονείρων του. Μα όχι, κοιμόταν πραγματικά και με ρυθμό σταθερό το σφουγγαράκι που είχε στο κρανίο του εναλλασόταν μεταξύ βαθύ ύπνου και REM -της ονειρικής κατάστασης, όχι του συγκροτήματος.


Έβλεπε πολλά και διάφορα, συγκεχυμένα φυσικά, παλιές ερωμένες, φίλοι, συμπολεμιστές, άσχετοι σε περίεργους λαβύρινθους και σπίτια που δεν είχε ποτέ του επισκεφθεί, μα του φαίνονταν απίστευτα οικεία, σαν από παλιά. Τα όνειρα μπερδευόντουσαν, ανακατεύονταν μέχρι που γίνονταν ένα πράμα σιγά σιγά, μια ομοιόμορφη μάζα, σαν όταν φτιάχνουμε ζύμη ή κιμά, οι τοίχοι στα παραδόξως γνώριμα σπίτια έπεφταν, τα πρόσωπα γινόντουσαν ένα, μια λευκή επιδερμίδα, σχεδόν ένα σάβανο που τον τύλιγε. Στο τέλος όλα γίναν ένα, τα δέρματα, οι τοίχοι, ο ουρανός, όλα ένα, ένα φως.


Δεν τον βρήκαν παρά μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν πια η βρώμα από το κρεβάτι του είχε αναστατώσει όλη τη γειτονιά, είχε και καιρό να πληρώσει τα κοινόχρηστα, καταλαβαίνετε.

Friday, January 06, 2012

Exit Tragedy



Μου είπε να ανέβω στο πατάρι να μαζέψω τους φασιανούς. Το έκανα. Ήταν καμπόσο καιρό εκεί, είχανε κερδίσει την υψηλή κυριότητα στο πρωτοδικείο, μα το εφετείο δικαίωσε τα ποντίκια και έπρεπε να εκδιωχθούν πάραυτα. Τεράστια η ουρά τους, σε προκαλεί να την αρπάξεις, και κάθε φορά που προσπαθούσα κάνανε νευρικές εκκινήσεις καταδικασμένων πτήσεων, ο κούφιος ήχος των μικρών τους κεφαλιών που συναντούσε την πλάκα του ταβανιού επικήδειος της ανόητης εμμονής τους με τον χώρο.

Τελικά τους μάζεψα σε ένα κρυστάλλινο κλουβί Βοημίας πανάθεμα με, και βγήκα στο μπαλκόνι να τους κάνω να πετάξουν όπως κάνουν με τα περιστέρια οι παρθένες στα παραμύθια. Μόνο που από τον τρόμο τους πια, δεν προλάβαιναν τα ένστικτα της επιβίωσης να σκάσουνε και αντ' αυτού σκάγανε εκείνα στον σκαλισμένο ακάλυπτο σαν σακούλες σκουπιδιών. Πλαφ, πλουφ, πλαπ. Οι γάτες της γειτονιάς θα αναλάμβαναν τα υπόλοιπα, με δισταγμό φυσικά στην αρχή μιας και το θήραμα δεν ήταν ζωντανό μήτε γκουρμέ επιλογή, και με βουλιμία το βράδυ, τη γλυκιά εκείνη στιγμή που η σαρκοφαγία οργιάζει. Τότε με τρόμο συνειδητοποίησα πως θα μπορούσα να τους είχα κατάφερει για πάρτη μου, ή έστω ένα casting για κάποια νέα διαφήμιση του Famous Grouse. Με βρήκε πιο μετά και μου τους ζήταγε, λες και ήταν δικοί του. 

Βέβαια τελικά αποδείχθηκε πως ήταν όντως δικοί του και είχε κάθε δίκιο να μου τους ζητά και να μου φωνάζει, μα πάνω στην πορεία σκέφθηκα τον δήμο, το κράτος, τον λαό, την δημόσια υγεία. 'Ήρθε το υγειονομικό και τους πήρε για λόγους δημόσιας υγείας τάχα μου, άκους εκεί τους αλήτες' του ξεφούρνισα και ένας καφκικός πυρετός τον έπιασε σκεπτόμενος τις στίβες δικαιολογητικών και αιτήσεων στο τιμημένο το πρωτόκολλο για να μπορέσει έστω να τους ξαναδεί. 'Και τα ποντίκια; Τα ποντίκια δεν είναι δημόσιος κίνδυνος;' ρώταγε και ξαναρώταγε ο μανιακός με την απελπισία ζωγραφισμένη από κάποιο ατάλαντο σπουδαστή της Σχολής Κακών Τεχνών στο προσωπείο του. 'Ε ... τα ποντίκια ... κοίτα, τα ποντίκια είναι ποντίκια, πως να το κάνουμε τώρα;' του έλεγα με έπαρση και πρόσθετα 'ποιοι είμαστε να τα βάλουμε με το κατεστημένο;' για να τον αποτελειώσω ταξικά.

Έφυγα νωρίτερα παρά αργότερα, γιατί δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα έβγαινε στο μπαλκόνι και θα έβλεπε το λουκούλλειο γεύμα πέντε αστέρων που θα εξελισσόταν από κάτω. Ήταν όμως ομολογουμένως δύσκολο να διαβώ τους μαρμάρινους δρόμους με τα χιονοπέδιλά μου, τα μόνο υποδήματα στην κατοχή μου, ενθύμιο των υπέροχα ζεστών βραδιών στα σαλέ της κεντρικής Ευρώπης. Αυτές ήταν εποχές γαμώτη, γύρω μας κεφάλια από διάφορα ζώα εξωτικά, τάρανδοι, ελάφια, επαναστάτες, τραπεζίτες και στα πολυτελή μας πιάτα να συνδυάζουμε το αίμα της εργατιάς με αστακούς Σιβηρίας, κοτσύφια Ιταλίας και βλήτα Κορινθίας, αλήθεια ήταν εξαίρετα. Τώρα όμως έπρεπε να συνηθίσω αλλιώς, αλλά εκμεταλλευόμενος τον χαμηλού συντελεστή τριβής και τον καλό μου βαθμό στη φυσική, γλίστρησα μέχρι την πλατεία να πιω ένα τίλιο βρε αδερφή μου καλή.

Μα η ώρα περνούσε γοργά, είχε κλείσει κατά πως φαίνεται εισιτήριο με την ταχεία, που στα αλήθεια ήταν πιο αργή από το Intercity, ένα παράδοξο που ακόμα δεν έχει υποκύψει στην ανάγκη μετονομασίας του. Σαν η νύχτα παραπάτησε και έπεσε στον πρώην γαλανό ουρανό, η περιβολή μου δεν ήταν πια και τόσο γελοία, μα περισσότερο μια θαραλλέα avant garde στάση στο χλωμό τοπία της σύγχρονης μικροαστικής haute coutoure. Μα πως το μιλάω το γαλλικό ο πούστης. Με το παλαιο-αριστοκρατικό μου θράσσος ήμουν έτοιμος να υποδεχτώ όλους τους παλιούς φίλους, το Μπάμπη τον Καρπούζια (γιατί τα είχε βαριά σαν), την Θέκλα την μυστήρια, τον Άλκη την αδελφή (ελέω ονόματος), τον Χρήστο την αδελφή (εκ πραγματικότητος), τον Θανάση τον έτσι και τον Θανάση τον αλλιώς (δίδυμα αδέλφια εξ αγχιστείας), την Δήμητρα τη νησιώτισσα (γιατί το μουνί της βρώμαγε συναγρίδα) και την Κλαίρη την Μαίρη που ήταν σχιζοφρενής και τη μια άκουγε στο ένα όνομα και την άλλη στο άλλο και ήταν αδύνατο να συνάψει κανείς σχέση μαζί της αλλά μπορούσε να είχε δύο one night stands.

Όπως το συνηθίζαμε, ο καθένας έλεγε αυτά που δεν τόλμαγε να ξεστομίσει σε εκείνους που πραγματικά ενδιαφέρονταν αλλά τους είχε περιθωριοποιήσει για λόγους στυλ, κάνοντας πως ακούγαμε προσεκτικά τι έλεγε ο διπλανός μας και ο απέναντί μας, ενώ στη πραγματικότητα σκεφτόμασταν πόσες μπύρες μπορούμε να αντέξουμε ακόμη πριν επιστρέψουμε στη χλιαρή αγκαλιά της σπιτικής μιζέριας. Έτσι είναι οι παρέες, μια άρτια εξάσκηση του ηδονιστικού εγωισμού μας, χωρίς φυσικά το ηδονιστικό μέρος, όχι μόνο επειδή βρωμάγαμε και οι μάπες μας θύμιζαν καπνισμένες γόπες μετά από πρωινή βροχή, αλλά κυριότερα επειδή οι ιστορίες μας ήταν βαρετές και πιο τε-τριμμένες κι από φθηνό κασέρι σε ακόμη φθηνότερο φαγάδικο πάνω από πλαστική μακαρονάδα. Επιτέλους κάποια στιγμή βαρεθήκαμε ο ένας τον άλλο, είπαμε τι ωραία που τα περάσαμε, και υποσχεθήκαμε να τα πούμε σύντομα.

Κάθε φορά έτσι λέγαμε βέβαια, και κάθε φορά οι αριθμοί μας μειώνονταν, ένας τη φορά. Για λίγο αναρωτιόμαστε τι μπορεί να απέγινε, και περισσότερη ώρα σκεφτόμασταν τι θα κάναμε εμείς. Μετανάστευση, κλινική, γάμος, αυτοκτονία, φυλακή, το μεγάλο ταξίδι, το λίγο μικρότερο ταξίδι. Κάποτε ένας φίλος βγήκε για περίπατο και δεν γύρισε ποτέ, σαν εκείνον με τα τσιγάρα, τον γνωστό. Μετά από μήνες πήγαμε εκδρομή στα βόρεια και τον προσπεράσαμε με 120 στην εθνική. Ακόμα έπαιρνε τον περίπατό του, μάλλον θα είχε πολλά να σκεφτεί. Όπως και να 'χει, δεν μας έμεναν και πολλές συναντήσεις μέχρι να χτυπήσουμε το τελικό μηδέν -αδύνατον να μπούμε στους αρνητικούς αριθμούς, ήμαστε όλοι αδύναμοι στην άλγεβρα- και έπρεπε ο καθένας να βρει το δικό του exit strategy ή tragedy, αναλόγως πως τη βρίσκει κανείς. Και ποιοι είμαστε εμείς να κρίνουμε στο πάνω κάτω;

Το καλύτερο ίσως να ήταν την επόμενη φορά, τελείως απότομα και συνεννοημένοι στο ασυνείδητο επίπεδο να μην πήγαινε κανένας μας και να έληγε εκεί το θέμα, μα δεν είχαμε τέτοιες ικανότητες. Το πιο πιθανό βέβαια ήταν να μην το σκεφτόμασταν καθόλου και απλά από βαρεμάρα και μόνο να γράφαμε ο ένας τον άλλο στα αρχίδια μας και τις ωοθήκες μας, για να μην είμαστε και σεξιστές, μα ο συγχρονισμός απαιτούσε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο σταρχιδισμού (άντε εξήγησε το αυτό σε έναν αλλοδαπό να 'ουμ) τον οποίον προς τιμήν της παιδικής μας ανθρωπιάς μας ακόμη δεν είχαμε κατακτήσει.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς γύρναγα σπίτι, ακόμη πιο δύσκολο με τα γαμωχιονοπέδιλα, τον οποίων ο συντελεστής τριβής πλέον ενεργούσε αρνητικά προς το διάνυσμα της ευρύτερης κατεύθυνσής μου που λένε και τα μετεωρολογικά δελτία. Δέκα βήματα μπροστά, εννιά πίσω, χωρίς να υπολογίζω τις επίτηδες λάθος στροφές για να καθυστερήσω το αναπόφευκτο. Λίγο προτού ξημερώσει, η κανονικότητα υπερίσχυσε και έκλεισα την πόρτα μπροστά μου, μπήκα με την όπισθεν βλέπετε, και πάρκαρα στο κρεβάτι μου με παραπάνω από τρεις κινήσεις. Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, μου έκοψα κλήση γιατί είχα παρκάρει σε θέση αναπήρων, άσε που είχα ανάγκη κι από έσοδα.