Pages

Friday, January 06, 2012

Exit Tragedy



Μου είπε να ανέβω στο πατάρι να μαζέψω τους φασιανούς. Το έκανα. Ήταν καμπόσο καιρό εκεί, είχανε κερδίσει την υψηλή κυριότητα στο πρωτοδικείο, μα το εφετείο δικαίωσε τα ποντίκια και έπρεπε να εκδιωχθούν πάραυτα. Τεράστια η ουρά τους, σε προκαλεί να την αρπάξεις, και κάθε φορά που προσπαθούσα κάνανε νευρικές εκκινήσεις καταδικασμένων πτήσεων, ο κούφιος ήχος των μικρών τους κεφαλιών που συναντούσε την πλάκα του ταβανιού επικήδειος της ανόητης εμμονής τους με τον χώρο.

Τελικά τους μάζεψα σε ένα κρυστάλλινο κλουβί Βοημίας πανάθεμα με, και βγήκα στο μπαλκόνι να τους κάνω να πετάξουν όπως κάνουν με τα περιστέρια οι παρθένες στα παραμύθια. Μόνο που από τον τρόμο τους πια, δεν προλάβαιναν τα ένστικτα της επιβίωσης να σκάσουνε και αντ' αυτού σκάγανε εκείνα στον σκαλισμένο ακάλυπτο σαν σακούλες σκουπιδιών. Πλαφ, πλουφ, πλαπ. Οι γάτες της γειτονιάς θα αναλάμβαναν τα υπόλοιπα, με δισταγμό φυσικά στην αρχή μιας και το θήραμα δεν ήταν ζωντανό μήτε γκουρμέ επιλογή, και με βουλιμία το βράδυ, τη γλυκιά εκείνη στιγμή που η σαρκοφαγία οργιάζει. Τότε με τρόμο συνειδητοποίησα πως θα μπορούσα να τους είχα κατάφερει για πάρτη μου, ή έστω ένα casting για κάποια νέα διαφήμιση του Famous Grouse. Με βρήκε πιο μετά και μου τους ζήταγε, λες και ήταν δικοί του. 

Βέβαια τελικά αποδείχθηκε πως ήταν όντως δικοί του και είχε κάθε δίκιο να μου τους ζητά και να μου φωνάζει, μα πάνω στην πορεία σκέφθηκα τον δήμο, το κράτος, τον λαό, την δημόσια υγεία. 'Ήρθε το υγειονομικό και τους πήρε για λόγους δημόσιας υγείας τάχα μου, άκους εκεί τους αλήτες' του ξεφούρνισα και ένας καφκικός πυρετός τον έπιασε σκεπτόμενος τις στίβες δικαιολογητικών και αιτήσεων στο τιμημένο το πρωτόκολλο για να μπορέσει έστω να τους ξαναδεί. 'Και τα ποντίκια; Τα ποντίκια δεν είναι δημόσιος κίνδυνος;' ρώταγε και ξαναρώταγε ο μανιακός με την απελπισία ζωγραφισμένη από κάποιο ατάλαντο σπουδαστή της Σχολής Κακών Τεχνών στο προσωπείο του. 'Ε ... τα ποντίκια ... κοίτα, τα ποντίκια είναι ποντίκια, πως να το κάνουμε τώρα;' του έλεγα με έπαρση και πρόσθετα 'ποιοι είμαστε να τα βάλουμε με το κατεστημένο;' για να τον αποτελειώσω ταξικά.

Έφυγα νωρίτερα παρά αργότερα, γιατί δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα έβγαινε στο μπαλκόνι και θα έβλεπε το λουκούλλειο γεύμα πέντε αστέρων που θα εξελισσόταν από κάτω. Ήταν όμως ομολογουμένως δύσκολο να διαβώ τους μαρμάρινους δρόμους με τα χιονοπέδιλά μου, τα μόνο υποδήματα στην κατοχή μου, ενθύμιο των υπέροχα ζεστών βραδιών στα σαλέ της κεντρικής Ευρώπης. Αυτές ήταν εποχές γαμώτη, γύρω μας κεφάλια από διάφορα ζώα εξωτικά, τάρανδοι, ελάφια, επαναστάτες, τραπεζίτες και στα πολυτελή μας πιάτα να συνδυάζουμε το αίμα της εργατιάς με αστακούς Σιβηρίας, κοτσύφια Ιταλίας και βλήτα Κορινθίας, αλήθεια ήταν εξαίρετα. Τώρα όμως έπρεπε να συνηθίσω αλλιώς, αλλά εκμεταλλευόμενος τον χαμηλού συντελεστή τριβής και τον καλό μου βαθμό στη φυσική, γλίστρησα μέχρι την πλατεία να πιω ένα τίλιο βρε αδερφή μου καλή.

Μα η ώρα περνούσε γοργά, είχε κλείσει κατά πως φαίνεται εισιτήριο με την ταχεία, που στα αλήθεια ήταν πιο αργή από το Intercity, ένα παράδοξο που ακόμα δεν έχει υποκύψει στην ανάγκη μετονομασίας του. Σαν η νύχτα παραπάτησε και έπεσε στον πρώην γαλανό ουρανό, η περιβολή μου δεν ήταν πια και τόσο γελοία, μα περισσότερο μια θαραλλέα avant garde στάση στο χλωμό τοπία της σύγχρονης μικροαστικής haute coutoure. Μα πως το μιλάω το γαλλικό ο πούστης. Με το παλαιο-αριστοκρατικό μου θράσσος ήμουν έτοιμος να υποδεχτώ όλους τους παλιούς φίλους, το Μπάμπη τον Καρπούζια (γιατί τα είχε βαριά σαν), την Θέκλα την μυστήρια, τον Άλκη την αδελφή (ελέω ονόματος), τον Χρήστο την αδελφή (εκ πραγματικότητος), τον Θανάση τον έτσι και τον Θανάση τον αλλιώς (δίδυμα αδέλφια εξ αγχιστείας), την Δήμητρα τη νησιώτισσα (γιατί το μουνί της βρώμαγε συναγρίδα) και την Κλαίρη την Μαίρη που ήταν σχιζοφρενής και τη μια άκουγε στο ένα όνομα και την άλλη στο άλλο και ήταν αδύνατο να συνάψει κανείς σχέση μαζί της αλλά μπορούσε να είχε δύο one night stands.

Όπως το συνηθίζαμε, ο καθένας έλεγε αυτά που δεν τόλμαγε να ξεστομίσει σε εκείνους που πραγματικά ενδιαφέρονταν αλλά τους είχε περιθωριοποιήσει για λόγους στυλ, κάνοντας πως ακούγαμε προσεκτικά τι έλεγε ο διπλανός μας και ο απέναντί μας, ενώ στη πραγματικότητα σκεφτόμασταν πόσες μπύρες μπορούμε να αντέξουμε ακόμη πριν επιστρέψουμε στη χλιαρή αγκαλιά της σπιτικής μιζέριας. Έτσι είναι οι παρέες, μια άρτια εξάσκηση του ηδονιστικού εγωισμού μας, χωρίς φυσικά το ηδονιστικό μέρος, όχι μόνο επειδή βρωμάγαμε και οι μάπες μας θύμιζαν καπνισμένες γόπες μετά από πρωινή βροχή, αλλά κυριότερα επειδή οι ιστορίες μας ήταν βαρετές και πιο τε-τριμμένες κι από φθηνό κασέρι σε ακόμη φθηνότερο φαγάδικο πάνω από πλαστική μακαρονάδα. Επιτέλους κάποια στιγμή βαρεθήκαμε ο ένας τον άλλο, είπαμε τι ωραία που τα περάσαμε, και υποσχεθήκαμε να τα πούμε σύντομα.

Κάθε φορά έτσι λέγαμε βέβαια, και κάθε φορά οι αριθμοί μας μειώνονταν, ένας τη φορά. Για λίγο αναρωτιόμαστε τι μπορεί να απέγινε, και περισσότερη ώρα σκεφτόμασταν τι θα κάναμε εμείς. Μετανάστευση, κλινική, γάμος, αυτοκτονία, φυλακή, το μεγάλο ταξίδι, το λίγο μικρότερο ταξίδι. Κάποτε ένας φίλος βγήκε για περίπατο και δεν γύρισε ποτέ, σαν εκείνον με τα τσιγάρα, τον γνωστό. Μετά από μήνες πήγαμε εκδρομή στα βόρεια και τον προσπεράσαμε με 120 στην εθνική. Ακόμα έπαιρνε τον περίπατό του, μάλλον θα είχε πολλά να σκεφτεί. Όπως και να 'χει, δεν μας έμεναν και πολλές συναντήσεις μέχρι να χτυπήσουμε το τελικό μηδέν -αδύνατον να μπούμε στους αρνητικούς αριθμούς, ήμαστε όλοι αδύναμοι στην άλγεβρα- και έπρεπε ο καθένας να βρει το δικό του exit strategy ή tragedy, αναλόγως πως τη βρίσκει κανείς. Και ποιοι είμαστε εμείς να κρίνουμε στο πάνω κάτω;

Το καλύτερο ίσως να ήταν την επόμενη φορά, τελείως απότομα και συνεννοημένοι στο ασυνείδητο επίπεδο να μην πήγαινε κανένας μας και να έληγε εκεί το θέμα, μα δεν είχαμε τέτοιες ικανότητες. Το πιο πιθανό βέβαια ήταν να μην το σκεφτόμασταν καθόλου και απλά από βαρεμάρα και μόνο να γράφαμε ο ένας τον άλλο στα αρχίδια μας και τις ωοθήκες μας, για να μην είμαστε και σεξιστές, μα ο συγχρονισμός απαιτούσε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο σταρχιδισμού (άντε εξήγησε το αυτό σε έναν αλλοδαπό να 'ουμ) τον οποίον προς τιμήν της παιδικής μας ανθρωπιάς μας ακόμη δεν είχαμε κατακτήσει.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς γύρναγα σπίτι, ακόμη πιο δύσκολο με τα γαμωχιονοπέδιλα, τον οποίων ο συντελεστής τριβής πλέον ενεργούσε αρνητικά προς το διάνυσμα της ευρύτερης κατεύθυνσής μου που λένε και τα μετεωρολογικά δελτία. Δέκα βήματα μπροστά, εννιά πίσω, χωρίς να υπολογίζω τις επίτηδες λάθος στροφές για να καθυστερήσω το αναπόφευκτο. Λίγο προτού ξημερώσει, η κανονικότητα υπερίσχυσε και έκλεισα την πόρτα μπροστά μου, μπήκα με την όπισθεν βλέπετε, και πάρκαρα στο κρεβάτι μου με παραπάνω από τρεις κινήσεις. Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, μου έκοψα κλήση γιατί είχα παρκάρει σε θέση αναπήρων, άσε που είχα ανάγκη κι από έσοδα.

No comments: