Όσα κι αν ακούσει ή διαβάσει κανείς για τη μελλοντική του στρατιωτική θητεία, είναι εν τέλει τελείως άσχετα με την ίδια την εμπειρία η οποία βέβαια πάντα διαφέρει ανάλογα με την χρονική περίοδο και το στρατόπεδο που κατατάσσεσαι, το κόσμο που θα συναντήσεις και φυσικά από το χαρακτήρα του καθενός. Στα αλήθεια είναι όλα ένα κάρο βλακείες, πόσο μάλλον οι δραματοποιημένες στον κινηματογράφο και την τηλεόραση εκδοχές τους. Λένε όμως πως από τη πρώτη μέρα, ή την θυμάσαι για πάντα στη ζωή σου ή την ξεχνάς γρήγορα. Εγώ μάλλον ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.
Τα λίγα πάντως που θυμάμαι είναι οι ατελείωτες αναμονές και τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, πάφα πούφα, πάφα πούφα η ανόητη αγωνία μας. 'Το ανάβουμε;' η απορία μου σε έναν Πειραιώτη έξω από το ΚΨΜ μόλις μπήκαμε στο στρατόπεδο, που αργότερα στη διμοιρία θα κοιμάται από κάτω μου πριν γίνει μόνιμος θαμώνας του 401. Μετά ιατρούς, στρατολογία, συνέντευξη ΥΕΑ (αυτοί που δηλώνουν δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν ούτε παιδική χαρά), εμβόλια, περιμένουμε ώρες, και δως του τσιγάρο καθόμαστε, σηκωνόμαστε, τσιγάρο. Πρώτη εντύπωση: δημόσιο. Αργότερα ένας αξιωματικός πατάει φωνές επειδή κάποιοι νεοσύλλεκτοι δε στέκονται προσοχή για τη σημαία, μετά φαγητό, πίσω για το λουκάνικο -συγνώμη, σάκος ιματισμού και εν τέλει στο λόχο. Στις περισσότερες εικόνες είναι και ο συνοδός μας, ένας παλιός (σαρανταεννιά και σήμερα), καλούλης αλλά λίγο χαζός, όπως και ένας χοντρός συνδιμοιρίτης μου που δε λέει να σκάσει. Το παίζει μαγκάκι, αλλά μάλλον φοβάται μην τα σκατώσει όπως και στο σχολείο του.
Ύπνος; Εύκολος, παρόλο που ο σουρεαλισμός δεν έχει ξετυλιχθεί σε όλο του το μεγαλείο. Το φαγητό; Μόνο υστερικές μανάδες και μικροβιοφοβικοί θα μπορούσανε να ρωτάνε κάτι τέτοιο. Οι μέρες περνάνε, μαθαίνουμε τις υπηρεσίες, ρημάδες νυχτερινές στα μαγειρία και θαλαμο-dog, ανακαλύπτουμε τις σκουριασμένες μπασκέτες και το εγκαταλειμμένο γήπεδο ποδοσφαίρου. 'Έχουνε απαγορευτεί τα αθλήματα γιατί τραυματίζονταν κάποιοι και ζήταγαν αποζημιώσεις από τον στρατό'. Εν γένει μερικές ατάκες σου μένουνε όπως το 'δούναι και λαβείν' όταν πρόκειται για τη σχέση σεβασμού και πειθαρχικού ελέγχου μεταξύ αξιωματικών και φαντάρων ή 'ο στρατός είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας'. Από ατάκες άλλο τίποτα, είναι σαν καραμέλες για τα βραχνιασμένα μας λαιμά.
Μετά έρχονται τα νοσοκομεία και η αντίστοιχη τρέλα. Και παρανυχίδα να δηλώσεις, μια επίσκεψη δε τη γλυτώνεις τόσο που φοβούνται, ενώ άλλες κλινικές περιπτώσεις τους πηγαινο-φέρνουν σαν τις άδικες κατάρες μέχρι να πάρει κάποιος την ευθύνη να τους δώσει αναβολή για δύο χρόνια –ούτε καν απαλλαγή. Κάποιοι απογοητεύονται που δεν είναι τα παλικάρια που νομίζανε και ντρέπονται για το Ι2 ή Ι3 που πήρανε, ενώ άλλοι έχουνε μάθει απ' έξω το στρατολογικό κώδικα προσπαθώντας να βγουν Ι5, όσο άλλοι βγαίνουν τηλεγραφικά. Ή έστω με SMS. Ανάμεσά τους και διάφοροι ανεπιθύμητοι, γύφτοι και πρεζάκια. Δημόσιο.
Πίσω στο στρατόπεδο, γρήγορα αποκτάς αλλεργία για το θάλαμο ο οποίος υπάρχει μονάχα για να κοιμάσαι -όταν σε αφήνουν οι φλύαροι φυσικά- και για τίποτε άλλο. Άμα είσαι σοβαρός αποφεύγεις και το ΚΨΜ, τη μαύρη τρύπα του στρατοπέδου, εκεί που ο ελεύθερος χωροχρόνος τρέχει σαν χείμαρρος και εξαφανίζεσαι στο σιφώνι της πραγματικότητας. Μαθαίνεις γρήγορα να τελειώνεις τις υποχρεώσεις σου -καθαριότητες, προσωπική υγιεινή, γυάλισμα, τακτοποίηση κρεβατιού κι άλλες μπούρδες- άμεσα και χωρίς πολύ χαβαλέ για να προλάβεις να χαλαρώσεις με τσαγάκι ή καφέ από το μηχάνημα έξω από το λόχο, πάντα με ένα τσιγαράκι. Εκεί βλέπεις παρέες και παρεούλες, αναπροσαρμοσμένες κλίκες και λίγους μονάχους τους, που σε ανησυχούν. Μερικοί όντως δεν την παλεύουν κι ας είναι κατασκήνωση, τους λείπουν γυναίκες, γονείς, φίλοι, δεν αντέχουν την πειθαρχία, λίγοι φοβούνται κιόλας, τι δεν ξέρω ακριβώς, ίσως τους υπολοίπους μας. Άλλοι πάλι ίσως και να έχουν λόγους που να προτιμάνε να είναι μέσα. Εν τω μεταξύ, αλλονών τα βύσματα είναι πιο φανερά και από τον εκνευρισμό στη ματιά μας, προκαλώντας με την αδιαφορία τους. Στον ελεύθερο χρόνο τα κινητά παίρνουν φωτιά, με τους περισσότερους αφελώς να προσπαθούν να συντηρήσουν σχέσεις κι άλλους να γκρινιάζουν στους γονείς τους, όσο άλλοι σχολιάζουν τις νέες τσόντες και τα ποδοσφαιρικά τέλματα. Ανιαρή βαβούρα, επαναλαμβανόμενη μέχρι αηδίας.
Μα το κυριότερο που σου κάνει εντύπωση είναι η αφομοίωση και η ομοιογένεια που προκαλεί η πειθαρχία, ο κώδικας ένδυσης και παρουσίασης. Το βασίλειο του μέσου όρου, η απεραντοσύνη της μετριότητας, όλοι το ίδιο πράμα, η σύνθεση του συνόλου από τον όχλο, 'δεν υπάρχει το εγώ, μόνο το εμείς'. Πέντε μέρες μετά την κατάταξη σου, ίσα που θυμάσαι έξι-εφτά ονόματα και μπερδεύεις διαρκώς τα πρόσωπα. Ρωτάς 'δεύτερος;' για το λόχο, 'τρίτη;' για τη διμοιρία μπας και βγάλεις άκρη, αλλά εις μάτην. Μόνη λύση η κουβεντούλα, δώσε ένα τσιγάρο εδώ, πάρε φωτιά από εκεί, να ανταλλάξεις τρεις αλήθειες βρε αδερφέ κι όχι μια λοβοτομημένη ανακύκλωση κάποιας πληρωμένης άποψης στην τηλεόραση. Είναι και αυτό μέσα στη διαδικασία της αποβολής περιττών βαρών που άμα ήταν άσχετα στη πολιτική σου ζωή, πλέον είναι δυσάρεστα στη στρατιωτική. Μια λογική ανάλυση όμως γρήγορα ανακαλύπτει τον πλούτο αυτής της αγγαρείας που λέγεται θητεία, δηλαδή το πλήθος και το βάθος των προσώπων γύρω σου, όσο κι αν προσπαθούν οι αξιωματικοί να σε καυλώσουν με το λόχο σου. Όλοι άνθρωποι είμαστε ρε μαλάκα. Εκατοντάδες χαρακτήρες και ιστορίες δίπλα σου, άλλοι πιο γραφικοί και άλλοι πιο κοντά σου, μα όλοι ουσιαστικά το ίδιο απέναντι στην υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Μερικές φορές, ειδικά τις πρώτες μέρες, κάποιος λέει για πλάκα, ''Ελα, θα κάνουμε όλοι ένα μπραφ και θα βγούμε από την πύλη σαν κύριοι. Τι μπορούν να μας κάνουν;'. Γρήγορα αυτή η ρομαντική φαντασίωση αντικαθίσταται από τη τυπική λειτουργικότητα, να 'σαι δηλαδή κυριούλης με το λιγότερο δυνατό έξοδο και να μην στα πρήζουν οι από πάνω. Μεγαλύτερη αρετή από όλες αναδεικνύεται ο σεβασμός και η αλληλεγγύη για τους συναδέλφους σου. Όταν βάζουν όλοι από ένα χεράκι, η διμοιρία βγαίνει λάδι, ενώ όταν μαλακίζονται κάποιοι την πληρώνουν όλοι και ο αχρείαστος εκνευρισμός αυξάνεται. Απλά. Ηλίθιες νόρμες τις οποίες ακολουθείς είτε από επιλογή, είτε από ένστικτο και έτσι οι ώρες κυλάνε ελαφρύτερα. Μετά τις πρώτες μέρες, η υστερία της παρέλασης και της ορκωμοσίας διαδίδεται σαν τον τυφό μέσα στο στρατόπεδο. 'Ένα το αριστερό' και άγιος ο θεός, με τους αξιωματικούς να κάνουν σαν μικρά παιδιά και τους φαντάρους ακόμα μικρότερα. Μετά από έξι συνεχόμενες αποτυχημένες διελεύσεις, η διμοιρία γεμάτη με ένα τσουβάλι πτυχία, προσωπικότητες, εμπειρίες, αρχές και ιδρώτα μέχρι τη κωλοράχη αναπτερώνει το ηθικό της με ένα μπράβο από το λοχαγό της. Εμετός.
Όπως και να 'χει, όσο και να το επαναλαμβάνεις στο νου σου, η εννοιολογική του βαρύτητα δεν αλλάζει. Χάσιμο χρόνου. Απλά και κάτσε βγάλε άκρη. Όμως τώρα ήρθε ο καιρός να φύγω, να γυρίσω στο στρατόπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τους συναδέλφους μου όσο θα αρχίσουν και τα γέλια με τις καμπάνες. Χάσιμο χρόνου δηλαδή.
Τα λίγα πάντως που θυμάμαι είναι οι ατελείωτες αναμονές και τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, πάφα πούφα, πάφα πούφα η ανόητη αγωνία μας. 'Το ανάβουμε;' η απορία μου σε έναν Πειραιώτη έξω από το ΚΨΜ μόλις μπήκαμε στο στρατόπεδο, που αργότερα στη διμοιρία θα κοιμάται από κάτω μου πριν γίνει μόνιμος θαμώνας του 401. Μετά ιατρούς, στρατολογία, συνέντευξη ΥΕΑ (αυτοί που δηλώνουν δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν ούτε παιδική χαρά), εμβόλια, περιμένουμε ώρες, και δως του τσιγάρο καθόμαστε, σηκωνόμαστε, τσιγάρο. Πρώτη εντύπωση: δημόσιο. Αργότερα ένας αξιωματικός πατάει φωνές επειδή κάποιοι νεοσύλλεκτοι δε στέκονται προσοχή για τη σημαία, μετά φαγητό, πίσω για το λουκάνικο -συγνώμη, σάκος ιματισμού και εν τέλει στο λόχο. Στις περισσότερες εικόνες είναι και ο συνοδός μας, ένας παλιός (σαρανταεννιά και σήμερα), καλούλης αλλά λίγο χαζός, όπως και ένας χοντρός συνδιμοιρίτης μου που δε λέει να σκάσει. Το παίζει μαγκάκι, αλλά μάλλον φοβάται μην τα σκατώσει όπως και στο σχολείο του.
Ύπνος; Εύκολος, παρόλο που ο σουρεαλισμός δεν έχει ξετυλιχθεί σε όλο του το μεγαλείο. Το φαγητό; Μόνο υστερικές μανάδες και μικροβιοφοβικοί θα μπορούσανε να ρωτάνε κάτι τέτοιο. Οι μέρες περνάνε, μαθαίνουμε τις υπηρεσίες, ρημάδες νυχτερινές στα μαγειρία και θαλαμο-dog, ανακαλύπτουμε τις σκουριασμένες μπασκέτες και το εγκαταλειμμένο γήπεδο ποδοσφαίρου. 'Έχουνε απαγορευτεί τα αθλήματα γιατί τραυματίζονταν κάποιοι και ζήταγαν αποζημιώσεις από τον στρατό'. Εν γένει μερικές ατάκες σου μένουνε όπως το 'δούναι και λαβείν' όταν πρόκειται για τη σχέση σεβασμού και πειθαρχικού ελέγχου μεταξύ αξιωματικών και φαντάρων ή 'ο στρατός είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας'. Από ατάκες άλλο τίποτα, είναι σαν καραμέλες για τα βραχνιασμένα μας λαιμά.
Μετά έρχονται τα νοσοκομεία και η αντίστοιχη τρέλα. Και παρανυχίδα να δηλώσεις, μια επίσκεψη δε τη γλυτώνεις τόσο που φοβούνται, ενώ άλλες κλινικές περιπτώσεις τους πηγαινο-φέρνουν σαν τις άδικες κατάρες μέχρι να πάρει κάποιος την ευθύνη να τους δώσει αναβολή για δύο χρόνια –ούτε καν απαλλαγή. Κάποιοι απογοητεύονται που δεν είναι τα παλικάρια που νομίζανε και ντρέπονται για το Ι2 ή Ι3 που πήρανε, ενώ άλλοι έχουνε μάθει απ' έξω το στρατολογικό κώδικα προσπαθώντας να βγουν Ι5, όσο άλλοι βγαίνουν τηλεγραφικά. Ή έστω με SMS. Ανάμεσά τους και διάφοροι ανεπιθύμητοι, γύφτοι και πρεζάκια. Δημόσιο.
Πίσω στο στρατόπεδο, γρήγορα αποκτάς αλλεργία για το θάλαμο ο οποίος υπάρχει μονάχα για να κοιμάσαι -όταν σε αφήνουν οι φλύαροι φυσικά- και για τίποτε άλλο. Άμα είσαι σοβαρός αποφεύγεις και το ΚΨΜ, τη μαύρη τρύπα του στρατοπέδου, εκεί που ο ελεύθερος χωροχρόνος τρέχει σαν χείμαρρος και εξαφανίζεσαι στο σιφώνι της πραγματικότητας. Μαθαίνεις γρήγορα να τελειώνεις τις υποχρεώσεις σου -καθαριότητες, προσωπική υγιεινή, γυάλισμα, τακτοποίηση κρεβατιού κι άλλες μπούρδες- άμεσα και χωρίς πολύ χαβαλέ για να προλάβεις να χαλαρώσεις με τσαγάκι ή καφέ από το μηχάνημα έξω από το λόχο, πάντα με ένα τσιγαράκι. Εκεί βλέπεις παρέες και παρεούλες, αναπροσαρμοσμένες κλίκες και λίγους μονάχους τους, που σε ανησυχούν. Μερικοί όντως δεν την παλεύουν κι ας είναι κατασκήνωση, τους λείπουν γυναίκες, γονείς, φίλοι, δεν αντέχουν την πειθαρχία, λίγοι φοβούνται κιόλας, τι δεν ξέρω ακριβώς, ίσως τους υπολοίπους μας. Άλλοι πάλι ίσως και να έχουν λόγους που να προτιμάνε να είναι μέσα. Εν τω μεταξύ, αλλονών τα βύσματα είναι πιο φανερά και από τον εκνευρισμό στη ματιά μας, προκαλώντας με την αδιαφορία τους. Στον ελεύθερο χρόνο τα κινητά παίρνουν φωτιά, με τους περισσότερους αφελώς να προσπαθούν να συντηρήσουν σχέσεις κι άλλους να γκρινιάζουν στους γονείς τους, όσο άλλοι σχολιάζουν τις νέες τσόντες και τα ποδοσφαιρικά τέλματα. Ανιαρή βαβούρα, επαναλαμβανόμενη μέχρι αηδίας.
Μα το κυριότερο που σου κάνει εντύπωση είναι η αφομοίωση και η ομοιογένεια που προκαλεί η πειθαρχία, ο κώδικας ένδυσης και παρουσίασης. Το βασίλειο του μέσου όρου, η απεραντοσύνη της μετριότητας, όλοι το ίδιο πράμα, η σύνθεση του συνόλου από τον όχλο, 'δεν υπάρχει το εγώ, μόνο το εμείς'. Πέντε μέρες μετά την κατάταξη σου, ίσα που θυμάσαι έξι-εφτά ονόματα και μπερδεύεις διαρκώς τα πρόσωπα. Ρωτάς 'δεύτερος;' για το λόχο, 'τρίτη;' για τη διμοιρία μπας και βγάλεις άκρη, αλλά εις μάτην. Μόνη λύση η κουβεντούλα, δώσε ένα τσιγάρο εδώ, πάρε φωτιά από εκεί, να ανταλλάξεις τρεις αλήθειες βρε αδερφέ κι όχι μια λοβοτομημένη ανακύκλωση κάποιας πληρωμένης άποψης στην τηλεόραση. Είναι και αυτό μέσα στη διαδικασία της αποβολής περιττών βαρών που άμα ήταν άσχετα στη πολιτική σου ζωή, πλέον είναι δυσάρεστα στη στρατιωτική. Μια λογική ανάλυση όμως γρήγορα ανακαλύπτει τον πλούτο αυτής της αγγαρείας που λέγεται θητεία, δηλαδή το πλήθος και το βάθος των προσώπων γύρω σου, όσο κι αν προσπαθούν οι αξιωματικοί να σε καυλώσουν με το λόχο σου. Όλοι άνθρωποι είμαστε ρε μαλάκα. Εκατοντάδες χαρακτήρες και ιστορίες δίπλα σου, άλλοι πιο γραφικοί και άλλοι πιο κοντά σου, μα όλοι ουσιαστικά το ίδιο απέναντι στην υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Μερικές φορές, ειδικά τις πρώτες μέρες, κάποιος λέει για πλάκα, ''Ελα, θα κάνουμε όλοι ένα μπραφ και θα βγούμε από την πύλη σαν κύριοι. Τι μπορούν να μας κάνουν;'. Γρήγορα αυτή η ρομαντική φαντασίωση αντικαθίσταται από τη τυπική λειτουργικότητα, να 'σαι δηλαδή κυριούλης με το λιγότερο δυνατό έξοδο και να μην στα πρήζουν οι από πάνω. Μεγαλύτερη αρετή από όλες αναδεικνύεται ο σεβασμός και η αλληλεγγύη για τους συναδέλφους σου. Όταν βάζουν όλοι από ένα χεράκι, η διμοιρία βγαίνει λάδι, ενώ όταν μαλακίζονται κάποιοι την πληρώνουν όλοι και ο αχρείαστος εκνευρισμός αυξάνεται. Απλά. Ηλίθιες νόρμες τις οποίες ακολουθείς είτε από επιλογή, είτε από ένστικτο και έτσι οι ώρες κυλάνε ελαφρύτερα. Μετά τις πρώτες μέρες, η υστερία της παρέλασης και της ορκωμοσίας διαδίδεται σαν τον τυφό μέσα στο στρατόπεδο. 'Ένα το αριστερό' και άγιος ο θεός, με τους αξιωματικούς να κάνουν σαν μικρά παιδιά και τους φαντάρους ακόμα μικρότερα. Μετά από έξι συνεχόμενες αποτυχημένες διελεύσεις, η διμοιρία γεμάτη με ένα τσουβάλι πτυχία, προσωπικότητες, εμπειρίες, αρχές και ιδρώτα μέχρι τη κωλοράχη αναπτερώνει το ηθικό της με ένα μπράβο από το λοχαγό της. Εμετός.
Όπως και να 'χει, όσο και να το επαναλαμβάνεις στο νου σου, η εννοιολογική του βαρύτητα δεν αλλάζει. Χάσιμο χρόνου. Απλά και κάτσε βγάλε άκρη. Όμως τώρα ήρθε ο καιρός να φύγω, να γυρίσω στο στρατόπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τους συναδέλφους μου όσο θα αρχίσουν και τα γέλια με τις καμπάνες. Χάσιμο χρόνου δηλαδή.