Φορτώνεσαι με βάρη που δε σου ανήκουν, με βάρη που δεν σου αξίζουν, με βάρη τεχνητά, κατασκευασμένα, προσποιητά, διαφημισμένα και πουλημένα. Τα βάρη σε κρατούν, σε συγκρατούν, κάνουν την κίνηση σου πιο αργή, πιο προβλέψιμη, πιο βαρετή, ένα φορτίο εύκολη λεία. Κουβαλάς ένα φορτίο δίχως να ξέρεις τι είναι, μήτε που να το αφήσεις. Μα εκεί που θα έπρεπε να τραβάς τα μαλλιά σου και να χτυπάς τις ήδη ματωμένες σου γροθιές στους τοίχους και στα πατώματα για να ξυπνήσεις, εκεί που οι κραυγές σου θα 'πρεπε να πνίγουν το λαρρύγι σου με απελπισία, είναι όταν με τα ίδια σου τα χέρια μαζεύεις λάσπη και πλάθεις νέα βαρίδια, όταν τα χτίζεις και τα κάνεις δικά σου. Όταν νομίζεις πως είναι δικά σου.
Πότε αλήθεια θα καταλάβεις πως κανένα βάρος δεν σου αξίζει, πως ακόμα και η φράση 'περιττό βάρος' είναι μίζερα περιττή από μόνη της γιατί όλα αυτά, όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που κουβαλάς, όλα αυτά που σε κάνουν και φοβάσαι, όλα αυτά που στέκουν από πάνω σαν κακοσήμαντες σκιές, όλα αυτά που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις, όλα αυτά λοιπόν είναι δεν παιδιά δικά σου, μα δώρα άδωρα της φιλόξενης καρδιάς σου. Τι είναι αυτά που λέω θα μου πεις, γιατί τόσο χαζά να προσπαθώ να πυκνώσω τις προτάσεις. Μα δεν γίνεται κι αλλιώς, γιατί τους εχθρούς σου τους έχεις κάνει φίλους, και τους φίλους ξένους, διότι δεν έχουμε το χρόνο να παγώσουμε και να αφήσουμε τον χρόνο και τον χώρο να ξετυλιχθούν γύρω μας σαν αιθέρας, και λίγο να προλάβουμε να παρατηρήσουμε την γελοιότητα αυτών που μας περιστοιχίζουνε. Τόσος καπνός, απέραντη η σκόνη, ένα κίτρινο πέπλο ομίχλης. Και τότε να ξέρεις, είναι που πρώτα οι λέξεις κι όλα αυτά τα λόγια -καταραμένα λόγια- θα ανεμοδέρνονται σαν στάχτη όπου κι αν σταθεί η ματιά μας.
Μην κοιτάς πίσω σου, δεν είναι εκεί, προς τα κάτω πας, όχι προς τα πίσω κι ας νοιώθεις πως αργείς. Τι δεσμά είναι τούτα τυλιγμένα γύρω σου, σάβανα δανεικά, τι βρώμικος αέρας είναι αυτός που πνίγει τα σωθικά σου; Μα τάχα μου τι είναι αυτά που λέω, πως μπορώ εγώ να γνωρίζω, ποιός το δικαιώμα μου δίνει πως εγώ το παίρνω; Δεν είναι τελικά ο κόσμος από γυαλί να των σπάσω και τα είδωλά του να γκρεμίσω, αλλά μήπως εγώ είμαι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη το χέρι να σηκώσει; Κι ας είναι από πέτρα, καλύτερα τα δάκτυλα μου να σπάσω μάταια πάνω του παρά απαλά να τον εδείχνω με αυτά. Δεν ξέρω από που έρχονται όλα αυτά ούστε που πηγαίνουν, μονάχα τη δυσωδία, εκείνη την καθημερινή μας αρρώστια ξέρω δίχως από κάπου να μπορώ να την πιάσω, μήτε να πιαστώ. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά, αλήθεια σου λέω, είναι ξένα και ανυπόφορα, είναι όλα εκείνα στα οποία επαναστατούσαμε σαν ήμαστε μικρά, αθώα και χαζά..
Θέλω να πάμε κάπου που να 'χει ψηλά πεζούλια, και να ανέβουμε και τα δέντρα να 'χουμε αγκαλιά. Μη με ρωτάς τι θέλω να πω, το πως και το γιατί. Δεν έχω τρόπους και ο κήπος των γραμμάτων μου έχει μαραθεί. Άμα λιγάκι σου θυμίζω κάτι, τότε λυπάμαι που σε στεναχώρησα.
Πότε αλήθεια θα καταλάβεις πως κανένα βάρος δεν σου αξίζει, πως ακόμα και η φράση 'περιττό βάρος' είναι μίζερα περιττή από μόνη της γιατί όλα αυτά, όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που κουβαλάς, όλα αυτά που σε κάνουν και φοβάσαι, όλα αυτά που στέκουν από πάνω σαν κακοσήμαντες σκιές, όλα αυτά που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις, όλα αυτά λοιπόν είναι δεν παιδιά δικά σου, μα δώρα άδωρα της φιλόξενης καρδιάς σου. Τι είναι αυτά που λέω θα μου πεις, γιατί τόσο χαζά να προσπαθώ να πυκνώσω τις προτάσεις. Μα δεν γίνεται κι αλλιώς, γιατί τους εχθρούς σου τους έχεις κάνει φίλους, και τους φίλους ξένους, διότι δεν έχουμε το χρόνο να παγώσουμε και να αφήσουμε τον χρόνο και τον χώρο να ξετυλιχθούν γύρω μας σαν αιθέρας, και λίγο να προλάβουμε να παρατηρήσουμε την γελοιότητα αυτών που μας περιστοιχίζουνε. Τόσος καπνός, απέραντη η σκόνη, ένα κίτρινο πέπλο ομίχλης. Και τότε να ξέρεις, είναι που πρώτα οι λέξεις κι όλα αυτά τα λόγια -καταραμένα λόγια- θα ανεμοδέρνονται σαν στάχτη όπου κι αν σταθεί η ματιά μας.
Μην κοιτάς πίσω σου, δεν είναι εκεί, προς τα κάτω πας, όχι προς τα πίσω κι ας νοιώθεις πως αργείς. Τι δεσμά είναι τούτα τυλιγμένα γύρω σου, σάβανα δανεικά, τι βρώμικος αέρας είναι αυτός που πνίγει τα σωθικά σου; Μα τάχα μου τι είναι αυτά που λέω, πως μπορώ εγώ να γνωρίζω, ποιός το δικαιώμα μου δίνει πως εγώ το παίρνω; Δεν είναι τελικά ο κόσμος από γυαλί να των σπάσω και τα είδωλά του να γκρεμίσω, αλλά μήπως εγώ είμαι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη το χέρι να σηκώσει; Κι ας είναι από πέτρα, καλύτερα τα δάκτυλα μου να σπάσω μάταια πάνω του παρά απαλά να τον εδείχνω με αυτά. Δεν ξέρω από που έρχονται όλα αυτά ούστε που πηγαίνουν, μονάχα τη δυσωδία, εκείνη την καθημερινή μας αρρώστια ξέρω δίχως από κάπου να μπορώ να την πιάσω, μήτε να πιαστώ. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά, αλήθεια σου λέω, είναι ξένα και ανυπόφορα, είναι όλα εκείνα στα οποία επαναστατούσαμε σαν ήμαστε μικρά, αθώα και χαζά..
Θέλω να πάμε κάπου που να 'χει ψηλά πεζούλια, και να ανέβουμε και τα δέντρα να 'χουμε αγκαλιά. Μη με ρωτάς τι θέλω να πω, το πως και το γιατί. Δεν έχω τρόπους και ο κήπος των γραμμάτων μου έχει μαραθεί. Άμα λιγάκι σου θυμίζω κάτι, τότε λυπάμαι που σε στεναχώρησα.