Όταν παλαιότερα ψιλάφιζα βιβλία εισαγωγικής ψυχολογίας -αρνούμενος ίσως να συμβιβαστώ με την θετική μου κατεύθυνση- μου πάντα έκανε εντύπωση η σημαντικότητα με την οποία αναφερόντουσαν στο σκυλί του Pavlov. Η αγκίστρωση συμπεριφορών σε συγκεκριμένα ζευγαρώματα ερεθισμάτων-αποτελεσμάτων μου φαινόταν προφανής ειδικά στο πρωτογενές επίπεδο βιολογικών αναγκών και ενστίκτων, πόσο μάλλον όταν επιδεικνύεται από ένα σχεδόν cartoon παράδειγμα. Και είναι. Όμως αυτό από την άλλη δεν αναιρεί τη σημασία μιας τόσο απλής και θεμελιώδους παρατήρησης.
Δεν είναι λίγο άλλωστε να επαναπροσδιοριζεις τις βασικές διαδρομές ουδέτερων ερεθισμάτων και απαντήσεων σε συνειρμικές εξαρτήσεις, αφού μια τέτοια δυνατότητα -και οι συνέπειες της φυσικά- θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία όχι μόνο προσωπικών αλλά και κοινωνικών ασυνείδητων εξαρτήσεων και κατ' επέκταση χειραγωγήσεων. Βέβαια, το σκυλί του Pavlov ήταν μονάχα ένα σκυλί -δυστυχισμένο ίσως- αλλά σίγουρα μονάχα ένα σκυλί. Από την άλλη όμως, πόσο στα αλήθεια διαφέρουμε από τα σκυλία, τα γνωστά μας πειθήνια και υπάκουα σκυλιά;
Πάλι από τον τομέα της ψυχολογίας υπάρχουν τρεία συγγενικά παραδείγματα τα οποία μάλλον υποδεικνύουν το ευάλωτο και εύπλαστο του ανθρώπινου νου. Το πρώτο είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης, το οποίο -βασισμένο σε αλήθινα γεγονότα- περιγράφει την τάση θυματοποιημένων προσώπων να νοιώθουν οικεία και φιλικά απέναντι στους θύτες τους (απαγωγείς τόσο με τη φυσική όσο και με την ψυχική έννοια) με την πάροδο του χρόνου, δικαιολογώντας τις βιαιότητες τους. Οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι γνωστοί φυσικά, αφού για ευνοήτους λόγους δεν είναι εύκολο να στηθούν τέτοια είδους πειράματα, πόσο μάλλον να υπάρχει η κατάλληλη κοινωνική υποδομή για τη σωστή ερμηνεία τους. Κι όμως, φαίνεται πως άμα υπάρχει αρκετό θράσσος και θάρρος, ακόμη και πειράματα τέτοιου επίπεδου είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, όπως θα φανεί παρακάτω.
Το δεύτερο παράδειγμα λοιπόν -αντίστοιχο στα πλαίσια των σχέσεων εξαρτήσεων- είναι το γνωστό πείραμα του Stanford (μυθοποιημένο στη μεγάλη οθόνη όπως και το προηγούμενο) κατά τη διάρκεια του οποίου 24 εθελοντές χωριστήκανε σε δύο ομάδες. Η μια ήταν οι φυλακισμένοι και από την άλλη ήταν οι δεσμώτες τους, διαχωρισμοί οι οποίοι πολύ γρήγορα έκαναν το πείραμα να ξεφύγει από κάθε έλεγχο με τους συμμετέχοντες να έχουν ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τους χαρακτήρες τους. Οι μεν φρουροί επέδειξαν μια σαδιστική και απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους φυλακισμένους οι οποία με τη σειρά τους αρχικά αντέδρασαν και ξεσηκώθηκαν -μια υγιής αντίδραση- μα έπειτα συμβιβάστηκαν με τις εξευτελιστικές συνθήκες και ιδρυματοποιήθηκαν μέσα σε αυτές. Ή αλλιώς, σε διάστημα ελαχίστων ημερών (μόλις έξι) απώλεσαν την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της προσωπικότητας τους υποδουλωμένοι όχι μονάχα στους φύλακές τους μα χειρότερα στο περιβάλλον και το χαρακτήρα που αυτό τους αποδίδει, δηλαδή στις περιβάλλουσες συνθήκες και περιστάσεις. Το εκπληκτικό φυσικά είναι πως επρόκειτο μονάχα για ένα πείραμα και όχι για πραγματικές συνθήκες.
Το τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, προγενέστερο αυτό του Stanford, είναι το πείραμα του Milgram το οποίο κατά σχεδόν ειρωνικό τρόπο εκμεταλλευόμενο το ίδιο το ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον εκθέτει την ευκολία με την οποία μπορούμε να υποταχθούμε σε κάποιο πρόσωπο εξουσίας και να εκτελέσουμε εντολές του, παρόλο τους όποιους ηθικούς ενδοιασμούς που μπορεί να έχουμε. Το πείραμα ξεκινάει με δύο εθελοντές οι οποίοι κληρώνονται για το ποιός θα είναι ο 'δάσκαλος' και ποιός ο 'μαθητής', αν και στη πραγματικότητα ο 'μαθητής' είναι πάντα κάποιος ηθοποιός μέρος του πειράματος και ο ΄δάσκαλος' είναι ο συμμετέχων στο πείραμα. Ο 'δάσκαλος' πηγαίνει σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ερευνητή και ο 'μαθητής' υποτίθεται στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο. Ο 'δάσκαλος' καλείται να διαβάσει μια ακολουθία αριθμών στον 'μαθητή' ο οποίος με τη σειρά του την επαναλαμβάνει, αλλά στην περίπτωση που αποτύχει, υποτίθεται πως είναι συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια των οποίων το ηλεκτρικό φορτίο ελέγχεται από τον 'δάσκαλο' στο άλλο δωμάτιο. Όσο αποτυγχάνει ο 'μαθητής' να 'συμμορφωθεί', τόσο καλείται ο 'δάσκαλος' από τον ερευνητή να αυξήσει το φορτίο του ηλεκτρικού σοκ. Η συνήθης κατάληξη του πειράματος (σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 60% με 65%) είναι ο 'δάσκαλος', παρόλο που ακούει (προκατασκευασμένες) κραυγές και παρακαλητά από το διπλανό δωμάτιο, υπό τη καθοδήγηση και παραίνεση του ερευνητή (με κατάλληλες φράσεις), να φθάνει το μέγιστο (και στην πραγματικότητα θανατηφόρο) όριο των 450 Volt. Μάλιστα οι συμμετέχοντες δείχνουν πιο διατεθειμένοι να συνεχίσουν το πείραμα, αφού ο 'μαθητής' έχει σταματήσει τις διαμαρτυρίες και τις κραυγές πόνου, ενώ με το πέρας του πειράματος ουδόλως ενδιαφέρονται για την κατάσταση του 'μαθητή' αν και σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουν, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στη θέση του. Το επακόλουθο των αποτελεσμάτων του πειράματος, δεν είναι τόσο η κατάδειξη της ταυτοποίησης του ρόλου του 'δασκάλου' από τους συμμετέχοντες, όσο η υπερβολικά εύκολη αναστολή των βασικότερων των ανθρώπινων αξιών μπροστά σε ένα πολιτισμικό σύμβολο εξουσίας (τον ερευνητή του οποίου η αυθεντία δεν ερευνάται ούτε δοκιμάζεται ποτέ από τους συμμετέχοντες), πίσω από την οποία μάλιστα μπορούν να κρύψουν τους όποιους δισταγμούς τους, μεταφέροντας ουσιαστικά οποιαδήποτε ευθύνη και συνέπεια. Οι πολιτικές προεκτάσεις είναι προφανείς, μερικών εκ των οποίων (το Ολοκαύτωμα και η συμμετοχή των Γερμανών σε αυτό) αποτέλεσαν και την αφορμή διεξαγωγή του πειράματος.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δμπορούν να εκμαιευθούν και από άλλα πολύ πιο καθημερινά παραδείγματα όπως η γενικότερη κατάταξη συμπεριφορών ατόμων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία επειδή ακριβώς ανήκουν σε αυτή τη κατηγορία και αντίστοιχα η οικειοποίηση κοινωνικών ρόλων και η αλλοτροίωση της προσωπικότητας υπέρ αυτών, η ψυχολογία του όχλου και ο χουλιγκανισμός, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και η καταναλωτική πίστη, οι εργασιακές σχέσεις, η κατάχρηση και ο φετιχισμός της εξουσίας, ο αμοραλισμός των φυλακών και του στρατού, η ταυτοποίηση με το σύνολο εις βάρος του εγώ κι άλλα. Όμως όλα αυτά δεν είναι μονάχα ακαδημαϊκές ασκήσεις που φωτίζουν απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ψυχολογίας, αλλά ανακριβείς στην ανάγνωσή τους μηχανισμοί οι οποίοι μας κινούν και μας ελέγχουν αφήνοντάς μας σε πελάγη άγνοιας και αφέλειας. Είναι η απόδειξη πως η ακατέργαστη λογική μας είναι εν τέλει μονάχα ένας πύργος από άμμο σαθρή μπροστά στα κύματα της ψυχολογικής βίας και στη μαζική χειραγώγηση την οποία αδιαμαρτύτητα δεχόμαστε.
Άμα είναι τόσο απλό να προσαρμοστούμε και να ταυτιστούμε με ένα κοινωνικό ρόλο όπως κι αν αυτός επιβάλλεται, άραγε πόσους ρόλους έχουμε αποδεχτεί τους οποίους στα αλήθεια ποτέ μας δεν θέλαμε και δεν μας ανήκουν; Μαθητής, πατέρας, σύζυγος, δάσκαλος, αστυνομικός, υπάλληλος, πολιτικός, κριτής, διευθυντής,γιατρός, επιχειρηματίας, τρελός, φίλος, θύμα, θύτης, κλέφτης, αθώος, δήμιος, καλός, κακός. Πόσοι από αυτούς τους ρόλους τους έχουμε αδικήσει στις διαχρονικές μας κρίσεις τους με μέτρο ηθικές άγνωστες στη πραγματική μας φύση; Από πόσους θεσμούς – ιδρύματα έχουμε περάσει; Γίνεται μονάχα να φοράμε ένα κουστούμι ή μια στολή και να γινόμαστε ένας ρόλος, μια συνταγή από προδιαγραφές, αρμοδιότητες και ευθύνες, πως γίνεται μερικές απλές συμβάσεις να εξουδετερώνουν τον εαυτό μας και τον βαθύτερο ψυχισμό μας; Είμαστε άραγε ένας σωρός από ψυχολογικές μαριονέτες που παρά μόνο επιδέξιους χειριστές χρειαζόμαστε για να πορευθούνε κοινωνικά υγιείς στη ζωή μας; Κι αν είναι έτσι, τότε τι στα αλήθεια έχουμε πραγματικά επιλέξει για τους εαυτούς μας στις σύγχρονες κοινωνίες μας;
Από την γέννησή του, ο άνθρωπος υπάρχει και συνυπάρχει εντός εγκαθεδρυμένων θεσμών -οικογένεια, νηπιαγωγείο, σχολείο, πανεπιστήμιο, στρατός, εργασία, οικογένεια, κόμα, αθλητική ομάδα, θρησκεία- μέσα στους οποίους μπορεί (;) να διαπραγματεύεται τη θέση του, δηλαδή τον ορισμό του τόσο ως άτομο όσο και ως λειτουργία σύμφωνα με τα εργαλεία που έχει (γλώσσα, σχέσεις, γνώσεις, εξουσία) ως προς τις ανάγκες του. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό του να το αξιοποιήσει, παρά δύναται να ενισχύσει ήδη χορηγημένες από το περιβάλλον του ευκαιρίες και να τις μετουσιώσει σε ικανότητες. Εν δυνάμει δηλαδή όλα μπορούν να οριστούν εξωτερικά από το άτομο και όχι σαν να προέρχονται από αυτό κι ας φαίνονται πως το εξυπηρετούν. Για παράδειγμα πόσο επιλογή του ενός αποτελούν οι ανώτερες σπουδές όταν γίνονται για την εξασφάλιση καλύτερης θέσης εργασίας, ή πως οι καταναλωτικές συνήθειες των πολλών αποτελούν πραγματικά ένα άθροισμα των επιθυμιών τους και όχι το προϊόν χειραγώγησης της βιομηχανίας του marketing και της διαφήμισης; Ίσως θα ήταν προτιμότερο λοιπόν, να μην θεωρούμε το συνολικό μας κοινωνικό κατασκεύασμα ως ξένο ή ψεύτικο, μα ως παραγνωρισμένο και παρεξηγημένο από εμάς, από εμάς τους ιδίους που προτιμούμε την απενεχοποιητική αφέλεια του ευφημισμού και των ευφυολογημάτων αναβαφτίζοντας το κατά το δοκούν των εφήμερων αναγκών – κυρίως τρίτων και ισχυροτέρων ημών.
Δεν είναι φυσικά πως ο σύγχρονος πολιτισμός μας είναι αυστηρά ένα επιβαλλόμενο κατασκεύασμα το οποίο καταπιέζει ένστικτα και αδάμαστες ορέξεις. Απλά μεταξύ άλλων, το κάνει και αυτό για να νοιώθουμε εμείς καλύτερα. Υπάρχει μια λεπτή διαφορά στο να αποδέχεσαι την ιδρυματοποίησή σου σε όλη της την τραγικότητα εντός ενός πλαισίου ανεκπλήρωτης ευτυχίας και ελευθερίας, και στο να γεννιέσαι σε αυτή χωρίς ποτέ να την αναγνωρίζεις. Ακόμη και στον ευνουχισμό η επιλογή είναι ανώτερη της άγνοιας, διότι τότε τουλάχιστον υπάρχει η ελάχιστη ελπίδα πως θα υπάρξουν οι 'παράλογες' εκείνες φωνές οι οποίες θα αντισταθούνε και θα εξεγερθούν, οι οποίες ενάντια σε κάθε λογική και πιθανότητα θα παλέψουν με θάρρος και θα ηττηθούν στη μοναξιά τους, όσο κι αν παρεξηγιούνται και απομονώνονται από τους υπολοίπους, όλους εμάς δηλαδή.
Δεν είναι λίγο άλλωστε να επαναπροσδιοριζεις τις βασικές διαδρομές ουδέτερων ερεθισμάτων και απαντήσεων σε συνειρμικές εξαρτήσεις, αφού μια τέτοια δυνατότητα -και οι συνέπειες της φυσικά- θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία όχι μόνο προσωπικών αλλά και κοινωνικών ασυνείδητων εξαρτήσεων και κατ' επέκταση χειραγωγήσεων. Βέβαια, το σκυλί του Pavlov ήταν μονάχα ένα σκυλί -δυστυχισμένο ίσως- αλλά σίγουρα μονάχα ένα σκυλί. Από την άλλη όμως, πόσο στα αλήθεια διαφέρουμε από τα σκυλία, τα γνωστά μας πειθήνια και υπάκουα σκυλιά;
Πάλι από τον τομέα της ψυχολογίας υπάρχουν τρεία συγγενικά παραδείγματα τα οποία μάλλον υποδεικνύουν το ευάλωτο και εύπλαστο του ανθρώπινου νου. Το πρώτο είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης, το οποίο -βασισμένο σε αλήθινα γεγονότα- περιγράφει την τάση θυματοποιημένων προσώπων να νοιώθουν οικεία και φιλικά απέναντι στους θύτες τους (απαγωγείς τόσο με τη φυσική όσο και με την ψυχική έννοια) με την πάροδο του χρόνου, δικαιολογώντας τις βιαιότητες τους. Οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι γνωστοί φυσικά, αφού για ευνοήτους λόγους δεν είναι εύκολο να στηθούν τέτοια είδους πειράματα, πόσο μάλλον να υπάρχει η κατάλληλη κοινωνική υποδομή για τη σωστή ερμηνεία τους. Κι όμως, φαίνεται πως άμα υπάρχει αρκετό θράσσος και θάρρος, ακόμη και πειράματα τέτοιου επίπεδου είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, όπως θα φανεί παρακάτω.
Το δεύτερο παράδειγμα λοιπόν -αντίστοιχο στα πλαίσια των σχέσεων εξαρτήσεων- είναι το γνωστό πείραμα του Stanford (μυθοποιημένο στη μεγάλη οθόνη όπως και το προηγούμενο) κατά τη διάρκεια του οποίου 24 εθελοντές χωριστήκανε σε δύο ομάδες. Η μια ήταν οι φυλακισμένοι και από την άλλη ήταν οι δεσμώτες τους, διαχωρισμοί οι οποίοι πολύ γρήγορα έκαναν το πείραμα να ξεφύγει από κάθε έλεγχο με τους συμμετέχοντες να έχουν ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τους χαρακτήρες τους. Οι μεν φρουροί επέδειξαν μια σαδιστική και απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους φυλακισμένους οι οποία με τη σειρά τους αρχικά αντέδρασαν και ξεσηκώθηκαν -μια υγιής αντίδραση- μα έπειτα συμβιβάστηκαν με τις εξευτελιστικές συνθήκες και ιδρυματοποιήθηκαν μέσα σε αυτές. Ή αλλιώς, σε διάστημα ελαχίστων ημερών (μόλις έξι) απώλεσαν την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της προσωπικότητας τους υποδουλωμένοι όχι μονάχα στους φύλακές τους μα χειρότερα στο περιβάλλον και το χαρακτήρα που αυτό τους αποδίδει, δηλαδή στις περιβάλλουσες συνθήκες και περιστάσεις. Το εκπληκτικό φυσικά είναι πως επρόκειτο μονάχα για ένα πείραμα και όχι για πραγματικές συνθήκες.
Το τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, προγενέστερο αυτό του Stanford, είναι το πείραμα του Milgram το οποίο κατά σχεδόν ειρωνικό τρόπο εκμεταλλευόμενο το ίδιο το ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον εκθέτει την ευκολία με την οποία μπορούμε να υποταχθούμε σε κάποιο πρόσωπο εξουσίας και να εκτελέσουμε εντολές του, παρόλο τους όποιους ηθικούς ενδοιασμούς που μπορεί να έχουμε. Το πείραμα ξεκινάει με δύο εθελοντές οι οποίοι κληρώνονται για το ποιός θα είναι ο 'δάσκαλος' και ποιός ο 'μαθητής', αν και στη πραγματικότητα ο 'μαθητής' είναι πάντα κάποιος ηθοποιός μέρος του πειράματος και ο ΄δάσκαλος' είναι ο συμμετέχων στο πείραμα. Ο 'δάσκαλος' πηγαίνει σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ερευνητή και ο 'μαθητής' υποτίθεται στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο. Ο 'δάσκαλος' καλείται να διαβάσει μια ακολουθία αριθμών στον 'μαθητή' ο οποίος με τη σειρά του την επαναλαμβάνει, αλλά στην περίπτωση που αποτύχει, υποτίθεται πως είναι συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια των οποίων το ηλεκτρικό φορτίο ελέγχεται από τον 'δάσκαλο' στο άλλο δωμάτιο. Όσο αποτυγχάνει ο 'μαθητής' να 'συμμορφωθεί', τόσο καλείται ο 'δάσκαλος' από τον ερευνητή να αυξήσει το φορτίο του ηλεκτρικού σοκ. Η συνήθης κατάληξη του πειράματος (σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 60% με 65%) είναι ο 'δάσκαλος', παρόλο που ακούει (προκατασκευασμένες) κραυγές και παρακαλητά από το διπλανό δωμάτιο, υπό τη καθοδήγηση και παραίνεση του ερευνητή (με κατάλληλες φράσεις), να φθάνει το μέγιστο (και στην πραγματικότητα θανατηφόρο) όριο των 450 Volt. Μάλιστα οι συμμετέχοντες δείχνουν πιο διατεθειμένοι να συνεχίσουν το πείραμα, αφού ο 'μαθητής' έχει σταματήσει τις διαμαρτυρίες και τις κραυγές πόνου, ενώ με το πέρας του πειράματος ουδόλως ενδιαφέρονται για την κατάσταση του 'μαθητή' αν και σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουν, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στη θέση του. Το επακόλουθο των αποτελεσμάτων του πειράματος, δεν είναι τόσο η κατάδειξη της ταυτοποίησης του ρόλου του 'δασκάλου' από τους συμμετέχοντες, όσο η υπερβολικά εύκολη αναστολή των βασικότερων των ανθρώπινων αξιών μπροστά σε ένα πολιτισμικό σύμβολο εξουσίας (τον ερευνητή του οποίου η αυθεντία δεν ερευνάται ούτε δοκιμάζεται ποτέ από τους συμμετέχοντες), πίσω από την οποία μάλιστα μπορούν να κρύψουν τους όποιους δισταγμούς τους, μεταφέροντας ουσιαστικά οποιαδήποτε ευθύνη και συνέπεια. Οι πολιτικές προεκτάσεις είναι προφανείς, μερικών εκ των οποίων (το Ολοκαύτωμα και η συμμετοχή των Γερμανών σε αυτό) αποτέλεσαν και την αφορμή διεξαγωγή του πειράματος.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δμπορούν να εκμαιευθούν και από άλλα πολύ πιο καθημερινά παραδείγματα όπως η γενικότερη κατάταξη συμπεριφορών ατόμων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία επειδή ακριβώς ανήκουν σε αυτή τη κατηγορία και αντίστοιχα η οικειοποίηση κοινωνικών ρόλων και η αλλοτροίωση της προσωπικότητας υπέρ αυτών, η ψυχολογία του όχλου και ο χουλιγκανισμός, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και η καταναλωτική πίστη, οι εργασιακές σχέσεις, η κατάχρηση και ο φετιχισμός της εξουσίας, ο αμοραλισμός των φυλακών και του στρατού, η ταυτοποίηση με το σύνολο εις βάρος του εγώ κι άλλα. Όμως όλα αυτά δεν είναι μονάχα ακαδημαϊκές ασκήσεις που φωτίζουν απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ψυχολογίας, αλλά ανακριβείς στην ανάγνωσή τους μηχανισμοί οι οποίοι μας κινούν και μας ελέγχουν αφήνοντάς μας σε πελάγη άγνοιας και αφέλειας. Είναι η απόδειξη πως η ακατέργαστη λογική μας είναι εν τέλει μονάχα ένας πύργος από άμμο σαθρή μπροστά στα κύματα της ψυχολογικής βίας και στη μαζική χειραγώγηση την οποία αδιαμαρτύτητα δεχόμαστε.
Άμα είναι τόσο απλό να προσαρμοστούμε και να ταυτιστούμε με ένα κοινωνικό ρόλο όπως κι αν αυτός επιβάλλεται, άραγε πόσους ρόλους έχουμε αποδεχτεί τους οποίους στα αλήθεια ποτέ μας δεν θέλαμε και δεν μας ανήκουν; Μαθητής, πατέρας, σύζυγος, δάσκαλος, αστυνομικός, υπάλληλος, πολιτικός, κριτής, διευθυντής,γιατρός, επιχειρηματίας, τρελός, φίλος, θύμα, θύτης, κλέφτης, αθώος, δήμιος, καλός, κακός. Πόσοι από αυτούς τους ρόλους τους έχουμε αδικήσει στις διαχρονικές μας κρίσεις τους με μέτρο ηθικές άγνωστες στη πραγματική μας φύση; Από πόσους θεσμούς – ιδρύματα έχουμε περάσει; Γίνεται μονάχα να φοράμε ένα κουστούμι ή μια στολή και να γινόμαστε ένας ρόλος, μια συνταγή από προδιαγραφές, αρμοδιότητες και ευθύνες, πως γίνεται μερικές απλές συμβάσεις να εξουδετερώνουν τον εαυτό μας και τον βαθύτερο ψυχισμό μας; Είμαστε άραγε ένας σωρός από ψυχολογικές μαριονέτες που παρά μόνο επιδέξιους χειριστές χρειαζόμαστε για να πορευθούνε κοινωνικά υγιείς στη ζωή μας; Κι αν είναι έτσι, τότε τι στα αλήθεια έχουμε πραγματικά επιλέξει για τους εαυτούς μας στις σύγχρονες κοινωνίες μας;
Από την γέννησή του, ο άνθρωπος υπάρχει και συνυπάρχει εντός εγκαθεδρυμένων θεσμών -οικογένεια, νηπιαγωγείο, σχολείο, πανεπιστήμιο, στρατός, εργασία, οικογένεια, κόμα, αθλητική ομάδα, θρησκεία- μέσα στους οποίους μπορεί (;) να διαπραγματεύεται τη θέση του, δηλαδή τον ορισμό του τόσο ως άτομο όσο και ως λειτουργία σύμφωνα με τα εργαλεία που έχει (γλώσσα, σχέσεις, γνώσεις, εξουσία) ως προς τις ανάγκες του. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό του να το αξιοποιήσει, παρά δύναται να ενισχύσει ήδη χορηγημένες από το περιβάλλον του ευκαιρίες και να τις μετουσιώσει σε ικανότητες. Εν δυνάμει δηλαδή όλα μπορούν να οριστούν εξωτερικά από το άτομο και όχι σαν να προέρχονται από αυτό κι ας φαίνονται πως το εξυπηρετούν. Για παράδειγμα πόσο επιλογή του ενός αποτελούν οι ανώτερες σπουδές όταν γίνονται για την εξασφάλιση καλύτερης θέσης εργασίας, ή πως οι καταναλωτικές συνήθειες των πολλών αποτελούν πραγματικά ένα άθροισμα των επιθυμιών τους και όχι το προϊόν χειραγώγησης της βιομηχανίας του marketing και της διαφήμισης; Ίσως θα ήταν προτιμότερο λοιπόν, να μην θεωρούμε το συνολικό μας κοινωνικό κατασκεύασμα ως ξένο ή ψεύτικο, μα ως παραγνωρισμένο και παρεξηγημένο από εμάς, από εμάς τους ιδίους που προτιμούμε την απενεχοποιητική αφέλεια του ευφημισμού και των ευφυολογημάτων αναβαφτίζοντας το κατά το δοκούν των εφήμερων αναγκών – κυρίως τρίτων και ισχυροτέρων ημών.
Δεν είναι φυσικά πως ο σύγχρονος πολιτισμός μας είναι αυστηρά ένα επιβαλλόμενο κατασκεύασμα το οποίο καταπιέζει ένστικτα και αδάμαστες ορέξεις. Απλά μεταξύ άλλων, το κάνει και αυτό για να νοιώθουμε εμείς καλύτερα. Υπάρχει μια λεπτή διαφορά στο να αποδέχεσαι την ιδρυματοποίησή σου σε όλη της την τραγικότητα εντός ενός πλαισίου ανεκπλήρωτης ευτυχίας και ελευθερίας, και στο να γεννιέσαι σε αυτή χωρίς ποτέ να την αναγνωρίζεις. Ακόμη και στον ευνουχισμό η επιλογή είναι ανώτερη της άγνοιας, διότι τότε τουλάχιστον υπάρχει η ελάχιστη ελπίδα πως θα υπάρξουν οι 'παράλογες' εκείνες φωνές οι οποίες θα αντισταθούνε και θα εξεγερθούν, οι οποίες ενάντια σε κάθε λογική και πιθανότητα θα παλέψουν με θάρρος και θα ηττηθούν στη μοναξιά τους, όσο κι αν παρεξηγιούνται και απομονώνονται από τους υπολοίπους, όλους εμάς δηλαδή.