Pages

Saturday, November 06, 2010

Η μεταμοντέρνα ερμηνεία της τεμπελιάς και ο Θανάσης pt1

Ο Θανάσης. Για κάποιο λόγο κάθε ιστορία πρέπει να ξεκινάει με ένα όνομα, με ένα πρόσωπο. Εν προκειμένω ο Θανάσης, ένα τυπικό αξύριστο δείγμα αναξιοπρεπούς ανθρώπου. Ο Θανάσης λοιπόν, σηκώθηκε από τα βρώμικα σεντόνια του, έβαλε καφέ στη βρώμικη κούπα του, και έκατσε στη βρώμικη καρέκλα του και έβαλε να παίζει μια νέα αμερικάνικη σειρά στη βρώμικη οθόνη του βρώμικου από τους ιούς υπολογιστή του. Βασικά, το μόνο καθαρό πράμα στο σπίτι του ήταν ο πούτσος του -και αυτό αμφίβολο- αλλά σύμφωνα με τον Θανάση πίσω απο τη βρώμα και την ατημέλεια υπήρχε μια ασυνείδητη αντιδραστικότητα απέναντι στη κομφορμισμό και τον καλοπρεπισμό της μετριότητας που μαστίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Ήταν ένας Δον Κιχώτης ανάμεσα στους ολιγάριθμους καταδρομείς της μποέμ φρουράς της ευσυνειδησίας και του απελευθερωμένου πνεύματος που με νύχια και ποιήματα αντιστεκόταν απέναντι στο σκοταδισμό της σύγχρονης ολιγαρχίας του αδυσώπητου καπιταλισμού και των ξενέρωτων. Ήδη σκεφτόταν τι θα έλεγε στα εγγόνια του -άμα ποτέ αποκτούσε από τις λεσβίες κόρες του τις οποίες και αυτές ήταν αμφίβολο άμα ποτέ τις αποκτούσε. 'Μπορεί να να μου έπεσαν τα δόντια στα σαράντα, αλλά τουλάχιστον κράτησα την αξιοπρέπεια μου και ποτέ μου δεν αγόρασα εφημερίδα που πρόσφερε και βιβλίο μαζί, όσο ωραίο και αν ήταν το εξώφυλλο.'

Όσο σκεφτόταν αυτές τις μαλακίες ο Θανάσης, είχε απλώσει στο βρώμικο του τραπέζι ένα φάκελο, μια λευκή κόλλα χαρτί, ένα μπουκαλάκι με αλάτι, ένα μπωλάκι με ζάχαρη, και τέλος πάντων μια πλαστική μαλακία που είχε μαύρο πιπέρι. Αποφάσισε να πάρει το πιπέρι. Έβαλε μπόλικο μέσα στο φάκελο. Έπιασε τη λευκή κόλλα χαρτί, αναλογίστηκε γιατί δεν είναι τρέντυ αστούλης που θα είχε χαρτί από ανακυκλώσιμο πολτό, έβρισε θεούς και δαίμονες που δεν έβρισκε ένα κατάλληλο στυλό, και εν τέλει κάνοντας χρήση ενός παλιού Bic το οποίο για πολύ καιρό αναρωτιόταν πως γίνεται η συγγραφική του δράση να περιορίζεται σε κουπόνια στοιχήματος και ημιτελή ποιήματα, ο Θανάσης έγραψε 'Μου 'χεις γαμήσει την ψυχή ρε Κατερίνα...' και έξυσε το βρώμικο κεφάλι του. Κοντοστάθηκε λίγο, και συνέχισε. 'ΥΓ: Επειδή ξέρω πως μέσα σου κουβαλάς την τριμμένη άμμο του μικροαστικού ψυχισμού παρά τις φλόγες μιας πυρωμένης καρδιάς, σε παρακαλώ μόλις βαρεθείς να με βρίζεις, ανακύκλωσε αυτό το γράμμα'.

Ο Θανάσης έξυσε για μια ακόμη φορά το βρώμικο σκάλπ του, φαντάστηκε πως θα μπορούσε να ήταν ήρωας ενός μυθιστορήματος του Gabriel Garcia Marquez, διάβασε το γράμμα του, και ικανοποιημένος από την εξυπνάδα του, τύλιξε το χαρτί και το έβαλε στο φάκελο -ο οποίος περιέργως δεν ήταν βρώμικος- μαζί με το πιπέρι. Μετά συνειδητοποίησε πως η Κατερίνα, όσο και αν την αγαπούσε, ήταν λίγο υστερική και το χιούμορ της δεν έφτανε μέχρι τα ανώτερα Gestahl που μονάχα αυτός και ελάχιστοι άλλοι εκτιμούσαν. Θυμήθηκε τις άπειρες φορές που είχαν βγει για ποτό για 'να τα πούνε' και ο ίδιος χαχάνιζε από μέσα του όσο η Κατερίνα τον κοίταγε με ένα ύφος περιέργειας και αποδοκιμασίας. Όμορφες εποχές. Ευτυχώς για τον ίδιο, μετά από πέντε λεπτά που αμφιταλευόνταν για το άμα θα έπρεπε να στείλει το γράμμα ή όχι, κατάλαβε πως δεν είχε βάλει υπογραφή και αυτό θα την τρόμαζε φοβερά, διότι ποιος ξέρει πόσων άλλων την ψυχή είχε γαμήσει η Κατερίνα. Έτσι έβγαλε το γράμμα -το οποίο πια είχε βρωμίσει χάρη στο μαύρο πιπέρι- και έβαλε την απαραίτητη υπογραφή: 'Θα σε αγαπώ για πάντα, Θανάσης'.

Έχοντας πετύχει έναν ακόμη συγγραφικό θρίαμβο, ο Θανάσης έκλεισε τον φάκελο, τον έγλυψε λίγο παραπάνω από ότι χρειαζόταν και τον σφράγισε. Διεύθυνση αποστολέα έβαλε εν τέλει την Γαλλική Πρεσβεία, θυμόμενος πως κάποτε η Κατερίνα είχε στείλει ένα βιογραφικό για μεραφράσεις, μεταγλωτίσεις κι άλλα τέτοια. Τον είχε ενθουσιάσει η ιδέα πως άμα ερχοταν ποτέ η Λίβερπουλ ή η Λυόν να παίξει, η Κατερίνα θα μπορούσε να του βρει τσάμπα εισητήρια όσο η ίδια θα μετέφραζε τις φτωχές δικαιολογίες του Ουγιέ για το ασύνδετο παιχνίδι της ομάδας του. Βέβαια ποτέ δεν πήρε την δουλειά η Κατερίνα -η οποία για να μην ξεχνιόμαστε, του 'χε γαμήσει την ψυχή αλλά όχι το κορμί όπως ο ίδιος θα ήθελε- και ο Ουγιέ ποτέ δεν τίμησε την χώρα των Γραικών, ίσως επειδή οι ενδεκάδες του προχωρούσαν σε διοργανώσεις στις οποίες πεισματικά οι ελληνικές ομάδες αρνιόντουσαν να προοδεύσουν, βλέπε Champions League. Όπως και να 'χει, πέρα της υπερτίμησης του ταλέντου του Νίνη, και το καταραμένο 4-5-1 με αργοκίνητους μπακ του Παναθηναϊκού, ο Θανάσης είχε αρκετά εμπόδια ακόμη στη σημερινή του μέρα.

Για αρχή, έπρεπε να βρει ένα βρώμικο τζην να φορέσει όπως και κάτι αρκετά ζεστό για το βυθισμένο στέρνο του, όπως ένα μπουζάκι και ένα πουλόβερ με λιγότερο από δύο τρύπες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων ρε αδερφέ μου. Εν τω μεταξύ, στην βρώμικη οθόνη του υπολογιστή του, η αμερικάνικη σειρά αποδείκνυε για μια ακόμη φορά πως πως τα παιδιά της Coca-Cola και του Συνταγματάρχη Sanders ήξεραν να κάνουν καλές παραγωγές στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης στο κόσμο της τέχνης και του θεάματος, χωρίς να υπάρχει λόγος αυτά τα δύο να εξισώνονται. Αυτή του η παρατήρηση, τον καθυστέρησε περίπου για κανά μισάωρο. Και ύστερα για μια ακόμη ωρίτσα. Εν τέλει αποφάσισε να συνεχίσει την καθημερινότητά του με το κλασικό προ-μεσημεριανό του χέσιμο, ευγενική χορηγία του σκέτου Nescafe και του χθεσινοβραδινού βρώμικου που έφαγε. Όμορφα.

Όσο η κωλοτρυπίδα του εξισορροπούσε την εσωτερική πίεση των εντέρων του -πάρα πολύ όμορφα- αναρωτιόταν αν θα ήταν το ίδιο γαμάτος θα ήταν ο Bukowski αν είχε υπολογιστή αντί για γραφομηχανή, και πόσους φίλους θα είχε ο Καρυωτάκης αν είχε Facebook και αν εν τέλει θα προλάβαινε την αυτοκτονία του η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα μπορούσε να διατηρεί βρώμικο το βρώμικο μπάνιο του, και αφού έπεισε τον εαυτό του να αγοράσει νέα σφουγγαρίστρα, υπενθύμισε στο ανήσυχο πνεύμα του πως χάρη στις κακές του συνήθειες το ανοσοποιητικό του σύστημα έθριβε -έθριβε κυρίες και κύριοι!- από αντισώματα των οποίων τις ευεργετικές ιδιότητες θα χαρούν οι πιθανοί απόγονοί του. Ο Θανάσης περνούσε πολύ ώρα με τον εαυτό του. Από την τηλεόραση, τα σπρεντς εκτοξευόντουσαν στα ύψη, και στο πνεύμα των ημερών ο Θανάσης, σπρένταρε κι άλλο την κωλοχαράδρα του για να πέσει και η τελευταία κουραδίτσα. Μιλάμε για απερίγραπτη ομορφιά.

Σε μια χώρα που χρώσταγε πολλά και δεν παρήγαγε τίποτα, ο Θανάσης δε χρώσταγε τίποτα αλλά ήθελε πολλά. Τον έπιανε αηδία που η γενιά του αυτοχαρακτηριζόταν από τα πόσα έπαιρνε μισθό και του ερχόταν εμετός από τη παιδιάστικη εσωστρέφειά της η οποία αναλωνόταν σε ψαγμένα art-bar με εκθέσεις του κώλου. Ο Θανάσης ήταν ιδιαίτερα εγωπαθής που μισούσε την μετριότητά σου όσο και αυτή των υπολοίπων, και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που η Κατερίνα δεν τον γούσταρε, αλλά ποιος ξέρει τι σκατά κουβαλούσε κι αυτή στο κεφάλι της. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν συμμετείχε σε συλλογικές συνειδητότητες των οποίων ηγείτο ο Θανάσης σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης και μέθης, αφού είχε φαίνεται σημαντικότερα προβλήματα, όπως το με ποιόν να βγει το Σάββατο βράδυ και σε ποιό party -γούαου- θα πάει. Και να γαμήσει τη ψυχή του Θανάση φυσικά, για να μην ξεχνιόμαστε. Ο ατυχής και βρωμιάρης Θανάσης από την άλλη, χωρίς να κάνει διακρίσεις είχε διάφορες ασχολίες στο (βρώμικο εξυπακούεται) μυαλό του στη διάρκεια της ημέρας. Τι θα φάει, ποιά θα προσπαθήσει να μπαλαμουτιάσει, τη μαζική γενοκτονία του νου που διαπράττεται καθημερινά από τα ΜΜΕ, πως καλύτερα θα έσφαζε τον Θράσο Μπένη, γνωστό DJ και καθίκι με τον οποίο είχε μια αιώνια μουσική κόντρα (για την οποία φυσικά ο Μπένης δεν γνώριζε απολύτως τίποτα), την πιθανότητα πως στη πραγματικότητα το σύμπαν δεν έχει πεπερασμένο όγκο, αλλά πως στα όρια του έτεινε -ή ξέφτινε- προς μια μηδενική ακτινοβολία της οποίας η ασθενής πηγή έτεινε -αλλά δεν ξέφτινε- στο άπειρο, πως καλύτερα θα διατηρούσε τη μεταμοντέρνα στάση ζωής του χωρίς να εκφυλιστεί σε έναν από εκείνους τους μισητούς μηδενιστές, πως ο πουριτανισμός και η σεμνοτυφία των παιδικών του χρόνων ακόμα τον καταπιέζει κάθε φορά που τραβάει μαλακία, άμα ο ελιτισμός είναι εν τέλει η κατάρα ή η καρδιά της τέχνης, πως καταφέρνει η Σίσσυ Χρηστίδου και είναι τόσο μουνάρα, πόσο μαλάκες είναι οι άντρες που γουστάρει η Κατερίνα, και πότε επιτέλους θα φτιάξει τα υδραυλικά του σπιτιού του.

Γενικά, οι σπειροειδής διαδρομές του μυαλού του -κάτι σαν μια τηλεόραση που παίζει αποκλειστικά διαφημίσεις- ήταν πάντα μια βολική δικαιολογία για τη τεμπελιά του και τον πνευματικό του ναρκισσισμό. Στο σχολείο ήταν ο κλασσικός μαλάκας που δεν τελείωνε ποτέ την έκθεση του, αλλά ο καθηγητής του των είχε κουμπωμένο στο 17, γιατί είχε κάτι προχωρημένες για την ηλικία του ιδέες παρόλο το μούφα συντακτικό του. Τώρα φυσικά, οι ελεεινοί συμμαθητές του που μετά βίας συμπλήρωναν μια σκέψη κάνουν καριέρες, καθαρές ζάντες στα αμάξια τους (σημαντική λεπτομέρεια) και κάποιοι από αυτούς κατέβαιναν στις δημοτικές εκλογές με Photoshop δόντια ενώ ο Θανάσης ήταν ακόμα εκείνο το σπυριάρικο δεκαεξάχρονο με τις ίδιες μαλακισμένες ιδέες που δεν του καθόντουσαν οι γκόμενες που γούσταρε. Αυτός ήταν ο Θανάσης λοιπόν που είχε κάνει την άρνηση στάση ζωής και την αδιαφορία σιωπηρή συνενοχή.

Ο Θανάσης προχώρησε γρήγορα στο γνωστό πλαν Μπι -φόρεσε δηλαδή ακριβώς ότι φορούσε το προηγούμενο βράδυ- και με αποφασιστικότητα βγήκε από το σπίτι και κάλεσε το ασανσέρ.

Βέβαια ο Θανάσης είναι μαλάκας από τους λίγους, και ξέχασε να πάρει τον φάκελο. Άμα θέλεις να αποχωρήσει ο Θανάσης από την ιστορία στείλε SMS με το μήνυμα 'ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ' στο 090-696969 τρεις και πάρε τα αρχίδια μου. Βρίζοντας, άνοιξε την πόρτα, μπήκε στη βρώμικη γκαρσονιέρα του, και σε έκπληξη του σύμπαντος πήρε τον φάκελο και ξαναβγήκε, λιγότερο αποφασιστικά αυτή τη φορά. Αυτές οι μικρές ήττες στο απαράμιλλο στυλ του τον τσακίζανε.

Στον έξω κόσμο, ο Θανάσης έκανε τα συνηθισμένα. Έψαξε φαρμακείο για να πάρει βασιλικό πολτό, διαπίστωσε πως είχε βγει πολύ αργά και όλα ήταν κλειστά, διάβασε λάθος τα εφημερεύοντα, κατευθύνθηκε προς ένα προς το Μουσείο, βαρέθηκε, γύρισε προς τα πίσω και κατέληξε στο στέκι του να πιεί ένα διπλό espresso αναβάλλοντας την αγορά σφουγγαρίστρας αφού στο κάτω κάτω είχε τέσσερα σφουγγαράκια, εκ των οποίων το ένα θα μπορούσε να αναλάβει τη βρωμοδουλειά καθαριότητας των πιο τρανταχτών σημείων -εκείνων δηλαδή που ένα γκομενάκι παρόλο την κατάσταση μέθης που θα την είχε φέρει ο Θανάσης θα έβλεπε και θα ξεκαύλωνε. Όσα βλέπει η πεθερά δηλαδή που λέει και ο λαός, μια συνήθεια που είχε αποκτήσει ο Θανάσης όταν ήταν καψιμιτζής στο στρατό. Πέραν αυτής της σοφής απόφασης, όσο τριγυρνούσε στους δρόμους της γειτονιάς του δεν έχανε ευκαιρία να μπανίζει γκομενάκια και πρωτοσέλιδα εφημερίδων πρακτική η οποία τον συνέτριβε, ενώ όταν πήγε να πάρει φαγητό από το αγαπημένο του ταχυφαγείο, η ποικιλία τον απογοήτευσε και έτσι αποφάσισε να φάει 2 αυγουλάκια και κανά γιαούρτι, γιατί πάνω από όλα ήταν θιασώτης της υγιεινής διατροφής και θιασάρχης μιας μίζερης ζωής. Όταν τέλειωσε την αγοραφοβική του εκδρομή, και βγήκε από το ασανσέρ, συνειδητοποίησε πως δεν είχε αγοράσει μπαταρίες και δεν είχε βάλει πλυντήριο. Φυσικά δεν είχε στείλει το γράμμα, περισσότερο γιατί δεν ήξερε τι αντίτιμο σε γραμματόσημα χρειαζόταν παρά γιατί δεν ήταν σίγουρος. Όχι πως ήταν σίγουρος, κάθε άλλο. Μιλάμε για χοντρό μαλάκα, όχι αστεία.

Ο Θανάσης δεν ήταν ξεχωριστός, ούτε ιδιαίτερα έξυπνος ή προικισμένος με κάποιο ταλέντο, τουεναντίον είχε διάφορες νευρώσεις, ένα κάρο αδυναμίες τις οποίες αποκαλούσε πάθη του μοιραίου χαρακτήρα του κι άλλα τέτοια χαριτωμένα, ούτε τέλος πάντων είχε κανένα σούπερ ατού στο παιχνίδι του alpha male της σύγχρονης μαϊμουδένιας κοινωνίας. Είχε συμβιβαστεί με τις ιδεές του και αναγνώριζε πως περνούσε μια ακόμη φάση βαρεμάρας και ανούσιας ύπαρξης, χωρίς δημιουργία, ουσία ή περιπέτειες, η οποία πλημμύριζε το τσι του με αρνητική ενέργεια με προφανή θύματα τους φίλους του, την κοινωνία εν γένει, και όποιον μαλάκα έτυχε να θαυμάζει εκείνη τη περίοδο η Κατερίνα. Δεν ήταν πως είχε αλλάξει τις ερμηνείες του και τις σοφιστείες του περί λειτουργίας του κόσμου, του ανθρώπου, της ψυχής και της μηχανής του espresso, απλά τώρα ήταν αρνητικά προκατειλημμένος απέναντί της (της γενικότερης συμπαντικής λειτουργίας, όχι της μηχανής), αντί να την χαρεί όπως έκανε άλλες -σπανιότερες- εποχές. Ήταν μίζερος ρε αδερφέ, πως το λένε;

Αναγνωρίζοντας όμως πως το ποσοστό επιτυχίας του στις συμβατικές ανάγκες της καθημερινότητάς του ήταν ίδιαίτερα χαμηλές, έβαλε πλυντήριο και σκότωσε λίγη ώρα με ένα σαρανταπεντάρι Magnum και σβήνοντας άχρηστα, αδιάφορα και γενικά οτιδήποτε με το στερητικό 'α' μπροστά e-mail. Η ώρα έπιασε την πληγή της με φρίκη και είδε τον χρόνο να κυλάει νεράκι πριν σωριαστεί στο βρώμικο πάτωμα του Θανάση -οι καθαριότητες αναβλήθηκαν για την επόμενη όπως ήταν φυσιολογικό- ο οποίος άφησε την τηλεόραση να παίζει ένα μεταγλωτισμένο περιμένοντας τον Ανδρέα αναλογιζόμενος πόσο πολύ μπορούσε να ξεφτιλιστεί και απόψε στα μπαρ της ακολασίας. Ευτυχώς ο υπέρβαρος αλλά λιγότερο βρώμικος Ανδρέας ήρθε σχετικά νωρίς και διέκοψε τις μαλακισμένες σκέψεις του Θανάση, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να μολύνουν τον αιθέρα της παγκόσμιας σκέψης με ακόμα πιο γελοίες θεωρίες και θεωρητικές εξερευνήσεις με ομαδική αυτή τη φορά διάθεση. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ο Ανδρέας έπρεπε να κάνει χρήση Clarke για να βρει λίγο χώρο να κάτσει στον καναπέ παύλα γκαρνταρόμπα.

Ο Ανδρέας ήταν το ίδιο τεμπέλης με τον Θανάση, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο ένας ανεχόταν την παρέα του άλλου, πέρα από το γεγονός πως με τα κεράσματά του ο Θανάσης συντηρούσε που και που την μπάκα του Ανδρέα. Άλλωστε δύο καλοί φίλοι (ως γνωστόν υπάρχουν και οι κακοί φίλοι, βεβαίως βεβαίως) μπορούν και ταιριάζουν όταν μοιράζονται τις ίδιες ενοχές που ποτέ των ποτών και των αναψυκτικών δεν θα αποκάλυπταν σε μια πιθανή ή απίθανη γκόμενα. Κατά τα άλλα, ο εξίσου βαρεμένος από τις συμβατικότητες της πραγματικότητας και της ανικανότητας του να τις σπάσει, ο Ανδρέας δεν ήταν το alter ego του Ανδρέα, κάθε άλλο αφού τέτοιους μπανάλ ρόλους τους άφηνε για το Ρουβά. Απλά άμα ασπαστούμε τη θρησκεία του Cosmopolitan, ο Ανδρέας και ο Θανάσης ήταν δύο νησιά που ανάμεσα τους υπήρχε ένα έλος δια μέσω του οποίου μπορούσαν να επικοινωνήσουν.

Το λίγο μεγαλύτερο νησί του Πελάγους της Ανεμελειάς άρχισε το γνωστό γαϊτανάκι της καζούρας του για την Κατερίνα μπερδεύοντας τα χοντροκομμένα χέρια του στη φτωχή συλλογή ποτών του Θανάση, όσο ο έτερος ρέμπελος απέκρουε τις επιθέσεις του φίλου με ανάποδα φάλτσα και βρισιές.

Τι γίνεται με την Κατερίνα;
Τα ίδια, ξέρεις τώρα.
Είσαι βλάκας, τελείως βλάκας, το ξέρεις ε; (γέλια)
Σκάσε βλάκα. Πούστη. Τελειωμένε.
Εσύ είσαι βλάκας. (περισσότερα γέλια)
Εκεί που είμαι, ήσουνα, αλλά εκεί που είσαι δεν νομίζω να βρεθώ.
Καλά, καλά. Ποιά είναι η γνώμη σου για την acid jazz.
Την ακούνε κάτι πούστηδες σαν κι εσένα.

Κάπως έτσι προχωρούσε η κουβεντούλα των δύο φίλων με μισό μπουκάλι Jameson και ένα ολόκληρο Haig, τρία καραφάκια ούζο, λίγη βότκα, ένα ανοιχτό λικέρ μαστίχα, και ένας απροσδιόριστος αριθμός από Amstel γιατί έτσι γουστάρανε. Για παρέα είχαν τους Deftones, την Κάλλας -όχι εκείνη με το αλάτι- τους Mono, την Μπέλου, τους Motorhead, τους The National, τον Stravinsky, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τους Stone Roses μεταξύ άλλων και για αναπνοή άπειρα καλοστριμμένα τσιγάρα και ορφανούς στίχους αθάνατων ποιητών. Τι έγραψα πάλι ο πούστης. Όταν κάποια στιγμή τους τέλειωσε το αλκόολ, με φοβερό επαγγελματισμό κάνανε ένα διάλλειμα δέκα λεπτών μέχρι να πεταχτούνε στην κάβα και να επανέλθουν τάχυστα στους δικούς τους μουσικούς ρυθμούς.

Clash, Τσιτσάνης, Rachmaninoff, Leonard Cohen, Frank Zappa, Polly Jean Harvey, Γιάννης Χρήστου.

Εννοείται πως δεν επέτρεπαν στους εαυτούς του να απολαύσουν τις ψαγμένες μουσικές επιλογές τους.

Άμα τα μυρμήγκια κάνανε επανάσταση το σίγουρο είναι πως θα διαλυόταν ο κόσμος.
Γιατί;
Αναπόφευκτα η οποιαδήποτε συγκρότηση μιας δημοκρατικής λειτουργίας των οικοσυστημάτων τους θα κατέληγε σε αφανισμό των πληθυσμών τους αφού η υπάρχουσα μιλιταριστική δομή τους είναι η μόνη που μπορεί και εξυπηρετεί τον μηχανισμό αναπραγωγή τους λόγο της βασίλισσας και τα λοιπά. Ακόμη και άμα υπήρχε μια εκ βάθρων φεμινιστική ανατροπή των σημερινών δεδομένων, δε νομίζω να τα καταφέρνανε.
Οπότε όσο αναφορά τα μυρμήγκια, τασσόμαστε αλληλέγγυοι στην ιδιότυπη σεξουαλική τους χούντα;
Ακριβώς.
Μα η ιδεολογία;
Στα αρχίδια μας η ιδεολογία. Πιάσε τον πάγο.

Δεν έχει σημασία ποιός έλεγε τι, και στο κάτω κάτω και το τι έλεγαν. Κάποιοι στιγμή φόρεσαν τα μαύρα Rayban γυαλιά τους -του Θανάση του έλειπε ο ένας φακός- και κάποια άλλη στιγμή τα έβγαλαν. Στο ενδιάμεσο τα έβλεπαν όλα λίγο πιο σκοτεινά (ο Θανάσης και λίγο πιο στραβά) αλλά σίγουρα με πολύ γαμάτο στυλάκι γιατί δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Κάπου μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου είχαν στήσει μια επική σάτιρα ενάντια στο εγώ τους η οποία όμως όπως κι αυτό, δεν οδηγούσε απολύτως πουθενά. Τους είχε σκάσει το λάστιχο πριν καν βγουν από το γκαράζ των ανασφαλειών τους.

The Last Drive, God Speed You Black Emperor, Sonic Youth, Thelonious Monk, Johnny Cash, Patti Smith, Joy Division.

Όταν επιτέλους δεν μπορούσαν να αποφύγουν άλλο τα τηλέφωνα φίλων και γνωστών, και φυσικά είχαν αδειάσει ότι μπουκάλια υπήρχαν στη βρώμικη γκαρσονιέρα του Θανάση, οι δύο φίλοι μάζεψαν το τζούφιο στυλάκι τους και αποχώρησαν για το invivo, το βρώμικο, φτηνό και σύμφωνα με τις νουάρ επιταγές στέκι τους όπου όλο και κάποιον γνωστό θα έβρισκαν. Όπως και έγινε. Μετά από δύο ποτάκια, ένα άτσαλο κομπλιμέντο του Ανδρέα σε μια παλιά γνωστή -κάτι το οποίο συνήθως θα επιχειρούσε ο Θανάσης- και μερικά ακόμη εκατομμύρια πεθαμένα εγκεφαλικά κύτταρα ξύπνησαν πίσω στο σπίτι του Θανάση φορώντας ακόμη τα ρούχα τους προσπαθώντας να κρατηθούν ζεστοί. Το γεγονός πως ο Θανάσης είχε ξεχάσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή δεν βοηθούσε ιδιαίτερα.

Ήταν Σάββατο πρωί και τα ταχυδρομεία, όπως και τα φαρμακεία ήταν κλειστά. Κατάρα.