Μπήκα στο λουλουδάδικο και παρήγγειλα μισό κιλό αστεία. Μου λέει ο κάπελας, ξέχασε τα αυτά, οι καιροί είναι δύσκολοι και πουλάμε φίνα στις κηδείες. Πήγα λοιπόν κι εγώ από 'κει, όλο χάρη και σκέρτσο, Rayban γυαλί και τα σχετικά να κλέψω μερικά, πλακώθηκα φυσικά στις μπουνιές με δύο καταστηματάρχες νυχτερινών κέντρων και καμιά δεκαριά Μπαγκλαντεσιανούς, μα πρόλαβα και άρπαξα δύο τουλίπες, δέκα τριφύλλια, μια γαρδένια, τρεις αθερίνες, πέντε φάπες και μια γερή κλωτσιά στα αχαμνά.
Κουράστηκα όμως, έκατσα πάνω σε ένα από τα μάρμαρα και έφτιαξα ένα νες σκέτο με γάλα. Δεν είχα όμως καφέ, νερό, ούτε γάλα, ούτε ζεστό μάτι, μονάχα τα δύο παγερά τα οποία με τρόμο διαπίστωναν πως ο ιδιοκτήτης τους τα είχε φέρει σε ένα νεκροταφείο, και έτσι πήρα τηλέφωνο τον θεό. Περίμενα στην αναμονή για περίπου 15 λεπτά και αφού ο κώλος πάγωσε πάνω στο θλιβερό μνημείο του Σάκη Παρδελιάρη, τελικά μια κουρασμένη γυναικεία φωνή με ρώτησε άμα ήθελα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου με την ζωή. Άρχισα να το παίζω έξυπνος και τις έκανα μερικές εξονυχιστικές τεχνικές ερωτήσεις για το συμβόλαιο, το πόσο διαρκεί, τι πλεονεκτήματα έχει στο κάτω κάτω αυτή η περίφημη 'ζωή\ και κάθε πότε πρέπει να ανανεώνω κι άλλα τέτοια. Όταν εξάντλησα όλες τις διαπραγματευτικές μου ικανότητες, την ρώτησα άμα θέλει να βγούμε αργότερα το βράδυ. Μου το 'κλεισε. Μια παγερή ανατριχίλα συντάραξε το κοριτσίστικο κορμί μου.
Γύρισα στο γραφείο μου να κάνω λίγη δουλειά. Όταν λέω γραφείο εννοώ τον καφενέ και όταν λέω δουλειά εννοώ ένα νες ζεστό με γάλα – επιτέλους! Μια γριά με πλησίασε και απαίτησε να γυρίσω σπίτι να μεγαλώσουμε μαζί τα παιδιά και πως με συγχωρεί και πως νοιώθει μόνη και τέλος πάντων ρε αδερφέ το κρεβάτι μας είναι κρύο χωρίς εμένα. Την κοίταξα στα υγρά αποβλακωμένα της μάτια ψάχνοντας να βρω το μέλλον μου στα απομεινάρια των αναμνήσεων της, της κράτησα τα ζαρωμένα γυάλινα χεράκια και άνοιξα το βρωμόστομά μου. Έχεις δίκιο μωρό μου, της είπα, θα γυρίσω κατά το βραδάκι γιατί έχω κάτι δουλειές. Έλαμψε, χαμογέλασε και φωτοβολίδες πετάχτηκαν από τα μωβ μαλλιά της.
Όταν έφτασα στη πέμπτη μου γουλιά με πλησίασε ένας γύφτος και με ρώτησε αν έφερα τα γαρύφαλλα που μου ζήτησε. Στην αρχή τον πέρασα για κάποιον παρεξηγημένο κεντρά κι αυτό τον εξόργισε ακόμη περισσότερο. Ε α γαμηθείτε όλοι σας, δε με αφήνετε να πιω τον καφέ μου πούστηδες! Αναπόφευκτα του απολογήθηκα πως τα μπράτσα μου έχουν ξεφουσκώσει και έτσι δεν μπόρεσα να εξασφαλίσω το πράμα, και πως χρειάζομαι ακόμη τρεις μέρες για να τα καταφέρω κι άλλα τέτοια. Μου 'τριξε τα δόντια και μου τσίμπησε τα μάγουλα και μ' άφησε ήσυχο. Εν τω μεταξύ ο σκέτος νες με γάλα είχε εξελιχθεί σε φραπέ, μονάχα από θερμοκρασιακής άποψης, και έτσι συμμαζεύοντας τα ελάχιστα απομεινάρια της αξιοπρέπειάς μου σηκώθηκα να φύγω. Τάκη γράψ' τα στο λογαριασμό μου, είπα και έφυγα. Το όνομά μου είναι Κώστας και είναι ήδη γραμμένα στο λογαριασμό παλιομαλάκα, στο λογαριασμό που είναι στο τραπέζι ξεφτίλα.
Έκανα πως δε το άκουσα. Στα αλήθεια δεν το άκουσα, αλλά ο Τάκης πάντα μονολογεί κάτι όταν φεύγω από τη δουλειά, και έτσι μου είναι τελείως αδιάφορο άμα κάνω πως δεν τον ακούω ή όντως δεν τον ακούω. Εκτός φυσικά από το φοβερό αίσθημα ντροπής που νοιώθω όταν όντως τον ακούω αλλά κάνω πως δεν τον ακούω. Άρχισα να περπατάω γρήγορα, κυρίως για να φύγει η λίγδα από το μαλλί μου, αλλά αντί για αυτό έπεσα πάνω στις ανασφάλειες μου. Απολογήθηκα που πάτησα στα αδύνατα σημεία τους αν και την παρούσα στιγμή μου ήταν αδύνατο να αντιληφθώ το μέγεθος της ειρωνείας. Συνέχισαν να με κοροϊδεύουν για την έλλειψη φιλοδοξιών και το μικρό μου πέος, μα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι πως καλύτερα μπορώ να αντιμετωπίσω τις ασυγκράτητες υπογλυκαιμίες μου. Η προσωπική μου πρόοδος μπορεί να πετύχει μονάχα με αργά σταδιακά βήματα, αν και δεν παρέλειψαν να μου υπενθυμίσουν πως στο πλαίσιο του ευρύτερου κοινωνικού ανταγωνισμού, μου 'χoυν αφήσει παραγγελιά ο Levi-Strauss και ο Δαρβίνος για χοντρούς καυγάδες. Έπρεπε να προπονηθώ.
Πήγα στο φαρμακείο και ζήτησα από τον μασέρ ένα νες ζεστό με μπόλικο γάλα. Με κοίταξε με απάθεια. Κατάλαβα πως ήμουνα σε φαρμακείο και υπό το βάρος του λάθους μου, έριξα τα μούτρα μου και του ζήτησα βιταμίνες, πρωτεΐνες, αμινοξέα, θάρρος και 376 φίλους στα facebookάκια. Με κοίταξε με απάθεια. Διαπίστωσα πως ήμουνα σε κινέζικο εστιατόριο χωρίς μπουφέ. Τον κοίταξα με απάθεια.
Κουράστηκα όμως, έκατσα πάνω σε ένα από τα μάρμαρα και έφτιαξα ένα νες σκέτο με γάλα. Δεν είχα όμως καφέ, νερό, ούτε γάλα, ούτε ζεστό μάτι, μονάχα τα δύο παγερά τα οποία με τρόμο διαπίστωναν πως ο ιδιοκτήτης τους τα είχε φέρει σε ένα νεκροταφείο, και έτσι πήρα τηλέφωνο τον θεό. Περίμενα στην αναμονή για περίπου 15 λεπτά και αφού ο κώλος πάγωσε πάνω στο θλιβερό μνημείο του Σάκη Παρδελιάρη, τελικά μια κουρασμένη γυναικεία φωνή με ρώτησε άμα ήθελα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου με την ζωή. Άρχισα να το παίζω έξυπνος και τις έκανα μερικές εξονυχιστικές τεχνικές ερωτήσεις για το συμβόλαιο, το πόσο διαρκεί, τι πλεονεκτήματα έχει στο κάτω κάτω αυτή η περίφημη 'ζωή\ και κάθε πότε πρέπει να ανανεώνω κι άλλα τέτοια. Όταν εξάντλησα όλες τις διαπραγματευτικές μου ικανότητες, την ρώτησα άμα θέλει να βγούμε αργότερα το βράδυ. Μου το 'κλεισε. Μια παγερή ανατριχίλα συντάραξε το κοριτσίστικο κορμί μου.
Γύρισα στο γραφείο μου να κάνω λίγη δουλειά. Όταν λέω γραφείο εννοώ τον καφενέ και όταν λέω δουλειά εννοώ ένα νες ζεστό με γάλα – επιτέλους! Μια γριά με πλησίασε και απαίτησε να γυρίσω σπίτι να μεγαλώσουμε μαζί τα παιδιά και πως με συγχωρεί και πως νοιώθει μόνη και τέλος πάντων ρε αδερφέ το κρεβάτι μας είναι κρύο χωρίς εμένα. Την κοίταξα στα υγρά αποβλακωμένα της μάτια ψάχνοντας να βρω το μέλλον μου στα απομεινάρια των αναμνήσεων της, της κράτησα τα ζαρωμένα γυάλινα χεράκια και άνοιξα το βρωμόστομά μου. Έχεις δίκιο μωρό μου, της είπα, θα γυρίσω κατά το βραδάκι γιατί έχω κάτι δουλειές. Έλαμψε, χαμογέλασε και φωτοβολίδες πετάχτηκαν από τα μωβ μαλλιά της.
Όταν έφτασα στη πέμπτη μου γουλιά με πλησίασε ένας γύφτος και με ρώτησε αν έφερα τα γαρύφαλλα που μου ζήτησε. Στην αρχή τον πέρασα για κάποιον παρεξηγημένο κεντρά κι αυτό τον εξόργισε ακόμη περισσότερο. Ε α γαμηθείτε όλοι σας, δε με αφήνετε να πιω τον καφέ μου πούστηδες! Αναπόφευκτα του απολογήθηκα πως τα μπράτσα μου έχουν ξεφουσκώσει και έτσι δεν μπόρεσα να εξασφαλίσω το πράμα, και πως χρειάζομαι ακόμη τρεις μέρες για να τα καταφέρω κι άλλα τέτοια. Μου 'τριξε τα δόντια και μου τσίμπησε τα μάγουλα και μ' άφησε ήσυχο. Εν τω μεταξύ ο σκέτος νες με γάλα είχε εξελιχθεί σε φραπέ, μονάχα από θερμοκρασιακής άποψης, και έτσι συμμαζεύοντας τα ελάχιστα απομεινάρια της αξιοπρέπειάς μου σηκώθηκα να φύγω. Τάκη γράψ' τα στο λογαριασμό μου, είπα και έφυγα. Το όνομά μου είναι Κώστας και είναι ήδη γραμμένα στο λογαριασμό παλιομαλάκα, στο λογαριασμό που είναι στο τραπέζι ξεφτίλα.
Έκανα πως δε το άκουσα. Στα αλήθεια δεν το άκουσα, αλλά ο Τάκης πάντα μονολογεί κάτι όταν φεύγω από τη δουλειά, και έτσι μου είναι τελείως αδιάφορο άμα κάνω πως δεν τον ακούω ή όντως δεν τον ακούω. Εκτός φυσικά από το φοβερό αίσθημα ντροπής που νοιώθω όταν όντως τον ακούω αλλά κάνω πως δεν τον ακούω. Άρχισα να περπατάω γρήγορα, κυρίως για να φύγει η λίγδα από το μαλλί μου, αλλά αντί για αυτό έπεσα πάνω στις ανασφάλειες μου. Απολογήθηκα που πάτησα στα αδύνατα σημεία τους αν και την παρούσα στιγμή μου ήταν αδύνατο να αντιληφθώ το μέγεθος της ειρωνείας. Συνέχισαν να με κοροϊδεύουν για την έλλειψη φιλοδοξιών και το μικρό μου πέος, μα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι πως καλύτερα μπορώ να αντιμετωπίσω τις ασυγκράτητες υπογλυκαιμίες μου. Η προσωπική μου πρόοδος μπορεί να πετύχει μονάχα με αργά σταδιακά βήματα, αν και δεν παρέλειψαν να μου υπενθυμίσουν πως στο πλαίσιο του ευρύτερου κοινωνικού ανταγωνισμού, μου 'χoυν αφήσει παραγγελιά ο Levi-Strauss και ο Δαρβίνος για χοντρούς καυγάδες. Έπρεπε να προπονηθώ.
Πήγα στο φαρμακείο και ζήτησα από τον μασέρ ένα νες ζεστό με μπόλικο γάλα. Με κοίταξε με απάθεια. Κατάλαβα πως ήμουνα σε φαρμακείο και υπό το βάρος του λάθους μου, έριξα τα μούτρα μου και του ζήτησα βιταμίνες, πρωτεΐνες, αμινοξέα, θάρρος και 376 φίλους στα facebookάκια. Με κοίταξε με απάθεια. Διαπίστωσα πως ήμουνα σε κινέζικο εστιατόριο χωρίς μπουφέ. Τον κοίταξα με απάθεια.