Pages

Tuesday, January 26, 2010

Mην φοβάσαι

Όταν δεν ξέρεις που βαδίζεις και μονάχα τις κουβέντες των άλλων σκέφτεσαι, μην φοβάσαι. Όταν όσο και να προσπαθείς την αποφύγεις, η επιθυμία σου είναι από παλιά ειλημένη, μην φοβάσαι. Όσο κι αν νοιώθεις τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια σου, όσο κι αν θέλεις να ουρλιάξεις αλλά ούτε ψίθυρος δεν βγαίνει από τα κουρασμένα σου πνευμόνια, μην φοβάσαι. Όσο κι αν το δωματιο πλυμμηρίζει με νερό, όσο κι αν το φως σβήνει σίγουρα και σταδιακά, μη φοβάσαι. Ακού με όταν σου μιλάω, μην φοβάσαι όλα αυτά που σε φοβίζουν, είναι όλα τόσο μικρά μπροστά στο τι μπορείς να μου κάνεις. Μην φοβάσαι λοιπον. Δεν αξίζει τον κόπο. Μην φοβάσαι όταν φεύγουν τα συναισθήματα, μη φοβάσαι όταν το άδειο σου κέλυφος γεμάτο ανούσιες σκιές είναι, μην φοβάσαι όταν επιπλέεις, μα ακόμη περισσότερο μη φοβάσαι όταν βυθίζεσαι, όταν πνίγεσαι.

Μη φοβάσαι τις σκιές, μα ούτε και το σκοτάδι. Μη φοβάσαι, όταν ψάχνεις τον εαυτό σου να βρεις σε παλιά στέκια, και κλειστά τηλέφωνα, σε γωνίες που όσο κρύες παλιά φαντάζονταν, εσύ πάλι ζεστές τις αναπολείς. Μη φοβάσαι όταν τον εαυτό σου χάνεις, μη φοβάσαι όταν τα μάτια σου κρατάς σφαλιστά και δεν θες να τα ανοίξεις. Μη φοβάσαι όταν έχεις ξεχάσει να αγαπάς, όταν έχει ξεχάσει να θυμάσαι. Μη φοβάσαι όταν ζεστασιά πια δε νοιώθεις ακόμα και όταν το κορμί σου ιδρώνει, όταν σταματήσεις τις φωνές σου να ακούς, μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Μην φοβάσαι όταν πρέπει να αλλάξεις, αλλά δεν θέλεις. Άκουσε με που σου μιλάω, πρόσεξέ με. Με ακούς; Ακόμα και όταν δε με καταλαβαίνεις, ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου, μη φοβάσαι.

Όσο κι αν προσπαθείς να μην πληγώνεσαι, μη φοβάσαι, θα συμβεί. Μη φοβάσαι, όταν προσπαθείς να μην πληγώσεις, κι αυτό θα συμβεί. Μονάχα μη φοβάσαι. Όταν όλα αλλάζουν, και χάνουν το νόημα τους, όταν τα μάτια σου βλέπουν διαφορετικά, όταν δεν ακούς με την καρδιά, όταν πια δε ζαλίζεσαι, όταν πια δεν έχεις πυρετό, μη φοβάσαι. Πίστεψε με, μη φοβάσαι. Ακόμη και όταν η μουσική δεν είναι ίδια, και οι χορδές έχουν λυθεί, ακόμη και τότε, όταν σε ρωτάνε γιατί, και δεν έχεις τι να απαντήσεις, ακόμη και τότε μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι, όταν για το σπίτι ο δρόμος όλο αλλάζει, μη κουράζεσαι με σκέψεις και μη φοβάσαι.

Πόσο μου αρέσουν τα συγκρουόμενα.

Friday, January 22, 2010

Ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση και η ... Πανάθα


Αρκετά κουρασμένο πια, αλλά στη βαρεμάρα μας διαρκώς ανακυκλώμενο, είναι το πολιτικό αστείο περί των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν κάποτε μεταξύ τυρού και αχλαδιού γελάγαμε με την υπεραριθμία απόψεων και ρευμάτων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, πλέον έχει καταντήσει εκνευριστική η στείρα κριτική ανθρώπων συνηθισμένων σε ηγεμονικά σε επίπεδο σκοταδισμού συστήματα λήψης σύνθεσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων. Σίγουρα, η σύντομη ιστορία του πολιτικού μορφώματος της αριστεράς είναι γεμάτη από παλινωδίες και έριδες άσχετες με την κοινωνίας και τις αξίες που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά είναι αφελές να κατηγορείται η διαδικασία όταν τα μέλη της δεν την εξυπηρετούν ως προς τον σκοπό της.

Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και σε μερίδα της επικοινωνιακής αντιμετώπιση του κυβερνητικού μοντέλου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Η δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση υπό τη σκεπή του OpenGov χλευάζεται από το ΚΚΕ όσο οι αντιπολιτευτικές εφημερίδες αναζητούν ανώμαλες εκφράσεις όπως εκείνες που ήρθαν στην επιφάνεια με το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια, τα ανοιχτά υπουργικά συμβούλια αντιμετωπίζονται ως τηλεοπτικές χαριτωμενιές επιπέδου Λαμπίρη, ενώ φυσικά όταν οι βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κάνουν το τύποις αυτονόητο, δηλαδή να ασκήσουν κριτική και έλεγχο, Κασσάνδρες με περούκες μουχλιασμένες κάνουν λόγο για έλλειψη κεντρικής πολιτικής γραμμής και συντονισμού αποφεύγοντας επιμελώς να εμπλακούν σε πραγματικό πολιτικό διάλογο. Η νέα κυβέρνηση σίγουρα δεν διέπεται από αξίες και αρχές μιας ιδανικής και ανοιχτής αμεσοδημοκρατίας, ενώ παράλληλα τα παραπάνω ανοίγματα μπορούν πάντα να ερμηνευτούν ως κινήσεις εντυπωσιασμού προς ένα μικρό αφελές μερίδιο της ‘πληροφορημένης’ αστικής τάξης.

Από την άλλη, ο Παναθηναϊκός στο ποδόσφαιρο απολαμβάνει μια από τις καλύτερες χρονιές των τελευταίων ετών και από τις 24/1, το πρωτάθλημα έχει λάβει χαρακτήρα περιπάτου παρόλο που ορθώς ο προπονητής του Ν. Νιόπλιας ζητά σοβαρότητα και επαγγελματισμό. Επί του παρόντος επικρατεί ηρεμία και απόλυτη συνεννόηση στον πράσινο πάγκο. Το σύστημα είναι το 4-5-1 (κλειστό ή ανοιχτό, πάντως 4-3-3 δεν είναι), με κορυφή τον Σισέ και άγιος ο θεός, κρυφό φορ ο Κατσουράνης, κρυφό δεξί μπακ ο Σαλπιγγίδης, ότι να 'ναι αρκεί να έχει κωλοτούμπα το πρόγραμμα ο Καραγκούνης, και κρυφός κεντρικός αμυντικός ο Καντέ (γιατί φανερός σίγουρα δεν είναι). Φανταστείτε τώρα να κάνανε ότι θέλανε οι παίχτες του Παναθηναϊκού. Να στριμωχνόταν η νύμφη του Θερμαϊκού, ο Σαλπιγγίδης με τον ζωντανό καμβά περίεργων tribal tattoo Τζιμπρίλ στην κορυφή, ο Δάρλας να ήταν στην ενδεκάδα (απλά), ο Βύντρα να γύρναγε στο κέντρο της άμυνας και να κουνούσε περίλυπος μαντήλι στο Βάσκο σύντροφό του και ο Τζόρβας να έκανε εξόδους ανάλογες του Σούπερ Μάριο. Ούτε στους πέντε πρώτους δεν θα ήταν η Πανάθα, και ίσως για πρώτη φορά οι παίχτες της, ειδικά οι παλιοί, συνειδητοποιούν πως πρωταθλητισμός σημαίνει μεταξύ άλλων να υπάρχει πειθαρχία και σοβαρότητα. Και μια μεταγραφή 10 εκατομμυρίων στην κορυφή της επίθεσης, αλλά άλλη κουβέντα αυτή.

Όμως η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική.

Παρόλο τις δυσκολίες και την αντικειμενική του αναποτελεσματικότητα, το μοντέλο εσωτερικής λειτουργίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι παράδειγμα προς μίμηση δημοκρατικής οργάνωσης ενός κόμματος. Δεν υπάρχουν διευθυντήρια και γενικοί γραμματείς εν είδη τύραννων και λογοκριτών, αλλά όλες οι απόψεις, όπως και οι εκφραστές τους, λαμβάνονται υπόψη ισότιμα και δίκαια. Οι ιδεολογικοί χώροι δεν πολτοποιούνται σε μια κοινή τοποθέτηση, αλλά διατηρώντας την πολιτική τους ταυτότητα καλούνται να μορφώσουνε ένα κοινό πεδίο δράσης, ασχέτως άμα αυτό δυστυχώς δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Το πρόβλημα εσωτερικής λειτουργίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν προκύπτει από την απουσία μιας ισχυρής προσωπικότητας ή από ένα αδύναμο καταστατικό, αλλά από την έλλειψη σοβαρότητας και υπευθυνότητας όλων των μελών του. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μπορεί να μην κάνει πρωταθλητισμό, αλλα αυτό επουδενί δεν μπορεί να σημαίνει πως μπορούν τα μέλη του να αναλώνονται σε εσωτερικές διαμάχες παιδικού επιπέδου οι οποίες τον αποπροσανατολίζουν από τα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και από την όποια πιθανότητα να αρχίσει να χτίζει προτάσεις και όχι ενστάσεις.

Από την άλλη, μπορεί ακόμη και κάποιος με την διανοητική ικανότητα ενός στραγαλιού και την πολιτική σκέψη ενός αστούλη, να καταλάβει πως τα μικρά δημοκρατικά βήματα της νέας κυβέρνησης είναι προς μια σωστή κατεύθυνση. Και όσο κι αν φαντάζει ανώριμο, η παραδοχή λαθών -εφόσον δεν είναι προϊόν αποπροσανατολισμού φυσικά όπως η διαβούλευση του Ζαππείου- είναι ένα ελάχιστον σημάδι πολιτικού πολιτισμού μπροστά στη ασυδοσία παρελθόντων κυβερνήσεων. Στον αντίποδα, αναμφίβολα όταν οι κουβέντες σταματάνε και οι διαφωνίες καταλαγιάζουν, όταν χρειάζονται ξεκάθαρα διαχωριστικά όρια, μια φωνή πρέπει να δίνει την πολιτική γραμμή, και αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη του πρωθυπουργού. Όχι επειδή είναι συνετό να επιστρέψουμε σε εποχές 'αποφασίζω και διατάζω' όπου η προσωποπαγής εξουσία ήταν η χαρά του κάθε ραγιά, αλλά επειδή αυτό ακριβώς αρμόζει στο ρόλο του πρωθυπουργό. Ο ρόλος του δεν είναι αυτός του μαέστρου ο οποίος πρέπει να συντονίσει την ορχήστρα και να της δώσει τον τόνο, αλλά εκείνος του προπονητή ο οποίος όχι μόνο υποχρεούται να κρατάει τα μπόσικα στα αποδυτήρια, αλλά και να ορίζει το σύστημα και το βάθος των γραμμών, να βάζει τις φωνές και να επικροτεί τις καλές κινήσεις, να δίνει το σύνθημα για το στυλ παιχνιδιού και να κάνει όπου χρειάζεται και τις απαραίτητες αλλαγές.

Έτσι επιστρέφουμε στην Πανάθα, η οποία σίγουρα θα πάρει το πρωτάθλημα, αλλά όχι βέβαια με διαφορά μεγαλύτερη των 5 βαθμών, ελέω του δύσκολου προγράμματος που την περιμένει (μην ξεχνάμε και τις επικείμενες ψυχολογικές σφαλιάρες από Ρόμα) και του καλύτερου Σάντος της τελευταίας δεκαετίας. Όταν όμως το πάρει, καλά θα κάνουμε όλοι να ευχαριστήσουμε τον τόσο γρήγορα λησμονημένο και καθόλου αξιαγάπητο Τεν, ο οποίος ουσιαστικά έκανε όλη τη δουλειά για τον συμπαθή Νιόπλια. Η προπονητική αλλαγή του Παναθηναϊκού θυμίζει εκείνη ενός αρχιμάγειρα ο οποίος αφού παρήγγειλε όλα τα υλικά, τα καθάρισε, τα έκοψε και τα μαγείρεψε. Το μόνο που έκανε ο νέος προπονητής του τριφυλλιού, ήταν να βάλει λίγο παραπάνω μπαχάρια για να αρέσει το αποτέλεσμα στα παιδιά. Οι πειραματισμοί και οι εκκεντρικότητες σε βαθμό καλλιτεχνικού οίστρου (χωρίς αριστερό χαφ στη Μαδρίτη να θυμίσω...) σταμάτησαν, ενώ πλέον οι παίχτες μπορούν να ανασαίνουν λίγο παραπάνω στα αποδυτήρια από τη στιγμή που ο Ολλανδός νταής πήρε την άγουσα, ο οποίος από την άλλη σίγουρα άφησε ένα καλό στον Παναθηναϊκό. Την ιδέα πως την τελική κουβέντα την έχει ο κόουτς και κανείς άλλος, κι ας έφτανε σε υπερβολές.

Όλα τα παραπάνω έχουν βέβαια την απροσδιόριστη κατάληξη του πουθενά, όμως άμα θες να είσαι ψείρας, άλλο είναι το συμπέρασμα, κι αυτό δεν είναι άλλο παρά την αφέλεια των πρώτων εντυπώσεων και των εύκολων σχολιασμών. Λίγα πράματα μπορούν να συνδυαστούν στη μονοσήμαντη σχέση αιτίου και αιτιατού. Πάντα υπάρχουν μικρές ή μεγάλες συνεισφορές που απαιτούν την προσοχή μας, ειδικά στην διαμόρφωση άποψης. Όμως στην εποχή που υπάρχουν περισσότεροι αναλυτές και σχολιαστές από ότι κωλοτρυπίδες (παραποιώντας τη γνωστή αμερικάνικη ρήση), και το συμφέρον των υποκειμένων είναι πάντα ανώτερο των συνόλων τους, μάλλον κάτι τέτοιο ακροβατεί μεταξύ του δύσκολου και του ακατόρθωτου.


Saturday, January 09, 2010

Με τη δική της φωνή

Πρόσφατα, ένας φίλος μου χάρισε το «Louise Michel - ‘‘σας γράφω από τη νύχτα μου’’ – γράμματα από τις φυλακές των Βερσαλλιών 1870-1871 », μια φιλότιμη εκδοτική προσπάθεια από τη συντεχνίαπλην (http://www.disobey.net/syntexniaplhn/), με επιλεγμένες επιστολές της Louise Michel (και ορισμένων ανταποκρίσεων σε αυτές) από την περίοδο λίγο πριν την παρισινή κομούνα και τον εγκλεισμό της, μέχρι και λίγο μετά την εκτέλεση των Ferré, Bourgeois και Rossel. Ενδιαφέρον βιβλίο είπα, μα το πρώτο πράμα που σκέφτηκα όταν άρχισα να το ξεφυλλίζω και να μυρίζω τις σελίδες του, ήταν πως όταν με το καλό θα το τελείωνα θα το έδινα και εγώ με τη σειρά του σε κάποιον άλλο, για κάποιο λόγο ταίριαζε πολύ.

Ανεξαρτήτως πολιτικών προκαταλήψεων και τοποθετήσεων, η συγκεκριμένη έκδοση έχει ξεχωριστή σημασία, διότι δίνει την δυνατότητα της προσωπικής και απόλυτα υποκειμενικής ματιάς σε ένα ιστορικό γεγονός ξεχασμένο μα συνάμα ιδιαιτέρως σημαντικό για την προϊστορία των εργατικών κινημάτων του τέλους των 19ου αιώνα και της αρχής του 20ου. Άλλωστε η επιστολογραφία της δεν είχε κάποιο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσε και αποτελεί ακόμα πηγή έμπνευσης και εμψύχωσης εκατομμυρίων. Πέρα όμως από τις περιβάλλουσες ιστορικές συγκυρίες και την πολιτική δράση, οι προσωπικές της μαρτυρίες μπορούν να αντιμετωπισθούν ως πραγματικά έχουν, δηλαδή αμέτρητα ανθρώπινες, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Λογικά λοιπόν, διαβάζοντάς το, πολύ γρήγορα έρχεσαι αντιμέτωπος με μια αμηχανία απέναντι στις προσωπικές εκμυστηρεύσεις της Louise Michel, αγχώνεσαι καθώς κρυφοκοιτάς παρά μόνο ελάχιστα ψήγματα της ζωής της. Πολύ γρήγορα όμως, εξοικειώνεσαι με το αδιάκριτό σου βλέμμα και πλέον δε σε απασχολεί η κινηματική της δράση ή οι κατά σημεία ακραίες παροτρύνσεις της, αλλά γοητεύεσαι και μαλακώνεις από το ρομαντισμό, στα όρια της παιδικής αφέλειας, τον ενθουσιασμό και εν τέλει τον πλούτο των συναισθημάτων που μετά βίας προσπαθεί να μην περιορίσει (‘Δεν ξαναδιαβάζω το γράμμα μου γιατί χωρίς αμφιβολία δεν πρόκειται να το στείλω…’), συγκινείσαι με τα λόγια που με κόπο βγάζει στο χαρτί προσπαθώντας να κρατήσει την αξιοπρέπειά της. Μέσα από την αγωνία της να σώσει τους συντρόφους της και να διατηρήσει την ακεραιότητά της, γινόμαστε μάρτυρες όχι τόσο των σωματικών της δοκιμασιών (οι οποίες δεν ήταν και λίγες), όσο φυσικά των ψυχικών της κυκεώνων τις ώρες εκείνες που προσπαθεί σε μικρές δύσκολα γραμμένες λέξεις να αποτυπώσει τις ανάγκες της και να σκιαγραφήσει τον ψυχισμό της, ενώ πάντα ελλοχεύει και ο κίνδυνος της δικής της καταδίκης και εκτέλεσης που με τόσο θάρρος αποζητούσε.

Πέρα όμως από τις προσωπικές της μαρτυρίες, προκύπτει και μια γενικότερη, ίσως και σπουδαιότερη ανάγνωση. Χάρη στην ειλικρίνειά της, προσφέρεται στον αναγνώστη μια σπάνια ευκαιρία, και πιο συγκεκριμένα, η αποκαλυπτική για αυτόν συμπάθεια προς τον φυλακισμένο, ανεξαρτήτως του εγκλήματός του και της ποινής του. Ανά στιγμές πιάνεις τον εαυτό σου να προσπαθήσει να ταυτιστεί όχι τόσο με την ίδια (που είναι και πολύ δύσκολο άλλωστε), αλλά με τους κύριους αποδέκτες των επιστολών της, σαν να είναι ένας από αυτούς. Όπως με την πατρική φιγούρα του Victor Hugo που αποδέχεται τον θαυμασμό της και νοιάζεται για την τύχη της, ή με τον ιερέα των φυλακών των Βερσαλλιών που με στωική συντροφικότητα και καλοσύνη λειτουργεί σαν έμπιστος αγγελιοφόρος και παρηγορητής της μητέρας της, ή τελικά με τον Théophile Ferré, που με νεανικό θράσος και άξια υπευθυνότητα κοιτάζει την ιστορία στα μάτια, και παράλληλα προσπαθεί να προετοιμάσει την Louise Michel για το αναπόφευκτο. Μέσα από τις διάφορες ανταποκρίσεις, ο αναγνώστης καλείται να εγκαταλείψει την τυπική και απομακρυσμένη αντιμετώπιση που μπορεί να έχει απέναντι στους έγκλειστους ανθρώπους, και να αναγνωρίσει ή ακόμα και να συμπάσχει με τα βασικότερες των αναγκών. Όπως λέει και η ίδια ‘εάν ο φυλακισμένος διατηρεί ένα δικαίωμα, τότε αυτό είναι να κρατάει την τιμή του ανέπαφη.’ Και ο τρόπος που το επιτυγχάνει είναι το ίδιο θαυμαστός.

Βέβαια όσο κι αν προσπαθώ να συμμαζέψω τούτες τις γραμμές σε μερικές κατανοητές προτάσεις τις εντυπώσεις μου, μου είναι ακόμη δύσκολο να μεταφέρω το αίσθημα της φιλοξενίας που μου προσέφερε η Louise Michel, λίγο ντρέπομαι που δεν έχω τον αυθορμητισμό, την απλότητα και την ειλικρίνειά της.

Κατά κάποιο τρόπο, η επιστολογραφική αυτή συλλογή, θυμίζει πως πίσω από οποιοδήποτε γεγονός κρύβονται άνθρωποι, μικροί ή μεγάλοι, αλλά σίγουρα πάντα τεράστιοι στη πραγματικότητά τους, και όχι ονόματα – υποσημειώσεις σε μια σύντομη αφήγηση ενός ιστορικού γεγονότος. Θυμίζει πως η απόσταση μεταξύ κριτών και κρινόμενων είναι ευτυχώς πολύ μικρή, και πως ακόμη και στις χειρότερες στιγμές μας, δεν είμαστε μόνοι. Είναι εν τέλει, η διαπίστωση πως ο άνθρωπος σαν ιδέα και σαν μετουσίωση αυτής, είναι ένα αέναο αχαρτογράφητο τοπίο το οποίο ευτυχώς ακόμα και στις πιο δυσπρόσιτες πλαγιές του βρίσκει τη δύναμη και μας εκπλήσσει ευχάριστα.