Του
ζήτησα να προσπαθήσει περισσότερο, μα
συνέχισε τη γκρίνια του. Πως δεν γίνεται
να κρατήσει διαρκώς τον ίδιο ρυθμό για
πάντα, πως οι απαιτήσεις είναι υπερβολικές,
πως δεν είναι ευθύνη αλλά κατάρα. Μιλούσε και τα ξηροκάρπια διαρκώς απελευθερώντουσαν από τη στραβή του οδοντοστοιχία. Φώναξα
τον κάπελα να του γεμίσει το ποτήρι με
ότι διάολο έπινε τόση ώρα. Ήταν σειρά
μου να κατσουφιάζω, να τον κερδίσω με
την ενσυναίσθηση, να 'ρθω στο δικό του επίπεδο, ή τουλάχιστον να τον κάνω να το πιστέψει.
Άρχισα
να του λέω διάφορα που έμαθα από τα
διαφημιστικά ιλουστρασιόν φυλλάδια, τα καλύτερα
ψέματα των καλύτερων διαφημιστών και
των καλύτερων διευθυντών marketing
των καλύτερων προϊόντων των καλύτερων
γραμμών παραγωγής των εταιρειών με την καλύτερη κοινωνική ευθύνη. Δεν ψάρωσε, τα ήξερε
καλύτερα αυτά από τον καθένα, και εγώ
το ήξερα αυτό, και μπορεί να το ήξερε
πως ήξερα, μπορεί και όχι. Δεν είχαν
σημασία τα ψέμματα, μόνο πως είχα
καταφύγει σε αυτά, η σκακιέρα του διαλόγου
μας είχε γεμίσει μπλόφες, ανάκατα με
τον καπνό και τις αναθυμιάσεις των
ποτών. Ουϊσκια, βότκες, γκαζόζες νατρίου,
αμόλυβδη, κοκτέηλ πλουτωνίου με σάλια
ιγκουάνα, χυλός γρανίτη. Έπρεπε να τον μεθύσω κι άλλο πριν προλάβω να μεθύσω εγώ. Γνωστό το κόλπο, μα επικίνδυνο, η πλάτη μου άρχισε να με προδίδει, να νοσταλγεί το βρώμικό μου κρεβάτι, τα μάτια μου έτσουζαν, τα δόντια μου έπεφταν και τα μαλλιά μου έστηναν αεροδρόμια για ξένα συμφέροντα.
Σε μια άσχετη στιγμή, τον
ρώτησα την ώρα και γέλασε με την καρδιά
του, με ευχαρίστησε αυτή η μικρή μου
νίκη, μα δεν πίεσα. Πάντα είχα αυτό το
πρόβλημα, όταν κατάφερνα -τις περισσότερες
φορές από τύχη- να προκαλέσω κάποιο άνοιγμα, ένα
ρήγμα, σπάνια το πίεζα να μεγαλώσει,
σπάνια μοχθούσα να γκρεμίσω ολόκληρο τον τοίχο, σαν να περίμενα τα ανοίγματα να μεγαλώσουν μόνα τους και να κάνουν τους τοίχους να πέσουν από ντροπή. Συνεχίσαμε
να λέμε βλακείες, ακόμη και να σχολιάζουμε
τους γύρω, να πλάθουμε φανταστικές
ιστορίες για αυτούς, τάχα μου πως κάποιος
είναι δολοφόνος και μια χοντρή είναι
ντίβα της όπερας που την καταδιώκει η
κοντή παραπέρα για οικονομικές διαφορές
από τον καιρό που ήταν και οι δύο πλύστρες.
Συνέχεια με διόρθωνε, 'όχι, αυτό είναι
λάθος', και έδινε τη δική του εκδοχή,
σχεδόν πάντα πιο βαρετή. Περίεργο, ο πιο παλιός από τους θαμώνες να είναι και ο πιο βαρετός, τόσες και τόσες ιστορίες, μα όλες στο τέλος βαρετές. Ίσως να έφταιγε το αφηγητικό του στυλ. Το ταβάνι έσταζε στίχους ξεχασμένων ποιημάτων.
Μα το
σταματήσαμε κι αυτό και καθίσαμε για
λίγο σιωπηλοί σαν να 'μασταν φίλοι από
χρόνια, χωρίς κουβέντα, χωρίς σπατάλη
σημασιών. Σε κάποιες γωνιές του πλανήτη -παρόλο που το γαιωηδές του σχήμα δεν επιτρέπει γωνίες- τα φύλλα θρόιζαν, οι φούρνοι καπνίζανε και τα σίδερα έλιωναν σε δροσερά ρυάκια, μακριά, πολύ μακριά. Ανάμεσά μας βουβές λέξεις έπεφταν μαζί με την σκόνη, ορφανές από νόημα κι άλλες τέτοιες γραφικές μαλακίες. Αυτή τη φωτογραφική σιωπή
τελικά τη διέκοψε εκείνος. Δεν το
περίμενα.
'Ξέρεις,
πολλοί δε με βλέπουν με καλό μάτι.' 'Σώπα'
του είπα και γέλασα χυδαία, μα δεν τον
ενόχλησε ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Φαίνεται είχε ξεχάσει λίγο
τις σκοτούρες του και ήταν πιο καλοσυνάτος
από ότι συνήθως, μπορεί να τα κατάφερνα. Συνέχισε. 'Όλοι λένε τόσα και τόσα
για μένα, λες και με ξέρουν από καιρό.
Τρομερή ειρωνεία, ενώ εγώ τους ξέρω από
καιρό. Χαζό ε; Μα κανείς δε καταλαβαίνει
πως δεν αλλάζω, πως είμαι άνευρος, πως
δε κάνω καμιά διαφορά, μα και χωρίς
εμένα, πάλι δεν γίνεται να υπάρξει
διαφορά. Με καταλαβαίνεις; Τι να καταλάβεις
καημένε μου.'
Εγώ
έγνεφα συνέχεια καταφατικά σαν πιθηκάκι, σκλαβάκι των ζωολογικών κήπων, λες και
είχα βρεθεί στη θέση του χιλιάδες φορές,
εκβιάζοντας γουλιά γουλιά την εμπιστοσύνη
του, μα φυσικά γινόμουνα όλο και πιο
γελοίος, πιο άτσαλος, μια σκέτη σπατάλη. Το σχέδιο της ενσυναίσθησης και του μεθυσιού είχε ξεπέσει και σκάσει σαν καρπούζι. Τα ρήγματα είχαν γίνει στόματα
ανοιχτά, με κοφτερά και πεινασμένα
δόντια που γυαλίζουν στο σκοτάδι. Είχα χάσει το παιχνίδι από τα αποδυτήρια. Έπρεπε τώρα
να κάνω μια απεγνωσμένη αντεπίθεση, όλοι μπροστά, τα ρέστα μου, 4-2-4 (και όχι
3-3-4 παραδόξως, συζητήσιμο), να πετάξω ένα βαρύ ψηλό κορμί για τις κεφαλιές στο κέντρο της αντίπαλης άμυνας, έπρεπε
τουλάχιστον να χάσω με στυλ. 'Μην τα
παρατήσεις δικέ μου. Δεν γίνεται κι
αλλιώς το ξέρεις. Μην τα παρατήσεις. Σκέψου το.' Προσπάθησα να τον κοιτάξω όσο πιο σοβαρά γίνεται, σαν ένας πατέρας που λέει στο παιδί του πως αυτός είναι τώρα ο άντρας του σπιτιού και έχει τώρα ευθύνες κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα.
Ήπιε μια
γερή γουλιά, και με κοίταξε απογοητευμένος. Όσο περνούσαν οι στιγμές, άρχισε να αλλάζει γκριμάτσες, να μαλακώνει, και τελικά
κατάφερε να μου χαρίσει συγκατάνευση,
σαν να ζήλευε την αφέλειά μου, λες και
ήμουν ένα μικρό παιδί που είχε πει μια
χοντράδα σε μεγαλύτερό του. '
Φυσικά και
θα συνεχίσω μωρέ μαλάκα. Και, ναι, δε
γίνεται αλλιώς, μα και γίνεται, είναι
χάρη σε εμένα που δε γίνεται. Α, μωρή
πορδή ... μη τα παρατάς, και μη τα παρατάς.
Δε μπορώ να γκρινιάξω δηλαδή; Κωλοξενέρωτε εσύ και οι ερωτήσεις σου. Και καλά, οι απαντήσεις που δεν καταλαβαίνεις, μα και εσύ δεν καταλαβαίνεις ουτε τις ερωτήσεις σου. Ανόητε μικρούλη.'
Η
συμπαντική μου ανησυχία τον είχε
εκνευρίσει και πιθανόν να του είχε χαλάσει
και τη βραδιά. Φώναξε τον οινοχόο και
του ζήτησε τα πάντα εκτός από κρασί. Με
κοίταξε ξανά λες και είχε βρει τυφλό
κορόιδο στα χαρτιά και είχε όντως. 'Μαλάκα μου, εσύ κερνάς απόψε.'Ο
Χρόνος δεν έχανε ποτέ την υπομονή του,
μονάχα έτσι έδειχνε για να μην πληρώνει
τον λογαριασμό. Στο κάτω, κάτω δεν ήταν
ποτέ δικός του.