Δεν ήταν μικρός, ούτε καινούριος, είχε ζήσει τόσα άλλωστε, κι όμως έφτασε μέχρι εδώ, τόσο χαμηλά. Ίσως επειδή είχε δει από κοντά όλα εκείνα τα μεγάλα, όλα τα σπουδαία, όλα αυτά που γίνονται ταινίες τώρα, με μπόλικο αίμα και ακόμη περισσότερη λάσπη, όλα εκείνα τα τρομοκρατικά, όλες εκείνες οι θυμήσεις που γίνανε εμπόριο, αγοραία συνείδηση. Από την κάστα των βετεράνων είχε δει πράγματι πολλά, ίσως τα περισσότερα από τους υπολοίπους στο σύνδεσμο που διατηρούσαν οι παλιοί του συμπολεμιστές.
Τόσοι πολέμοι, τόσες μάχες, τόσα τραύματα, τόσα θύματα και κορόιδα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον 1ο Έγχρωμο Τηλεοπτικό πόλεμο, την πεντηκονταετία του Μεγάλου Καταναλωτισμού, τα πυρηνικά μανιτάρια των διαφημιστικών, τις εκατόμβες των στεγαστικών, τα χαρακώματα στη Σοφοκλέους -πούλα, πούλα του λέγανε, τι να κάνει πούλαγε, αγόραζε, αγόραζε έλεγαν οι άλλοι, τι να κάνει, αγόραζε κι αυτός. Κάποιοι τελειωμένοι κάθονταν πια στις λαϊκές και με πεντοδίφραγκα είχαν στήσει μια αγορά παραγώγων γύρω από τις τιμές των ζαρζαβατικών μέχρι που τους έδιωξαν οι γιαγιάδες μετά το σκάνδαλο με τις μπανάνες. Άλλοι, πιο πολλοί αυτοί, σύντροφοί του είχαν αυτοκτονήσει χαράσσοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους με πιστωτικές κάρτες πριν καν έρθουν οι μηχανές, τα ψηφιακά φίδια, εκείνα τα πολύπλοκα μεταξωτά δίκτυα που τους είχαν ακινητοποιήσει όλους. Άλλοι είχαν πνιγεί στα νευρικά ναυάγια που προκάλεσαν οι γραφειοτρικυμμίες κι άλλοι είχαν αιχμαλωτιστεί και οδηγηθεί στα στρατόπεδα ψυχαναγκαστικής εργασίας, ενώ πολλοί είχαν χαθεί στα ναρκοπέδια των διορισμών.
Που και που μαζευόντουσαν οι επιζήσαντες και κάνανε αντιπολεμικές πορείες – παράλληλα με το σήμα της Μερτσέντες, τα πλακάτ τους πλαισίωναν και τις απαιτήσεις τους για μερικά ακόμη καταναλωτικά δάνεια, ίσα ίσα να βγάλουν τις εκπτώσεις, μην χάσουν τώρα που είναι ευκαιρία. Μα δεν είχε και τόση σημασία, είχανε γίνει συνήθεια, μέρος του τοπίου πλάι στη νεκρή φύση στη πινακοθήκη του μεγάλου βασιλιά. Δουλειά φυσικά δεν υπήρχε, ακόμα φύτρωναν τοξικές εστίες ανεργίας δίπλα από τα βομβαρδισμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης όσο η πανούκλα της μαύρης εργασίας θέριζε πια και στις πιο σοβαρές των θέσεων. Οι δρόμοι αδειανοί και οι φίλοι χαμένοι κι αυτοί, κάποιοι μετανάστευσαν στο 1ο διδακτορικό κύμα μαζί με τα γκάτζετς τους, κι άλλοι ζευγάρωσαν για να γλυτώνουν τίποτα μαρούλια στα έξοδα της θέρμανσης. Λίγα είχαν σημασία πια όμως όπως είπαμε, μόνο ο καφές του και το τσιγάρο του, σταθερές αξίες.
Μια μέρα σηκώθηκε από το κρεβάτι του, μα άλλαξε γνώμη όπως και πλευρό - μόλις είχε τελειώσει ο καφές, και άλλωστε μπορούσε να καπνίζει από το κρεβάτι του. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα τελείωσε και ο καπνός του. Ξανακοιμήθηκε. Στιγμές, στιγμές ξυπνούσε ή ακροβατούσε μεταξύ συνείδησης και λήθης, πάντα επιλέγοντας να ξεγλιστρήσει προς την τελευταία. Εν τέλει, κάποια απροσδιόριστη ώρα σηκώθηκε και αποφάσισε πως δεν γινόταν να συνεχίσει έτσι και έπρεπε να σοβαρευτεί. Τα περισσότερα ρούχα τα είχε στο πλυντήριο και έτσι κατέβηκε μονάχα με τη πυτζάμα κι ένα φουτεράκι, πήρε τσιγάρα μα ξέχασε τον καφέ. Ήταν αφηρημένος, μια κακοτεχνία σκέτη.
Διάβασε λίγο ένα φθηνό βιβλίο μέχρι να τον πάρει τηλέφωνο ο ύπνος και του ζήτησε να τον πάρει λίγο, παράκληση την οποία φυσικά δε μπορούσε να αρνηθεί. Έτσι συνέχισε να κοιμάται, μα η προβληματική του διατροφή τις τελευταίες ημέρες δεν του επέτρεπε να ακροβατεί πια μεταξύ της συνείδησης και της λήθης, μα απλά να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην τελευταία. Από ένα σημείο και μετά ήταν χαμένος και ασυγκίνητος μονάχα στα όνειρα και τους εφιάλτες του – κάποιος θα πιθανολογούσε πως αυτή ήταν η πραγματικότητα, και πως οι εφιάλτες ήταν οι αποτυχίες των ονείρων του. Μα όχι, κοιμόταν πραγματικά και με ρυθμό σταθερό το σφουγγαράκι που είχε στο κρανίο του εναλλασόταν μεταξύ βαθύ ύπνου και REM -της ονειρικής κατάστασης, όχι του συγκροτήματος.
Έβλεπε πολλά και διάφορα, συγκεχυμένα φυσικά, παλιές ερωμένες, φίλοι, συμπολεμιστές, άσχετοι σε περίεργους λαβύρινθους και σπίτια που δεν είχε ποτέ του επισκεφθεί, μα του φαίνονταν απίστευτα οικεία, σαν από παλιά. Τα όνειρα μπερδευόντουσαν, ανακατεύονταν μέχρι που γίνονταν ένα πράμα σιγά σιγά, μια ομοιόμορφη μάζα, σαν όταν φτιάχνουμε ζύμη ή κιμά, οι τοίχοι στα παραδόξως γνώριμα σπίτια έπεφταν, τα πρόσωπα γινόντουσαν ένα, μια λευκή επιδερμίδα, σχεδόν ένα σάβανο που τον τύλιγε. Στο τέλος όλα γίναν ένα, τα δέρματα, οι τοίχοι, ο ουρανός, όλα ένα, ένα φως.
Δεν τον βρήκαν παρά μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν πια η βρώμα από το κρεβάτι του είχε αναστατώσει όλη τη γειτονιά, είχε και καιρό να πληρώσει τα κοινόχρηστα, καταλαβαίνετε.