Pages

Saturday, November 06, 2010

Η μεταμοντέρνα ερμηνεία της τεμπελιάς και ο Θανάσης pt1

Ο Θανάσης. Για κάποιο λόγο κάθε ιστορία πρέπει να ξεκινάει με ένα όνομα, με ένα πρόσωπο. Εν προκειμένω ο Θανάσης, ένα τυπικό αξύριστο δείγμα αναξιοπρεπούς ανθρώπου. Ο Θανάσης λοιπόν, σηκώθηκε από τα βρώμικα σεντόνια του, έβαλε καφέ στη βρώμικη κούπα του, και έκατσε στη βρώμικη καρέκλα του και έβαλε να παίζει μια νέα αμερικάνικη σειρά στη βρώμικη οθόνη του βρώμικου από τους ιούς υπολογιστή του. Βασικά, το μόνο καθαρό πράμα στο σπίτι του ήταν ο πούτσος του -και αυτό αμφίβολο- αλλά σύμφωνα με τον Θανάση πίσω απο τη βρώμα και την ατημέλεια υπήρχε μια ασυνείδητη αντιδραστικότητα απέναντι στη κομφορμισμό και τον καλοπρεπισμό της μετριότητας που μαστίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Ήταν ένας Δον Κιχώτης ανάμεσα στους ολιγάριθμους καταδρομείς της μποέμ φρουράς της ευσυνειδησίας και του απελευθερωμένου πνεύματος που με νύχια και ποιήματα αντιστεκόταν απέναντι στο σκοταδισμό της σύγχρονης ολιγαρχίας του αδυσώπητου καπιταλισμού και των ξενέρωτων. Ήδη σκεφτόταν τι θα έλεγε στα εγγόνια του -άμα ποτέ αποκτούσε από τις λεσβίες κόρες του τις οποίες και αυτές ήταν αμφίβολο άμα ποτέ τις αποκτούσε. 'Μπορεί να να μου έπεσαν τα δόντια στα σαράντα, αλλά τουλάχιστον κράτησα την αξιοπρέπεια μου και ποτέ μου δεν αγόρασα εφημερίδα που πρόσφερε και βιβλίο μαζί, όσο ωραίο και αν ήταν το εξώφυλλο.'

Όσο σκεφτόταν αυτές τις μαλακίες ο Θανάσης, είχε απλώσει στο βρώμικο του τραπέζι ένα φάκελο, μια λευκή κόλλα χαρτί, ένα μπουκαλάκι με αλάτι, ένα μπωλάκι με ζάχαρη, και τέλος πάντων μια πλαστική μαλακία που είχε μαύρο πιπέρι. Αποφάσισε να πάρει το πιπέρι. Έβαλε μπόλικο μέσα στο φάκελο. Έπιασε τη λευκή κόλλα χαρτί, αναλογίστηκε γιατί δεν είναι τρέντυ αστούλης που θα είχε χαρτί από ανακυκλώσιμο πολτό, έβρισε θεούς και δαίμονες που δεν έβρισκε ένα κατάλληλο στυλό, και εν τέλει κάνοντας χρήση ενός παλιού Bic το οποίο για πολύ καιρό αναρωτιόταν πως γίνεται η συγγραφική του δράση να περιορίζεται σε κουπόνια στοιχήματος και ημιτελή ποιήματα, ο Θανάσης έγραψε 'Μου 'χεις γαμήσει την ψυχή ρε Κατερίνα...' και έξυσε το βρώμικο κεφάλι του. Κοντοστάθηκε λίγο, και συνέχισε. 'ΥΓ: Επειδή ξέρω πως μέσα σου κουβαλάς την τριμμένη άμμο του μικροαστικού ψυχισμού παρά τις φλόγες μιας πυρωμένης καρδιάς, σε παρακαλώ μόλις βαρεθείς να με βρίζεις, ανακύκλωσε αυτό το γράμμα'.

Ο Θανάσης έξυσε για μια ακόμη φορά το βρώμικο σκάλπ του, φαντάστηκε πως θα μπορούσε να ήταν ήρωας ενός μυθιστορήματος του Gabriel Garcia Marquez, διάβασε το γράμμα του, και ικανοποιημένος από την εξυπνάδα του, τύλιξε το χαρτί και το έβαλε στο φάκελο -ο οποίος περιέργως δεν ήταν βρώμικος- μαζί με το πιπέρι. Μετά συνειδητοποίησε πως η Κατερίνα, όσο και αν την αγαπούσε, ήταν λίγο υστερική και το χιούμορ της δεν έφτανε μέχρι τα ανώτερα Gestahl που μονάχα αυτός και ελάχιστοι άλλοι εκτιμούσαν. Θυμήθηκε τις άπειρες φορές που είχαν βγει για ποτό για 'να τα πούνε' και ο ίδιος χαχάνιζε από μέσα του όσο η Κατερίνα τον κοίταγε με ένα ύφος περιέργειας και αποδοκιμασίας. Όμορφες εποχές. Ευτυχώς για τον ίδιο, μετά από πέντε λεπτά που αμφιταλευόνταν για το άμα θα έπρεπε να στείλει το γράμμα ή όχι, κατάλαβε πως δεν είχε βάλει υπογραφή και αυτό θα την τρόμαζε φοβερά, διότι ποιος ξέρει πόσων άλλων την ψυχή είχε γαμήσει η Κατερίνα. Έτσι έβγαλε το γράμμα -το οποίο πια είχε βρωμίσει χάρη στο μαύρο πιπέρι- και έβαλε την απαραίτητη υπογραφή: 'Θα σε αγαπώ για πάντα, Θανάσης'.

Έχοντας πετύχει έναν ακόμη συγγραφικό θρίαμβο, ο Θανάσης έκλεισε τον φάκελο, τον έγλυψε λίγο παραπάνω από ότι χρειαζόταν και τον σφράγισε. Διεύθυνση αποστολέα έβαλε εν τέλει την Γαλλική Πρεσβεία, θυμόμενος πως κάποτε η Κατερίνα είχε στείλει ένα βιογραφικό για μεραφράσεις, μεταγλωτίσεις κι άλλα τέτοια. Τον είχε ενθουσιάσει η ιδέα πως άμα ερχοταν ποτέ η Λίβερπουλ ή η Λυόν να παίξει, η Κατερίνα θα μπορούσε να του βρει τσάμπα εισητήρια όσο η ίδια θα μετέφραζε τις φτωχές δικαιολογίες του Ουγιέ για το ασύνδετο παιχνίδι της ομάδας του. Βέβαια ποτέ δεν πήρε την δουλειά η Κατερίνα -η οποία για να μην ξεχνιόμαστε, του 'χε γαμήσει την ψυχή αλλά όχι το κορμί όπως ο ίδιος θα ήθελε- και ο Ουγιέ ποτέ δεν τίμησε την χώρα των Γραικών, ίσως επειδή οι ενδεκάδες του προχωρούσαν σε διοργανώσεις στις οποίες πεισματικά οι ελληνικές ομάδες αρνιόντουσαν να προοδεύσουν, βλέπε Champions League. Όπως και να 'χει, πέρα της υπερτίμησης του ταλέντου του Νίνη, και το καταραμένο 4-5-1 με αργοκίνητους μπακ του Παναθηναϊκού, ο Θανάσης είχε αρκετά εμπόδια ακόμη στη σημερινή του μέρα.

Για αρχή, έπρεπε να βρει ένα βρώμικο τζην να φορέσει όπως και κάτι αρκετά ζεστό για το βυθισμένο στέρνο του, όπως ένα μπουζάκι και ένα πουλόβερ με λιγότερο από δύο τρύπες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων ρε αδερφέ μου. Εν τω μεταξύ, στην βρώμικη οθόνη του υπολογιστή του, η αμερικάνικη σειρά αποδείκνυε για μια ακόμη φορά πως πως τα παιδιά της Coca-Cola και του Συνταγματάρχη Sanders ήξεραν να κάνουν καλές παραγωγές στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης στο κόσμο της τέχνης και του θεάματος, χωρίς να υπάρχει λόγος αυτά τα δύο να εξισώνονται. Αυτή του η παρατήρηση, τον καθυστέρησε περίπου για κανά μισάωρο. Και ύστερα για μια ακόμη ωρίτσα. Εν τέλει αποφάσισε να συνεχίσει την καθημερινότητά του με το κλασικό προ-μεσημεριανό του χέσιμο, ευγενική χορηγία του σκέτου Nescafe και του χθεσινοβραδινού βρώμικου που έφαγε. Όμορφα.

Όσο η κωλοτρυπίδα του εξισορροπούσε την εσωτερική πίεση των εντέρων του -πάρα πολύ όμορφα- αναρωτιόταν αν θα ήταν το ίδιο γαμάτος θα ήταν ο Bukowski αν είχε υπολογιστή αντί για γραφομηχανή, και πόσους φίλους θα είχε ο Καρυωτάκης αν είχε Facebook και αν εν τέλει θα προλάβαινε την αυτοκτονία του η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα μπορούσε να διατηρεί βρώμικο το βρώμικο μπάνιο του, και αφού έπεισε τον εαυτό του να αγοράσει νέα σφουγγαρίστρα, υπενθύμισε στο ανήσυχο πνεύμα του πως χάρη στις κακές του συνήθειες το ανοσοποιητικό του σύστημα έθριβε -έθριβε κυρίες και κύριοι!- από αντισώματα των οποίων τις ευεργετικές ιδιότητες θα χαρούν οι πιθανοί απόγονοί του. Ο Θανάσης περνούσε πολύ ώρα με τον εαυτό του. Από την τηλεόραση, τα σπρεντς εκτοξευόντουσαν στα ύψη, και στο πνεύμα των ημερών ο Θανάσης, σπρένταρε κι άλλο την κωλοχαράδρα του για να πέσει και η τελευταία κουραδίτσα. Μιλάμε για απερίγραπτη ομορφιά.

Σε μια χώρα που χρώσταγε πολλά και δεν παρήγαγε τίποτα, ο Θανάσης δε χρώσταγε τίποτα αλλά ήθελε πολλά. Τον έπιανε αηδία που η γενιά του αυτοχαρακτηριζόταν από τα πόσα έπαιρνε μισθό και του ερχόταν εμετός από τη παιδιάστικη εσωστρέφειά της η οποία αναλωνόταν σε ψαγμένα art-bar με εκθέσεις του κώλου. Ο Θανάσης ήταν ιδιαίτερα εγωπαθής που μισούσε την μετριότητά σου όσο και αυτή των υπολοίπων, και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που η Κατερίνα δεν τον γούσταρε, αλλά ποιος ξέρει τι σκατά κουβαλούσε κι αυτή στο κεφάλι της. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν συμμετείχε σε συλλογικές συνειδητότητες των οποίων ηγείτο ο Θανάσης σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης και μέθης, αφού είχε φαίνεται σημαντικότερα προβλήματα, όπως το με ποιόν να βγει το Σάββατο βράδυ και σε ποιό party -γούαου- θα πάει. Και να γαμήσει τη ψυχή του Θανάση φυσικά, για να μην ξεχνιόμαστε. Ο ατυχής και βρωμιάρης Θανάσης από την άλλη, χωρίς να κάνει διακρίσεις είχε διάφορες ασχολίες στο (βρώμικο εξυπακούεται) μυαλό του στη διάρκεια της ημέρας. Τι θα φάει, ποιά θα προσπαθήσει να μπαλαμουτιάσει, τη μαζική γενοκτονία του νου που διαπράττεται καθημερινά από τα ΜΜΕ, πως καλύτερα θα έσφαζε τον Θράσο Μπένη, γνωστό DJ και καθίκι με τον οποίο είχε μια αιώνια μουσική κόντρα (για την οποία φυσικά ο Μπένης δεν γνώριζε απολύτως τίποτα), την πιθανότητα πως στη πραγματικότητα το σύμπαν δεν έχει πεπερασμένο όγκο, αλλά πως στα όρια του έτεινε -ή ξέφτινε- προς μια μηδενική ακτινοβολία της οποίας η ασθενής πηγή έτεινε -αλλά δεν ξέφτινε- στο άπειρο, πως καλύτερα θα διατηρούσε τη μεταμοντέρνα στάση ζωής του χωρίς να εκφυλιστεί σε έναν από εκείνους τους μισητούς μηδενιστές, πως ο πουριτανισμός και η σεμνοτυφία των παιδικών του χρόνων ακόμα τον καταπιέζει κάθε φορά που τραβάει μαλακία, άμα ο ελιτισμός είναι εν τέλει η κατάρα ή η καρδιά της τέχνης, πως καταφέρνει η Σίσσυ Χρηστίδου και είναι τόσο μουνάρα, πόσο μαλάκες είναι οι άντρες που γουστάρει η Κατερίνα, και πότε επιτέλους θα φτιάξει τα υδραυλικά του σπιτιού του.

Γενικά, οι σπειροειδής διαδρομές του μυαλού του -κάτι σαν μια τηλεόραση που παίζει αποκλειστικά διαφημίσεις- ήταν πάντα μια βολική δικαιολογία για τη τεμπελιά του και τον πνευματικό του ναρκισσισμό. Στο σχολείο ήταν ο κλασσικός μαλάκας που δεν τελείωνε ποτέ την έκθεση του, αλλά ο καθηγητής του των είχε κουμπωμένο στο 17, γιατί είχε κάτι προχωρημένες για την ηλικία του ιδέες παρόλο το μούφα συντακτικό του. Τώρα φυσικά, οι ελεεινοί συμμαθητές του που μετά βίας συμπλήρωναν μια σκέψη κάνουν καριέρες, καθαρές ζάντες στα αμάξια τους (σημαντική λεπτομέρεια) και κάποιοι από αυτούς κατέβαιναν στις δημοτικές εκλογές με Photoshop δόντια ενώ ο Θανάσης ήταν ακόμα εκείνο το σπυριάρικο δεκαεξάχρονο με τις ίδιες μαλακισμένες ιδέες που δεν του καθόντουσαν οι γκόμενες που γούσταρε. Αυτός ήταν ο Θανάσης λοιπόν που είχε κάνει την άρνηση στάση ζωής και την αδιαφορία σιωπηρή συνενοχή.

Ο Θανάσης προχώρησε γρήγορα στο γνωστό πλαν Μπι -φόρεσε δηλαδή ακριβώς ότι φορούσε το προηγούμενο βράδυ- και με αποφασιστικότητα βγήκε από το σπίτι και κάλεσε το ασανσέρ.

Βέβαια ο Θανάσης είναι μαλάκας από τους λίγους, και ξέχασε να πάρει τον φάκελο. Άμα θέλεις να αποχωρήσει ο Θανάσης από την ιστορία στείλε SMS με το μήνυμα 'ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ' στο 090-696969 τρεις και πάρε τα αρχίδια μου. Βρίζοντας, άνοιξε την πόρτα, μπήκε στη βρώμικη γκαρσονιέρα του, και σε έκπληξη του σύμπαντος πήρε τον φάκελο και ξαναβγήκε, λιγότερο αποφασιστικά αυτή τη φορά. Αυτές οι μικρές ήττες στο απαράμιλλο στυλ του τον τσακίζανε.

Στον έξω κόσμο, ο Θανάσης έκανε τα συνηθισμένα. Έψαξε φαρμακείο για να πάρει βασιλικό πολτό, διαπίστωσε πως είχε βγει πολύ αργά και όλα ήταν κλειστά, διάβασε λάθος τα εφημερεύοντα, κατευθύνθηκε προς ένα προς το Μουσείο, βαρέθηκε, γύρισε προς τα πίσω και κατέληξε στο στέκι του να πιεί ένα διπλό espresso αναβάλλοντας την αγορά σφουγγαρίστρας αφού στο κάτω κάτω είχε τέσσερα σφουγγαράκια, εκ των οποίων το ένα θα μπορούσε να αναλάβει τη βρωμοδουλειά καθαριότητας των πιο τρανταχτών σημείων -εκείνων δηλαδή που ένα γκομενάκι παρόλο την κατάσταση μέθης που θα την είχε φέρει ο Θανάσης θα έβλεπε και θα ξεκαύλωνε. Όσα βλέπει η πεθερά δηλαδή που λέει και ο λαός, μια συνήθεια που είχε αποκτήσει ο Θανάσης όταν ήταν καψιμιτζής στο στρατό. Πέραν αυτής της σοφής απόφασης, όσο τριγυρνούσε στους δρόμους της γειτονιάς του δεν έχανε ευκαιρία να μπανίζει γκομενάκια και πρωτοσέλιδα εφημερίδων πρακτική η οποία τον συνέτριβε, ενώ όταν πήγε να πάρει φαγητό από το αγαπημένο του ταχυφαγείο, η ποικιλία τον απογοήτευσε και έτσι αποφάσισε να φάει 2 αυγουλάκια και κανά γιαούρτι, γιατί πάνω από όλα ήταν θιασώτης της υγιεινής διατροφής και θιασάρχης μιας μίζερης ζωής. Όταν τέλειωσε την αγοραφοβική του εκδρομή, και βγήκε από το ασανσέρ, συνειδητοποίησε πως δεν είχε αγοράσει μπαταρίες και δεν είχε βάλει πλυντήριο. Φυσικά δεν είχε στείλει το γράμμα, περισσότερο γιατί δεν ήξερε τι αντίτιμο σε γραμματόσημα χρειαζόταν παρά γιατί δεν ήταν σίγουρος. Όχι πως ήταν σίγουρος, κάθε άλλο. Μιλάμε για χοντρό μαλάκα, όχι αστεία.

Ο Θανάσης δεν ήταν ξεχωριστός, ούτε ιδιαίτερα έξυπνος ή προικισμένος με κάποιο ταλέντο, τουεναντίον είχε διάφορες νευρώσεις, ένα κάρο αδυναμίες τις οποίες αποκαλούσε πάθη του μοιραίου χαρακτήρα του κι άλλα τέτοια χαριτωμένα, ούτε τέλος πάντων είχε κανένα σούπερ ατού στο παιχνίδι του alpha male της σύγχρονης μαϊμουδένιας κοινωνίας. Είχε συμβιβαστεί με τις ιδεές του και αναγνώριζε πως περνούσε μια ακόμη φάση βαρεμάρας και ανούσιας ύπαρξης, χωρίς δημιουργία, ουσία ή περιπέτειες, η οποία πλημμύριζε το τσι του με αρνητική ενέργεια με προφανή θύματα τους φίλους του, την κοινωνία εν γένει, και όποιον μαλάκα έτυχε να θαυμάζει εκείνη τη περίοδο η Κατερίνα. Δεν ήταν πως είχε αλλάξει τις ερμηνείες του και τις σοφιστείες του περί λειτουργίας του κόσμου, του ανθρώπου, της ψυχής και της μηχανής του espresso, απλά τώρα ήταν αρνητικά προκατειλημμένος απέναντί της (της γενικότερης συμπαντικής λειτουργίας, όχι της μηχανής), αντί να την χαρεί όπως έκανε άλλες -σπανιότερες- εποχές. Ήταν μίζερος ρε αδερφέ, πως το λένε;

Αναγνωρίζοντας όμως πως το ποσοστό επιτυχίας του στις συμβατικές ανάγκες της καθημερινότητάς του ήταν ίδιαίτερα χαμηλές, έβαλε πλυντήριο και σκότωσε λίγη ώρα με ένα σαρανταπεντάρι Magnum και σβήνοντας άχρηστα, αδιάφορα και γενικά οτιδήποτε με το στερητικό 'α' μπροστά e-mail. Η ώρα έπιασε την πληγή της με φρίκη και είδε τον χρόνο να κυλάει νεράκι πριν σωριαστεί στο βρώμικο πάτωμα του Θανάση -οι καθαριότητες αναβλήθηκαν για την επόμενη όπως ήταν φυσιολογικό- ο οποίος άφησε την τηλεόραση να παίζει ένα μεταγλωτισμένο περιμένοντας τον Ανδρέα αναλογιζόμενος πόσο πολύ μπορούσε να ξεφτιλιστεί και απόψε στα μπαρ της ακολασίας. Ευτυχώς ο υπέρβαρος αλλά λιγότερο βρώμικος Ανδρέας ήρθε σχετικά νωρίς και διέκοψε τις μαλακισμένες σκέψεις του Θανάση, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να μολύνουν τον αιθέρα της παγκόσμιας σκέψης με ακόμα πιο γελοίες θεωρίες και θεωρητικές εξερευνήσεις με ομαδική αυτή τη φορά διάθεση. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ο Ανδρέας έπρεπε να κάνει χρήση Clarke για να βρει λίγο χώρο να κάτσει στον καναπέ παύλα γκαρνταρόμπα.

Ο Ανδρέας ήταν το ίδιο τεμπέλης με τον Θανάση, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο ένας ανεχόταν την παρέα του άλλου, πέρα από το γεγονός πως με τα κεράσματά του ο Θανάσης συντηρούσε που και που την μπάκα του Ανδρέα. Άλλωστε δύο καλοί φίλοι (ως γνωστόν υπάρχουν και οι κακοί φίλοι, βεβαίως βεβαίως) μπορούν και ταιριάζουν όταν μοιράζονται τις ίδιες ενοχές που ποτέ των ποτών και των αναψυκτικών δεν θα αποκάλυπταν σε μια πιθανή ή απίθανη γκόμενα. Κατά τα άλλα, ο εξίσου βαρεμένος από τις συμβατικότητες της πραγματικότητας και της ανικανότητας του να τις σπάσει, ο Ανδρέας δεν ήταν το alter ego του Ανδρέα, κάθε άλλο αφού τέτοιους μπανάλ ρόλους τους άφηνε για το Ρουβά. Απλά άμα ασπαστούμε τη θρησκεία του Cosmopolitan, ο Ανδρέας και ο Θανάσης ήταν δύο νησιά που ανάμεσα τους υπήρχε ένα έλος δια μέσω του οποίου μπορούσαν να επικοινωνήσουν.

Το λίγο μεγαλύτερο νησί του Πελάγους της Ανεμελειάς άρχισε το γνωστό γαϊτανάκι της καζούρας του για την Κατερίνα μπερδεύοντας τα χοντροκομμένα χέρια του στη φτωχή συλλογή ποτών του Θανάση, όσο ο έτερος ρέμπελος απέκρουε τις επιθέσεις του φίλου με ανάποδα φάλτσα και βρισιές.

Τι γίνεται με την Κατερίνα;
Τα ίδια, ξέρεις τώρα.
Είσαι βλάκας, τελείως βλάκας, το ξέρεις ε; (γέλια)
Σκάσε βλάκα. Πούστη. Τελειωμένε.
Εσύ είσαι βλάκας. (περισσότερα γέλια)
Εκεί που είμαι, ήσουνα, αλλά εκεί που είσαι δεν νομίζω να βρεθώ.
Καλά, καλά. Ποιά είναι η γνώμη σου για την acid jazz.
Την ακούνε κάτι πούστηδες σαν κι εσένα.

Κάπως έτσι προχωρούσε η κουβεντούλα των δύο φίλων με μισό μπουκάλι Jameson και ένα ολόκληρο Haig, τρία καραφάκια ούζο, λίγη βότκα, ένα ανοιχτό λικέρ μαστίχα, και ένας απροσδιόριστος αριθμός από Amstel γιατί έτσι γουστάρανε. Για παρέα είχαν τους Deftones, την Κάλλας -όχι εκείνη με το αλάτι- τους Mono, την Μπέλου, τους Motorhead, τους The National, τον Stravinsky, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τους Stone Roses μεταξύ άλλων και για αναπνοή άπειρα καλοστριμμένα τσιγάρα και ορφανούς στίχους αθάνατων ποιητών. Τι έγραψα πάλι ο πούστης. Όταν κάποια στιγμή τους τέλειωσε το αλκόολ, με φοβερό επαγγελματισμό κάνανε ένα διάλλειμα δέκα λεπτών μέχρι να πεταχτούνε στην κάβα και να επανέλθουν τάχυστα στους δικούς τους μουσικούς ρυθμούς.

Clash, Τσιτσάνης, Rachmaninoff, Leonard Cohen, Frank Zappa, Polly Jean Harvey, Γιάννης Χρήστου.

Εννοείται πως δεν επέτρεπαν στους εαυτούς του να απολαύσουν τις ψαγμένες μουσικές επιλογές τους.

Άμα τα μυρμήγκια κάνανε επανάσταση το σίγουρο είναι πως θα διαλυόταν ο κόσμος.
Γιατί;
Αναπόφευκτα η οποιαδήποτε συγκρότηση μιας δημοκρατικής λειτουργίας των οικοσυστημάτων τους θα κατέληγε σε αφανισμό των πληθυσμών τους αφού η υπάρχουσα μιλιταριστική δομή τους είναι η μόνη που μπορεί και εξυπηρετεί τον μηχανισμό αναπραγωγή τους λόγο της βασίλισσας και τα λοιπά. Ακόμη και άμα υπήρχε μια εκ βάθρων φεμινιστική ανατροπή των σημερινών δεδομένων, δε νομίζω να τα καταφέρνανε.
Οπότε όσο αναφορά τα μυρμήγκια, τασσόμαστε αλληλέγγυοι στην ιδιότυπη σεξουαλική τους χούντα;
Ακριβώς.
Μα η ιδεολογία;
Στα αρχίδια μας η ιδεολογία. Πιάσε τον πάγο.

Δεν έχει σημασία ποιός έλεγε τι, και στο κάτω κάτω και το τι έλεγαν. Κάποιοι στιγμή φόρεσαν τα μαύρα Rayban γυαλιά τους -του Θανάση του έλειπε ο ένας φακός- και κάποια άλλη στιγμή τα έβγαλαν. Στο ενδιάμεσο τα έβλεπαν όλα λίγο πιο σκοτεινά (ο Θανάσης και λίγο πιο στραβά) αλλά σίγουρα με πολύ γαμάτο στυλάκι γιατί δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Κάπου μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου είχαν στήσει μια επική σάτιρα ενάντια στο εγώ τους η οποία όμως όπως κι αυτό, δεν οδηγούσε απολύτως πουθενά. Τους είχε σκάσει το λάστιχο πριν καν βγουν από το γκαράζ των ανασφαλειών τους.

The Last Drive, God Speed You Black Emperor, Sonic Youth, Thelonious Monk, Johnny Cash, Patti Smith, Joy Division.

Όταν επιτέλους δεν μπορούσαν να αποφύγουν άλλο τα τηλέφωνα φίλων και γνωστών, και φυσικά είχαν αδειάσει ότι μπουκάλια υπήρχαν στη βρώμικη γκαρσονιέρα του Θανάση, οι δύο φίλοι μάζεψαν το τζούφιο στυλάκι τους και αποχώρησαν για το invivo, το βρώμικο, φτηνό και σύμφωνα με τις νουάρ επιταγές στέκι τους όπου όλο και κάποιον γνωστό θα έβρισκαν. Όπως και έγινε. Μετά από δύο ποτάκια, ένα άτσαλο κομπλιμέντο του Ανδρέα σε μια παλιά γνωστή -κάτι το οποίο συνήθως θα επιχειρούσε ο Θανάσης- και μερικά ακόμη εκατομμύρια πεθαμένα εγκεφαλικά κύτταρα ξύπνησαν πίσω στο σπίτι του Θανάση φορώντας ακόμη τα ρούχα τους προσπαθώντας να κρατηθούν ζεστοί. Το γεγονός πως ο Θανάσης είχε ξεχάσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή δεν βοηθούσε ιδιαίτερα.

Ήταν Σάββατο πρωί και τα ταχυδρομεία, όπως και τα φαρμακεία ήταν κλειστά. Κατάρα.

Wednesday, October 20, 2010

Ιδρυματοποίηση

Όταν παλαιότερα ψιλάφιζα βιβλία εισαγωγικής ψυχολογίας -αρνούμενος ίσως να συμβιβαστώ με την θετική μου κατεύθυνση- μου πάντα έκανε εντύπωση η σημαντικότητα με την οποία αναφερόντουσαν στο σκυλί του Pavlov. Η αγκίστρωση συμπεριφορών σε συγκεκριμένα ζευγαρώματα ερεθισμάτων-αποτελεσμάτων μου φαινόταν προφανής ειδικά στο πρωτογενές επίπεδο βιολογικών αναγκών και ενστίκτων, πόσο μάλλον όταν επιδεικνύεται από ένα σχεδόν cartoon παράδειγμα. Και είναι. Όμως αυτό από την άλλη δεν αναιρεί τη σημασία μιας τόσο απλής και θεμελιώδους παρατήρησης.

Δεν είναι λίγο άλλωστε να επαναπροσδιοριζεις τις βασικές διαδρομές ουδέτερων ερεθισμάτων και απαντήσεων σε συνειρμικές εξαρτήσεις, αφού μια τέτοια δυνατότητα -και οι συνέπειες της φυσικά- θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία όχι μόνο προσωπικών αλλά και κοινωνικών ασυνείδητων εξαρτήσεων και κατ' επέκταση χειραγωγήσεων. Βέβαια, το σκυλί του Pavlov ήταν μονάχα ένα σκυλί -δυστυχισμένο ίσως- αλλά σίγουρα μονάχα ένα σκυλί. Από την άλλη όμως, πόσο στα αλήθεια διαφέρουμε από τα σκυλία, τα γνωστά μας πειθήνια και υπάκουα σκυλιά;

Πάλι από τον τομέα της ψυχολογίας υπάρχουν τρεία συγγενικά παραδείγματα τα οποία μάλλον υποδεικνύουν το ευάλωτο και εύπλαστο του ανθρώπινου νου. Το πρώτο είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης, το οποίο -βασισμένο σε αλήθινα γεγονότα- περιγράφει την τάση θυματοποιημένων προσώπων να νοιώθουν οικεία και φιλικά απέναντι στους θύτες τους (απαγωγείς τόσο με τη φυσική όσο και με την ψυχική έννοια) με την πάροδο του χρόνου, δικαιολογώντας τις βιαιότητες τους. Οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι γνωστοί φυσικά, αφού για ευνοήτους λόγους δεν είναι εύκολο να στηθούν τέτοια είδους πειράματα, πόσο μάλλον να υπάρχει η κατάλληλη κοινωνική υποδομή για τη σωστή ερμηνεία τους. Κι όμως, φαίνεται πως άμα υπάρχει αρκετό θράσσος και θάρρος, ακόμη και πειράματα τέτοιου επίπεδου είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, όπως θα φανεί παρακάτω.

Το δεύτερο παράδειγμα λοιπόν -αντίστοιχο στα πλαίσια των σχέσεων εξαρτήσεων- είναι το γνωστό πείραμα του Stanford (μυθοποιημένο στη μεγάλη οθόνη όπως και το προηγούμενο) κατά τη διάρκεια του οποίου 24 εθελοντές χωριστήκανε σε δύο ομάδες. Η μια ήταν οι φυλακισμένοι και από την άλλη ήταν οι δεσμώτες τους, διαχωρισμοί οι οποίοι πολύ γρήγορα έκαναν το πείραμα να ξεφύγει από κάθε έλεγχο με τους συμμετέχοντες να έχουν ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τους χαρακτήρες τους. Οι μεν φρουροί επέδειξαν μια σαδιστική και απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους φυλακισμένους οι οποία με τη σειρά τους αρχικά αντέδρασαν και ξεσηκώθηκαν -μια υγιής αντίδραση- μα έπειτα συμβιβάστηκαν με τις εξευτελιστικές συνθήκες και ιδρυματοποιήθηκαν μέσα σε αυτές. Ή αλλιώς, σε διάστημα ελαχίστων ημερών (μόλις έξι) απώλεσαν την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της προσωπικότητας τους υποδουλωμένοι όχι μονάχα στους φύλακές τους μα χειρότερα στο περιβάλλον και το χαρακτήρα που αυτό τους αποδίδει, δηλαδή στις περιβάλλουσες συνθήκες και περιστάσεις. Το εκπληκτικό φυσικά είναι πως επρόκειτο μονάχα για ένα πείραμα και όχι για πραγματικές συνθήκες.

Το τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, προγενέστερο αυτό του Stanford, είναι το πείραμα του Milgram το οποίο κατά σχεδόν ειρωνικό τρόπο εκμεταλλευόμενο το ίδιο το ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον εκθέτει την ευκολία με την οποία μπορούμε να υποταχθούμε σε κάποιο πρόσωπο εξουσίας και να εκτελέσουμε εντολές του, παρόλο τους όποιους ηθικούς ενδοιασμούς που μπορεί να έχουμε. Το πείραμα ξεκινάει με δύο εθελοντές οι οποίοι κληρώνονται για το ποιός θα είναι ο 'δάσκαλος' και ποιός ο 'μαθητής', αν και στη πραγματικότητα ο 'μαθητής' είναι πάντα κάποιος ηθοποιός μέρος του πειράματος και ο ΄δάσκαλος' είναι ο συμμετέχων στο πείραμα. Ο 'δάσκαλος' πηγαίνει σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ερευνητή και ο 'μαθητής' υποτίθεται στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο. Ο 'δάσκαλος' καλείται να διαβάσει μια ακολουθία αριθμών στον 'μαθητή' ο οποίος με τη σειρά του την επαναλαμβάνει, αλλά στην περίπτωση που αποτύχει, υποτίθεται πως είναι συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια των οποίων το ηλεκτρικό φορτίο ελέγχεται από τον 'δάσκαλο' στο άλλο δωμάτιο. Όσο αποτυγχάνει ο 'μαθητής' να 'συμμορφωθεί', τόσο καλείται ο 'δάσκαλος' από τον ερευνητή να αυξήσει το φορτίο του ηλεκτρικού σοκ. Η συνήθης κατάληξη του πειράματος (σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 60% με 65%) είναι ο 'δάσκαλος', παρόλο που ακούει (προκατασκευασμένες) κραυγές και παρακαλητά από το διπλανό δωμάτιο, υπό τη καθοδήγηση και παραίνεση του ερευνητή (με κατάλληλες φράσεις), να φθάνει το μέγιστο (και στην πραγματικότητα θανατηφόρο) όριο των 450 Volt. Μάλιστα οι συμμετέχοντες δείχνουν πιο διατεθειμένοι να συνεχίσουν το πείραμα, αφού ο 'μαθητής' έχει σταματήσει τις διαμαρτυρίες και τις κραυγές πόνου, ενώ με το πέρας του πειράματος ουδόλως ενδιαφέρονται για την κατάσταση του 'μαθητή' αν και σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουν, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στη θέση του. Το επακόλουθο των αποτελεσμάτων του πειράματος, δεν είναι τόσο η κατάδειξη της ταυτοποίησης του ρόλου του 'δασκάλου' από τους συμμετέχοντες, όσο η υπερβολικά εύκολη αναστολή των βασικότερων των ανθρώπινων αξιών μπροστά σε ένα πολιτισμικό σύμβολο εξουσίας (τον ερευνητή του οποίου η αυθεντία δεν ερευνάται ούτε δοκιμάζεται ποτέ από τους συμμετέχοντες), πίσω από την οποία μάλιστα μπορούν να κρύψουν τους όποιους δισταγμούς τους, μεταφέροντας ουσιαστικά οποιαδήποτε ευθύνη και συνέπεια. Οι πολιτικές προεκτάσεις είναι προφανείς, μερικών εκ των οποίων (το Ολοκαύτωμα και η συμμετοχή των Γερμανών σε αυτό) αποτέλεσαν και την αφορμή διεξαγωγή του πειράματος.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δμπορούν να εκμαιευθούν και από άλλα πολύ πιο καθημερινά παραδείγματα όπως η γενικότερη κατάταξη συμπεριφορών ατόμων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία επειδή ακριβώς ανήκουν σε αυτή τη κατηγορία και αντίστοιχα η οικειοποίηση κοινωνικών ρόλων και η αλλοτροίωση της προσωπικότητας υπέρ αυτών, η ψυχολογία του όχλου και ο χουλιγκανισμός, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και η καταναλωτική πίστη, οι εργασιακές σχέσεις, η κατάχρηση και ο φετιχισμός της εξουσίας, ο αμοραλισμός των φυλακών και του στρατού, η ταυτοποίηση με το σύνολο εις βάρος του εγώ κι άλλα. Όμως όλα αυτά δεν είναι μονάχα ακαδημαϊκές ασκήσεις που φωτίζουν απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ψυχολογίας, αλλά ανακριβείς στην ανάγνωσή τους μηχανισμοί οι οποίοι μας κινούν και μας ελέγχουν αφήνοντάς μας σε πελάγη άγνοιας και αφέλειας. Είναι η απόδειξη πως η ακατέργαστη λογική μας είναι εν τέλει μονάχα ένας πύργος από άμμο σαθρή μπροστά στα κύματα της ψυχολογικής βίας και στη μαζική χειραγώγηση την οποία αδιαμαρτύτητα δεχόμαστε.

Άμα είναι τόσο απλό να προσαρμοστούμε και να ταυτιστούμε με ένα κοινωνικό ρόλο όπως κι αν αυτός επιβάλλεται, άραγε πόσους ρόλους έχουμε αποδεχτεί τους οποίους στα αλήθεια ποτέ μας δεν θέλαμε και δεν μας ανήκουν; Μαθητής, πατέρας, σύζυγος, δάσκαλος, αστυνομικός, υπάλληλος, πολιτικός, κριτής, διευθυντής,γιατρός, επιχειρηματίας, τρελός, φίλος, θύμα, θύτης, κλέφτης, αθώος, δήμιος, καλός, κακός. Πόσοι από αυτούς τους ρόλους τους έχουμε αδικήσει στις διαχρονικές μας κρίσεις τους με μέτρο ηθικές άγνωστες στη πραγματική μας φύση; Από πόσους θεσμούς – ιδρύματα έχουμε περάσει; Γίνεται μονάχα να φοράμε ένα κουστούμι ή μια στολή και να γινόμαστε ένας ρόλος, μια συνταγή από προδιαγραφές, αρμοδιότητες και ευθύνες, πως γίνεται μερικές απλές συμβάσεις να εξουδετερώνουν τον εαυτό μας και τον βαθύτερο ψυχισμό μας; Είμαστε άραγε ένας σωρός από ψυχολογικές μαριονέτες που παρά μόνο επιδέξιους χειριστές χρειαζόμαστε για να πορευθούνε κοινωνικά υγιείς στη ζωή μας; Κι αν είναι έτσι, τότε τι στα αλήθεια έχουμε πραγματικά επιλέξει για τους εαυτούς μας στις σύγχρονες κοινωνίες μας;

Από την γέννησή του, ο άνθρωπος υπάρχει και συνυπάρχει εντός εγκαθεδρυμένων θεσμών -οικογένεια, νηπιαγωγείο, σχολείο, πανεπιστήμιο, στρατός, εργασία, οικογένεια, κόμα, αθλητική ομάδα, θρησκεία- μέσα στους οποίους μπορεί (;) να διαπραγματεύεται τη θέση του, δηλαδή τον ορισμό του τόσο ως άτομο όσο και ως λειτουργία σύμφωνα με τα εργαλεία που έχει (γλώσσα, σχέσεις, γνώσεις, εξουσία) ως προς τις ανάγκες του. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό του να το αξιοποιήσει, παρά δύναται να ενισχύσει ήδη χορηγημένες από το περιβάλλον του ευκαιρίες και να τις μετουσιώσει σε ικανότητες. Εν δυνάμει δηλαδή όλα μπορούν να οριστούν εξωτερικά από το άτομο και όχι σαν να προέρχονται από αυτό κι ας φαίνονται πως το εξυπηρετούν. Για παράδειγμα πόσο επιλογή του ενός αποτελούν οι ανώτερες σπουδές όταν γίνονται για την εξασφάλιση καλύτερης θέσης εργασίας, ή πως οι καταναλωτικές συνήθειες των πολλών αποτελούν πραγματικά ένα άθροισμα των επιθυμιών τους και όχι το προϊόν χειραγώγησης της βιομηχανίας του marketing και της διαφήμισης; Ίσως θα ήταν προτιμότερο λοιπόν, να μην θεωρούμε το συνολικό μας κοινωνικό κατασκεύασμα ως ξένο ή ψεύτικο, μα ως παραγνωρισμένο και παρεξηγημένο από εμάς, από εμάς τους ιδίους που προτιμούμε την απενεχοποιητική αφέλεια του ευφημισμού και των ευφυολογημάτων αναβαφτίζοντας το κατά το δοκούν των εφήμερων αναγκών – κυρίως τρίτων και ισχυροτέρων ημών.

Δεν είναι φυσικά πως ο σύγχρονος πολιτισμός μας είναι αυστηρά ένα επιβαλλόμενο κατασκεύασμα το οποίο καταπιέζει ένστικτα και αδάμαστες ορέξεις. Απλά μεταξύ άλλων, το κάνει και αυτό για να νοιώθουμε εμείς καλύτερα. Υπάρχει μια λεπτή διαφορά στο να αποδέχεσαι την ιδρυματοποίησή σου σε όλη της την τραγικότητα εντός ενός πλαισίου ανεκπλήρωτης ευτυχίας και ελευθερίας, και στο να γεννιέσαι σε αυτή χωρίς ποτέ να την αναγνωρίζεις. Ακόμη και στον ευνουχισμό η επιλογή είναι ανώτερη της άγνοιας, διότι τότε τουλάχιστον υπάρχει η ελάχιστη ελπίδα πως θα υπάρξουν οι 'παράλογες' εκείνες φωνές οι οποίες θα αντισταθούνε και θα εξεγερθούν, οι οποίες ενάντια σε κάθε λογική και πιθανότητα θα παλέψουν με θάρρος και θα ηττηθούν στη μοναξιά τους, όσο κι αν παρεξηγιούνται και απομονώνονται από τους υπολοίπους, όλους εμάς δηλαδή.

Sunday, August 15, 2010

Βάρη

Φορτώνεσαι με βάρη που δε σου ανήκουν, με βάρη που δεν σου αξίζουν, με βάρη τεχνητά, κατασκευασμένα, προσποιητά, διαφημισμένα και πουλημένα. Τα βάρη σε κρατούν, σε συγκρατούν, κάνουν την κίνηση σου πιο αργή, πιο προβλέψιμη, πιο βαρετή, ένα φορτίο εύκολη λεία. Κουβαλάς ένα φορτίο δίχως να ξέρεις τι είναι, μήτε που να το αφήσεις. Μα εκεί που θα έπρεπε να τραβάς τα μαλλιά σου και να χτυπάς τις ήδη ματωμένες σου γροθιές στους τοίχους και στα πατώματα για να ξυπνήσεις, εκεί που οι κραυγές σου θα 'πρεπε να πνίγουν το λαρρύγι σου με απελπισία, είναι όταν με τα ίδια σου τα χέρια μαζεύεις λάσπη και πλάθεις νέα βαρίδια, όταν τα χτίζεις και τα κάνεις δικά σου. Όταν νομίζεις πως είναι δικά σου.

Πότε αλήθεια θα καταλάβεις πως κανένα βάρος δεν σου αξίζει, πως ακόμα και η φράση 'περιττό βάρος' είναι μίζερα περιττή από μόνη της γιατί όλα αυτά, όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που κουβαλάς, όλα αυτά που σε κάνουν και φοβάσαι, όλα αυτά που στέκουν από πάνω σαν κακοσήμαντες σκιές, όλα αυτά που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις, όλα αυτά λοιπόν είναι δεν παιδιά δικά σου, μα δώρα άδωρα της φιλόξενης καρδιάς σου. Τι είναι αυτά που λέω θα μου πεις, γιατί τόσο χαζά να προσπαθώ να πυκνώσω τις προτάσεις. Μα δεν γίνεται κι αλλιώς, γιατί τους εχθρούς σου τους έχεις κάνει φίλους, και τους φίλους ξένους, διότι δεν έχουμε το χρόνο να παγώσουμε και να αφήσουμε τον χρόνο και τον χώρο να ξετυλιχθούν γύρω μας σαν αιθέρας, και λίγο να προλάβουμε να παρατηρήσουμε την γελοιότητα αυτών που μας περιστοιχίζουνε. Τόσος καπνός, απέραντη η σκόνη, ένα κίτρινο πέπλο ομίχλης. Και τότε να ξέρεις, είναι που πρώτα οι λέξεις κι όλα αυτά τα λόγια -καταραμένα λόγια- θα ανεμοδέρνονται σαν στάχτη όπου κι αν σταθεί η ματιά μας.

Μην κοιτάς πίσω σου, δεν είναι εκεί, προς τα κάτω πας, όχι προς τα πίσω κι ας νοιώθεις πως αργείς. Τι δεσμά είναι τούτα τυλιγμένα γύρω σου, σάβανα δανεικά, τι βρώμικος αέρας είναι αυτός που πνίγει τα σωθικά σου; Μα τάχα μου τι είναι αυτά που λέω, πως μπορώ εγώ να γνωρίζω, ποιός το δικαιώμα μου δίνει πως εγώ το παίρνω; Δεν είναι τελικά ο κόσμος από γυαλί να των σπάσω και τα είδωλά του να γκρεμίσω, αλλά μήπως εγώ είμαι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη το χέρι να σηκώσει; Κι ας είναι από πέτρα, καλύτερα τα δάκτυλα μου να σπάσω μάταια πάνω του παρά απαλά να τον εδείχνω με αυτά. Δεν ξέρω από που έρχονται όλα αυτά ούστε που πηγαίνουν, μονάχα τη δυσωδία, εκείνη την καθημερινή μας αρρώστια ξέρω δίχως από κάπου να μπορώ να την πιάσω, μήτε να πιαστώ. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά, αλήθεια σου λέω, είναι ξένα και ανυπόφορα, είναι όλα εκείνα στα οποία επαναστατούσαμε σαν ήμαστε μικρά, αθώα και χαζά..

Θέλω να πάμε κάπου που να 'χει ψηλά πεζούλια, και να ανέβουμε και τα δέντρα να 'χουμε αγκαλιά. Μη με ρωτάς τι θέλω να πω, το πως και το γιατί. Δεν έχω τρόπους και ο κήπος των γραμμάτων μου έχει μαραθεί. Άμα λιγάκι σου θυμίζω κάτι, τότε λυπάμαι που σε στεναχώρησα.

Thursday, August 12, 2010

Παγονησίδα

Σαν μικρό παιδί έιχα την τάση να καταστρέφω τα πάντα, από χρωματιστά playmobil ορφανά από το αρχικό τους σετ και καμικάζι αυτοκινητάκια με φλεγόμενα μυρμήγκια για πλοηγούς μέχρι σχέδια του πατέρα μου και καφετιέρες. Τις καφετιέρες ακόμα τις καταστρέφω, σε αντίποινα των επιθέσεών τους στα νεφρά μου. Όσο μεγάλωνα όμως και γίνομουνα πιο φλούφλης, όχι μόνο ανακάλυπτα πως η καταστροφή σαν ενέργεια είναι ύπουλα εύκολη και ζημιογόνα, αλλά και μια διαρκής υπενθύμιση της ανικανότητας μου για σύνθεση και δημιουργία. Ούτε μουσική, ούτε ζωγραφική, ούτε συντακτικό, ούτε τίποτα. Τα ταλέντα μου αγνοούνται δεκαετίες τώρα και ανάθεμα την καταραμένη κατάρα, ακόμη παραμένουν πολύ χαμηλά στη λίστα της Νικολούλη.




Όμως να που όλα υπόκεινται στην στρέβλωση και την παραμόρφωση ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ρότες ενός σκεπτικού ελαστικού. Η καταστροφή μπορεί να μην και τόσο κακή και ανεπιθύμητη όσο κανείς νομίζει. Δεν είναι ανάγκη να τρομάζει και να φοβίζει τόσο, δεν είναι απαραίτητο αυτόματα να την καταδικάσεις χωρίς πρώτα να την νοιώσεις στα χέρια σου. Δεν είναι μονάχα που στα απόνερα της καταστροφής φυτρώνει με απελπισμένο αγώνα ο σπόρος της ζωής, της συνέχειας και της ανάγκης, δεν είναι που στο διάβα της πάντα ακουλουθεί ένας δαιμονισμένος αρχιτέκτονας κτίρια και κοινωνίες να φτιάξει, αλλά είναι και στιγμές που λειτουργεί και ως αποδέσμευση, σαν αφετηρία χωρίς πισωγύρισμα, σαν άμυνα. Είναι στιγμές που την επιθυμείς και την προσμένεις, στιγμές που την ευχαριστιέσαι κρυφά, γιατί αυτό που θέλεις να φτιάξεις, απλά δε φτιάχνεται. Είναι στιγμές που η καταστροφή έρχεται σαν τεράστιο κύμα και γεμίζει κακοφτιαγμένα κενά. Είναι τόσες φορές που η καταστροφή γίνεται ο καλύτερος κριτής του ψεύτικου και του μάταιου.




Σκέψου μια γέφυρα. Μάλλον είναι από τις παλιές, αυτές που πια βλέπουμε σε καρτ ποστάλ, είναι από πέτρες λαξευμένες από μαστόρους ξεχασμένους, και με καμάρα -καμαρωτή- αλλά ούτε πολύ μεγάλη μήτε μικρή. Από κάτω της τρέχει ένα πάντα δροσερό ρυάκι, που το χειμώνα φουντώνει τα νερά του, μα και το καλοκαίρι αντέχει και προσκαλεί ερωτευμένους να χαρούν τη δροσιά του. Από δω κι από 'κει, κυρίως όμως στις παρυφές του, ξεχωρίζουν κομμάτια βράχων, αιώνια γλυπτά της ασταμάτητης ροής, την οποία ανώφελα παλεύουν να σταματήσουν. Σε αυτό το γεφύρι έρχομαι λοιπόν εγώ, σαν άλλος Βελουχιώτης μα δίχως πυρομαχικά και ύλες να την γκρεμίσω. Έχω μαζί μου όμως εργαλεία σκληρά και δύσκολα -αξίνες, τσαπιά, σφήνες και βαριοπούλες. Δεν ξεκινώ απότομα, μα πίνω δυνατό κρασί και αναζητώντας έμπνευση ιχνηλατώ τους αρμούς της το πιο αδύνατο σημείο να βρω. Εκεί που μια δύσκολη μέρα ο χτίστης έλαμπε με ιδρώτα και άφησε τη σκέψη του να ξεγλιστρήσει στα νερά που λίγα μέτρα πιο κάτω τον καλούσαν σε ξεκούραση και αναψυχή. Ξύλινα πια τα χέρια, αποκαμωμένα, σε εκείνη εκεί την πέτρα, δεν έδωσε τόση σημασία και βιαστικά την τελείωσε, εκείνη ψάχνω και εγώ λοιπόν. Μόλις τη βρίσκω όμως, χαίρομαι με την διαστροφική μου ικανότητα και με σιγουριά ξεκινώ το καταστροφικό μου έργο, με δυσκολία μα και με ευχαρίστηση με την ταχύτατη πρόοδο. Θέλω να τη διαλύσω αυτή τη γέφυρα. Η διαχρονικότητά και σεβάσμια αντοχή της με χλευάζει, όσο οι όχθες που ενώνει σφύζουν και χαμογελούν με το τεχνητό πάντρεμα που σκέφθηκε ο άνθρωπος. Μα στα αλήθεια δεν είναι για αυτό που θέλω να τη γκρεμίσω, είναι μονάχα που η καίρια σύνδεση, ο καταλυτικός κρίκος, το σημείο εστίασης πολλών άλλων που δύσκολα διακρίνονται στον ορίζοντα γύρω μου, για κάποιο λόγο στεφανώνουν την γέφυρα τούτη, σαν τα πουλιά που στέκουνται στις κουπαστές της και ξεκουράζονται. Δεν ξέρω καν σε ποια πλευρά θα βρεθώ, ή μάλλον σε ποια πλευρά θέλω να βρεθώ, ούτε πως από το ρέμα θα γλυτώσω. Σου το 'πα πως ούτε από συντακτικό σκαμπάζω.




Μαθαίνω πως αποκολλήθηκε μια τεράστια παγονησίδα από τη Γροιλανδία και έβαλε μονάχη της πλώρη για το Στενό Ναρές, χίλια λέει χιλιόμετρα νότια του Βόρειου Πόλου μεταξύ της Γροιλανδίας και του Καναδά. Είναι στιγμές τέτοιες, που θέλω να ξεχάσω την αιτιοκρατία του κόσμου μας, και να αρχίσω να πιστεύω σε παραδοξοπιστίες φθηνού ρομαντισμού. Τάχα μου πως ψάχνει η παγονησίδα να έβρει ένα χαμένο ποίημα του Καββαδία φυλαγμένο σε ένα μπουκάλι φθηνού ουίσκι ή πως αποκήρυξε τον μαζικό ιμπεριαλισμό της παγωμένης νήσου του Ατλαντικού και αυτομόλησε διαμαρτυρόμενη για την περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού. Μα ακόμη καλύτερα πως ποτέ δεν θα καταλάβουμε γιατί έσπασε η παγονησίδα και κίνησε για τα μέρη τα μακρινά, πως για πάντα ένα μυστήριο θα μείνει. Μα δεν είναι έτσι. Άπλα.




Θέλω στα σκοτάδια μας να ρίχνω άστρα μικρά μα και ζωηρά, ελπιδοφόρες αντανακλάσεις σε κρυστάλλινα νερά σαν των χαζών τουριστών τα κέρματα σε βρώμικα συντριβάνια που ταΐζουν λεπρούς και από την αγάπη ξεχασμένους. Περίεργη λέξη η παγονησίδα. Παγονησίδα.

Monday, July 26, 2010

Λόχος Λοβοτομής


Άλλοτε η εκ μακρόθεν παρατήρηση προσφέρει την ψυχραιμία της αντικειμενικότητα και της ολιστικής προσέγγισης παρόλο την όποια αφέλεια της απειρίας και της λειψής συναισθησίας, κι άλλοτε η προσωπική ματιά υποχρεώνει μια βαθιά και έντονη εντύπωση. Σπάνια αυτές οι προοπτικές συμφωνούν, μα στην αναφώνηση 'ο στρατός είναι χάσιμο χρόνου' σίγουρα πλευρίζουν και αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη σε βαθμό που αν δεν τρομάζει, τουλάχιστον εντυπωσιάζει.


Ένας από τους θεμέλιους λίθους της στρατιωτικής θητείας δεν είναι ούτε η εκπαίδευση η οποία ως επί το πλείστον μετράται σαν αγγαρεία από τους αξιωματικούς σου, ούτε από η ετοιμοπόλεμη λειτουργικότητα η οποία συναγωνίζεται σε επίπεδα στρουθοκαμηλισμού τον συνηθισμένο πια σε εμάς δημόσιο τομέα, αλλά η συστηματική αποβλάκωση και αποδόμηση του μυαλού του οπλίτη -αλλά και των στελεχών. Χωρίς να απαιτείται σοβαρή σωματική κούραση ή έντονη στρατιωτική πειθαρχία, σταδιακά ο στρατιώτης αποσυντίθεται πνευματικά σε ελάχιστες απλές ανάγκες και υποχρεώσεις: φαγητό, ύπνος, σκοπιά, λούφα, έξοδος, αγγαρεία, άδεια. Ικανότητες όπως δημιουργία, συμμετοχή, πρωτοβουλία, αλληλεγγύη είναι άχρηστες μπροστά στο κυκλικό ωράριο των υπηρεσιών και των πάντα απαραίτητων -για να έχουν κάτι να απασχολούνται τα παιδιά- αγγαρειών, εκ των οποίων οι περισσότερες συνιστούν μικρά οικονομικά σκάνδαλα. Η ακούραστη κούραση είναι παιδαριώδης μα και ασύλληπτη στη φύση της.


Αυτός ο ντροπιαστικός περιορισμός του νου δεν είναι τυχαίος και προκύπτων από ετερογενείς ανάγκες, αλλά απαραίτητο συνθετικό μιας ιδεατής από το παρελθόν πολεμικής μηχανής, η οποία εν μέσω της κρατικής παρωδίας έχει πλέον εκφυλιστεί σε μια μηδενικού κόστος εργατικό δυναμικό προς όφελος άλλων, καλοθελητών, πάντα καλοθελητών. Άρα η σπατάλη δεν περιορίζεται μονάχα σε χρήματα και υλικό αλλά και στο σημαντικότερο στοιχείο, το προσωπικό, το οποίο κάλλιστα μπορεί πολλές φορές αφελώς να θέλει να προσφέρει αποτελώντας το τέλειο θύμα. Είναι λοιπόν κάπου σε αυτό το σημείο όπου αρχίζεις αφελώς να αναρωτιέσαι τα αίτια και τις πιθανές αλληλουχίες δεδομένων που ορίζουν μια τέτοια βλακώδη κατάσταση, όμως γρήγορα απομυθοποιείς την όποια οριζόμενη αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων και το αξιόμαχό τους και συνειδητοποιείς το εξής απλό: Πέρα από τις αναμφισβήτητες ιδεολογικές αναστολές περί της θητείας, η αξία σου μέσα στο στράτευμα κινείται μεταξύ αχρηστίας και ωμής εκμετάλλευσης χωρίς φυσικά να προσφέρεις απολύτως τίποτα στην κοινωνία ή στο κράτος, και χωρίς να κερδίζεις και τίποτα. Είσαι ένα παράσιτο στην μουλιασμένη ρουτίνα των μόνιμων, το ζωύφιο που προσβάλλει την αποτυχία τους και καθαρίζει τις τουαλέτες τους.


Μηδέν εις το πηλίκο λοιπόν το συμπέρασμα, όπου μονάχα μια ψευδής ίσως εικόνα συντηρεί τον μαζικό παραλογισμό της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας όχι μονάχα σαν έννοια αλλά και σαν λειτουργία, τόσο ατομική όσο και συλλογική. Και όσο στίβεις το νου σου να βγάλεις λογική και δίκαιο τόσο περισσότερο κουράζεσαι και εγκλωβίζεσαι σε αυτή την ηλίθια πραγματικότητα, στις μονοδιάστατες σκέψεις και τον κύκλο των ωχαδερφιστικών δικαιολογιών Μια από τις ελάχιστες επιλογές -πέρα από το να βαρέσεις τρέλα φυσικά- είναι να προσπαθήσεις να βρεις λίγες διεξόδους, ασκήσεις επί χάρτου ή εκγύμναση του νου άμα θες. Ένα βιβλίο, μια σοβαρή κουβέντα, ένα τραγουδάκι, λίγο γράψιμο, λίγη γυμναστική, λίγη κοροϊδία, λίγο πλάκα, οτιδήποτε χρειάζεται όχι μόνο για να σπάσεις τη ρουτίνα και την σπειροειδής νεύρωση του στρατού, αλλά κυριότερα για καταπολεμήσεις την αποβλάκωση και την πώρωση με ανοησίες που σου προκαλεί η υπηρεσία. Πόσο μάλλον όταν αυτή η αποκαλούμενη 'υπηρεσία' έχει την τρομακτική δυνατότητα να προκαλέσει ακόμη σοβαρότερα προβλήματα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Αναμφίβολα η οκνηρότητα λοιπόν που καλλιεργείς μονάχος σου, σε οδηγεί στο ίδιο ασφαλές συμπέρασμα: ΄χάσιμο χρόνου'.


Σημείωση: Το παρών χρειάστηκε υπερβολικά πολύ χρόνο ελέω της σχετικής αποβλάκωσης.

Saturday, July 17, 2010

Με τα αχνά του αστράκια…

Θα ήταν τρέλα να νομίζεις πως είσαι τρελός και όλοι οι άλλοι να μην συμμερίζονται την άποψη σου. Λογικά, θα χρειαζόσουν εκπληκτική αυτοπεποίθηση για να μην επιτρέψεις τους άλλους να σε κάνουν να πιστέψεις πως δεν είσαι τρελός. Σαν σκέψη μονάχα, κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι αστείο άμα αναλογιστείς τη δυστυχία πολλών με ψυχικές και ψυχολογικές διαταραχές, μα και πάλι είναι μια σκέψη άξια του Philip K. Dick, ο οποίος πέραν του ταλέντου του είχε και μια διακριτική αίσθηση του χιούμορ.

Αδικημένος εν ζωή, καμένος από τα ναρκωτικά, και τις κοσμικές του αποκαλύψεις παρεξηγημένους από τους κριτικούς του και αναγνωρισμένος στα δυσμάς τη ζωής του από τους πάντα πρωτοπόρους Γάλλους και σίγουρα ένας από τους πιο χαρισματικούς συγγραφείς της γενιάς του, πλέον το όνομά του αναβοσβήνει στα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο στους τίτλους τέλους διαφόρων μετρίων έως κακών μεταφορών των έργων του στη μεγάλη οθόνη. Αργότερα φυσικά έρχονται και στην μικρότερη οθόνη, διακόπτοντας τα ενημερωτικά προγράμματα του καταναλωτισμού, ενώ στο ενδιάμεσο φυσικά περνάνε και από τις οθόνες των υπολογιστών μας δια μέσω των ελαφρώς παραμελημένων από τη σύγχρονη ποίηση λεωφόρων της ευρυζωνικότητας και των όχι τόσο νόμιμων διαδρομών τους, όχι πως κάτι τέτοιο είναι απαραίτητα κακό. Ο ίδιος τουλάχιστον –ο Horselover Fat δηλαδή- δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, ο οποίος άλλωστε πάντα ήταν πνεύμα ελευθεριακό, και το πιο πιθανό είναι να ενθάρρυνε μια τέτοια πρακτική προς τέρψιν των ιδεών του.

Μια άλλη πιθανή του σκέψη η οποία θα μπορούσε να γυροφέρνει στο περίεργο μα και βασανισμένο του μυαλό, είναι άμα θα ήταν χρήσιμο στα γηροκομεία να χορηγούνται ναρκωτικά όπως ινδική κάνναβη και LSD προς τέρψιν των μαχόμενων με την κατάθλιψη γηρατείων. Όμως τρελός ή λογικός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή πρέπει να επεκτείνεις τη φθηνή σου σκέψη και να αναρωτηθείς γιατί εφόσον διατίθεσαι να αναλογιστείς να κουμπώσεις τον αντάρτη παππού και την μωβομαλλούσα γιαγιά με τα ληγμένα από τις αποθήκες της δίωξης ναρκωτικών, τότε γιατί δεν προτείνεις την ελεύθερη διάθεση όχι μόνο των ναρκωτικών αλλά και άλλων δραστηριοτήτων τις οποίες η επίσημη κοινωνία καταδικάζει μα πολλά από τα μέλη της τις ακολουθεί. Ναρκωτικά, πορνεία, τζόγος, πνευματική κλοπή κι άλλα -με μερικές συγκεκριμένες εξαιρέσεις φυσικά για να μην ξεχνιόμαστε.

Όχι φυσικά πως είσαι από εκείνους που θα υπερασπιστούν τον κλισέ έμπορο ναρκωτικών από την Κολομβία, ή τον νταβατζή με το μακρύ νυχάκι και τον τοκογλύφο με το μπριγιαντί μαλλί, κι ας έχουν κι αυτοί μανούλα. Είναι όμως που από τη μια αναρωτιέσαι πόσο χειρότερη μπορεί ας πούμε να είναι η Καθολική Εκκλησία από τρεις γραμμές κόκα, ή πόσο δυσλειτουργικό είναι το πρωί να καταδικάζεις κάτι και το βράδυ με πονηριά προσεκτική να το εξασκείς και στα κρυφά να το απολαμβάνεις. Είναι λες και μας αρέσει, λες και τρελαινόμαστε από μια πρωτόγονη ορμή να φτιάχνουμε κανόνες και νόμους μονάχα για να τους παραβαίνουμε, να τους διαφθείρουμε, ακόμη και να τους σπάμε μόνο και μόνο για τη συγκίνηση της περιπέτειας, όπως τα βράδια μικροί που κλέβαμε τη ζάχαρη από τη κουζίνα. Ή ακόμη μπορεί να μας αρέσει να διαφθείρουμε τους εαυτούς μας, εν τέλει απλά να απογοητεύομε τη μαμά και τον μπαμπά. Τελικά μπορεί να είμαστε και μικρά παιδιά μέσα σε μεγάλα σώματα, που ψάχνουμε να κάνουμε σκανταλιές και αστείες γκριμάτσες γιατί άλλωστε δεν είμαστε και πολύ καλοί στο να κάνουμε και πολλά άλλα. Και το διασκεδάζουμε φυσικά. Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν και μερικοί ξενέρωτοι, αλλά όπως και οι γκαίη, έτσι και αυτοί είναι αναγκαίοι για να ορίζουν το προς ειρωνεία μέτρο.

Ανεξάρτητα των λελογισμένων παραλογισμών, άμα χρειάζεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για να πείσεις τους λογικούς πως είσαι τρελός, τότε σίγουρα χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη για να πείσεις τους τρελούς πως είσαι ο μόνος λογικός. Είναι αλήθεια βαριά η ευθύνη σε αυτό τον κόσμο να κουβαλάς τέτοιο φορτίο, να επιβαρύνεσαι με μια τέτοια γνώση όσο το σύμπαν σε χλευάζει προσπαθώντας να σε πείσει για το αντίθετο. Μα με όσες μαύρες τρύπες κι αν το γαζώσεις το ρημάδι, αυτό πάντα θα γελά μέσα από τις ρωγμές του με τα μάταια νυχτοπερπατήματα μας ανεπαίσθητα και παιχνιδιάρικα φωτίζοντας τα με τα αχνά του αστράκια.


Wednesday, June 23, 2010

Ευτυχία – Μια πληρωμένη απάντηση

Δεν γνώρισα πότε κάποια Ευτυχία. Δύσκολο όνομα, άμα ποτέ αποκτήσω κόρη δεν νομίζω να της δώσω αυτό το όνομα, εμπεριέχει μια περίεργη δόση ευθύνης. Ίσως Ηλέκτρα ή Αύρα, μα όχι Ευτυχία, άσε που θυμίζει κάποια γριά με άπειρες ελιές και την μαγική ικανότητα να διαβάζει τον espresso freddo. Άραγε πόσες Ευτυχίες στον κόσμο έχουν κάνει δύστυχα ερωτευμένα αγόρια στον τυφώνα της κοσμικής ειρωνίας; Ή μήπως όχι;

Τόσες και τόσες αστείες φράσεις μπορώ να σκεφτώ, μα μερικές τις κρατώ σε πραγματική υπόληψη. Δεν είναι άραγε δυστυχείς όσοι μάταια την ευτυχία κυνηγούν και μήπως πραγματικά ευτυχείς είναι εκείνοι που όσο κι αν διανύουν την ατελείωτη διαδρομή τους, όσο κι αν ιδρώνουν κι αν δεινοπαθούν, γνωρίζουν τόσο καλά όσο τίποτε άλλο πως δεν πρόκειται να την βρούν, μήτε την Ευτυχία, μήτε την ευτυχία;



Γνωρίζω τι θα πεις, με ξέρεις κι εμένα -ναι;- θα συμφωνήσω, η λογική προστατεύει, η σιγουριά γλυτώνει από τα λάθη της όμορφης στιγμής, μα σκέψου, αναλογίσου, όχι φυσικά την ατροφική σκέψη πως το όνειρο σάρκα και αίμα μπορεί να γίνει σαν κι εμάς, όχι βέβαια, μα το τόσο απλό, το τόσο υπέροχο. Η μικρή εκείνη πιθανότητα για λίγες στιγμές να πιστέψεις πως η ψευαίσθηση, η του νου απάτη, το ψέμα, όλα αυτά τα περιττά και προβληματικά, όλα αυτά που μονάχα πόνο και απογοήτευση στην πλάτη τους κουβαλούν, η μικρή εκείνη πιθανότητα λοιπόν πως όλα αυτά για λίγο μπορούν να βγούν αληθινά κι ας ξέρεις μέσα σου πως δεν πρόκειται -ναι, αυτό είναι η ευτυχία, το υπέροχο τίποτα, το χαμόγελο μετά την αποτυχία, το λάθος που συγχωρείται, η νοσταλγία ξεχασμένων εποχών..


Η ευτυχία είναι άσχετη της ευχαρίστησης μα ακόμα πιο σημαντική είναι η ιστορία της θλίψης, της μοναξιάς, της στεναχώριας, η ιστορία του Άργους βλέπεις. Διότι στα αλήθεια πως να είσαι ευτυχής για λίγα δευτερόλεπτα -όσο διαρκεί ένα αυθόρμητο χαμόγελο- όταν δεν έχεις σκαλίσει άσκοπα ένα ξύλινο τραπέζι για ώρες, ή όταν για χρόνια στο νου σκάλιζες ένα όνομα; Πως μπορείς για λίγο να συγκινηθεία από την ελαφρότερη των κινήσεων στις αργές ώρες της νύχτας όταν της αγρύπνιας σου η συντροφιά είναι η ίδια σου σκιά και οι ντροπαλοί σου ψίθυροι. Τι χαζή κουβέντα αλήθεια όλη αυτή, και τόσο στα αλήθεια φθηνή που αναμφίβολα ένα απόγευμα θα τη βρώ σε ένα κουτί δημητριακών.

Τελικά η ευτυχία δεν κρλυβεται ούτε στον πλούτο, μήτε στον Αριστοτέλη, μα ίσως να κρύβεται στον μαστό. Υπέροχη λέξη ο μαστός, μα ακόμη πιο υπέροχος ο ίδιος.



Tuesday, May 25, 2010

Πρώτες μέρες στον στρατό

Όσα κι αν ακούσει ή διαβάσει κανείς για τη μελλοντική του στρατιωτική θητεία, είναι εν τέλει τελείως άσχετα με την ίδια την εμπειρία η οποία βέβαια πάντα διαφέρει ανάλογα με την χρονική περίοδο και το στρατόπεδο που κατατάσσεσαι, το κόσμο που θα συναντήσεις και φυσικά από το χαρακτήρα του καθενός. Στα αλήθεια είναι όλα ένα κάρο βλακείες, πόσο μάλλον οι δραματοποιημένες στον κινηματογράφο και την τηλεόραση εκδοχές τους. Λένε όμως πως από τη πρώτη μέρα, ή την θυμάσαι για πάντα στη ζωή σου ή την ξεχνάς γρήγορα. Εγώ μάλλον ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Τα λίγα πάντως που θυμάμαι είναι οι ατελείωτες αναμονές και τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, πάφα πούφα, πάφα πούφα η ανόητη αγωνία μας. 'Το ανάβουμε;' η απορία μου σε έναν Πειραιώτη έξω από το ΚΨΜ μόλις μπήκαμε στο στρατόπεδο, που αργότερα στη διμοιρία θα κοιμάται από κάτω μου πριν γίνει μόνιμος θαμώνας του 401. Μετά ιατρούς, στρατολογία, συνέντευξη ΥΕΑ (αυτοί που δηλώνουν δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν ούτε παιδική χαρά), εμβόλια, περιμένουμε ώρες, και δως του τσιγάρο καθόμαστε, σηκωνόμαστε, τσιγάρο. Πρώτη εντύπωση: δημόσιο. Αργότερα ένας αξιωματικός πατάει φωνές επειδή κάποιοι νεοσύλλεκτοι δε στέκονται προσοχή για τη σημαία, μετά φαγητό, πίσω για το λουκάνικο -συγνώμη, σάκος ιματισμού και εν τέλει στο λόχο. Στις περισσότερες εικόνες είναι και ο συνοδός μας, ένας παλιός (σαρανταεννιά και σήμερα), καλούλης αλλά λίγο χαζός, όπως και ένας χοντρός συνδιμοιρίτης μου που δε λέει να σκάσει. Το παίζει μαγκάκι, αλλά μάλλον φοβάται μην τα σκατώσει όπως και στο σχολείο του.

Ύπνος; Εύκολος, παρόλο που ο σουρεαλισμός δεν έχει ξετυλιχθεί σε όλο του το μεγαλείο. Το φαγητό; Μόνο υστερικές μανάδες και μικροβιοφοβικοί θα μπορούσανε να ρωτάνε κάτι τέτοιο. Οι μέρες περνάνε, μαθαίνουμε τις υπηρεσίες, ρημάδες νυχτερινές στα μαγειρία και θαλαμο-dog, ανακαλύπτουμε τις σκουριασμένες μπασκέτες και το εγκαταλειμμένο γήπεδο ποδοσφαίρου. 'Έχουνε απαγορευτεί τα αθλήματα γιατί τραυματίζονταν κάποιοι και ζήταγαν αποζημιώσεις από τον στρατό'. Εν γένει μερικές ατάκες σου μένουνε όπως το 'δούναι και λαβείν' όταν πρόκειται για τη σχέση σεβασμού και πειθαρχικού ελέγχου μεταξύ αξιωματικών και φαντάρων ή 'ο στρατός είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας'. Από ατάκες άλλο τίποτα, είναι σαν καραμέλες για τα βραχνιασμένα μας λαιμά.

Μετά έρχονται τα νοσοκομεία και η αντίστοιχη τρέλα. Και παρανυχίδα να δηλώσεις, μια επίσκεψη δε τη γλυτώνεις τόσο που φοβούνται, ενώ άλλες κλινικές περιπτώσεις τους πηγαινο-φέρνουν σαν τις άδικες κατάρες μέχρι να πάρει κάποιος την ευθύνη να τους δώσει αναβολή για δύο χρόνια –ούτε καν απαλλαγή. Κάποιοι απογοητεύονται που δεν είναι τα παλικάρια που νομίζανε και ντρέπονται για το Ι2 ή Ι3 που πήρανε, ενώ άλλοι έχουνε μάθει απ' έξω το στρατολογικό κώδικα προσπαθώντας να βγουν Ι5, όσο άλλοι βγαίνουν τηλεγραφικά. Ή έστω με SMS. Ανάμεσά τους και διάφοροι ανεπιθύμητοι, γύφτοι και πρεζάκια. Δημόσιο.

Πίσω στο στρατόπεδο, γρήγορα αποκτάς αλλεργία για το θάλαμο ο οποίος υπάρχει μονάχα για να κοιμάσαι -όταν σε αφήνουν οι φλύαροι φυσικά- και για τίποτε άλλο. Άμα είσαι σοβαρός αποφεύγεις και το ΚΨΜ, τη μαύρη τρύπα του στρατοπέδου, εκεί που ο ελεύθερος χωροχρόνος τρέχει σαν χείμαρρος και εξαφανίζεσαι στο σιφώνι της πραγματικότητας. Μαθαίνεις γρήγορα να τελειώνεις τις υποχρεώσεις σου -καθαριότητες, προσωπική υγιεινή, γυάλισμα, τακτοποίηση κρεβατιού κι άλλες μπούρδες- άμεσα και χωρίς πολύ χαβαλέ για να προλάβεις να χαλαρώσεις με τσαγάκι ή καφέ από το μηχάνημα έξω από το λόχο, πάντα με ένα τσιγαράκι. Εκεί βλέπεις παρέες και παρεούλες, αναπροσαρμοσμένες κλίκες και λίγους μονάχους τους, που σε ανησυχούν. Μερικοί όντως δεν την παλεύουν κι ας είναι κατασκήνωση, τους λείπουν γυναίκες, γονείς, φίλοι, δεν αντέχουν την πειθαρχία, λίγοι φοβούνται κιόλας, τι δεν ξέρω ακριβώς, ίσως τους υπολοίπους μας. Άλλοι πάλι ίσως και να έχουν λόγους που να προτιμάνε να είναι μέσα. Εν τω μεταξύ, αλλονών τα βύσματα είναι πιο φανερά και από τον εκνευρισμό στη ματιά μας, προκαλώντας με την αδιαφορία τους. Στον ελεύθερο χρόνο τα κινητά παίρνουν φωτιά, με τους περισσότερους αφελώς να προσπαθούν να συντηρήσουν σχέσεις κι άλλους να γκρινιάζουν στους γονείς τους, όσο άλλοι σχολιάζουν τις νέες τσόντες και τα ποδοσφαιρικά τέλματα. Ανιαρή βαβούρα, επαναλαμβανόμενη μέχρι αηδίας.

Μα το κυριότερο που σου κάνει εντύπωση είναι η αφομοίωση και η ομοιογένεια που προκαλεί η πειθαρχία, ο κώδικας ένδυσης και παρουσίασης. Το βασίλειο του μέσου όρου, η απεραντοσύνη της μετριότητας, όλοι το ίδιο πράμα, η σύνθεση του συνόλου από τον όχλο, 'δεν υπάρχει το εγώ, μόνο το εμείς'. Πέντε μέρες μετά την κατάταξη σου, ίσα που θυμάσαι έξι-εφτά ονόματα και μπερδεύεις διαρκώς τα πρόσωπα. Ρωτάς 'δεύτερος;' για το λόχο, 'τρίτη;' για τη διμοιρία μπας και βγάλεις άκρη, αλλά εις μάτην. Μόνη λύση η κουβεντούλα, δώσε ένα τσιγάρο εδώ, πάρε φωτιά από εκεί, να ανταλλάξεις τρεις αλήθειες βρε αδερφέ κι όχι μια λοβοτομημένη ανακύκλωση κάποιας πληρωμένης άποψης στην τηλεόραση. Είναι και αυτό μέσα στη διαδικασία της αποβολής περιττών βαρών που άμα ήταν άσχετα στη πολιτική σου ζωή, πλέον είναι δυσάρεστα στη στρατιωτική. Μια λογική ανάλυση όμως γρήγορα ανακαλύπτει τον πλούτο αυτής της αγγαρείας που λέγεται θητεία, δηλαδή το πλήθος και το βάθος των προσώπων γύρω σου, όσο κι αν προσπαθούν οι αξιωματικοί να σε καυλώσουν με το λόχο σου. Όλοι άνθρωποι είμαστε ρε μαλάκα. Εκατοντάδες χαρακτήρες και ιστορίες δίπλα σου, άλλοι πιο γραφικοί και άλλοι πιο κοντά σου, μα όλοι ουσιαστικά το ίδιο απέναντι στην υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Μερικές φορές, ειδικά τις πρώτες μέρες, κάποιος λέει για πλάκα, ''Ελα, θα κάνουμε όλοι ένα μπραφ και θα βγούμε από την πύλη σαν κύριοι. Τι μπορούν να μας κάνουν;'. Γρήγορα αυτή η ρομαντική φαντασίωση αντικαθίσταται από τη τυπική λειτουργικότητα, να 'σαι δηλαδή κυριούλης με το λιγότερο δυνατό έξοδο και να μην στα πρήζουν οι από πάνω. Μεγαλύτερη αρετή από όλες αναδεικνύεται ο σεβασμός και η αλληλεγγύη για τους συναδέλφους σου. Όταν βάζουν όλοι από ένα χεράκι, η διμοιρία βγαίνει λάδι, ενώ όταν μαλακίζονται κάποιοι την πληρώνουν όλοι και ο αχρείαστος εκνευρισμός αυξάνεται. Απλά. Ηλίθιες νόρμες τις οποίες ακολουθείς είτε από επιλογή, είτε από ένστικτο και έτσι οι ώρες κυλάνε ελαφρύτερα. Μετά τις πρώτες μέρες, η υστερία της παρέλασης και της ορκωμοσίας διαδίδεται σαν τον τυφό μέσα στο στρατόπεδο. 'Ένα το αριστερό' και άγιος ο θεός, με τους αξιωματικούς να κάνουν σαν μικρά παιδιά και τους φαντάρους ακόμα μικρότερα. Μετά από έξι συνεχόμενες αποτυχημένες διελεύσεις, η διμοιρία γεμάτη με ένα τσουβάλι πτυχία, προσωπικότητες, εμπειρίες, αρχές και ιδρώτα μέχρι τη κωλοράχη αναπτερώνει το ηθικό της με ένα μπράβο από το λοχαγό της. Εμετός.

Όπως και να 'χει, όσο και να το επαναλαμβάνεις στο νου σου, η εννοιολογική του βαρύτητα δεν αλλάζει. Χάσιμο χρόνου. Απλά και κάτσε βγάλε άκρη. Όμως τώρα ήρθε ο καιρός να φύγω, να γυρίσω στο στρατόπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τους συναδέλφους μου όσο θα αρχίσουν και τα γέλια με τις καμπάνες. Χάσιμο χρόνου δηλαδή.

Sunday, May 23, 2010

Εκεί

Ψάχνω σε τζάμια λεωφορείων που στρίβουνε, ραγδαίες αντανακλάσεις πιθανών εκδοχών, πιθανών στιγμών. Πόσο όμως να κάτσω σε μια γωνία και γιατί; Πόσο να αφήσω τον Διαβάτη και τον Σταμάτη να εναλλάσονται πάνω στον φωτεινό σηματοδότη;

Άσκοπες νησίδες σχηματίζουν τον θολό αστερισμό των διαδρομών μου, και στη πορεία, λίγες μα τόσες λίγες στήλες άλατος χαραγμένες από έναν τυφλό γλύπτη, τον αιώνιο αναπολητή, τον γέροντα που περιμένει τον χρόνο να τον προλάβει, τον σιωπηλό. Οι λέξεις, γράμματα, σκέψεις, αναμνήσεις, οι φαντασιώσεις, τα ψέματα, ότι γεμίζει το κεφάλι μου, είναι χαλίκι και άμμος στα πόδια μου, τα οποία σέρνοντας κι αυτά το αναιμικό μου βάρος υφαίνουν μια μονότονη διαδρομή. Έχω δει τόσες φορές την άσχημη πλευρά, ώστε να ξέρω πως εκεί υπάρχει μονάχα η ομορφιά, εκεί στις υδροφόρες σχισμές ανάμεσα στα πλήθη των αδυναμιών μας και στην οχλαγοή των λαθών μας. Ένα μεγάλο παζλ πάντα αντέχει να του λείπουν αρκετά κομμάτια, αρκεί να το κοιτάς από μακριά.

Σε κάθε αύριο λοιπόν, μια μυρωδιά του χθες να με κυνηγά, διαρκώς να με σπρώχνει στις ζεστές αγκαλιές των αναγκών μου, αυτές τις πιο καθάριες στιγμές του εαυτού μου. Εκεί θα βρίσκομαι στο τέλος, κάθε φορά εκεί θα βρίσκομαι, εκεί που με συναντά το ψιλόβροχο των τόσων απογευμάτων μακριά σου.

Sunday, May 09, 2010

Δεν θέλω να φοβάμαι

Δεν θέλω να φοβάμαι. Δεν θέλω να φοβάμαι που δεν κοιμάσαι τα βράδια. Δεν θέλω να φοβάμαι να σηκωθώ το πρωί. Δεν θέλω να φοβάμαι την αλήθεια, δεν θέλω να ανέχομαι τα ψέματα. Δεν θέλω να φοβάμαι τα λάθη που θα κάνω. Δεν θέλω να φοβάμαι τα επιτόκια που ανεβαίνουν, και τις ηθικές που πέφτουν. Δεν θέλω να φοβάμαι μην χάσεις τη δουλειά σου. Δεν θέλω να φοβάμαι την ανασφάλεια σου, δεν θέλω να φοβάμαι την ανασφάλεια μου. Δεν θέλω να φοβάμαι τα μικρά βράδια και τις μεγάλες μέρες. Δεν θέλω να φοβάμαι τις σιωπές. Δεν θέλω να φοβάμαι τα κακόγουστα αστεία. Δεν θέλω να φοβάμαι τις σκιές και τη μαζική υστερία. Δεν θέλω να φοβάμαι τον θυμό μου. Δεν θέλω να φοβάμαι πως θα φοβάσαι. Δεν θέλω να φοβάμαι.

Όλοι μου οι φόβοι θα βγουν αληθινοί, μα δεν θα φοβηθώ.

Thursday, May 06, 2010

Τι θέλετε να σας πω;

Τι θέλετε να σας πω; Μήπως πως όταν παίζεις με τη φωτιά πρέπει να είσαι έτοιμος να καείς και να κάψεις; Ή μήπως καλύτερα να συγκαλυφθώ υπό τη σκέπη της ενοχικής σιωπής των κινηματικών σωμάτων που αμήχανα μια βολική στάση επιζητούν; Θέλετε άραγε να επισέλθω σε αίολες τεχνικές λεπτομέρειες και να ζητώ λογαριασμούς από συγκυρίες; Ίσως θα έπρεπε να αναζητώ με δανεικά πυροφάνια ηθικούς αυτουργούς και άλλες απαιτήσεις πεντάχρονων παιδιών, ή για μεγαλύτερο εντυπωσιασμό να αρχίσω να μιλώ για πιθανότητες, για το πόσο τυχεροί κατά τα πρότυπα των οπαδικών επεισοδιών είμαστε. Μα άμα θελήσω πιο φτηνός να γίνω, μπορώ συγκρίσεις χυδαίες να ξεκινήσω να κάνω και μάταια ένα συλλογικό θυμικό να αναζητώ. Μήπως τάχα μου το μανδύα του a la carte δικαστή να φορέσω και κατά βήμας και ριπάς ευθύνες να αποδίδω; Κι ακόμη πιο σοβάρος να γίνω, και την υποκρισία να χτυπώ και για βολικούς και άβολους θανάτους να μιλώ. Πιο καλά όμως μπορεί, το συναίσθημά μου να αφήσω να τρέχει και να ζητώ αίμα για το αίμα, κι ας ξεχνώ πως πάντα είναι το αίμα του αδίκου. Κάλλιστα βέβαια, μπορώ στις αγκαλιές της μαζικής υστερίας να πέσω και τη ζεστή θαλπωρή της να 'υχαριστηθώ. Δεν θα έπρεπε όμως και ποτέ να ξεχνώ και την ικανότητα του τυχαίου μα και την απολυτότητα του αναπόφευκτου. Όχι. Όχι άλλες μαλακίες.

Θα σκάσω και θα αναλογιστώ, όπως τόσοι άλλοι θα έπρεπε.

Friday, April 30, 2010

Όμορφα και τραγουδιστά ή κακό κείμενο ν. 241


Την ίδια στιγμή που ο Αλκαίος προσπαθεί να δώσει μια ελάχιστη σπίθα αναβίωσης της καριέρας του στη πλάτη του δημοσίου κορβονά(1), το Υπουργείο Πολιτισμού σκέφτεται σοβαρά να σταματήσει τη χρηματοδότηση στα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ), με την προοπτική πλέον οι αντίστοιχοι δήμοι να τα χρηματοδοτούν εξ' ολοκλήρου και όχι εξ' ημίσιας όπως ίσχυε μέχρι τώρα. Προσωπικά δε γνωρίζω αν ο Στρος Καν είναι περισσότερο άνθρωπος του κινηματογράφου και όχι του θεάτρου, αλλά το σίγουρο είναι πως οδηγούμαστε σταθερά μα και ταχύτατα σε ένα σκοταδισμό άνευ προηγουμένου, μια κατεύθυνση δεδομένη όσο και αν ακούγεται λαϊκίστικο. Διότι ναι μεν ο λαουτζίκος θέλει τις 'αρπαχτές' της κάθε Αλεξανδράτου -και καλά κάνει το κορίτσι, ας μην γινόμαστε υποκριτές- αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από έστω και ένα ελάχιστο ψείγμα πολιτισμού όπως αυτός εκφράζεται από τα εκάστοτε ΔΗΠΕΘΕ. Κι όλα αυτά, ενώ και η Εθνική Λυρική Σκηνή κινδεύει να κλείσει βάζοντας το κατάλληλο τέλος στο μακροχρόνιο οικονομικό της καρκίνωμα.


Τα θέματα αυτά περνάνε βέβαια στο ντούκου, διότι από τη μια οι άνθρωποι του θεάτρου είναι τεράστιες κότες και δεν κάνουν τίποτα(2), και από την άλλη είναι αδύνατον να συγκινηθεί το ανταγωνιστικό μέσο της τηλεόρασης με τα τεκταινόμενα του θεάτρου. Άρα, εν συντομία και λογοκρίνοντας μερικές κακόγουστες γραμμές, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι τη βραδιά της Eurovision (25 Μαΐου ο ημιτελικός) να αφήσουμε την τηλεόραση ορφανή και να πάμε να δούμε λίγο θεατράκι που πασχίζουν τα παιδάκια να βγάλουν κανά μεροκάματο, και άσε τον Αλκαίο να προσπαθεί να το παίζει 21st century greek kamaki για Σκανδιναβές σε εμμηνόπαυση(3). Και μην δω κανένα και συμμετέχει στην κοροϊδία της ψηφοφορίας, θα του το κόψω το χεράκι. Εδώ δεν ψηφίσαμε ποιό θα στείλουμε εμείς, θα ψηφίσουμε ποιό θα βγει πρώτο;;;


Παράλληλα όμως, για να μην ξεχνιόμαστε, βουλευτές και ευρωβουλευτές επιδοτούνται επί του συνόλου με το ποσό του 1,5 εκατομμυριών ευρώ για αγορά πληροφοριακού υλικού (υπολογιστές και τα συναφή), διότι φυσικά δεν θα ήταν καθόλου σικ να βρεθούν κατά λάθος με κανά 8-πύρηνο server και κάρτα γραφικών 8GB σε αντιστοιχία του τηλεφωνικού κέντρου Siemens 22 γραμμών (ούτε 090 να ήταν...) του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ενώ τώρα, 5,500 Ευρώ έκαστος και πάλι καλά να λες!(4) Το ξέρω, χαλάει λίγο η δομή του κειμένου με τη συγκεκριμένη αναφορά, αλλά εν τέλει κάποιος ή κάποιοι παίρνουν αποφάσεις με το εχέγγυο της δικής μας εξουσιοδότησης (βλέπε εκλογές) αλλά και υπό την ανοχή του δικού μας ελέγχου (βλέπε αντιδράσεις). Και λυπάμαι, αλλά το να κάνεις join σε ένα group στο facebook είναι το ίδιο ίσχνο όσο και η διαβοήτη και λιμνάζουσα στα νερά της υποκρισίας 'δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση' του virtual πρωθυπουργού μας. Όσο ακόμα δεν θα είμαστε στον μελλοντικό εφιάλτη που σκιαγραφεί το Surrogates, τα κλικ θα παραμένουν ανίσχυρα μπροστά στη πραγματικότητα.

Απότομο τέλος.


1. Υποτίθεται πως ο Αλκαίος έχει αναλάβει μέρος των εξόδων της συμμετοχής μετά την μείωση του σχετικού προϋπολογισμού. Αυτό όμως είναι άσχετο όχι μονάχα όσο αναφορά την πραγματική φύση του διαγωνισμού, αλλά όσο και της οικονοικής συγκυρίας.

2. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους του κινηματογράφου που δημιούργησαν τους Σκηνοθέτες της Ομίχλης και την νεοσυστειθήσα Ακαδημία Κινηματογράφου από άποψη και όχι από ανάγκη.

3. Πλάκα στη πλάκα, άμα στέλναμε κανά μανιάτικο μοιρολόϊ, με την αρνητική εικόνα που έχουμε στα διεθνή ΜΜΕ, μπορεί να πέρναμε και την πρώτη θέση.

4. Το μαθηματικό άτοπο της σχετικής απόφασης μένει για κουίζ για πραγματικά σχιζοφρενείς.


Λιγότερο κακό κείμενο ν. 182

Προς τι ο πανικός και η τρικυμμία, προς τι ο όλεθρος και η απελπισία. Η μαζική μας ψυχολογία θυμίζει αναβρασμό πατέρα από τα παλιά που μαθαίνει πως η κόρη του δεν είναι πια παρθένα και πως να το κρύψει από τη γειτονιά τώρα τρέμει.

Η υποβάθμιση του βιωτικού επιπέδου(1) για τη μαζική πλειοψηφία των πολιτών της Ελλάδας, συνεχίζεται όπως και τα τελευταία τέσσερα χρόνια (τουλάχιστον), με μόνη διαφορά την απότομη αλλαγή που βιώνουμε αυτούς τους καιρούς. Μια αλλαγή απότομη και προκλητική βεβαιώς, η οποία αναπόφευκτα όμως γίνεται συμπαθής σε κάθε λογής τρομολάγνους, θιασάρχες του εντυπωσιαμού και οραματιστές ιστορικούς του μέλλοντος. Σιωπηλά, και με ματιές κλεφτές, η υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας αναδύεται από τη χαρτοσαβούρα των χρεωλυσίων μας και το 'χει βάλει στοίχημα να βάλει σε λίγη τάξη το τι διαδραματίζεται.

Μα κάθε ανάλυση είναι περιττή και κάθε ψυχολογικός απεγκλωβισμός είναι μάταιος όταν δεν υπάρχουν καν οι κατάλληλες λέξεις. Ας πάρουμε το επίθετο 'ελεύθερος' ή καλύτερα 'ελέυθερη', κι ακόμα καλύτερα ας κολλήσουμε το ουσιαστικό 'οικονομία΄από δίπλα, κι άμα θες να είσαι ακριβολόγος, βάζεις σφήνα και το ΄παγκόσμια' από μπροστά. Και οι τρεις λοιπόν αυτές έννοιες μας είναι παντελώς άγνωστες μα και απαραίτητες.

Το 'παγκόσμια' αντιπροσωπεύει όλους τους άλλους, αυτούς που μας φθονούν, τους ΄μή Έλληνες', τους βάρβαρους. Δεν μας απασχολεί και δεν μας νοιάζει, γιατί όποια πέτρα και να σηκώσεις πάντα έναν Έλληνα θα βρεις, και εμείς τους δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού και αυτοί τώρα μας ζητάνε το λογαριασμό του ηλεκτρικού κι άλλα τέτοια χαριτωμένα. Από την άλλη η έννοια της ελευθερίας είναι μια με την οποία είμαστε τελείως άσχετοι αφού δεν ξέρουμε καν που να βρούμε τις λέξεις 'σεβασμός' και 'ισονομία' στο λεξικό, πόσο μάλλον στη κοινωνία μας. Έχουμε μάθει πως ελευθερία είναι να κάνουμε ότι θέλουμε μέχρι να μας σταματήσουνε και ύστερα να πουλάμε συγνώμες για μεταμέλειες. 'Εχουμε μάθει πως η ελευθερία είναι ένα διαπραγματεύσιμο αγαθό και όχι ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα. Η τρίτη έννοια είναι ίσως η μόνη για την οποία ξέρουμε κάτι, αφού και καλοί κλέφτες και κομπιναδόροι είμαστε και τέλος πάντως ξέρουμε πως βγαίνει το χρήμα κι ας μην παράγουμε σχεδόν τίποτα (2). Αλλά κι από αυτή στα αλήθεια λίγα ξέρουμε, άμα αναλογιστούμε πως κύριος χρηματοδότης άπειρων οικονομικών δραστηριοτήτων (από μια απλή μισθοδοσία ενός δημοσίου υπαλλήλου που προσλήφθηκε με μέσο μέχρι ένα υπερκοστολογημένο δημόσιο έργο υποδομής) είναι το κράτος το οποίο εξ' ορισμού δε παράγει τίποτα.

Άντε τώρα λοιπόν με τα παραπάνω κενά να ερμηνεύσεις και να καταλάβεις. Όμως μια ψύχραιμη και λούμπεν ματιά, μπορεί να διαγνώσει πως τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε. Εκτός κι αν αύριο (Πρωτομαγιά γαρ) το ροζάκι της βουλής γίνει μαύρο από κάποια εξέγερση ή κόκκινο από κάποιο αιματοκύλισμα, θα εξακολουθούμε να έχουμε καπιταλισμό (απλά ακόμη πιο απάνθρωπο και άδικο), θα εξακολουθούμε να έχουμε ανέργους (απλά περισσότερους), θα εξακολουθούμε να έχουμε ανίκανους και πουλημένους πολιτικούς (τους ίδιους ή τα παιδιά τους), ο τριτοβάθμιος συνδικαλισμός θα διατηρήσει το θηριοδαμαστικό του χαρακτήρα (απλά σε ακόμα πιο γελοίο επίπεδο) και οι κοινωνικοί και ταξικοί συσχετισμοί θα παραμείνουν οι ίδιοι, αλλά πολύ πιο αιχμηροί και επώδυνοι.

Είμαστε φτωχοί λοιπόν, όχι σε λεφτά, αλλά σε παιδεία και σκέψη. Όμορφη λέξη κι αυτή, και συνώνυμο της η 'κρίση'. Και το εκπληκτικό είναι πως ακόμα έχουμε τη δυνατότητα να περισώσουμε τη σκέψη μας από την συνολική κατηφόρα στην οποία κατρακυλάμε. Διότι όπως και ο έρωτας, η σκέψη είναι δωρεάν, και όσο κι αν τη βομβαρδίζουν και να την τρομοκρατούν μπορεί πάντα να μείνει αλώβητη, αρκεί να προσπαθήσουμε. Από την άλλη όμως όσο επιμένουμε να τρέφουμε την αιθέρια υποκρισία μας με ευχολόγια και σωβινιστικές προκαταλήψεις τόσο θα ακρωτηριάζουμε το μέλλον μας.

Διότι αυτό είναι που δεν μας επιτρέπει να παραδεχθούμε πως είμαστε χειρότεροι και από τις τριτοκοσμικές χώρες τις οποίες κοροϊδεύουμε αλλά και στις οποίες ανήκαμε από καιρό. Αυτή η ψευδαίσθηση που συντηρούμε είναι που μας βάφει κομματικά και από πολιτικά όντα μας μετατρέπει σε υπόδουλους ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος. Είναι αυτό το θέατρο του παραλόγου το οποίο γρήγορα ξετυλίσεται σε φιάσκο και μετατρέπει την πραγματικότητα μιας συστημικά αδύναμης κρατικοδίαιτης οικονομίας με σαθρές βάσεις σε παραγνωρισμένο θαύμα της παραγωγικότητας και ταυτόχρονα θύμα των 'κακών κερδοσκόπων'. Είναι το απατηλό όνειρο μιας λειτουργικής δημοκρατίας και ενός κράτους υπηρέτη που στα αλήθεια είναι ένας υπαρκτός εφιάλτης αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας από τα χαμηλά προς τα υψηλά. Είναι το παράδοξο της δαιμονοποίησης της διαφθοράς όσο φοροαποφεύγουμε και φοροδιαφεύγουμε. Επειδή είναι το βόλεμα της απόλυτης και μονολιθικής σκέψης που δεν μας αφήνει να συνθέσουμε μια συνολική εικόνα από τις πολλές συμπληρωματικές εκδοχές της αλήθειας. Επειδή αρνούμαστε να είμαστε σκληροί εκεί που πρέπει και πάντα περιμένουμε οι άλλοι να είναι μαλακοί μαζί μας.

Να λοιπόν μια ακόμη ευκαιρία όσο οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί αδειάζουν να γεμίσουμε με σκέψεις. Διότι μπορεί οι πράξεις και οι δράσεις να είναι απαραίτητες και αναγκαίες, διότι μπορεί ο συναισθηματισμός και το θυμικό να είναι το καύσιμο της αντίδρασης μα χωρίς σκέψη και κριτκή, χωρίς λογική κατεύθυνση μονάχα πιο γρήγορα και πιο βαθειά θα βρεθούμε να σκάβουμε τους λάκους μας.


(1) Μια τελείως κυνική φράση, που πιο κατανοητά σημαίνει λιγότερη κατανάλωση, λιγότερη θέρμανση, λιγότερες δαπάνες και φάρμακα, σημαίνει άστεγους και επαίτες, σημαίνει κρύο και πόνος, σημαίνει κόπος χωρίς αντίτιμο, σημαίνε ακόμη και θάνατος.
(2) Η ναυτιλία και ο τουρισμός είναι μια ανεπανόρθωτη καραμέλα. Τα κεφάλαια της ναυτιλίας είναι όλα στο εξωτερικό και έτσι δεν συνεισφέρουν σχεδόν καθόλου στην ελληνική οικονομία, ενώ ο τουρισμός είναι υπηρεσία και όχι παραγωγή, διαφορά πάρα πολύ ουσιαστική όταν μιλάμε για οικονομική κρίση.

Saturday, April 17, 2010

Αλγεβροποιημένος λόγος

Εξασφάλιση πρωταθλήματος = προώρη μεταγραφολογία = ποδοσφαιροπρέζα = Football Manager 2010 = πολλές χαμένες ώρες = αρρώστια < βαρεμάρα στη δουλειά = καταραμένος Απρίλιος = δύσκολα τα πράματα = classic χαμηλή κίνηση + έρχεται και ο στρατός = άγχος = λάθη > δε βαριέσαι = νεκρές ώρες = κάψιμο = αεναής κύκλος αιτίου και αιτιατού < βαθύτερα νοήματα της φιλοσοφίας της ζωής = άραγε η ποίηση σκοτώνει τις καύλες; = όχι = η απάντηση στις περρισότερες ερωτήσεις < ίσως = πιο σύνηθης απάντηση < πάντα μια ερώτηση είναι καλύτερη από μια απάντηση < στη στατιστική πάντα πρέπει να κάνεις τις σωστές απαντήσεις > και όχι αυτές που θα ήθελες < το πολύ μπλα μπλα κουράζει = σκάσε και προχώρα < κάθε μέρα και κάτι άλλο > οι περρισσότεροι Φιλανδοί είναι αλκοολικοί > πόσο μάλλον οι σαραντα-φεύγα πρώην όμορφες Φινλανδές = μπουκοφσκικές καταστάσεις ταράζουν τα ήρεμα νερά της Βάρκιζας = ο καλός αλκοολικός είναι αυτός που μισεί τους άλλους > ο κακός αλκοολικός είναι αυτός που θέλει οι άλλοι να τον αγαπήσουν < στο τέλος γινόμαστε όλοι υποκριτές > η μαύρη τρύπα του ξενοδοχείου = ελκυστής χαμένων ωρών = βάλε ψωμί στο τραπέζι ή έστω κρέπα στο χέρι < από το να μένεις με κάτι άλλο στο χέρι, καλύτερα < με τον Μονοκοιλιακό τι να γίνεται άραγε; = η μοναξιά ενός προέδρου = Πατέρα σε καταλαβαίνω < αλλά κάτσε να χτυπήσουμε νταμπλ και βλέπωμεν < καλά ξηγήθηκε μωρέ το ηφαίστειο = έχουμε και κόκκινα ηλιοβασιλέματα να γουστάρουνε οι τελευταίοι ρομαντικοί = κάποτε θα γράψω μεγάλο σενάριο με τον τίτλο 'Ιστορίες Τέφρας' = σποδνδυλωτό ευρωπαϊκό < δεν θα φύγω ποτέ λέμε = μόνο η στρατονομία θα με σώσει λέμε

Tuesday, March 30, 2010

4 Μαύρα Κουστούμια ή Dust in the Wind

Η επανεμφάνιση του Ρένου Χαραλαμπίδη στην μεγαλη οθόνη μετά από άλλα πέντε χρόνια (σαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος) δεν δικαιολογεί την παρατεταμένη αναμονή, αφού ο κακομοίρικος ελληνικός κινηματογράφος χρειάζεται οπωσδήποτε την δημιουργική του συμβολή, κάτι το οποίο μετά τα Φθηνά Τσιγάρα (2000) και την Καρδιά του Κτήνους (2005), το αποδεικνύει νηφάλια μα και σίγουρα με το '4 Μαύρα Κοστούμια'.


Χωρίς να επιδιώκει την εμπορική επιτυχία, αλλά αναγνωρίζοντας την δύσκολη πάντα ισορροπία μεταξύ των ιδεών και εμμονών του με την ανάγκη τους να τύχουν απήχησης και αναγνώρισης από το κοινό, ο Ρ. Χαραλαμπίδης πετυχαίνει ένα μεστό και οικείο αποτέλεσμα χωρίς προκαταλήψεις και υπερβολές. Δομημένο γύρω από τις βασικές ιδεές που τον ακολουθούν από την πρώτη του κιόλας ταινίας ('No Budget Story' 1997), δηλαδή τον έρωτα, τις φιλίες και τις προσωπικές σχέσεις, τη φιλοδοξία και την αποτυχία, ο Χαραλαμπίδης στήνει μια γλυκόπικρη ιστορία δρόμου και χαρακτήρων με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό την υπό αναστολή ρομαντική αντίσταση των ηρώων του απέναντι στις αλήθειες -προσωπικές μα και υποπροϊόντα του σύγχρονου πολιτισμού μας- που τους καταδιώκουν.


Ήρωες του οι δύο όψεις της ίδιας κάλπικης λίρας, και τι ήρωες, με τους συμπρωταγωνιστές του, όχι απλά να τον συμπληρώνουν αλλά να στήνουν μαζί του ένα όμορφα ισορροπημένο καρέ τόσο σαν ιδέα όσο και σαν εκτέλεση. Ο Γιάννης Ζουγανέλης καταφέρνει και απομακρύνεται αρκετά από τις καρικατούρες του και παραδίδει μια συγκροτημένη ερμηνεία, ενώ με τη σειρά του ο Τάκης Σπυριδάκης εξακολουθεί να μας κάνει να απορούμε γιατί δεν τον απολαμβάνουμε πιο συχνά. Φυσικά όμως, την παράσταση κλέβει ο σύντροφός του από τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη και 'βετεράνος' των τεσσάρων μαύρων κουστουμιών, ο ασυμβίβαστος Αλκίνοος Παναγιωτίδης ο οποίος πέρα από την σε επίπεδα καλτ ερμηνείας του, στη μοναδική πραγματικά δραματική σκηνή προκαλεί ρίγος. Άξιος μνείας και ο Δημήτρης Πουλικάκος που εκτελεί περίφημα έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.

Με αυτούς τους συνοδοιπόρους λοιπόν και με το ευρηματικό του σενάριο παρέα, ο Χαραλαμπίδης εκτελεί με απόλυτη επιτυχία τη συνταγή της μαύρης κωμωδίας, χωρίς ποτέ να γίνεται κακόγουστος, πάντα όμως με τη δική του ρομαντική άποψη και κινηματογραφικά απολαυστική αισθητική του. Όσο οι κωμικές καταστάσεις στήνουν έναν υπέροχο σκελετό με μια απλούστατη αν όχι καθαρτική κατάληξη, άλλο τόσο οι απανωτές και ξεκαρδιστικές ατάκες συμπληρώνουν τις πλούσιες σε νόημα κινήσεις των ηρώων σε ένα πολυεπίπεδο μεν αλλά ευανάγνωστο και ολοκληρωμένο σύνολο το οποίο χαίρεσαι να το βλέπεις χάρη στην ανά στιγμές εξαιρετική φωτογραφία.


Σίγουρα υπάρχουν και αδυναμίες, με το μοντάζ να προβληματίζει σε ορισμένα σημεία και την εισαγωγή των χαρακτήρων να κρατά ίσως λίγο παραπάνω σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, ή το ένα λιγότερο πλάνο στο απότομο τέλος, και οι μερικές αυτοαναφορές του σκηνοθέτη, αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες -ακόμη και αντιπαραγωγικές επισημάνσεις- μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να ήταν καλύτερη ή τεχνικά αρτιότερη; Σίγουρα, αλλά πόσο σημαντικό είναι εν τέλει κάτι τέτοιο; Άλλωστε, όποιες αδυναμίες και να έχει η ταινίας, δεν την υποβιβάζουν καθόλου, και του εναντίον διατηρούν το πρόσφιλο και ανθρώπινο χαρακτήρα της. Το '4 Μαύρα Κουστούμια', μεσούσης των διαφόρων ρευμάτων, κονσερβοποιημένων παραγωγών, διαφωνιών και προβληματικών κατευθύνσεων, χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή εξαιρετικής ποιότητας, στέκει σαν φάρος για το είδος του κινηματογράφου που είναι προσηλωμένος, ψυχαγωγικός, σε πλήρη επαφή με το κοινό του και εν τέλει απλά καλός. Με απλά λόγια, μια καλή και απολαυστική ταινία, πόσο μάλλον όταν η παρέα σου ανυσηχεί για το πλήθος των ψαριών σε ένα μικρό ενυδρείο...


Είναι ευχής έργον λοιπόν η διανομή που έχει πετύχει και τώρα το μόνο που του μένει είναι να αγγίξει και την προσέλευση του κοινού που του αξίζει. Άντε, και την επόμενη φορά, όχι άλλα πέντε χρόνια, ε;


(φωτό από το καλοστημένο site της ταινίας, http://www.4mk.gr)

και το trailer φυσικά:





Saturday, March 27, 2010

Έστω αυτό λοιπόν



Η μεγαλύτερη πτώχευση είναι αυτή του πνεύματος.


Τόσο σε αξία όσο και σε απογοήτευση. Τους τελευταίους μήνες η πλειοψηφία ημών πιεζόμαστε από μια διαρκή τρομοκρατία, της οποίας την άγρια επιφάνεια χρόνια αρνιόμαστε να ψηλαφήσουμε, μα τώρα σαν αντίτιμο στην δειλία και την απάθειά μας, έρχεται αυτή να μας συναντήσει στην πιο άγρια της μορφή μέχρι τώρα.


Με τρόπους δύσκολους να καταλάβεις και να αναλύσεις, τηλεόραση, εφημερίδες και ραδιόφωνα γκρεμίζουν κάθε λογική μας άμυνα, καταλαμβάνουν κάθε γωνία της κουρασμένης μας σκέψης και από ανθρώπους, μας μετατρέπουν σε κενά δοχεία που αντηχούν κύματα από ψέματα και παραλογισμούς. Με τρόπο ακατανόητο, το μυαλό μας νεκρώνει, και αρχίζουμε πια να αναμασάμε δελτία τύπου, ανακοινώσεις και πληρωμένες αναλύσεις μόνο και μόνο για να μπορούμε να συμμετέχουμε σε μια κουβέντα χλιαρή και ανασφαλής, το ίδιο θορυβώδης με το σήμα ενός πειρατικού σταθμού. Κάποτε, ήμαστε πολίτες και μετά θεατές - καταναλωτές, και πια άψυχοι πομποί.


Δεν έχει αξία να προσπαθείς να εξηγήσεις την οικονομική κρίση της Ελλάδος και όποια πιθανή ανάκαμψής της, ούτε να σκιαγραφήσεις τα γεωπολιτικά και οικονομικά παιχνίδια που διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες στις Βρυξέλλες, με την κατά τα φαινόμενα κορύφωση τους την Παρασκευή. Όλα αυτά ωχριούν στη προσωπική μας πτώχευση και εγκατάλειψη, στην προσωπική μας εξαθλίωση. Πως αλλιώς να περιγράψεις τον αναιμικό τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας καταπίνει αδιαμαρτύρητα όχι μονάχα τις ποικίλες δέσμες μέτρων, αλλά ακόμη και τον επικοινωνιακό εμπαιγμό ο οποίος τις ακολουθεί. Δημοσκοπήσεις με στημένες ερωτήσεις και κατευθυνόμενες απαντήσεις προσπαθούμε να μας πείσουμε πως ‘τα μέτρα είναι άδικα μα αναγκαία’. Πότε το δίκιο δεν ήταν αναγκαίο, και πότε το άδικο έγινε αναγκαίο; Κι όμως, αυτή την ύβρις την αποδεχόμαστε, την υιοθετούμε και την αναπαράγουμε σε ένα θέατρο χυδαιότερο κι από αυτό του παραλόγου.


Δεν είναι κακό να νοιώθεις μικρός και αδύνατος απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα πολιτικών, μέσων και κεφαλαίου. Είναι λογικό, και πολλές φορές άλλωστε απαραίτητο λόγω των αναγκών και των προτεραιοτήτων σου. Σχεδόν πάντα η φιλοδοξία είναι προνόμιο των άπληστων και όπλο τους η καταπίεση και ο αποπροσανατολισμός. Μα πάντα υπάρχουν όρια, διότι τα ίδια τα θεμέλια της ζωής σου –αξιοπρέπεια, παιδεία, ανθρωπιά- πλέον ξεγυμνώνονται καθημερινά όσο επιτρέπεις τη συστημική κλοπή του υλικού σου κεφαλαίου να μεταλλάσσεται σε ασέλγεια πάνω στη ψυχή και το νου σου.

Μήπως να φταίει πως η μεθοδικότητα αυτού του άθλιο μηχανισμού χειραγώγησης είναι πέρα από αποτελεσματική και προσεκτική σε βαθμό υπνωτισμού; Φαντάσου πως κάθεσαι στο τραπέζι σου να φας, πως είσαι με φίλους σου ή με την οικογένειά σου, πως αυτός που μαγείρεψε δούλευε από το πρωί, και μετά τη δουλειά πήγε και ψώνισε τα υλικά, γύρισε στο σπίτι, μαγείρεψε, και αφού ετοίμασε το φαγητό, το σέρβιρε στα πιάτα. Φαντάσου πως ακριβώς τη στιγμή που είστε όλοι καθισμένοι στο τραπέζι και χαμογελάτε με την αδημονία του ζεστού φαγητού, κάποιος, άγνωστος έρχεται και παίρνει ένα πιάτο χωρίς λόγο, με το έτσι θέλω. Όταν τον ρωτάς γιατί, σου λέει κάτι αόριστο, δήθεν πως άμα δεν φάει κι αυτός, θα ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να ξαναφάτε. Όταν προσπαθείς να αντικρούσεις τη λογική του, απλά επαναλαμβάνεται αλλάζοντας διαρκώς προσωπείο και φωνή, μα διατηρώντας αναλλοίωτα τα κίνητρά του.


Θα πεις πως δεν συμβαίνει έτσι ακριβώς, πως τα πράματα δεν είναι τόσο απλά, πως ένα οικονομικό σύστημα διέπεται από πολύπλοκους κανόνες και μηχανισμούς, πως η ανθρώπινη συμπεριφόρα πάντα θα καταφεύγει στην πιο απαραίτητη και ιδιοτελής πράξη, πως η επικρατούσα λογική δεν είναι τόσο διεστραμμένη. Σίγουρα, για τα ίδια γεγονότα και τις ίδιες συνθήκες, υπάρχουν πολλές αλήθειες και λογικές, όλες δόκιμες και λειτουργικές, όλες συμβατές κατά το δοκούν. Το νόημα είναι δεν είναι ποια (αλήθεια, λογική, όπως θες πες το) αποδέχεσαι με κατεβασμένα τα χέρια ή σε ποια υποχωρείς από φόβο, και πρόσκαιρη ανάγκη αλλά ποια επιλέγεις για να αντιπροσωπεύει και να σε εκφράζει, ποια επιλέγεις να υπερασπιστείς, σε ποια επιλέγεις να συμμετέχεις με τη φωνή σου και τη κριτική σου, σε ποια εναποθέτεις τις ευθύνες και τις ελπίδες σου. Και εμείς, αυτούς τους καιρούς, αποδεινυόμαστε δυστυχώς γνήσια τέκνα της ηθικής μας ταπείνωσης και πνευματικής μας φτώχειας.


Η ίδια ηθική που μας οδηγούσε στα γκισέ των τραπεζών για να πάρουμε διακοποδάνεια, τώρα μας προστάζει να μιλάμε για την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων και να δεχόμαστε σφυρίζοντας αδιάφορα τη μείωση συντάξεων συνανθρώπων μας. Το ίδιο μυαλό το οποίο μας έλεγε να γεμίσουμε με ενθουσιασμό τα καθίσματα του ΟΑΚΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να αποθεώνουμε τα θαύματα της βιοχημείας, το ίδιο ακριβώς μυαλό, τις ίδιες σχεδόν μέρες μας κράτησε μακριά από τις ίδιες ακριβώς κερκίδες για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το ίδιο λοιπόν πνεύμα όμως είναι εκείνο που μας έσπρωξε στους δρόμους την 7η Δεκέμβρη του 2008, όταν η βαλβίδα του ενστικτώδες θυμικού μας εξερράγη και βρήκε πεδίο εκδήλωσης η συσσωρευμένη οργή, αγανάκτηση και απελπισία του περίφημου πια ‘μέσου ‘Έλληνα’, αυτός ο τόσο άγνωστος και αλλοπρόσαλλος.


Δεν απορώ με την έλλειψη κάποιας δυναμικής αντίδρασης (και όποια σύγκριση με τον Δεκέμβρη του 2008 θα ακροβατούσε στα όρια του γελοίου) αλλά με την απουσία των γενεσιουργών στοιχείων αυτής. Απορώ με την έλλειψη αυτοκριτικής, σκέψης, ηθικής συνέπειας, με την έλλειψη έστω κάποιου εγωισμού. Απορώ και φοβάμαι με το ολοκληρωτικό μούδιασμα, από την υποβάθμιση του νου και της ψυχής. Λίγο να μην ίσχυαν αυτά, θα μπορούσες τουλάχιστον να έχεις την αξιοπρέπεια να αποδέχεσαι την πραγματικότητα εν πλήρη γνώση αδικίας της.


Έστω αυτό λοιπόν.