Η μεγαλύτερη πτώχευση είναι αυτή του πνεύματος.
Τόσο σε αξία όσο και σε απογοήτευση. Τους τελευταίους μήνες η πλειοψηφία ημών πιεζόμαστε από μια διαρκή τρομοκρατία, της οποίας την άγρια επιφάνεια χρόνια αρνιόμαστε να ψηλαφήσουμε, μα τώρα σαν αντίτιμο στην δειλία και την απάθειά μας, έρχεται αυτή να μας συναντήσει στην πιο άγρια της μορφή μέχρι τώρα.
Με τρόπους δύσκολους να καταλάβεις και να αναλύσεις, τηλεόραση, εφημερίδες και ραδιόφωνα γκρεμίζουν κάθε λογική μας άμυνα, καταλαμβάνουν κάθε γωνία της κουρασμένης μας σκέψης και από ανθρώπους, μας μετατρέπουν σε κενά δοχεία που αντηχούν κύματα από ψέματα και παραλογισμούς. Με τρόπο ακατανόητο, το μυαλό μας νεκρώνει, και αρχίζουμε πια να αναμασάμε δελτία τύπου, ανακοινώσεις και πληρωμένες αναλύσεις μόνο και μόνο για να μπορούμε να συμμετέχουμε σε μια κουβέντα χλιαρή και ανασφαλής, το ίδιο θορυβώδης με το σήμα ενός πειρατικού σταθμού. Κάποτε, ήμαστε πολίτες και μετά θεατές - καταναλωτές, και πια άψυχοι πομποί.
Δεν έχει αξία να προσπαθείς να εξηγήσεις την οικονομική κρίση της Ελλάδος και όποια πιθανή ανάκαμψής της, ούτε να σκιαγραφήσεις τα γεωπολιτικά και οικονομικά παιχνίδια που διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες στις Βρυξέλλες, με την κατά τα φαινόμενα κορύφωση τους την Παρασκευή. Όλα αυτά ωχριούν στη προσωπική μας πτώχευση και εγκατάλειψη, στην προσωπική μας εξαθλίωση. Πως αλλιώς να περιγράψεις τον αναιμικό τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας καταπίνει αδιαμαρτύρητα όχι μονάχα τις ποικίλες δέσμες μέτρων, αλλά ακόμη και τον επικοινωνιακό εμπαιγμό ο οποίος τις ακολουθεί. Δημοσκοπήσεις με στημένες ερωτήσεις και κατευθυνόμενες απαντήσεις προσπαθούμε να μας πείσουμε πως ‘τα μέτρα είναι άδικα μα αναγκαία’. Πότε το δίκιο δεν ήταν αναγκαίο, και πότε το άδικο έγινε αναγκαίο; Κι όμως, αυτή την ύβρις την αποδεχόμαστε, την υιοθετούμε και την αναπαράγουμε σε ένα θέατρο χυδαιότερο κι από αυτό του παραλόγου.
Δεν είναι κακό να νοιώθεις μικρός και αδύνατος απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα πολιτικών, μέσων και κεφαλαίου. Είναι λογικό, και πολλές φορές άλλωστε απαραίτητο λόγω των αναγκών και των προτεραιοτήτων σου. Σχεδόν πάντα η φιλοδοξία είναι προνόμιο των άπληστων και όπλο τους η καταπίεση και ο αποπροσανατολισμός. Μα πάντα υπάρχουν όρια, διότι τα ίδια τα θεμέλια της ζωής σου –αξιοπρέπεια, παιδεία, ανθρωπιά- πλέον ξεγυμνώνονται καθημερινά όσο επιτρέπεις τη συστημική κλοπή του υλικού σου κεφαλαίου να μεταλλάσσεται σε ασέλγεια πάνω στη ψυχή και το νου σου.
Μήπως να φταίει πως η μεθοδικότητα αυτού του άθλιο μηχανισμού χειραγώγησης είναι πέρα από αποτελεσματική και προσεκτική σε βαθμό υπνωτισμού; Φαντάσου πως κάθεσαι στο τραπέζι σου να φας, πως είσαι με φίλους σου ή με την οικογένειά σου, πως αυτός που μαγείρεψε δούλευε από το πρωί, και μετά τη δουλειά πήγε και ψώνισε τα υλικά, γύρισε στο σπίτι, μαγείρεψε, και αφού ετοίμασε το φαγητό, το σέρβιρε στα πιάτα. Φαντάσου πως ακριβώς τη στιγμή που είστε όλοι καθισμένοι στο τραπέζι και χαμογελάτε με την αδημονία του ζεστού φαγητού, κάποιος, άγνωστος έρχεται και παίρνει ένα πιάτο χωρίς λόγο, με το έτσι θέλω. Όταν τον ρωτάς γιατί, σου λέει κάτι αόριστο, δήθεν πως άμα δεν φάει κι αυτός, θα ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να ξαναφάτε. Όταν προσπαθείς να αντικρούσεις τη λογική του, απλά επαναλαμβάνεται αλλάζοντας διαρκώς προσωπείο και φωνή, μα διατηρώντας αναλλοίωτα τα κίνητρά του.
Θα πεις πως δεν συμβαίνει έτσι ακριβώς, πως τα πράματα δεν είναι τόσο απλά, πως ένα οικονομικό σύστημα διέπεται από πολύπλοκους κανόνες και μηχανισμούς, πως η ανθρώπινη συμπεριφόρα πάντα θα καταφεύγει στην πιο απαραίτητη και ιδιοτελής πράξη, πως η επικρατούσα λογική δεν είναι τόσο διεστραμμένη. Σίγουρα, για τα ίδια γεγονότα και τις ίδιες συνθήκες, υπάρχουν πολλές αλήθειες και λογικές, όλες δόκιμες και λειτουργικές, όλες συμβατές κατά το δοκούν. Το νόημα είναι δεν είναι ποια (αλήθεια, λογική, όπως θες πες το) αποδέχεσαι με κατεβασμένα τα χέρια ή σε ποια υποχωρείς από φόβο, και πρόσκαιρη ανάγκη αλλά ποια επιλέγεις για να αντιπροσωπεύει και να σε εκφράζει, ποια επιλέγεις να υπερασπιστείς, σε ποια επιλέγεις να συμμετέχεις με τη φωνή σου και τη κριτική σου, σε ποια εναποθέτεις τις ευθύνες και τις ελπίδες σου. Και εμείς, αυτούς τους καιρούς, αποδεινυόμαστε δυστυχώς γνήσια τέκνα της ηθικής μας ταπείνωσης και πνευματικής μας φτώχειας.
Η ίδια ηθική που μας οδηγούσε στα γκισέ των τραπεζών για να πάρουμε διακοποδάνεια, τώρα μας προστάζει να μιλάμε για την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων και να δεχόμαστε σφυρίζοντας αδιάφορα τη μείωση συντάξεων συνανθρώπων μας. Το ίδιο μυαλό το οποίο μας έλεγε να γεμίσουμε με ενθουσιασμό τα καθίσματα του ΟΑΚΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να αποθεώνουμε τα θαύματα της βιοχημείας, το ίδιο ακριβώς μυαλό, τις ίδιες σχεδόν μέρες μας κράτησε μακριά από τις ίδιες ακριβώς κερκίδες για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το ίδιο λοιπόν πνεύμα όμως είναι εκείνο που μας έσπρωξε στους δρόμους την 7η Δεκέμβρη του 2008, όταν η βαλβίδα του ενστικτώδες θυμικού μας εξερράγη και βρήκε πεδίο εκδήλωσης η συσσωρευμένη οργή, αγανάκτηση και απελπισία του περίφημου πια ‘μέσου ‘Έλληνα’, αυτός ο τόσο άγνωστος και αλλοπρόσαλλος.
Δεν απορώ με την έλλειψη κάποιας δυναμικής αντίδρασης (και όποια σύγκριση με τον Δεκέμβρη του 2008 θα ακροβατούσε στα όρια του γελοίου) αλλά με την απουσία των γενεσιουργών στοιχείων αυτής. Απορώ με την έλλειψη αυτοκριτικής, σκέψης, ηθικής συνέπειας, με την έλλειψη έστω κάποιου εγωισμού. Απορώ και φοβάμαι με το ολοκληρωτικό μούδιασμα, από την υποβάθμιση του νου και της ψυχής. Λίγο να μην ίσχυαν αυτά, θα μπορούσες τουλάχιστον να έχεις την αξιοπρέπεια να αποδέχεσαι την πραγματικότητα εν πλήρη γνώση αδικίας της.
Έστω αυτό λοιπόν.
Τόσο σε αξία όσο και σε απογοήτευση. Τους τελευταίους μήνες η πλειοψηφία ημών πιεζόμαστε από μια διαρκή τρομοκρατία, της οποίας την άγρια επιφάνεια χρόνια αρνιόμαστε να ψηλαφήσουμε, μα τώρα σαν αντίτιμο στην δειλία και την απάθειά μας, έρχεται αυτή να μας συναντήσει στην πιο άγρια της μορφή μέχρι τώρα.
Με τρόπους δύσκολους να καταλάβεις και να αναλύσεις, τηλεόραση, εφημερίδες και ραδιόφωνα γκρεμίζουν κάθε λογική μας άμυνα, καταλαμβάνουν κάθε γωνία της κουρασμένης μας σκέψης και από ανθρώπους, μας μετατρέπουν σε κενά δοχεία που αντηχούν κύματα από ψέματα και παραλογισμούς. Με τρόπο ακατανόητο, το μυαλό μας νεκρώνει, και αρχίζουμε πια να αναμασάμε δελτία τύπου, ανακοινώσεις και πληρωμένες αναλύσεις μόνο και μόνο για να μπορούμε να συμμετέχουμε σε μια κουβέντα χλιαρή και ανασφαλής, το ίδιο θορυβώδης με το σήμα ενός πειρατικού σταθμού. Κάποτε, ήμαστε πολίτες και μετά θεατές - καταναλωτές, και πια άψυχοι πομποί.
Δεν έχει αξία να προσπαθείς να εξηγήσεις την οικονομική κρίση της Ελλάδος και όποια πιθανή ανάκαμψής της, ούτε να σκιαγραφήσεις τα γεωπολιτικά και οικονομικά παιχνίδια που διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες στις Βρυξέλλες, με την κατά τα φαινόμενα κορύφωση τους την Παρασκευή. Όλα αυτά ωχριούν στη προσωπική μας πτώχευση και εγκατάλειψη, στην προσωπική μας εξαθλίωση. Πως αλλιώς να περιγράψεις τον αναιμικό τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας καταπίνει αδιαμαρτύρητα όχι μονάχα τις ποικίλες δέσμες μέτρων, αλλά ακόμη και τον επικοινωνιακό εμπαιγμό ο οποίος τις ακολουθεί. Δημοσκοπήσεις με στημένες ερωτήσεις και κατευθυνόμενες απαντήσεις προσπαθούμε να μας πείσουμε πως ‘τα μέτρα είναι άδικα μα αναγκαία’. Πότε το δίκιο δεν ήταν αναγκαίο, και πότε το άδικο έγινε αναγκαίο; Κι όμως, αυτή την ύβρις την αποδεχόμαστε, την υιοθετούμε και την αναπαράγουμε σε ένα θέατρο χυδαιότερο κι από αυτό του παραλόγου.
Δεν είναι κακό να νοιώθεις μικρός και αδύνατος απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα πολιτικών, μέσων και κεφαλαίου. Είναι λογικό, και πολλές φορές άλλωστε απαραίτητο λόγω των αναγκών και των προτεραιοτήτων σου. Σχεδόν πάντα η φιλοδοξία είναι προνόμιο των άπληστων και όπλο τους η καταπίεση και ο αποπροσανατολισμός. Μα πάντα υπάρχουν όρια, διότι τα ίδια τα θεμέλια της ζωής σου –αξιοπρέπεια, παιδεία, ανθρωπιά- πλέον ξεγυμνώνονται καθημερινά όσο επιτρέπεις τη συστημική κλοπή του υλικού σου κεφαλαίου να μεταλλάσσεται σε ασέλγεια πάνω στη ψυχή και το νου σου.
Μήπως να φταίει πως η μεθοδικότητα αυτού του άθλιο μηχανισμού χειραγώγησης είναι πέρα από αποτελεσματική και προσεκτική σε βαθμό υπνωτισμού; Φαντάσου πως κάθεσαι στο τραπέζι σου να φας, πως είσαι με φίλους σου ή με την οικογένειά σου, πως αυτός που μαγείρεψε δούλευε από το πρωί, και μετά τη δουλειά πήγε και ψώνισε τα υλικά, γύρισε στο σπίτι, μαγείρεψε, και αφού ετοίμασε το φαγητό, το σέρβιρε στα πιάτα. Φαντάσου πως ακριβώς τη στιγμή που είστε όλοι καθισμένοι στο τραπέζι και χαμογελάτε με την αδημονία του ζεστού φαγητού, κάποιος, άγνωστος έρχεται και παίρνει ένα πιάτο χωρίς λόγο, με το έτσι θέλω. Όταν τον ρωτάς γιατί, σου λέει κάτι αόριστο, δήθεν πως άμα δεν φάει κι αυτός, θα ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να ξαναφάτε. Όταν προσπαθείς να αντικρούσεις τη λογική του, απλά επαναλαμβάνεται αλλάζοντας διαρκώς προσωπείο και φωνή, μα διατηρώντας αναλλοίωτα τα κίνητρά του.
Θα πεις πως δεν συμβαίνει έτσι ακριβώς, πως τα πράματα δεν είναι τόσο απλά, πως ένα οικονομικό σύστημα διέπεται από πολύπλοκους κανόνες και μηχανισμούς, πως η ανθρώπινη συμπεριφόρα πάντα θα καταφεύγει στην πιο απαραίτητη και ιδιοτελής πράξη, πως η επικρατούσα λογική δεν είναι τόσο διεστραμμένη. Σίγουρα, για τα ίδια γεγονότα και τις ίδιες συνθήκες, υπάρχουν πολλές αλήθειες και λογικές, όλες δόκιμες και λειτουργικές, όλες συμβατές κατά το δοκούν. Το νόημα είναι δεν είναι ποια (αλήθεια, λογική, όπως θες πες το) αποδέχεσαι με κατεβασμένα τα χέρια ή σε ποια υποχωρείς από φόβο, και πρόσκαιρη ανάγκη αλλά ποια επιλέγεις για να αντιπροσωπεύει και να σε εκφράζει, ποια επιλέγεις να υπερασπιστείς, σε ποια επιλέγεις να συμμετέχεις με τη φωνή σου και τη κριτική σου, σε ποια εναποθέτεις τις ευθύνες και τις ελπίδες σου. Και εμείς, αυτούς τους καιρούς, αποδεινυόμαστε δυστυχώς γνήσια τέκνα της ηθικής μας ταπείνωσης και πνευματικής μας φτώχειας.
Η ίδια ηθική που μας οδηγούσε στα γκισέ των τραπεζών για να πάρουμε διακοποδάνεια, τώρα μας προστάζει να μιλάμε για την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων και να δεχόμαστε σφυρίζοντας αδιάφορα τη μείωση συντάξεων συνανθρώπων μας. Το ίδιο μυαλό το οποίο μας έλεγε να γεμίσουμε με ενθουσιασμό τα καθίσματα του ΟΑΚΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να αποθεώνουμε τα θαύματα της βιοχημείας, το ίδιο ακριβώς μυαλό, τις ίδιες σχεδόν μέρες μας κράτησε μακριά από τις ίδιες ακριβώς κερκίδες για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το ίδιο λοιπόν πνεύμα όμως είναι εκείνο που μας έσπρωξε στους δρόμους την 7η Δεκέμβρη του 2008, όταν η βαλβίδα του ενστικτώδες θυμικού μας εξερράγη και βρήκε πεδίο εκδήλωσης η συσσωρευμένη οργή, αγανάκτηση και απελπισία του περίφημου πια ‘μέσου ‘Έλληνα’, αυτός ο τόσο άγνωστος και αλλοπρόσαλλος.
Δεν απορώ με την έλλειψη κάποιας δυναμικής αντίδρασης (και όποια σύγκριση με τον Δεκέμβρη του 2008 θα ακροβατούσε στα όρια του γελοίου) αλλά με την απουσία των γενεσιουργών στοιχείων αυτής. Απορώ με την έλλειψη αυτοκριτικής, σκέψης, ηθικής συνέπειας, με την έλλειψη έστω κάποιου εγωισμού. Απορώ και φοβάμαι με το ολοκληρωτικό μούδιασμα, από την υποβάθμιση του νου και της ψυχής. Λίγο να μην ίσχυαν αυτά, θα μπορούσες τουλάχιστον να έχεις την αξιοπρέπεια να αποδέχεσαι την πραγματικότητα εν πλήρη γνώση αδικίας της.
Έστω αυτό λοιπόν.
2 comments:
Agapite file iasona, giati pouthena den anaferese sta lathoi pou kanoume emeis oi aploi polites? Giati diladi panta ftaine oi alloi kai oxi emeis? Emeis den eimaste autoi pou epeidi mporoume na klepsoume, kleboume? emeis den eimaste autoi pou odigoume auti tin xwra stin pagkosmia katakraugi? Gia skepsou an oloi emeis den koitousame apla ton kolo mas, sorry gia tin leksi, koitousame kai ligo to sunolo den tha eimastan kalitera.? Kata tin gnwmi mou ta MME prosferoun auto pou emeis zitame kai tipota parapano, emeis eimaste pou kaforizoume tis tixes mas. Diafwnw me auta pou grafeis kai tha ithela para polu, mias kai exoume polu kairo na ta poume, na brethoume kai na ta poume apo konta. Nikiforos
Δε διαφωνώ, φυσικά και έχουμε όλοι ευθύνες, άλλωστε το σύνολο είναι πάντα η σύνθεση των μερών του. Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ πως όλοι έχουμε την ίδια ευθύνη, πόσο μάλλον όταν όλοι δεν έχουμε τις ίδιες δυνατότητες. Για αυτό και τα ΜΜΕ ως επί το πλείστον διαμορφώνουν απόψεις και δεν σχηματοποιούνται στις ανάγκες των καταναλωτών τους. Ναι, έχουμε τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς που μας αξίζουνε, αλλά όχι που χρειαζόμαστε.
Για το άλλο, να 'ναι καλά η μάνα πατρίδα θα φύγω από τη δουλειά και λογικά θα προλάβω να σας επισκεφθώ.
Φιλιά.
Post a Comment