Pages

Sunday, April 29, 2012

Για εσένα που απέχεις

Εκλογές

Εκλογές. Το πανηγυρτζίδικο άλλοθι της αστικής δημοκρατίας, το σκλαβοπάζαρο των ρουσφετιών, των νομιμοποιήσεων και των κομματικών εκδρομών. Η αναίρεση της όποιας ουσίας και του όποιου διακυβεύματος στο όνομα της δημοφιλίας και της μικροπολιτικής εξουσίας, η χαρά των μπατζανάκηδων και των αποτυχημένων ηθοποιών. Έλλαδα (θα) έχεις βουλευτές. Και πάλι.

Σε αυτή τη ζοφερή εικονοκλασία που ο πολίτης δεν καλείται να αγοράσει κόμμα με το τηλεχειριστήριο της τηλερόρασης ή με το DVD της εφημερίδας αλλά με την ψήφο του στηις κάλπες, πάντα προσκολλάται και η εικόνα των προβάτων που πηγαίνουν στο σφαγείο, ενώ ταυτόχρονα πάντα ανακυρρήσεται με προσποιούμενη αποστροφή ο μεγάλος νικητής, η αποχή, αυτή η διαολεμένη μαία του τοκογλυφικού εκλογικού μας συστήματος. Εκεί είναι όμως που είναι απαραίτητο να σταθούμε. Στα πρόβατα και τους θεριακλήδες της αποχής.

Μαθηματικά - μη φοβάσαι

Ξεκινώντας από το βαρετό κομμάτι των μαθηματικών, χρειάζεται κανείς να ανατρέξει μονάχα σε όσες δημοσκοπήσεις(1) έχουν μπει στον κόπο και έχουν κάνει αναγωγή των προεκλογικών προτιμήσεων σε βουλευτικές έδρες, από όπου προκύπτει πως η αποχή πάλι κάνει το θαύμα της και χαρίζει οριακά 155 έδρες σε μια συγκυβέρνηση Νέα Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ παρόλο που στην πρόθεση ψήφου είναι αθροιστικά κάτω από το 30%, μεταφέροντας τα κυβερνητικά σχήματα από τις 'κυβερνήσεις του ενός τρίτου' στις 'κυβερνήσεις του ενός τετάρτου'. Αντίστοιχα συμπεράσματα μπορούν να βγουν φυσικά και από τα αποτελέσματα των εκλογών του 2009, όπου το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατέλαβε το 53% των εδρών με 30,3% ψήφων επί των εγγεγραμμένων. Η ουσία είναι πως όποιος απέχει προσφέρει, είτε το θέλει είτε όχι, το λιθαράκι του στο νικητή - είναι σαν κι αυτούς που έρχονται στη συνέλευση της πολυκατοικίας και λένε 'ότι αποφασίσετε εσείς' και τελικά αποφασίζει ο λιγότερο ντροπαλός. Το μαθηματικό αυτό κομμάτι οφείλεται στην αχόρταγη δομή της ενισχυμένης πλειοψηφίας του εκλογικού μας νόμου,αν και φυσικά δε γνωρίζω εκλογικό σύστημα που λαμβάνει υπόψη του την αποχή στην κατανομή των εδρών. Υπάρχουν πολλά που ορθώς υπολογίζουν το λευκό, αλλά στην Ελλάδα αδικαιολόγητα ο νόμος το θάβει μαζί με τα άκυρα και ακόμη πιο βολικά έχουμε ερμηνεύσει το λευκό ως άρνηση των συμμετεχόντων και όχι ως άρνηση της διαδικασίας εν γένει.

Αυτό είναι το τεχνικό κομμάτι το οποίο δε χωρά κουβέντα και συζήτηση εκτός κι αν στα πλαίσια του ελληνικού νεολογισμού αναιρέσουμε και τους κανόνες της αριθμητικής. Ας περάσουμε λοιπόν στα δύο πιο σημαντικά, το ιδεολογικό και το ψυχολογικό δηλαδή, τα οποία κινούται στο επίπεδο του συνειδησιακού, δηλαδή είναι μια επιλογή συνειδητή η αποχή.

Περί ιδεολογίας στην πραγματικότητα του καταναλωτισμού

Στο ιδεολογικό πεδίο μπορεί κανείς να βρει πραγματικά ισχυρές αιτολογικές βάσεις, πέραν των όποιων θυμικών, οι οποίες προκύπτουν από μια ευρύτερη και αξιοπρεπής πολιτική στάση χωρίς να είναι απαραίτητα αντιδραστική. Όμως, παρόλο τις ευφυείς αναλύσεις και τα ιδεολογικά πλαίσια, οποιαδήποτε ιδεολογική άρνηση της συμμετοχής (όσο σεβαστή κι αν είναι) στερείται έδρασης με την πραγματικότητα, κάτι το οποίο μάλιστα ελάχιστα πηγάζει από το προαναφερθέν τεχνικό κομμάτι.

Η εκλογική διαδικασία μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως μια εμπορική συνδιαλλαγή εξουσίας, επαναδιαπραγμάτευσης φέουδων όπου το εκλογικό σώμα δεν καθορίζει, αλλά καθορίζεται, δεν απαιτεί αλλά γίνεται συνάλλαγμα εξουσίας, ανταλλάξιμο κατά το δοκούν. Όμως αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη ούτε απογοήτευση -εκτός κι αν ο ιδεολογικά απέχων είναι αφελής και έχει μια παράδοξη εμπιστοσύνη στα μορφώματα εξουσίας που αντιπολεύεται όπως το κοινοβούλιο. Είναι μια εμπορική διαδικασία, μια οικονομική διαδικασία με την ευρύτερη έννοια της μελέτης των επιλογών και των επιπτώσεων αυτών, όπως είναι τα ρούχα που φουράς, η εφημερίδα που διαβάζεις, τα μαγαζιά που βγαίνεις, οι εκπομπές που βλέπεις, τα νησιά που πας, το χρήμα που (δεν) έχεις στην τσέπη σου, το ρεύμα που καταναλώνεις, τα τσιγάρα που καπνίζεις, ο γιατρός που φακελώνεις, ο μηχανικός που λαδώνεις.

Είναι όλα επιλογές και συνδιαλλαγές, νομιμοποιημένες, μετρήσιμες, κωδικοποιημένες και προστατευμένες από το κοινωνικό σύστημα στο οποίο όλοι λειτουργούμε και το οποίο όλοι αντιπαθούμε, ακόμη και οι περισσότερες των παρανόμων εξ' αυτών. Με τη διαφορά όμως, πως ενώ οι περισσότερες επιλογές προκύπτουν είτε από ανάγκη είτε από επιθυμία, η εκλογική επιλογή είναι πια βολικά προαιρετική εξυπηρετώντας τα ισχυρά κόμματα, τα οποία κάνοντας χρήση των κονδυλίων του προϋπολογισμού οργανώνουν στρατιές αποφασισμένων φηφοφόρων και κλειστών φακέλων απέναντι στους ανοργάνωντους και μοναχικούς απέχοντες. Ναι, το παιχνίδι είναι στημένο, αλλά ακόμη και σε αυτή τη περίπτωση η επιλογή παραμένει. Παρόλο που είναι φοβερά ανελαστική, η επιλογή παραμένει, και η αποχή δεν προκαλεί καμία απολύτως ρηγμάτωση στο σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα αφού την έχει ήδη προβλέψει και την καλλιεργεί προς εξυπηρέτησή του. Αντίθετα η συμμετοχή, ούτε εξισώνει τον ένα συμμετέχοντα με τον άλλο κατά τρόπο ισοπεδωτικό -μονάχα τις ψήφους τους- ούτε φυσικά ταυτοποιεί τον συμμετέχοντα με την επιλογή του, ούτε αναιρεί ή υποβαθμίζει οποιαδήποτε άλλη πολιτική συνεισφορά του συμμετέχοντα στο κοινωνικό σύνολο.

Είναι τουλάχιστον υποκριτική η αποχή ως πράξη απόρριψης και άρνησης απέναντι στο πολιτικό, κρατικό και οικονομικό σύστημα όταν σε όλες τις άλλες πτυχές του είμαστε συμμετέχοντες, από το εισόδημά και τις εργασιακές μας συνθήκες μέχρι την κατανάλωσή και τις απαιτήσεις μας από αυτό το σύστημα. Μια πιο αξιοπρεπής πράξη θα ήταν ίσως η πυρπόληση της κάλπης (οι σαρδέλες είναι για τους δειλούς) - μια πράξη βέβαια βαθύτατα αντικοινωνική και βίαια η οποία όχι μόνο περισσότερο κακό θα προκαλέσει με την ασέβειά της απέναντι στους υπολοίπους που επιθυμούν την έκφραση της δική τους επιλογής, αλλά επιπλέον θα λειτουργήσει υπέρ των προπαγανδιστών της συντήρησης και της σταθερότητας εκβιάζοντας και υπονομεύοντας το πλαίσιο αυτής της επιλογής.

Πάλι μαθηματικά

Ερχόμαστε λοιπόν στο ψυχολογικό κομμάτι της αποχής, το οποίο έχει πιο πολύ ενδιαφέρον και το οποίο φυσικά δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια και μόνο ταυτότητα. Παρόλα αυτά, στις διάφορες εκφάνσεις του έχει σχεδόν πάντα ένα κοινό στοιχείο: την αξία της ψήφου. Επιστρέφοντας στα μαθηματικά, θα ξεκαθαρίσουμε πως όλες οι ψήφοι είναι ισότιμες και πως η κάθε μια ψήφος έχει αξία ίση με το κλάσμα τής επί του συνόλου αυτών. Τόσο απλά, ούτε 'η κάθε ψήφος είναι σημαντική' που λένε κάποιοι δήθεν υπερασπιστές της συμμετοχής, ούτε 'η ψήφος δεν έχει καμμία σημασία' που λένε οι πολιτικά αδιάφοροι κλώνοι του Πέτρου Κωστόπουλου. Στις εκατό ψήφους, η μία έχει αξία το ένα εκατοστό, στις ένα εκατομμύριο η μία έχει αξία το ένα εκατομμυριοστό. Τόσο απλά, τόσο καθαρά, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε είναι η ισοτιμία της ψήφου. Όσοι κι αν συμμετέχουν, η ψήφος του ενός είναι εξίσου καθοριστική με την ψήφου του άλλου (2), όσο μικρή κι αν είναι αυτή. Είναι περιέργως, μια από τις ελάχιστες δραστηριότητες στις οποίες μπορούμε να βρεθούμε όλοι ίσοι.

Αγανάκτηση

Αυτή η απλή και εξίσου αδιαπραγμάτευτη διαπίστωση, που μας αφήνει όμως; Σε εξίσου απλές απαντήσεις απέναντι στους κυρίαρχους ψυχολογικούς λόγους της αποχής. Λόγου χάρη, άμα κυριεύει η απογοήτευση, η αγανάκτηση και η απαισιοδοξία, κάποιος πρέπει να λάβει υπόψη του πως οποιοδήποτε αποτέλεσμα χωρίς τη ψήφο του θα είναι χειρότερο από οποιοδήποτε αποτέλεσμα με τη ψήφο του, άρα η αποχή σαν απάντηση στο πολιτικό σύστημα και τον ζόφο της καθημερινότητας δεν είναι μονάχα κενή, αλλά ουσιαστική κρυφή συννενοχή στην διαιώνιση αυτού του συστήματος. Είναι μια αψυχολόγητη παραίτηση και αποστασιοποίηση που δεν αρμόζει σε έναν σοβαρό άνθρωπο, και η αγανάκτηση χωρίς ψύχραιμη αυτοκριτική και σύνθεση στη συνέχεια της, δεν είναι παρά εμβληματική ενός κακομαθημένου παιδιού.

Φυσικά η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν πρόκειται αυτόματα να λύσει κάποιο πρόβλημα ή να αναιρέσει τις πηγές της αγανάκτησης και της απογοήτευσης, αλλά αποτελεί ένα μικροσκοπικό κομμάτι της συνολικής πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής του καθενός. Στα πλαίσια αυτά η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία έχει ένα θετικό πρόσημο, έστω και μικρό, και οπωσδήποτε κανείς δε πρέπει να θεωρεί πως με τη συμμετοχή του σε αυτήν την εκ φύσεως στρεβλή διαδικασία έχει εκτελέσει το πολιτειακό του  καθήκον. Αντιθέτως, η συμμετοχή στις εκλογές είναι πιθανώς η μικρότερη όλων των δυνατών μέσων συνδιαμόρφωσης της κοινωνίας μας.

Αλαζονεία

Τα παραπάνω ισχύουν και για την αντίστροφη εκτίμηση της αξίας της ψήφου που πολλές φορές πηγάζει στην αποχή. Προτάσσοντας δηλαδή την ματαιότητα της συμμετοχής μπροστά στην υποτιθέμενη μικρή αξία της ψήφου, η αποχή γίνεται παραπέτασμα στην αλαζονική υπόθεση πως η ψήφος θα έπρεπε να είχε μεγαλύτερη αξία και μάλιστα, μεγαλύτερη αξία από των υπολοίπων, των 'ζωών' και των 'προβάτων' που ψηφίζουν δικομματισμό βρέξει χιονίσει. Πολλές φορές άρα, η αποχή οφείλεται στην στρεβλά οριοθετημένη επιθυμία της εντονότερης κοινωνικής συμμετοχής και επιρροής στην πολιτική ζωή και όχι στην άρνησή της αν και η τελική επιλογή της αποχής οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση - χωρίς φυσικά να αναιρεί όλες τις υπόλοιπες πολιτικές εκφάνσεις της προσωπικής ζωής του καθενός που είναι και πολύ πιο ουσιαστικές. Πιο απλά, κάποιοι δυστυχώς θεωρούν πως η δική τους πολιτική άποψη έχει μεγαλύτερη αξία και δεν πρόκειται να την ευτελίσουν περιορίζοντας την σε μια εκλογική επιλογή.

Αν αυτό φαίνεται παράδοξο, η απάντηση είναι εξίσου παράδοξη αλλά και πραγματική. Πέρα από το γεγονός πως μια τέτοια στάση είναι συναισθηματικά και πολιτικά ανώριμη, η αξία της ψήφου είναι μεγαλύτερη από την αξία της αποχής στην εκλογική διαδικασία και ταυτόχρονα συμμετέχοντας κανείς μειώνει την αξία της ψήφου των 'ζώων' και των 'προβάτων', διατηρώντας πάντα την ισοτιμία όλων των ψήφων. Κατά τρόπο παράδοξο δηλαδή, η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία είναι πιο αντιδραστική από την αποχή! Μπορεί αυτό να θυμίζει κενολογίες τύπου ΚΚΕ περί 'επανάστασης εκ των έσω', αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα με το υπάρχων εκλογικό σύστημα.

Άλλοθι

Η αποχή βέβαια είναι και μια συνειδητή υπεκφυγή. Όσο κι αν είναι προσβλητική μια τέτοια τοποθέτηση, η αποχή προσφέρει το τέλειο άλλοθι απέναντι στην σήψη του κομματικού συστήματος. Εκφράζεται ως μια άρνηση ταύτισης με αυτόν τον κόσμο, και έτσι αφήνει την πολιτική ταυτότητα του απέχοντα απόλυντη, καθαρή. Όμως όσο κι αν έχει αλωθεί ο πολιτικός κόσμος από τον κομματικό συφερτό του εμετού και της αηδίας, η εκλογική διαδικασία παραμένει στις αρχές της μια πολιτική διαδικασία στην οποία δεν καλείται κανείς να ταυτιστεί με ένα κόμμα και να επενδύσει στο ιδεολογικό του βάθρο (όποιο κι αν είναι κι αν υπάρχει φυσικά), αλλά να αντιπροσωπευθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Είναι σίγουρα μια τρομακτική εφαρμογή του 'μη χείρον, βέλτιστον', αλλά σχεδόν καμία επιλογή σε οποιοδήποτε τομέα δε μπορεί να χαρακτηριστεί ώς απόλυτη και βέβαιη. Κάθε επιλογή μας έχει πάντα ένα αντίκτυπο και ένα τίμημα, και στην περίπτωση της εκλογικής διαδικασίας η αποχή είναι η επιλογή με το ελάχιστο τίμημα αλλά με τον χειρότερο αντίκτυπο.

Κι όμως, είναι κάτι πιο απλό

Το τρομερό όμως είναι πως οι παραπάνω υπερφίαλες απλοποιήσεις αφορούν μονάχα ένα μικρό ποσοστό της αποχής. Αν και το ομογενεοποιημένο ποσοστό της καπηλεύεται από διάφορες μεριές με διάφορους σκοπούς, οι πηγές προέλευσης της είναι αδύνατον να ταυτοποιηθούν συγκεντρωτικά σε ένα πολιτικά ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος της αποχής οφείλεται στην ευρύτερη μεταπολιτευτική άλωση της πολιτικής σκέψης στα πλαίσια των κοινωνικών δεσμών και δυναμικών, στην εμπορευματοποίηση αυτών και την εδραίωση του lifestyle σαν μέτρο ζωής και εργαλείο χειραγώγησης των καταναλωτικών συνηθειών.

Τα 'πρόβατα' έχουν γίνει πρόβατα, και η εκλογική διαδικασία είναι μια αποστροφή για τον έλληνα καταλωτή, ειδικότερα στις νεαρές ηλικίες, μια αδιάφορη παρέμβαση στην απολιτίκ πραγματικότητά του (3). Απουσία αυτόνομης πολιτικής σκέψης, επικρατούν μονάχα τα δύο άκρα, εκείνα της απόλυτης κομματικής ταύτισης των στρατευμένων νεολαίων και γερόντων, και της καλλιεργημένης από τα ΜΜΕ ανεύθυνης αδιαφορίας και βαρεμάρας. Εν τέλει, δεν είναι ζήτημα ιδεολογικό ή ψυχολογικό, ούτε τεχνικό η αποχή, αλλά απογοητευτικά το υποπροϊόν της πελατειακής δομής της εξουσίας και της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, ένα από τα συμπτώματα της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, που προφανώς μας αξίζει και μας αρμόζει, αλλά θα πρέπει να έχουμε την απαίτηση να το αλλάξουμε.

Σούμα

Η αποχή σε κάθε περίπτωση έχει αρνητικό αποτέλεσμα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η αποχή λόγω απογοήτευσης και αγανάκτησης είναι επιλογή άνευ λογικής, ενώ η ιδεολογική αποχή είναι εκ του (πρακτικού) αποτελέσματος ενάντια στην ίδια την ιδεολογία από την οποία πηγάζει.  Η αποχή λόγω αδιαφορίας είναι υποπροϊόν της υποβάθμισης και απαξίωσης όχι του κομματικού κόσμου, αλλά της πολιτικής ζωής και συνοχής.

Η αποχή δεν είναι κουλ, ούτε μποέμ ούτε εναλλακτική, η αποχή είναι ένας μηχανισμός υπονόμευσης της ελεύθερης πολιτικής αυτοδιάθεσης με το μανδύα της εξωσυστημικής αντίδρασης, ένας δούρειος ίππος νομιμοποίησης της εκάστοστε κοινοβουλευτικής εξουσίας. Η αποχή μπορεί να είναι εξίσου σεβαστή με όλες τις άλλες πιθανές επιλογές, μα είναι σίγουρα η πιο καταστροφική απέναντι τόσο για τον ίδιο που απέχει όσο και για τους υπολοίπους που συμμετέχουν. Είναι κατά βάση μια εγωιστική επιλογή της εύκολης λύσης ενός ακόρεστου καταναλωτή.

Κανείς δε πολέμησε για να έχουμε εμείς το δικαίωμα του εκλέγειν. Όποιος πολέμησε, πολέμησε για τον εαυτό του, και το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς, γιατί τα δικαιώματα δεν αποκτώνται, αλλά κατακτώνται καθημερινά, και η εκλογική διαδικασία είναι το ελάχιστο εφαλτήριο αυτής της διεκδίκησης.

Επίλογος αντί επιλόγου

Πολλοί ανησυχούν για την είσοδο των νεοναζί της Χρυσής Αυγής στην βουλή και καλούν τον κόσμο να ψηφίσει στις εκλογές της 6ης Μαΐου ώστε να αποτραπεί αυτό το 'εφιαλτικό' σενάριο όπως το αποκαλούν. Όσο αρρωστημένη κι αν είναι η ανοδική λαοφιλία φασιστών, άλλο τόσο υγιής είναι και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που τους αναλογεί. Δηλαδή, άμα δεν μπει η Χρυση Αυγή στη Βουλή αυτό σημαίνει πως δεν υπήρχαν, δεν υπάρχουν και δεν θα υπάρχουν φασίστες στην Ελλάδα; Ο φασισμός δεν πολεμάται στην κάλπη ούτε στα έδρανα της βουλής, αλλά στις συνειδήσεις μας.


(1) Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία πως οι δημοσκοπήσεις είναι ένα κατ' εξοχήν μέσο χειραγώγησης των καταναλωτών-ψηφοφόρων και μηχανισμός συσπείρωσης των 2 (πρώην) μεγάλων κομμάτων σε σημεία που όντως παρατηρούνται αντιπολιτευτικές άνοδοι. Παρόλα αυτά, στο δικό τους ανταγωνιστικό πλαίσιο καλούνται να έχουν και ένα μετρήσιμο επίπεδο αξιοπιστίας και έτσι η πλήρης απόρριψή τους είναι αντιπαραγωγική.


(2) Με το πολύπλοκο ψηφοκλεπτικό σύστημα που έχουμε στην Ελλάδα αυτό δεν είναι ακριβές βέβαια. Οι ψήφοι (έδρες) του δεύτερου κόμματος και των κομμάτων που δεν μπαίνουν στη Βουλή απομειώνονται προς τέρψιν της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος, αν και αυτή τη φορά αυτό δεν θα ισχύσει τόσο για το δεύτερο κόμμα λόγω των πολύ χαμηλών ποσοστών του.


(3) Απολιτίκ δε σημαίνει απαραίτητα μη-κομματική, όπως και κομματική σίγουρα δε σημαίνει πολιτική. Είναι σαφές πως η πολιτική σκέψη ουδεμία σχέση έχει με μια οποιαδήποτε κομματική γραμμή. Επειδή όμως αυτά τα όρια έχουνε σβήσει από τα κόμματα και τα ΜΜΕ, η πολιτική σκέψη έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις του κόσμου ως κομματική προτίμηση, δαιμονοποιώντας έτσι μια πρωταρχική διαφοροποίηση του ανρθώπου από τα ζώα.

1 comment:

Iasonas said...

Και ένα πιο σοβαρό κείμενο με την αντίθετη άποψη:

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1220353