Pages

Wednesday, June 19, 2013

Στα Χαρακώματα της Νέας Σωμμ


Με αφορμή τη πραξικοπηματικη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που αφορά την ΕΡΤ, από την Τετάρτη 13/6 παρατηρούνται ραγδαίες εξελίξεις στον χώρο των ΜΜΕ, όπου εν πολλοίς σε μια ενδοσκοπτική διαδικασία αποκαλύπτουν χαρακτηριστικά τους που έμεναν καιρό μακριά από την κοινή θέα, ή που ήταν σε γνώση του κοινού αλλά επέλεγε να τα αγνοεί συστηματικά. Έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό η αντιπαράθεση συμφερόντων, κομμάτων, κοινωνικών στρωμάτων και προκαταλήψεων ακόμη, που το κοινωνικό πεδίο μοιάζει πια με ένα κινούμενο λαβύρινθο χαρακωμάτων, με τους μαχόμενους να χάνονται και να απομονώνονται από τα κοινά τους συμφέροντα ενάντια στους στρατηγούς τους. Δεν υπάρχουν πια νοήμονες πράξεις, μόνο ελάχιστα δίκαια αντανακλαστικά και ένα πλήθος άγριων ενστίκτων.


Στο κέντρο αυτής της αντιπαράθεσης βρίσκεται σίγουρα ο πολυσύνδετος μηχανισμός επιρροής της κοινής γνώμης και κατ’ επέκταση της πρόθεσης ψήφου, όπου τα πολιτικά συμφέροντα εξυπηρετούν ευθέως πια τους παραγωγούς και διαμεσολαβητές επικοινωνίας και ενημέρωσης με την ευρύτερη έννοια, και όχι μόνο. Όχι πως αυτή η σχέση υποτέλειας δεν υπήρχε και παλαιότερα - για παράδειγμα το αναγνωστικό κοινό ήταν σε γνώση των ιδιωτικών συμφερόντων και των πολιτικών ταυτίσεων στον τύπο και ανεχόταν ακόμη και εφημερίδες-όργανα των κομμάτων (Ριζοσπάστης, Αυγή). Μολαταύτα, παρόλο που δεν υπήρχε ένα σκηνικό ουδετερότητας και συνοχής της ΄τέταρτης΄και αθέσμιτης εξουσίας, και παρόλο που υπήρχε μια διαρκής ποιοτική πτώση, οι πολιτικές εφημερίδες δεν είχαν φτάσει στο σημερινό τους επίπεδο, να θυμίζουν δηλαδή τις οπαδικές εφημερίδες. Το πορωμένο αυτό σκηνικό επαναλαμβάνεται σε πολλαπλάσιο βαθμό στο διαδίκτυο, όπου ανάλογα με την ιδεολογική, κομματική ή συμφεροντολογική ταυτότητα του καθενός, περιγράφεται μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα -η δική τους- και όχι μια ‘συγκεντρωτική’, ‘συνθετική’ πραγματικότητα ή μια δημόσια πραγματικότητα. Η δημοσιογραφία πάντα ήταν καθοδηγούμενη και υπονομευμένη από την εργοδοσία και από τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας, και άρα υποκειμενική και ουχί αντιπροσωπευτική (άλλωστε δεν υπάρχει αντικειμενική δημοσιογραφία), αλλά πλέον είναι ξεκάθαρα ιδιωτική. ‘Εχει μεταλλαχθεί πλήρως σε μια ακοινώνητη, αυτοαναφορική και στεγανή ‘ιδιογραφία’. Ο διαβόητος δημόσιος διάλογος, έχει αντικατασταθεί από μονολογούντες ψιθύρους και φωνές, από τις πιο επαγγελματικές ως τις πιο άναρθρες, που είτε αναζητούν να χειραγωγήσουν, είτε αναζητούν επιβεβαίωση από τους χειραγωγούς τους.


Στην περίπτωση της ΕΡΤ, και ειδικά στα απεργιακά της δελτία (όπως και στην ΕΤ3) βλέπει κανείς μια σχεδόν αυθόρμητη μερική αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας. Πέραν του αναμενόμενου μονοπωλίου γύρω από το ίδιο το ζήτημα της ΕΡΤ και το αντίστοιχο πολιτειακό που έχει εγερθεί, βλέπει κανείς στο πρόσωπο των συντελεστών μια προσπάθεια τόσο κομματικού αποχρωματισμού, όσο και αποτίναξης των ρετσινιάς του κοντόφθαλμου συνδικαλισμού (χαρακτηριστική η απουσία του προέδρου της ΠΟΣΠΕΡΤ για τουλάχιστον δύο ημέρες, και σύντομη εμφάνισή του για να διαψεύσει τις κατηγορίες εναντίον του). Εννοείται επίσης πως τα πολιτικά πρόσωπα που παρελαύνουν (κυρίαρχα της αριστεράς που δικαίως απαξίωναν τον κυβερνητικό ρόλο της ΕΡΤ) κάνουν τη βόλτα τους από το Ραδιομέγαρο της Μεσογείων για ψηφοθηρικούς λόγους, αυτό είναι μέρος της δουλειάς τους άλλωστε και στο μέλλον θα αυτοβραβευτούν με ένα ακόμη κινηματικό παράσημο. Όπως είναι αυτονόητο και από την αντίστροφη, οι εργαζόμενοι να αντιλαμβάνονται και να εκμεταλλέυονται κατά το μέτρο δυνατό την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στην πολιτική σφαίρα. Κι όμως, από τους ίδιους τους συντελεστές αυτού του εγχειρήματος -τουλάχιστον από αυτούς που φαίνονται στο γυαλί- ακούει κανείς τοποθετήσεις και αυτοκριτικές που μπορεί να μην είναι πάντα αληθείς ή επί της ουσίας, αλλά τουλάχιστον είναι κοινές, δηλαδή απόψεις που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς εκατέρωθων των πολλαπλών διαχωριστικών γραμμών της κοινωνίας σε διάφορους πρόσφατους ιστορικούς χρόνους. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ακόμη και απολυμένοι τάσσονται υπέρ ακόμα και των απολύσεων ως ένα βαθμό στο όνομα της προστασίας της δημόσιας περιουσίας και των αστικών θεσμών, και αυτό διότι -φαντάζομαι με κόπο πολύ- τοποθετούνται στην απαραίτητη εκείνη απόσταση που ο επίσημος κυβερνητικός χαρακτήρας δεν επέτρεπε. Καλεσμένοι δημοσιογράφοι που είχαν την φήμη βαμμένου μπλε ασκούν δριμύ κριτική στη κυβέρνηση (ο Βλάχος έχει ανεβάσει πίεση, μιλάει για κοινωνικό αυτοματισμό, καλεί τον λαό σε αλληλεγγύη και ομιλεί περί εμφυλίου) και άλλοι που είχαν την φήμη κόκκινου επαναστάτη συμφωνούν τόσο στην αξιολόγηση όσο και στην θεσμική αναθεώρηση της ΕΡΤ (όχι σαν ΝΠΙΔ) σπάζοντας τη συνδικαλιστική γραμμή, του παρελθόντος τουλάχιστον. Σε ένα πολιτειακό ίσως επίπεδο, φαντάζει σαν οι παραγωγικές μονάδες της ‘τέταρτης’ εξουσίας να ιχνηλατούν και να μετρούν τις δυνάμεις της αλλά στη βάση της (άμα η ΕΛΒΟ και η ΕΑΒ κλείνανε εν μια νυκτί οι πολιτικές εξελίξεις θα είχαν πολλαπλώς μικρότερη ισχύ, όπως μειωμένο είναι και το ενδιαφέρον με την επικείμενη ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ), με τα επιμέρους συνδικαλιστικά σχήματα να παραμερίζονται σε συμπληρωματικό ρόλο.


Έτσι με ένα τρόπο ιδιαίτερο, τη στιγμή που έχει αναχθεί το ζήτημα της ΕΡΤ σε μείζον πολιτικό που πιθανώς μόνο με πολιτικά μέσα μπορεί να λυθεί (εκλογές ή συμβιβασμός) πέραν της σολομώντεια λύση και πολιτική παράταση του Συμβουλείου της Επικρατείας, καθίσταται σαφές, πως εντός του εργασιακού κλάδου των δημοσιογράφων, οι κομματικές γραμμές έχουν αρθεί πλήρως, και εντασσόμενες σε ένα ευρύτερο αλληλέγγυο με αρκετά ταξικά χαρακτηριστικά πλαίσιο, αρχίζει να αχνοφαίνεται ένας διάλογος ιδεών και ιδεολογίας, χωρίς απαραίτητα να αποκτά μια σαφή ταυτότητα όπως έχουν τα αστικά κόμματα ή τα επίσημα συνδικαλιστκά όργανα. Οι αντιθέσεις για τον ρόλο της ΕΣΗΕΑ έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της και όχι με το παιχνίδι εξουσίας που θα ήθελε να παίξει - δεν είναι τυχαίο πως το πάγιο αίτημα των απεργών και των κινημάτων για απεργιακό φύλλο έγινε πραγματικότητα μόλις τώρα μετά από 38 ολόκληρα χρόνια. Αν κάποιος λάβει υπόψη του και τον αλληλέγγυο κόσμο που στηρίζει και προστατεύει το Ραδιομέγαρο της Μεσογείων (ανάμεσα στον οποίο υπάρχουν και ξεκάθαρα συνδικαλιστικά και κομματικά μορφώματα, αλλά όχι μόνο), αλλά και τον κόσμο που στηρίζει την αναμετάδοση του σήματος τόσο διεθνώς, τόσο στην περιφέρεια όσο και ηλεκτρονικά, δίνεται η αίσθηση μιας πλατιάς συνεύρεσης και διάδρασης στη βάση, χωρίς διαμεσολαβητές. Κατά πόσο αυτή η αίσθηση είναι πραγματική και πόσο μπορεί να διαρκέσει και υπό ποία χαρακτηριστικά, μένει να απαντηθεί στο μέλλον.


Ταυτόχρονα όμως, στο πεδίο των νέων μέσων, τα χαρακώματα, η αντιπαλότητα και τα ιδεολογικά στεγανά είναι πολύ πιο αιχμηρά, κυνικά και ωμά. Με τον μανδύα της αίρεσης της υποκρισίας των επίσημων και ημι-επίσημων απόψεων, τα ψηφιακά μέσα καταλήγουν αντί να απελευθερώνουν, να εγκλωβίζουν,και όπως και στην κοινωνία, οι ‘διαφορετικοί’ γίνονται ‘απέναντι’ ενώ η σκέψη και η έκφραση χυδαία καταλήγουν σε ένα συνθηματολογικό και υβριστικό σιφώνι. Το ζητούμενο δεν είναι η σύνθεση, ο διάλογος ή έστω ο αντίλογος, αλλά η ακύρωση και η επιχειρηματολογική εξόντωση του άλλου, του ‘απέναντι’, του ‘εχθρού’ υποκλέπτοντας, διαστρεβλώνοντας ακόμη και ιδοπεδώνοντας έννοιες, μια χαοτική οχλαγωγία και ουχί ένας άναρχος διάλογος, ένα καναβαλλιστικό ‘όλοι εναντίον όλων’. Δεν είναι τυχαία αυτή η διαμόρφωση - δεν είναι μονάχα επαγγελματίες της ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας που κάνανε το άλμα στην διαδικτυακή αυτοαπασχόληση και ερασιτέχνες προφήτες του ψηφιακού χώρου, όλοι αναζητούντες τη μια και μοναδική νομοτελειακή και ανύπαρκτη αλήθεια. Πλέον είναι και τα κόμματα τα ίδια, τα επικοινωνιακά επιτελεία των οποίων χτίζουν επώνυμους και ανώνυμους προπαγανδιστές και σχολιαστές, ορδές στρατιωτών, εθελοντών και μή, που πυροβολούν στα τυφλά με ανακρίβειες, μονοδιαστατες απόψεις και αφελείς προβληματισμούς. Από το left.gr στην truthteam.gr και το antinews.gr μπορεί να υπάρχει μια ποιοτική απόσταση, αλλά καμία απολύτως διαφορά σκοπιμότητας, και λίγες διαφορές τακτικής. Είναι διαφορετικό να δημοσιογραφείς υπό μια ιδεολογική σκέπη, και διαφορετικό να προπαγανδίζεις, και δή ενάντια σε κάτι και όχι υπέρ κάποιου άλλου - το πρώτο δύναται να είναι συνθετικό και ιδιαιτέρως αυτοκριτικό, το δεύτερο είναι αυτόματα διχαστικό και καταστροφικό.


Φυσικά, αυτή η προπαγανδιστική προσέγγιση δεν είναι κάτι καινούριο. Για παράδειγμα, τα προπαγανδιστικά όργανα του ΚΚΕ -τα οποία όσο εντείνεται η καπιταλιστική κρίση επιβεβαιώνονται- με την σχησματική αλλά ειλικρινής τους στάση ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με την ‘ήπια’, ‘ειρηνική’ και υποκριτική προσέγγιση των ιδιωτικών μέσων, κερδίζοντας ίσως δίκαια τη χλεύη και την αποστροφή σχεδόν του συνόλου του (καταναλωτικού) κοινού, το οποίο ήθελε να έχει την (ψευδ)αίσθηση της ελεύθερης επιλογή, η ιδέα της οποίας έχει καίρια σημασία αφού η ενημέρωση, η διαφήμιση και η κατανάλωση συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς κεφαλαίου. Αντίστοιχη πόλωση εμφανίζει και η Αυγή τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα πιο ‘ιδιωτικά’ έντυπα μέσα όπως το Βήμα και η Καθημερινή έχουν οξύνει το λόγο τους, ασκώντας σχεδόν συνειδητά το σχέδιο του κοινωνικού αυτοματισμού, ειδικά από τις εκλογές του 2012 και μετά. Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί και το κινηματικό και πολιτισμικό μονοπώλιο που διεκδικεί η ευρύτερη αριστερά, κατακερματίζοντας την αισθητική και την κουλτούρα σε επικοινωνιακά και κατά προέκταση κομματικά κουπόνια - αυτή η τακτική δεν αίρει την ιστορική σχέση της τέχνης και του πολιτισμού με τα λαϊκά κινήματα, αλλά όπως και με τα ίδια τα λαϊκά κινήματα, εγείρει σοβαρά ερωτήματα γύρω από την ιδεολογική τους απαγωγή στρεβλώνοντας την ιδεολογική τους προέλευση.


Κυνικά θα έλεγε κανείς πως ο δικομματισμός έχει μεταλλαχθεί σε μια εκβιαστικής μορφή μονοκομματισμού ευθέως στηριζόμενη από το οικονομικό καρτέλ στα ΜΜΕ, απέναντι στο οποίο αναζητούνται τρόποι ανέγερσης ενός αντίπαλου δέους που θα φέρει μια ισορροπία αντίστοιχη της δεκαετίας του ‘80, και των δύο επόμενων δεκαετιών (στά άλλα μέσα). Κοντόφθαλμα, το πολιτικό και δημόσιο παιχνίδι εξουσίας φαίνεται να ορίζει τα πάντα, μα μακροπρόθεσμα σαφώς και δεν ορίζει απολύτως τίποτα. Οι εκδοτικοί όμιλοι (όπως και οι τράπεζες) βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία και οι εσωτερικές συγκρούσεις του κεφαλαίου που μπορεί να υπάρχουν ωχριούν σε ένταση και μνήμη μπροστά σε αυτές που προκαλούν στην κοινωνία σε όλες τις μορφές. Το πολιτικό παιχνίδι έχει προ πολλού απωλέσει τον αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα, και πιο έντονα από ποτέ είναι το εκτελεστικό χέρι και το ομιχλώδες παραπέτασμα ενός συστήματος οργάνωσης και απομύζησης της παραγωγής, ενός συστήματος που αργοπεθαίνει, μα στην άρνηση του να προσαρμοστεί ή να διαλυθεί συντρίβει την κοινωνία εκ των έσω.


Γενικότερα, όλα αυτά δεν αποτελούν κάτι το νέο φυσικά, είναι αν επιτρέπεται, μια πιο εντειμένη και απροκάλυπτη μορφή της πραγματικότητας που διαρκώς εκφυλίζεται. Η μεταπολεμική ιστορία σε επίπεδο πολιτικό και οικονομικό μοιάζει με μια κακόγουστη φάρσα, το εγγόνι της βιομηχανικής επανάστασης που προσπαθεί να αποφύγει τις ιστορικές συνέπειες της φηφιακής, μια φάρσα όμως επώδυνη και βάρβαρη. Σε αντίθεση με την ρηχή προσέγγιση της ‘επαναλαμβανόμενης ιστορίας’, η διαδρομή μας προς το μέλλον είναι ένα κύμα που ταξιδεύει στο χρόνο, με τα ανώφλια κα τα κατώφλια του φυσικά, μα επίσης με κατεύθυνση και ορμή που μόνο η συνειδητοποίηση της βάσης μπορεί να ορίσει. Σε μια εκ διαμέτρου αισθητική αντίθεση με τις συναυλίες των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, αυτή η πραγματικότητα στην ειδική αυτή συγκυρία, αναδεικνύει το μοναδικό ζήτημα ανώτερο του οικονομικού, εκείνο του πολιτισμού, της παιδείας και της αξιοπρέπειας του ατόμου και κατ’ επέκταση του συνόλου. Οι κοινωνικές σχέσεις ορίζονται σε τεράστιο βαθμό από την οικονομία, μα στο τέλος αυτής εξακολουθούν να υπάρχουν σε πείσμα της πολιτικής οικονομίας. Στο τέλος του πολιτισμού όμως δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά αλληλοσπαραγμός, βαρβαρότητα και θάνατος.


(Τα σκίτσα είναι του εξαίρετου Μιχάλη Κουντούρη της Εφημερίδας των Συντακτών, και η φωτογραφία του Σταύρου Τσακίρη από την Ελευθεροτυπία. Το γράφημα της διαπλοκής είναι από το από το smyrnaios.net το οποίο φιλοξενεί ένα ενδιαφέρον άρθρο του Γιάννη Ευσταθόπουλου για την ΕΡΤ εδώ.)

No comments: