Pages

Monday, December 21, 2009

Αλληλεγγύη στον σύντροφο Βασίλη, έγκλειστο στα χρωματιστά κελιά της διαφήμισης

Οι εφήμερες ταχύτητες της καθημερινότητας την οποία ανεχόμαστε, μας κάνει πολλές φορές να ξεχνάμε τα σημαντικότερα γεγονότα, χωρίς να γίνεται λόγος βέβαια για ονομαστικές εορτές φίλων. Για αυτό λοιπόν, επαφίεται σε ανθρώπους απεγνωσμένα βαρεμένους -σαν κι εμένα λόγου χάρη- να αναζωπυρώνουμε τη σκέψη, να βγάζουμε από τα σκονισμένα χρονοντούλαπα τα γεγονότα και να ξεδιπλώνουμε την αλήθεια σαν φρεσκοπλυμένο με Γκαβλοντίν σεντόνι από γαμοκρέβατο τσιγγάνικου γάμου.

Απλά τα πράματα και ξάστερα. Ο Αγιοβασίλης (Μπίλλυς από τούθε και στος εξής) υπάρχει, όντως σύμφωνα και με ρεπορτάζ του φον Pretender, και είναι έγκλειστος στα υγρά μπουντρούμια της ΓΑΔΑ. Αλλά καλύτερα ας ξεκινήσω ως είθισται από την αρχή, αν και πολλοί προτιμούν να αρχίζουν από πίσω ή από πάνω, αλλά γούστα είναι αυτά, και περί ορέξεως McDonald’s άλλωστε.

Ο Μπίλλυς ξεκίνησε να εργάζεται ως μεγαλοστέλεχος της Coca-Cola στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στον τομέα Marketing, Διαφήμισης, Προαγωγής και Λοβοτομής με εκπληκτική επιτυχία, προκαλώντας φθόνο στους συναδέρφους του και τύφλωση στον εγωισμό του. Υπήρχε μια ομολογουμένως μεγάλη περίοδος κατά την οποία βαυκαλιζόταν στα ηδονικά πελάγη της επιτυχίας του, πίνοντας την μισή Κολομβία και πηδώντας την άλλη μισή (είχε μια αδυναμία στις μελαψές βλέπετε), όσο τα δολλάρια κυλούσαν στους λογαριασμούς του, όπως κυλά και η ρετσίνα λαρύγγια των αλκοολικών, διατηρώντας ανέπαφο το προφίλ του καλού γιάπη με τα ολόλευκα δόντια. Όμως λίγο τα πολλά χρόνια, λίγο η ανεβασμένη πίεση από τα πολλά Viagra και Cialis, λίγο η αγωνιστική ξεφτίλα της ΑΕΚ, λίγο η εξάντληση του φετιχισμού του πλούτου, λίγο οι μπλοκαρισμένες αρτηρίες του, άρχισε να τα βλέπει λίγο αλλιώς τα πράματα ο Μπιλλάκος. Τον έπιασε που λέτε ένα mid-life crisis στα βαθιά γεράματα (τώρα μιλάμε για περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 90, στην πρώτη white period του MJ, οπότε τα 120 τα ‘χει καραπατημένα) και αφού είδε και απόειδε με το ψάρεμα και τα απίθανα εκτρώματα της εργονομίας του Telemarketing, το ‘ριξε στο διάβασμα, ειδικά στα απαγορευμένα, τόσο πολύ μάλιστα που έπαθε και πρεσβυωπία, ενώ από ένα σημείο και μέτα η βιβλιοθήκη του ήταν τόσο πλούσια, που ο Chomsky που την έχει και μικρή, έγραψε γράμμα διαμαρτυρίας στον Μπακούνιν γιατί καθυστερεί το επόμενο best seller.

Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς και μερικοί ακόμη, ο Μπίλλυς τη σιχάθηκε την προηγούμενη ζωή του σε απίστευτο βαθμό. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο νους του πόσο κόσμο είχε κοροϊδέψει (πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola!), ειδικά τα μικρά παιδάκια που πιπίλιζε το μυαλό τους με υποσυνείδητα μηνύματα από τότε που εγκατέλειψαν το ροδιασμένο και κρεμασμένο από τον θηλασμό βυζί της μάνας τους. Ενώ οι καλοξυρισμένοι (σε διάφορα σημεία) συνάδερφοι του χαριεντιζόντουσαν με γραμματείς δικηγόρων και σερβιτόρες σε γκλαμουράτα μαγαζιά σε ουρανοξύστες, ο Μπίλλυς καθόταν μερικές φορές μέχρι και πολύ αργά το βράδυ, ακούγοντας στα κρυφά συνεντεύξεις του Michael Moore, και κοιτούσε τις παλαιότερες διαφημιστικές καμπάνιες, από τις πρώτες αμήχανες αφίσες, μικρά προγουορχωλικά αριστουργήματα μέχρι τις ολοκληρωτικές τηλεοπτικές υπερπαραγωγές που θα ζήλευε ο Cameron με ψηφιακούς τάρανδους και κλωνοποιημένα ξανθά παιδάκια, θύματα πλαστικών γονέων, φανατικών της ευγονικής και της Arsenal. Όσο ξεφύλλιζε τα γκλος φύλλα των ντοσιέ, τόσο έτρεμαν τα ρυτιδιασμένα από τις καπιταλιστικές καταχρήσεις χέρια του, αλλά όχι από κούραση, αλλά από ντροπή και θυμό. Το μυαλό του –ελέω και τριών μίνι εγκεφαλικών- φούντωνε και αγωνιούσε, έψαχνε διέξοδο και τρόπους να επανορθώσει για τα ανομήματά του, σηκωνόταν όρθιος, περπατούσε πάνω κάτω λιώνοντας το γρανιτένιο δάπεδο υπό το βάρος των ενοχών του, ξανακαθόταν, δεν τον χώραγε ο τόπος. Πολύ σύντομα σταμάτησε να πηγαίνει και στον πανάκριβο ψυχολόγο του, συστημένος από τον άνθρωπο που πήδηξε την θετή του κόρη και των πληρώνουν 100 Ευρώ για να φαλτσάρει στο κλαρίνο του, τον Woody Allen, αναγνωρίζοντας την διαιώνιση της καταναλωτικής κουλτούρας ακόμη και στην αντιδραστική αμφισβήτηση της.

Υπήρξε και ένα διάστημα που αποτόλμησε να περπάτησει στα ίχνη του Unabomber, νοιώθοντας μια ανεπαίσθητη ταύτιση λόγω της γενειάδας και του γοτθικού περιβάλλοντος, αλλά βαθιά ειρηνιστής όπως τότε πίστευε, εγκατέλειψε αυτή τη πρακτική. Άσε που τα χέρια του δεν πολυπιάνουν, θα έσκαγε και κανα γκαζάκι των 70 λεπτών στα χέρια του και θα έτρεχε μετά να ανασύρει από τις ελβετικές καταθέσεις χρυσές λίρες του πολέμου για βιονικό χέρι Playmobil. Αναπόφευκτα λοιπόν, βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη σαν εκείνες που παθαίναμε δεκαέξι χρονών όταν βλέπαμε ένα μπούστο και ερωτευόμασταν και μας έφτυνε το κορίτσι, πήρε και αναρρωτική μέχρι νεωτέρας χωρίς φυσικά η προπαγανδιστική γραμμή παραγωγής να πάθει τίποτα, να ‘ναι καλά τα ψηφιακά εφέ, εδώ κοτζάμ Beowulf γυρίστηκε και δεν πήραμε μυρωδιά. Στην αρχή σκέφτηκε να κάνει τις συνταγές των γιατρών ευαγγέλιο και να κυλίσει στο γνώριμο μονοπάτι των χημικών, όπως παλιά που είχε τα παράπονα για πλάκα. Σε μια στιγμή διαύγειας όμως, μάλλον το τέταρτο εγκεφαλικό θα ήταν, είπε όχι σε όλα αυτά και νοίκιασε δυάρι στα Κάτω Πατήσια να την ακούσει με τον νεοελληνικό σουρρεαλισμό με την Γκερέκου βουλευτή (προ Γιώργου του 2ου τώρα αυτά που λέμε). Μεγαλεία σαν να λέμε.

Όλα αυτά όμως μέχρι τον καταραμένο Μάιο του 2005, χρονιά η οποία αντιδραστική όπως ήταν, ξεμπρόστιασε τον Νοστράδαμο (hardcore παλαιοημερολογίτης) κατά 7 χρόνια. Δύο τα μεγάλα δεινά εκείνης της εποχής, μια που ο Πάπας πήρε μετάθεση στα ιδιαίτερα του μεγάλου αφεντικού απογοητεύοντας πενηντάρες λυσσάρες μοναχές με δονούμενους σταυρούς διακοσμημένους με σβαρόφσκι, και μια που η Liverpool βίασε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική λογική και αξία κατακτώντας χάρη σε μια διεστραμμένη χωροχρονική καταιγίδα το Champions League μέσα στην Κωνσταντινούπολη εις βάρος της καλύτερης Milan έβερ. Ε, δεν άντεξε ο Μπίλλυς, το ‘φαγε το πέμπτο εγκεφαλικό, και σάλταρε για τα καλά. Ακολούθησε τις κακοτράχαλες από τον καιρό του Ζαχαριάδη διαδρομές του ένοπλου αγώνα και εντάχθηκε σε διάφορες μεταδεκαεπτανοεμβριανές ομάδες, όπως οι Εξεγερμένες Πετούγιες, τα Χειμερινά Τανγκό της Καταστροφής, τα Πυρωμένα Τηγάνια (με στενές σχέσεις με τις πρωτοβουλίες μαγείρων), Μετανοιωμένοι Λούμπεν Μικροαστοί και ο Λεωνίδας Φιλούσε Υπέροχα, (μια gay ομάδα με έδρα το Γκάζι κατά του σεξισμού) συνδιαλεγόμενος φυσικά με ασφαλίτες, κυπατζήδες, γόνους εφοπλιστών και εικοσάχρονες διψασμένες για σπαίρμα (ουδέν ορθογραφικό λάθος). Επιπλέον χάρη στις νέες του γνωριμίες, επιτέλους ανακάλυψε την απάντηση στο ερώτημα ‘τι σημαίνει Φεντεραλισμός’ ενλω ρίγος είχε προκαλέσει η τοποθέτηση του σε γιάφκα στη Μύκονο για το αν ο Τρότσκι έχεζε κόκκινα. Για λίγο καιρό ήταν μέχρι και στην Αντικαπιταλιστική Κίνηση 3ου Δημοτικού Εκάλης ο αδίστακτος, αλλά φοβήθηκε μην τον κατηγορήσουν για παιδεραστικές προεκτάσεις στο όνομα του ερωτικού ιμπεριαλισμού οι σύντροφοι, και αποχώρησε από την σχετική κατάληψη διακριτικά ένα κρύο βράδυ θυμάμαι του Φλεβάρη.

Μέσα στην ιδεολογική του αναγέννηση και τον ψυχικό του παλιμπαιδισμό όμως έγινε απρόσεκτος (ακυρώνοντας αυτόματα την συνδρομή του στο περιοδικό ‘Αντάρτικο Πόλεων for dummies’ από τις εκδόσεις DeAgostini) και κατέβαινε αδιακρίτως σε πορείες, αποκτώντας γρήγορα το παρατσούκλι ‘Κόκκινος Κουκουλοφόρος’, προσφέροντας φυσικά αδρό θέαμα για τα φθηνά κρύσταλλα των εξημερωτικών προγραμμάτων της τηλεόρασης. Τέτοια η μανία του, που μια φορά τον πέτυχε γνωστός κουλουρτζής του Συντάγματος (πρώην μεγαλοεισαγωγέας κασετών Betamax με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα) να πορεύεται μαζί με κάτι ρασοφόρους, αδελφάτα ολκής, που τα είχαν βάλει με τη παρουσία του αριθμού 666 σε βιβλία μαθηματικών. Όπως και να έχει, παρόλο τα παιδικά του ατοπήματα, ο ρομαντισμός και ο αυθορμητισμός του συγκρινόταν μονάχα με εκείνη του Hulk Hogan όταν εισέρχεται σε κατάσταση φρενίτιδας, τη γνωστή και ως Hulkmania, με αποτέλεσμα να ανατείλει μια νέα περίοδο στη ζωή του, να ανοίξουν τα μάτια του όπως του Αποστόλου Παύλου και να βιώσει αισθήματα αχαλίνωτα, και άγνωστα σε αυτόν στα προηγούμενα του χρόνια, όπως ο έρωτας, το πάθος, η αλληλεγγύη και εκείνο το αίσθημα απόγνωσης όταν τρως χαλασμένο γύρο από τον Σάββα. Τι Ντε Σαντ και κουραφέξαλα, άμα δεν χέσεις καφεκόκκινο χυλό, δεν έχεις ιδέα να πούμε.

Στη διάρκεια λοιπόν της αγωνιστικής του δράσης, ο Μπίλλυς βρίσκεται καταμεσής των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008, και γρήγορα συνειδητοποιεί τις ιστορικές του ευθύνες συμμετέχοντας ενεργά, εν αντιθέσει με τις παθητικές αστές αδερφές μοναχές του κομπιούτερ. Καταφέρνει, με τρόπο ακόμη ανεξήγητο, να βρίσκεται ταυτόχρονα στις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, της ΑΣΟΕΕ, της Νομικής και της Μέλπως που είχε κατσικωθεί στο ρετιρέ του Δημήτρη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αναβολή ρομαντικής εκδρομής στην Αράχωβα επειδή δήθεν ήταν fully booked από ΔΑΠιτες μελλοντικούς γενικούς γραμματείς. Παράλληλα, απαλλοτριώνει μαζί με ένα γκρουπ δεκαεξάχρονων emo κοριτσιών με δοκτορά στις πίπες, i-Phone κινητά τα οποία εν συνεχεία εκτοξεύει σε αμούστακα ΥΜΑΤ με την ελπίδα να βραχυκυκλώσουν τα ελαττωματικά κινέζικα τσιπάκια και να εκραγούν πάνω από τα φασόν λευκά κράνη των δυνάμεων καταστολής. Όμως, εκεί που πραγματικά θα ξεχωρίσει, είναι φυσικά στην πυρπόληση του δέντρου του Νικήτα (γνωστό και ως Γκαζόδεντρο) στις 8 του Δεκέμβρη. Αντιλαμβάνεστε φυσικά το μεγαλείο και τη συσσώρευση των συμβολισμών την σημαντική εκείνη τη στιγμή. Σαν άλλος Willem Dafoe στο Platoon, ο Μπίλλυς έπεσε στα γόνατά του, χτυπώντας τόσο βίαια στα φθηνά πλακάκια των πεζοδρομοεργολάβων της πρωτευούσης αποκλείοντας κάθε πιθανότητας μεταγραφής του στον Μονοκοιλιακό, και σήκωσε τα χέρια του στον αέρα όσο μπροστά του το κτηνώδες φαλλικό σύμβολο του καπιταλιστικού παρελθόντος του αναλωνόταν στις κατακόκκινες εξεγερμένες φλόγες του παρόντος του. Ήταν λεύτερος. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε πραγματικά ελεύθερος και απαλλαγμένος από υλική και άυλη εξάρτηση και ανάγκη, με τον ομφάλιο λώρο της από μέσα εξουσίας κομμένο, είχε φτάσει σε μια ψυχική νιρβάνα, σε μια ηρεμία που του επέτρεπε να παρακολουθεί την ζωή του σαν τρίτος

Σαν άλλος χουντικός φοίνικας αναγεννημένος από τις στάχτες του, λοιπόν συνέχισε αδιάλειπτα την επαναστατική του δράση μέχρι την δεύτερη εβδομάδα του Γενάρη, τότε που μπήκαν και οι στοκατζίδικες εκπτώσεις , οπότε και τον επισκέφθηκαν δύο σύντροφοι, ο Λευτέρης ο Στουμπής και ο Πάνος ο Πετράδης με τα σιδερένια τα βραχιόλια. Στην αρχή, έτσι όπως ήταν και οι δύο ντουλαπάτοι, νόμιζε πως γουστάρουν τριγωνικές πουστροανωμαλίες και σκέφθηκε πως μετά από τόσα χρόνια θα θυσίαζε την κωλοτρυπίδα του στον βωμό του ελευθεριακού έρωτα. Για καλή του τύχη όμως, τον ενημερώσανε πως ήταν ασφαλίτες και πως οι μέρες του τελειώσανε και έπρεπε να τους ακουλουθήσει στη ΓΑΔΑ.

Εκεί, στον περίφημο πια δέκατο όροφο που έχουν τουαλέτες από χρυσάφι και θερμόλουτρα με θειάφι, τον κεράσανε πορτοκαλάδα Έψα στο όνομα της εθνικιστικής πρωτοβουλίας μείωσης του εμπορικού ισοζυγίου, και τον βάλανε να υπογράφει διάφορες ομολογίες. Ο Μπίλλυς, αυθόρμητος όπως πάντα, σκέφτηκε πως για όσα περισσότερα ομολογούσε, τόσο καλύτερα για τους υπολοίπους που θα γλυτώνανε τις κατηγορίες. Είχε δει κάποτε το Double Jeopardy σε DVD, ένθετο στο Πρώτο Θέμα, ήξερε από τέτοια.

Έτσι λοιπόν, είχε πιαστεί το χέρι του να υπογράφει. Με τα πολλά, τον είχανε σε ομολογίες για μολότωφ, πετράδια, εμπρησμούς, εξύβριση κατά της αρχής και εξ’ αρχής, την δολοφονία του Παναγούλη(επιτέλους λύνοντας άλλο ένα αριστερό μυστήριο) τα Greatest Hits του Νταλάρα, το σεισμό του 2000, τα οφσάιντ που σφυρίζονται στον Cisse και την ασχήμια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έκτοτε, είναι καταγεγραμμένος ως προφυλακιστέος, αλλά τον κρατάνε στη ΓΑΔΑ σε stand-by μήπως και ομολογήσει σε πιο πρόσφατα εγκλήματα, όποτε αυτά ξεπερνάνε σε θεαματικότητα τις βυζάρες της Ελεωνόρας Μελέτη που ασφυκτιούν για λευτεριά κάτω από τα καταπιεστικά σουτιέν της.

Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Βασίλη, που αξίζει της προσοχής μας, ειδικά αυτές τις άγιες μέρες –που γίνονται και τα μεγαλύτερα όργια, τα ξέρω εγώ αυτά, τα διαβάζω στην Espresso- που ο πρωτόγονος εγκεφαλικός μας προγραμματισμός μας οδηγεί στην ψυχική αγαλλίαση των φίλων και συντρόφων μας με τα πάντα απαραίτητα στον τζίρο της παγκόσμιας χρεοκοπίας καταναλωτικά δώρα. Ο τύπος είναι πέρα για πέρα αληθινός, όπως ο Batman, ο Ρομπέν των δασών, ο Jeffrey Lebowski, ο Άρης Βελουχιώτης, η Lola, ο Καραγκιόζης, o Conan ο βάρβαρος, ο στρατιώτης Σβέικ και ο Σαραβάκος, όλοι αυτοί οι φανταστικοί ήρωες που τους έχουμε ανάγκη για να την παλεύουμε από την μια μέρα στην άλλη, σαν το λεπτό λαδάκι των γραναζιών του παλιού ρολογιού του παπού μας.


Άντε μωροί λινάτσες, Μαίρη Κρίστμας σε ούλους μας.

Saturday, December 19, 2009

Ανιχνεύοντας έναν γνώριμο

Γνωστό πολύ το σύνδρομο της Στοκχόλμης, από ταινίες, εφημερίδες και ανεκδοτολογικές ιστορίες στο διαδίκτυο. Μέχρι και τραγούδι από τους πολιτικοποιημένους πια Muse έχει γίνει. Λιγότερο γνωστό είναι το αντίστροφό του όμως, δηλαδή η συμπάθεια των απαγωγέων προς το πρόσωπο και την ψυχολογία των απαχθέντων, το σύνδρομο Lima όπως λέγεται. Άγνωστο και σε μένα φυσικά μέχρι σήμερα, αφού δεν είναι τόσο σύνηθες. Πιο σωστά, είναι σπανιότατο και αμφισβητούμενο μάλιστα από την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Λογικό βέβαια θα σκεφτεί κανείς. Διότι είναι πολύ περισσότερο στη φύση του ανθρώπου να είναι σαδιστής παρά συμπονετικός, να σκαλίζει τις τα τραύματα παρά να τα επουλώνει, διότι είναι στη φύση του ανθρώπου όταν δεν μπορεί να επιβληθεί και του επιβάλλονται, να γίνεται συγκαταβατικός, δουλικός και παρήγορος. Διότι είναι στη φύση του ανθρώπου να κινείται στα άκρα , να ακροβατεί και να αλλάζει ρόλους κατά το δοκούν σε μια πάλη εξουσίας και δύναμης. Υπάρχει παντού, στο συζυγικό χαστούκι, στις αναπάντητες κλήσεις, στο ερωτικό παιχνίδι, στη διδαχή, στην εργασία, στα χατίρια, ακόμα και όταν ο κηπουρός πετσοκόβει την τριανταφυλλιά για το δικό της καλό και για τη δική του αρέσκεια. Ίσως είναι το ένστικτο της επιβίωσης, ίσως το ένστικτο της προσαρμογής, δεν τα γνωρίζω εγώ αυτά. Όσο μεγαλώνω ξεχνώ άλλωστε.

Οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτοί οι εύθραυστοι ιστοί από μετάξι, και νερό μέσα στη δίνη των λεπτομερειών τους και στη βαναυσότητα της απλότητάς τους, δεν δημιουργούνται μονάχα από τη δυναμική εναλλαγή των ισορροπιών της ανασφάλειας και της μοναξιάς, αλλά απορρέουν κυριότερα από τη διαρκή άνιση σχέση μεταξύ δύο ατόμων, από την κτηνώδη επιβολή, την αντιδραστική στον φόβο του συμβιβασμού δύναμη, από μια ανοιχτή πληγή. Ο εξαρτώμενος και ο εκμεταλλευτής, ο σκληρός και ο μαλάκας, ο από πάνω και ο από κάτω, ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος. Ίσως ακούγεται μονόπλετρο και κυνικό, μα κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στη στρεβλή εικόνα του πόνου που μοιραζόμαστε όλοι μας.

Από μικροί μαθαίναμε πως ο πόνος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Όποτε χτυπούσαμε, τρέχανε οι μανάδες και οι πατεράδες μας, ενίοτε και οι γιαγιάδες μας, να μας περιποιηθούν, να μας προσέξουν, να μας νταντέψουν, να μας γιατρέψουν τον πόνο, να μας ταΐσουν και να μας φαρμακώσουν. Μας χαϊδεύαν και μας λέγανε λόγια γλυκά και παρήγορα για να μας περάσει. Λες και ήταν κάτι κακό, μια κατάρα, ένας δαίμονας. Κι όμως, δεν είναι έτσι, είναι διαφορετικά και πιο περίπλοκα, όπως πάντα άλλωστε. Ο πόνος είναι δάσκαλος ειλικρινής, μας συμμορφώνει, είναι η αιχμή και τα ακρότατα των αισθήσεών μας, που όταν απαλές μας γλυκαίνουν, και όταν σκληρές μας προειδοποιούν και μας προφυλάσσουν. Εκεί που αρχίζει και τελειώνει ο ηλεκτρισμός του κορμιού σου. Ότι πονάει όμως, είναι ζωντανό, άμα πονάει νοιώθει, άμα πονάει υπάρχει. Ο πόνος ξυπνάει, ο πόνος γιατρεύει, ο πόνος προσέχει και νουθετεί, ο πόνος το μέτρο εκείνο της ευτυχίας και της απόλαυσης, ο πόνος εκείνος που αλλάζει ανάλογα από πού τον κοιτάς.

Έτσι λοιπόν μπορεί το θύμα του σαδιστή να παραμερίζει τη λογική του και να ξεγελά την αδύναμη του θέληση με το τρικ του πόνου, με τα ταχυδακτυλουργικά της ψυχής. Νοιώθει εμπιστοσύνη πως ο πόνος θα τον υπηρετήσει, πως στο τέλος, όπως και παλιά, θα βγει κερδισμένος, σοφότερος και δυνατότερος, ελπίζει στην ανταμοιβή την οποία και προσμένει. Μπορεί να έχει και δίκιο. Το θύμα διαλέγει το θύτη του, η σχέση περιπλέκεται, υπάρχει ένας αντίστροφος έλεγχος που δύσκολα διαβάζεται, ποιός το θύμα και ποιός ο θύτης, ποιός ο σαδιστής και ποιός ο μαζοχιστής; Από τον διχασμό του μυαλού και τη μαθητεία του πόνου μπορεί να αναγεννηθεί ο πονεμένος σε έναν νέο σαδιστή, να διαιωνίσει τον κύκλο του παρελθόντος του αναζητώντας τον δάσκαλό του (ή τον εαυτό του του;) σε άλλες μορφές, όπως οι τυπικές ψυχολογίες προβλέπουν στο πίσω μέρος των δημητριακών.

Μα οι πραγματικότητες αλλάζουν, μπορούν δηλαδή. Ο σαδιστής και ο μαζοχιστής είναι μαζί, συγκατοικούν και προσπαθούν να συγχρονιστούν να γίνουν ένα, να γίνουν το ολόκληρο σε αρμονία και ειρήνη. Μα όσο δεν τα καταφέρνουν, ο πόνος από γλυκός, από χρήσιμος, κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός, και εναλλάσσοντας ρόλους όπως χρειάζεται και υπάρχει ανάγκη, ο ξενιστής ταλαντεύεται στη πάλη του, και στη πορεία του δημιουργεί θύματα και ενόχους, σημάδια στην διαδρομή του χρόνου, που συγκλίνουν και αποκλίνουν, μια γραφή που φωνή δεν βρίσκει καθαρή στη ιστορία της. Το ίδιο το ρήμα, πονάω, περίεργο πως δεν έχει παθητική φωνή, αλλά μόνο τα άρθρα αλλάζουν. Πονάω, σε πονάω, πονάω, για αυτό σε πονάω.

Υπάρχουν βέβαια οι ιδέες της ελπίδας, της καλοσύνης, της φροντίδας, του σεβασμού, της στοργής, της κατανόησης, της ηρεμίας, φωτεινές πυγολαμπίδες σε σκοτεινά δωμάτια. Της σπρώχνεις με το χέρι σου να φύγουν, ενοχλητικές, παρασιτικές στο βούισμα τους, λίγο πριν φυγαδευτούν, όταν αυτές θελήσουν, αλλιώς το πρωί να σε ενοχλήσουν, με άλλη μορφή, με άλλο τραγούδι. Πάντα υπάρχουν αυτές οι ιδέες, μα στο τέλος, εκεί που ζυγίζονται όλα, εκεί που μετράμε τις απώλειες και τα κέρδη, στο τέλος του νήματος λοιπόν. Εκεί, πάντα ο αδικημένος μασκαράς, αυτός που στη πλάτη του κουβαλά τις αμαρτίες μας, που ντύνεται στα κουρέλια μας, αυτός που μπορεί τα παιδιά μας να τον συγχωρήσουν, αυτός πάντα βγαίνει λίγο παραπάνω, λίγο μεγαλύτερος. Άλλωστε αυτές οι ιδέες, οι έννοιες και τα συναισθήματα προκαλούν και το ζόφος, το συγχωρούν και το προσκαλούν, το καλλιεργούν, ίσως και ηθελημένα, τους αρέσει να δίνουν ακόμη και τις πιο περίεργες στιγμές. Έτσι και το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Περίεργα που είναι τα πράματα στο απέραντο μας μυαλό, πόσο επικίνδυνο το φλερτ με τη γοητεία του άγνωστου, του δικού μας άγνωστου, πόσο λεπτές οι διαφορές. Για αυτό σου λέω, μην απορείς λοιπόν, πως μετά από διαλλείματα και λοξοδιαδρομές, στα ίδια μονοπάτια γυρνώ.


Πάντα θα πιστεύω πως ο ταυρομάχος, αυτός ο θρασύδειλος el matador, πάντα κάπου βαθιά μέσα του, θα το θέλει πολύ, θα διψά για τον ταύρο να γευτεί τα λίγα δευτερόλεπτα αξιοπρέπειας που του αξίζουν πριν τον δολοφονήσουν, θα παρακαλά ο ταύρος να τον κερδίσει και να τον χτυπήσει.

Friday, December 18, 2009

Μιλάνε οι ξεβράκωτοι

Το γεγονός πως το διεθνές κεφάλαιο έχει επιλέξει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ως στόχο για τον αποπροσανατολισμό των αγορών από μεγαλύτερα και βαθύτερα προβλήματα που εγκυμονούν στις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών, είναι κάτι το οποίο το αντιληφθήκαμε έντονα στο κερδοσκοπικό πανηγύρι των τελευταίων εβδομάδων, με αποκορύφωμα την ‘υποβάθμιση’ του Ελληνικού κράτους από την Fitch στις 8 Δεκεμβρίου. Σε νέα υποβάθμιση προχώρησε και η Standard’s and Poor’s, θέλοντας σε πρώτη ανάγνωση να διατηρήσει μερικά ψήγματα αξιοπιστίας εναρμονίζοντας την αξιολόγησή της με εκείνη της Fitch, και σε μια πιο κυνική και ρεαλιστική αντίληψη, να επιτρέψει ένα νέο κερδοσκοπικό γύρο. Αξιοσημείωτο είναι φυσικά το γεγονός πως με ενδιάμεση έκθεση της η S&P στις 7η Δεκεμβρίου, είχε προειδοποιήσει και δώσει διορία 2 μηνών (!) στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει δραστικά μέτρα για την περικοπή του ελλείμματος. Λαμβάνοντας υπόψη πως υπάρχουν τουλάχιστον άλλος ένας μεγάλος οίκος αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας (Moody’s), είναι λογικό και πάρα πολύ πιθανό πως θα υπάρξει άλλο ένα κερδοσκοπικά χτύπημα στην ελληνική αγορά.


Τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποιο σενάριο φαντασίας, ή μαζική μανία καταδίωξης, αλλά την σκληρή πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως παρόλο την επί δεκαετίες αποτυχημένη πορεία των θεσμοθετημένων και αναγνωρισμένων φορέων της παγκοσμίως εναρμονισμένης οικονομικής σκέψης και εφαρμογής (οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το σύστημα των κεντρικών τραπεζών και ούτω καθεξής) η αγορά επιμένει να τους εμπιστεύεται και να τους ακολουθεί με τα γνωστά επακόλουθα (Αργεντινή, Φινλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ελλάδα τα πιο πρόσφατα φανερά παραδείγματα). Άλλωστε πώς να πράξει διαφορετικά, αφού δε μιλάμε για μια οικονομία παραγωγής και ανάπτυξης, αλλά για μια οικονομία κερδοσκοπίας και ελέγχου όπου ακόμα και οι κρίσεις χαρακτηρίζονται ως περίοδοι ευκαιριών; Άλλωστε πως γίνεται να ασκηθεί κριτική σε ένα σύστημα το οποίο μέσω του κράτους πρόσφερε προκλητικό πακέτο εγγυοδοσίας δεκάδων δισεκατομμυρίων στις εμπορικές τράπεζες (το οποίο αρνιόντουσαν πεισματικά ώστε να μην υποβαθμιστούν οι μετοχές τους στο χρηματιστήριο), οι οποίες δανείζονται ευνοϊκά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1%, την ίδια στιγμή που ο αρχικός εγγυοδότης (το κράτος) δανείζεται με πολύ χειρότερους όρους υπό το βάρος του spread των ομολόγων (1); Άλλωστε πώς να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση και κουβέντα, όταν γίνεται τόσο απροκάλυπτα μεταφορά πλούτου και εξουσίας;


Η Standard’s and Poor’s στην έκθεσή της κάνει λόγο για ενδογενείς χρόνιους παράγοντες που δεν θα επιτρέψουν τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, παραπέμποντας φυσικά στο ‘βαρύ’ ελληνικό κράτος, το κρατικοδίαιτο εγχώριο κεφάλαιο, τη διαφθορά, την γραφειοκρατία και την δυσπιστία ξένων επενδυτών σε αναπτυξιακές εφαρμογές. Πράματα δηλαδή τα οποία είναι γνωστά στην ημεδαπή και στο εξωτερικό από το 1974 και είναι εκ των ουκ άνευ, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε την παράδοση διαστρέβλωσης οικονομικών στοιχείων προς την ΕΕ αρχής γενομένης από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, με αποκορύφωμα τις περίφημες απογραφές και επιτηρήσεις. Επιπλέον, η έκθεση (ή απειλητικό σημείωμα) επαναλαμβάνει τους σαφείς πλέον υπαινιγμούς για συγκυβέρνηση ανάγκης, παρόλο την δεδομένη παρούσα πολιτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ με άνετη βουλευτική πλειοψηφία, την εν μέσω πλήρους αποδιοργάνωσης σύμπνοια της ΝΔ, και φυσικά την παταγώδη αποτυχία της μοναδικής στην ιστορία της μεταπολίτευσης συγκυβέρνησης. Το να πιστεύει κανείς πως την αναφορά την έγραψε ένα άσχετο με γυαλάκια και ζελ στο μαλλί golden boy, που φοβάται την θέση του μετά τις αποτυχημένες αξιολογήσεις του δεύτερου μισού της τρέχουσας δεκαετίας που συνεισέφεραν στην παρούσα οικονομική κρίση, είναι εξίσου αφελές με το να πιστεύει κανείς πως η παρούσα κατάσταση μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με ιδία μέσα.


Ως προς τον τυπικό σκοπό που υποτίθεται εξυπηρετούν τα οργανωμένα σώματα του διεθνούς κεφαλαίου, είναι σαφές πως έχουν ξεβρακωθεί πλήρως στα μάτια ενός απλού θεατή, αλλά τους πραγματικούς τούς στόχους, τους επιτυγχάνουν διαρκώς με απόλυτα διαχειριζόμενα αποτελέσματα. Ξεβράκωτο είναι φυσικά το ελληνικό κράτος -όπως πάντα άλλωστε- το οποίο με ταχύτατους ρυθμούς θα πρέπει να κάνει υποχωρήσεις σε γεωπολιτικά ζητήματα όπως οι αμυντικές δαπάνες (2) και οι αγωγοί φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να βρει νέους ευρηματικούς τρόπους να ‘εξαφανίσει’ τις δημοσιοοικονομικές του τρύπες, όσο θα ρίχνει τις τελευταίες του ριπές στον κοινωνικό του χαρακτήρα εκποιώντας σε ευκαιριακές τιμές τη δημόσια περιουσία. Μέτρα χαμηλού λαϊκισμού (3) εξυπηρετούν μονάχα επικοινωνιακούς σκοπούς εσωτερικής κατανάλωσης σε μια οικονομική διαχείριση που στερείται στρατηγικής, προοπτικής και ολοκληρωμένης σκέψης σε βάθος χρόνου.


Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Μα φυσικά η επιβεβαίωση των πολλαπλών επιπέδων εκμετάλλευσης και αδικίας, τα οποία λειτουργούν από πάνω προς τα κάτω και εξυπηρετούν οργανωμένα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα στον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, η αποδυνάμωση του κράτους, αλλά και μικρότερων συλλογικοτήτων, συνεχίζεται στους οικονομικά φιλελεύθερους δρόμους του εκβιασμού και της αρπαγής, όσο οι κοινωνικές αδικίες εντείνονται και περιχαρακωνόμαστε ολοένα και πιο πολύ σε νησίδες εγωισμού και μικροσυμφερόντων ανταγωνίζοντας τυφλά ο ένας τον άλλο. Εθελοτυφλούμε τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, επιτρέποντας τον συνεχόμενο αυτό βιασμό και εξευτελισμό της ανθρωπιάς μας, υπονομέυοντας τόσο την οικονομική όσο και την δημοκρατική μας αυτοτέλεια και ανεξαρτησία.


Εν μέσω αυτής της τρομοκρατίας, αντιδράσεις πρέπει να υπάρξουν και θα υπάρξουν, πολλές από των οποίων δυστυχώς προς τις λάθος κατευθύνσεις (όπως π.χ. την μαζοχιστική ενδυνάμωση του δικομματισμού). Όποια όμως και να είναι η συνέχεια, έχουμε τουλάχιστον την υποχρέωση επί του παρόντος να αναγνώσουμε τους πραγματικούς μηχανισμούς που διαμορφώνονται και λειτουργούν στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και στο μέλλον να θυμόμαστε αυτές τις μέρες ώστε να προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε ανάλογες ενέργειες. Και φυσικά, όσο μπορούμε να αντισταθούμε και να διατηρήσουμε ένα ελάχιστο της αξιοπρέπειας και του πολιτισμού μας, γιατί άλλωστε στο τέλος δε μετράει με πόσα χρήματα στη τσέπη μας θα καταλήξουμε, αλλά πόσο άνθρωποι θα παραμένουμε.



(1) Αυξάνοντας λοιπόν το κόστος δανεισμού, επιβαρύνοντας το δημοσιοοικονομικό έλλειμμα ακόμα περισσότερο, και έτσι διαιωνίζοντας τη μέγγενη του δανεισμού.

(2) Των οποίων οι μίζες δεν πρόκειται φυσικά να περιοριστούν από ευφυολογήματα όπως ο κώδικας δεοντολογίας του Ε. Βενιζέλου.

(3) Το έκτακτο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι φυσικά καλύτερο από το να μην υπήρχε καθόλου, αλλά ο αδιαμαρτύρητος τρόπος με τον οποίο τον υποδέχτηκαν οι πιο κερδοφόρες εταιρείες καταδεικνύει τον αναιμικό του χαρακτήρα, ενώ η φορολογία 90% επί των μπόνους των τραπεζικών στελεχών είναι μια αστειότητα, αφού μπορούν κάλλιστα να διανεμηθούν οι αμοιβές αυτές με άλλες μορφές (μετοχές, πιστώσεις, αυτοκίνητα, offshore, κλπ).

Saturday, December 05, 2009

Ένας μετρονόμος από αλλού

Ξέρω πως υπάρχει η πεντατονική κλίμακα χωρίς φυσικά να γνωρίζω τι σημαίνει αυτό. Τα μάτια μου προσπαθούν μάταια να μου εξηγήσουν πως χρησιμοποιείται για αιώνες ακόμη και στα ηπειρώτικα τραγούδια, αλλά η μνήμη μου ανακαλεί την ασχετοσύνη μου στο μάθημα της μουσικής όσο τα αυτιά μου παραπονιούνται που δεν μπορούν εν γένει να καταλάβουν και πολλά παραπάνω από το Be There των UNKLE. Α, το μάθημα της μουσικής, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης φάλτσων νοτών, και το τέλος της ψυχικής υγείας μιας δασκάλας.


Ένας φίλος μου πρόσφατα, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, αναρωτιόταν περί της φυσικής έλξης των έμβιων προς την αρμονία της μουσικής, και τη σχέση της ανατομίας του αυτιού και της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος προς αυτή. Λίγα μπορούσα να σκεφτώ, το θεωρούσα αυτονόητο και φυσιολογικό, από την ίδια λάσπη το μυαλό και το αυτί, το θρόισμα των φύλλων, και το πάφλασμα των κυμάτων, τα μουρμουρητά και τα δάκρυά μας, από την ίδια λάσπη οι ιαχές των κτηνών, τα τιτιβίσματα των πτηνών, ίδιος ο πόνος και η μιζέρια στα ζωντανά, ίδια η αγάπη και το αίμα, ίδιος ο φόβος της βροντής. Θυμάμαι μικρός στο σχολείο, (πάλι) που ένας μεγαλύτερος για να εντυπωσιάσει μια άσχημη χοντρή γκόμενα, της είχε πει ότι δεν πίστευε στον θεό, αλλά θρησκεία του ήταν η φύση και το ανεξήγητό της. Βλακεία αλλά σίγουρα εντυπωσιακό για γυμνασιόπαιδα.

Πολλά από τα εκπληκτικά ονόματα της μουσικής έμαθαν το όργανο με τα οποίο έγιναν πρόσκαιρα αθάνατοι από μόνοι τους, δίχως να ξέρουν από κλίμακες, τόνους και τα υπόλοιπα που τόσο περίεργα ξεδιπλώνονται σε μια παρτιτούρα. Έτσι λοιπόν όπως στραβά σκέφτεται η κουτουρού μου, αναρωτιέμαι τι θα γινόταν άμα σε ένα παιδί του δίναμε ένα πιάνο και έναν μετρονόμο. Άλλα όχι έναν οποιοδήποτε μετρονόμο, όπως τον αναλογικό μαύρο Wittner 806, αλλά έναν μετρονόμο διαφορετικό, βγαλμένο από τις ταινίες του Tim Burton, έναν μετρονόμο που δεν κρατά το ρυθμό σωστά, μα αντίθετα, από κάποια μνήμη ξύλινη σκέφτεται τις εξεζητημένους πρωτογονισμούς του Geoff Barrow, κι άλλες φορές μεθάει πλήρως κι δίνει στίγμα μουσικό ασύλληπτο και παράδοξο. Πως ακριβώς θα μάθαινε το παιδικό ταλέντο, τι θα γινόταν; Πες μου, ξέρεις τι θα γινόταν;


Άραγε και το μυαλό σαν ένα αποσπασματικό εκκρεμές δεν λειτουργεί, έτσι σαν μια ναυαγημένη βαρκούλα που στο έλεος μιας απλής φουσκοθαλασσιάς γέρνει και χορεύει σαν μικρό παιδί. Άραγε γιατί κάνω συνεχώς παρομοιώσεις; Υπεκφυγές μάλλον. Σίγουρα δηλαδή. Αλλά έτσι το ρημάδι το μυαλό μου, μια εδώ και μια εκεί, ποτέ κάπου σταθερά, πάντα σχεδόν τυχαία. Μέχρι φυσικά στόχους να βρω, γρήγορα να απογοητευτώ και να αποχωρήσω, ωσότου πάλι ο κύκλος επαναληφθεί. Όμως ποτέ με τον ίδιο ρυθμό, ούτε με το ίδιο μέτρο, κι ας αλλάζουν οι άνθρωποι, οι εποχές, οι στιγμές, κι ας μένουν όλα ίδια. Τώρα με φαντάζομαι πάνω σε αυτό το εκκρεμές, βίαια να ταλαντεύεται πέρα δώθε, κι εγώ παγιδευμένο πιθηκάκι πάνω του, μια να ουρλιάζω τρομαγμένος σε βοήθεια, μια να τραγουδώ μεθυσμένος, μια να μονολογώ με εμμονή. Άλλη μια παραβολή για τη ζωή, ατυχής, φθηνή και γελοία.

Κάτι ήθελα να γράψω τώρα, αλλά δεν θυμάμαι τι.



Ύστερα όμως, έρχεται η βροχή, με τη δική της μουσική και ρυθμό, και το βλέμμα μου καρφώνεται, στον τρόπο με τον οποίο τυλίγει τα πάντα και τα γλύφει, στη δικιά της γλυκιά μουσική έτσι όπως την θνητή μου και μάταια μου φύση θυμίζει, όπως το φως από τη φλόγα ενός αναπτήρα παλεύει με τις σκιές στο πρόσωπό της. Με την δική της λοιπόν υπεροχή, ηρεμώ και σωπαίνω.