Λυπάμαι που αναγκάζομαι να σου γράψω υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αλλά να, δεν ξέρω πως, μάλλον εγώ φταίω γλυκιά μου έτσι όπως παραμέλησα τα σοσιαλιστικά μας παιδιά, έτσι όπως τα άφησα στην αυλή του πληροφοριακού μας ονείρου να αλληλοσπαράσσονται. Τα ρυτιδιασμένα μου χέρια δεν τρέμουν πια από τη ντροπή, μα εξακολουθούν και πάλλονται από την ντροπή και το θυμό μου, έτσι όπως τώρα πρέπει να απολογηθώ και τα ράφια της ιστορίας να ισιώσω. Μου είναι τόσο δύσκολο αγαπητή μου μπιρμπιλομάτα, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Χρυσή μου, και τη πένα του Μάρκες να είχα, πάλι τη μετάνοια μου δεν θα μπορούσα να την εκφράσω όπως πράγματι θα ήθελα. Είναι στο νου μου, μα πώς να με καταλάβεις;
Άμα άντεχα μια αλήθεια να σου πω, αυτή είναι το ‘σ’ αγαπώ’, μα άμα μπορούσα κι άλλη, θα σου ‘λυνα μια απορία μεγάλη. Δεν φταις μήτε εσύ, μήτε εγώ, μήτε ο G.A.P., μήτε η Angela, μήτε το άλλο το στρουμπουλό. Άσε για λίγο την ενοχική ματιά στη σύγχρονη ιστορία σου να περιπλανηθεί στις γλυκές νουάρ αφηγήσεις του Hugo Pratt, και πίστεψε με όταν σου λέω πως ούτε τα Ες Ες και οι Ναζί φταίνε για το σώβρακό μου το τρύπιο. Βλέπεις αθώα μου Steffi, όσο τσακώνονται δήθεν τα πολιτικά κουστούμια μεσούσης hi-tech τηλεδιασκέψεων, οι μασόνοι τραπεζογύπες τσιμπολογάνε τα τελευταία ψίχουλα από το σάπιο κουφάρι του ελληνικού κατασκεύασματος, την ιδέα ενός αποτυχημένου τεχνάσματος, τη γνώριμη δυσοδία ενός μειάσματος.
Το έλλειμμα μου δεν το εξαφανίζει ούτε ο David Copperfield, μα και το σθένος μου βλέπεις δεν το λυγίζει ούτε ο Uri o Geller. Βγήκε το φουσκωτό ‘Πάγκαλος’ -ναυπηγημένο εντός των κατά των συνθηκών συνόρων μας- και με τους κανονιοβολισμούς του περί κατοχικού δανείου και πολεμικών αποζημιώσεων, προσπάθησε να δυναμιτίσει τις σχέσεις μας επειδή γενήκαμε οι κλεφτοκοτάδες της ένωσης. Ζηλεύει παιδί μου, διότι όταν από τη δεκαετία του εξήντα ερχόντουσαν οι ορδές των ενοχικών Γερμανών χίππηδων προσπαθώντας εξισώσουνε την κατάσταση με τα μάρκα τους βλέποντας να δούνε από κοντά τα μέρη που λεηλάτησαν και σφάξανε οι πατεράδες τους, αυτός το έπαιζε κουμουνιστής και δεν του καθόταν καμία ξανθομαλλούσα βισιγότθα. Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα βέβαια θα έρχεται το νέο κύμα, ενοχικών τουριστών, οι απόγονοι των τραπεζιτών της Deutsche Bank, και θα αφήνουν μαραμένα γαρύφαλλα στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος, ένας ελάχιστος φόρος τιμής στα σύγχρονα θύματα του οστρογοτθικού ιμπεριαλισμού.
Όλα είναι κύκλος, και πλησιάζοντας την απόλυτη ιστορική νιρβάνα που θα έλεγε και μια γνωστή μου, επιστρέφω στις ραγιάδικες μου ρίζες, γίνομαι επιτέλους γνήσιος κουτοπόνηρος, και όχι αυτό το ellinas που μας είχανε φορτώσει 200 χρόνια οι ξενέρωτοι διαφωτιστές. Γλυκιά μου Steffi, δεν θέλω να ανησυχείς, είμαι καλά και όσο ξεφτιλίζομαι τόσο καλύτερα νοιώθω, σαν από τα πυελούς που κατάμουτρα τρώω να αναγεννιέμαι. Διότι βλέπεις στρουμπουλή μου Βαλκύρια, είναι στη φύση μου εκεί που δεν με περιμένουν, εκεί που δεν με πιστεύουν, να κάνω ένα τσαφ και ένα μπραφ και ξανά τα strobe lights του πολιτισμού να δίνω στον κάθε Ούννο.
Για να δεις πως δε σε πειράζω με λόγια ψεύτικα και ελπιδοφόρα, δώσε βάση σε παρακαλώ πως θα βγάλω το εισιτήριο μου με τον νέο γίγαντα των ελληνικών αερογραμμών. Όπως ξέρεις δεν έχω τίποτα παρά μερικά ευρώ υπό την μορφή χάλκινων νομισμάτων και κουπονιών του Carrefour. Εσύ λοιπόν θα μου δανείσεις 300 Ευρώ για το εισιτήριο, το οποίο όμως θα στο ξεπληρώσω αμέσως. Πως; Πάρα πολύ απλό. Θα εκδώσω ένα προσωπικό ομόλογο με εγγύηση ταχυφαγείου και αξιολόγηση τοκογλύφου, το οποίο φυσικά θα αγοράσεις με ένα ευνοϊκό επιτόκιο 3% το οποίο θα στο καταβάλλω και μπροστά (12 ευρώ) για να δεις πόσο κιμπάρης είμαι.
Πρέπει όμως να σε αφήσω γλυκιά μου, θα συναντηθώ με κάτι συντρόφους για να συζητήσουμε πως τα αλλοδαπά έχουν φάει τις τίμιες θέσεις εργασίας των ημεδαπών στα φανάρια. Προτού όμως σφραγίσω αυτό το γράμμα με το άρωμα της απλυσιάς μου θα σε αφήσω με ένα τσιτάτο ενός συμπατριώτη σου: ‘Ο ύπνος είναι το επιτόκιο που πληρώνουμε για το δάνειο που εξοφλείται με το θάνατο. Όσο πιο υψηλό το επιτόκιο και όσο πιο συχνά πληρώνεται, τόσο περισσότερο αναβάλλεται η ημερομηνία της τελικής αποπληρωμής.’ Το ξέρω, είναι τελείως άσχετο και βλακώδες, αλλά είπα να το πετάξω μπας και σε προβληματίσω περί της ασυδοσίας του παγκόσμιου δανειοληπτικού συστήματος.
Σε φιλώ Steffi μου. Προσμένω ένα κρύο απόγεμα να αγναντεύουμε το λιμάνι του Αμβούργου λίγο πριν πάμε να δούμε την Saint Pauli, να τραβάω τα πυρόξανθα μαλλιά σου και έτσι ένα τυχαίο φίλτρο στις δύουσες αχτίδες του ηλίου να φτιάχνω. Σε φιλώ και σε σκέφτομαι Steffi μου.