Pages

Friday, February 05, 2010

Αθλητικοί συσχετισμοί εν τη Αλβιώνα τη γραία

Είναι φοβεροί αυτοί οι Άγγλοι. Πίνουν μπύρες από τις δώδεκα και εφευρίσκουν σπορ στα οποία δεν μπορούν να κερδίσουν.

Τρανότερο παράδειγμα είναι φυσικά το αγαπημένο σε όλους μας ποδόσφαιρο όπου ναι μεν έχουν το καλύτερο πρωτάθλημα στο κόσμο, αλλά σε εθνικό επίπεδο το καλύτερο που έχουν να επιδείξουν είναι ένα παγκόσμιο κύπελλο το 1966 με το γνωστό γκολ φάντασμα για το οποίο μέχρι και καθηγητές φυσικής ασχολούνται. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε ‘επίσημα’ το 1863 στην Αγγλία με την δημιουργία της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (Football Association), αλλά οι ρίζες του απαντώνται στον Μεσαίωνα με χαρακτηριστικότερες αναφορές τις συνεχείς απαγορεύσεις του αθλήματος από τους βασιλιάδες της Αγγλίας (με πρώτο τον άχρηστο Εδουάρδο τον 2ο, γνωστός από το κέρατο που έφαγε από τον Mel Gibson στο Braveheart) πριν και κατά τη διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου. Από τη μια η βασιλική αριστοκρατία ενοχλείτο από τη φασαρία και την ασχήμια του λαϊκού αθλήματος στους δρόμους των πόλεων, και από την άλλη εθεωρείτο απαράδεκτο το προλεταριάτο της εποχής να ασχολείται με τέτοια ζητήματα και να μην εξασκείται στην τόσο απαραίτητη για τον εθνικό ιμπεριαλισμό τοξοβολία!


Αιώνες μετά, το ποδόσφαιρό παραμένει το ίδιο λαοφιλές και συγκινητικό, και πλέον έχει την επιχορήγηση και στήριξη του κεφαλαίου με κάθε πιθανό τρόπο με τους καλύτερους παίχτες του να διαφημίζουν αντιπυτιριδικά σαμπουάν και πανάκριβα εσώρουχα. Όσο για τους Άγγλους, έχουν καταφέρει και έχουν εγκαθιδρύσει το καλύτερο και ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου, χάρη κυρίως στην ίδια τους την τρέλα για τη στρογγυλή θεά. Χαρακτηριστικό αυτής της εκπληκτικής μανίας, είναι πως φέτος, μέχρι στιγμής και μεσούσης οικονομικής κρίσης, η Premier League καταφέρνει και έχει μέσο όρο πληρότητας γηπέδων 91%, ένα ποσοστό ονειρικό σε επίπεδα ονείρωξης για την ταπεινή πλην βαμμένης στα πράσινα δικής μας Superleague. Οι Άγγλοι σίγουρα αγαπάνε το άθλημά τους, και αυτό με τη σειρά του τους επιβραβεύει με θέαμα και συγκινήσεις, αλλά κάθε καλοκαίρι έχουν πάντα εκείνο το ίδιο γλυκόπικρο παράπονο στα χείλη τους εξαιτίας των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων που τους προσφέρει η εθνική τους ομάδα.


Ευτυχώς για αυτούς, το καλοκαίρι παίζεται το προσωπικά πολυαγαπημένο μου κρίκετ, του οποίου οι πρώτες αναφορές ύπαρξης χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα στη νότιο Αγγλία εν μέσω κάποιας καλοκαιρινής απογευματινής ραστώνης. Το ακριβώς αντίθετο του ποδοσφαίρου, το κρίκετ παίζεται τις καθημερινές σε ώρες που ο φυσιολογικός κόσμος δουλεύει, σταματάει με την πρώτη ένδειξη βροχής, και διαρκεί άπειρες ώρες μέχρι μέρες. Η ομορφιά του αθλήματος βέβαια δεν έγκειται στο να το παίζεις, αλλά στο να το παρακολουθείς από την κερκίδα με ένα παγωμένο Pimm’s και να σχολιάζεις ανέμελα φορώντας ένα αστείο καπέλο όσο οι περισσότεροι από τους παίχτες στο γήπεδο κάνουν πάνω κάτω το ίδιο άκριβως πράμα με εσένα. Ίσως το πιο μποέμ άθλημα που θα μπορούσε να διανοηθεί ανθρώπινος νους, οι Άγγλοι πρόλαβαν και το διέδωσαν στις αποικίες τους, οι οποίες με τη σειρά (με κύριους πρωταγωνιστές την Ινδία και το Πακιστάν) τους ξεπληρώνουν τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις της παλαιάς αυτοκρατορίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν είναι πως δεν έχουν επιτυχίες τους οι Άγγλοι, αλλά συνήθως το να παρακολουθείς ένα τουρνουά κρίκετ που συμμετέχει και η Αγγλία, είναι σαν να παρακολουθείς έναν φιλόδοξο πολεμάρχη να οδηγεί αργά αλλά σταθερά τον στρατό στην ολοκληρωτική σφαγή, ή κάποιον να ετοιμάζεται ενδελεχώς για ένα ραντεβού, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως έχει αργήσει λίγο λιγότερο από μια ημέρα. Αν μη τι άλλο, το κρίκετ είναι από εκείνα τα αθλήματα το οποίο αποδεικνύει, ότι δεν έχει σημασία ούτε η νίκη, ούτε η συμμετοχή, αλλά το να διασκεδάζεις χωρίς να πολύ - καταλαβαίνεις γιατί. Κάπως δηλαδή όπως και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Άγγλοι το παρελθόν της Αυτοκρατορίας και το παρόν της Κοινοπολιτείας.


Το κρίκετ βέβαια δεν είναι τόσο γνωστό σε εμάς, όσο για παράδειγμα το water polo (γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση ελληνιστί) το οποίο, ναι, καλά καταλάβατε είναι κι αυτό άλλη μια αγγλική αθλοπαιδιά η οποία ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα σαν επίδειξη κολυμβητικής ικανότητας, αν και πολύς κόσμος πιστεύει πως ήταν ένας ακόμη τρόπος για τους ομοφυλόφιλους Άγγλους να αλληλοτραβάνε τα βρακάκια τους. Ή και όχι. Αν και στα υπόλοιπα ομαδικά αθλήματα που έχουν εφεύρει, είναι κάπου στο μέσο του ανταγωνισμού, σχετικά με την επιτυχία τους στο συγκεκριμένο άθλημα, οι Άγγλοι ήταν εντυπωσιακά απόλυτοι. Κερδίσανε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1900, το 1908, το 1912 και το 1920 και ύστερα αποφασίσανε πως ήταν ιδιαίτερα κουραστικό και ενοχλητικό να ανταγωνίζονται τις υπόλοιπες ανάγωγες χώρες (παραδόξως όχι πρώην αποικίες ή χώρες της Κοινοπολιτείας, αλλά χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Ουγγαρία φυσικά) που όχι μόνο αποφασίσανε πως θα παίζανε κι αυτές το ίδιο άθλημα, αλλά θα κερδίζανε κιόλας. Παρόλο που οι Άγγλοι έχουν περισσότερες κλειστές πισίνες από ότι δημόσιες τουαλέτες, η τύχη του αθλήματος στην Αγγλία αγνοείται μεταξύ ανυπαρξίας και αστειότητας. Λογικό λοιπόν οι φίλτατοι Εγγλεζάδες να επιστρέψουνε στο ακόμη πιο δύσκολο και επίπονο rugby.

Το rugby έχει κοινές ρίζες με το ποδόσφαιρο, τόσο ως προς τους τη φιλοσοφία και τους κανόνες όσο ως προς και την απήχηση. Άλλο ένα άθλημα του λαού δηλαδή, του οποίου το όνομα το οφείλει στην πόλη του Rugby, από όπου και έλαβε τους πρώτους του επίσημους κανόνες το 1845. Την σημερινή εποχή έχει δύο μορφές (το κλασσικό Rugby Union και το πιο άγριο και θεαματικό Rugby League) οι οποίες και οι δύο είναι χίλιες φορές ανώτερες από το αηδιαστικό παραγωγό του, το πνιγμένο στην ντόπα αμερικάνικο football, ενώ είναι και το μοναδικό παιχνίδι στο οποίο οι παίχτες φοράνε ταινία στα αυτιά τους για … να μην  τους ξεκολλήσουν. Μπορεί να φαίνεται βάρβαρο και ακανόνιστο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ιδιαίτερα τεχνικό και απαιτητικό άθλημα. Παρόλο τη δημοφιλία του σε διάφορα μέρη του κόσμου (κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και στην Ωκεανία, αλλά ακόμη και σε χώρες όπως η Πορτογαλία), η Αγγλία καταφέρνει και περισώζει λίγο από την αξιοπρέπειά της, κερδίζοντας ένα παγκόσμιο κύπελλο το 2003 στο Rugby Union και 3 στο Rugby League - τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους ωχριούν στα 9 της Αυστραλίας. Συμπερασματικά, είναι ένα ακόμη άθλημα το οποίο αν και γεννήθηκε στα σπλάχνα της πατρίδας τους, οι ίδιοι οι Άγγλοι μόλις που καταφέρνουν να είναι σχετικά καλοί σε αυτό. 


Μέχρι στιγμής, έχουμε ήδη τέσσερα ομαδικά αθλήματα χωρίς καν να υπολογίζουμε το πόλο (το απλό με τα αλογατά) ή το curling (το οποίο για να ακριβολογούμε προέρχεται από τη Σκωτία) και αρχίζει να γίνεται αρκετά σαφές πως τελικά οι Άγγλοι είναι αρκετά … παιχνιάρηδες. Ή αυτό, ή οι γυναίκες τους είναι τρομερά άσχημες, κάτι το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει και το μαζικό φαινόμενο μετανάστευσης των Εγγλεζάδων στις παραλίες της Ισπανίας. Αντίθετα, εμείς οι Έλληνες έχουμε τουλάχιστον εννιά διαφορετικούς καφέδες, και δεν θα γράψω τίποτα παραπάνω.

 

No comments: