Pages

Sunday, January 30, 2011

Πιστοποιημένος Ανελκυστήρας

Κάλεσα το ασανσέρ και πάτησα αύριο. Λίγο πριν φτάσει, άλλαξα γνώμη και πάτησα STOP, μα δεν έγινε τίποτα. Μια ηλεκτρονική φωνή βάλθηκε να με κοροϊδεύει. No way pal, μου είπε και παραξενεύτηκα Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουνα made in China δικέ μου, μα ήταν ήδη αργά. Ήταν αύριο. Έκλεισα τα μάτια και βγήκα έξω. Τα άνοιξα και βρέθηκα σε μια παραλία στο Μαλάουι. Μπορεί η κονσόλα να ήταν αμερικάνικη μα ο οροφο-επιλογέας ήταν σίγουρα κινέζικος. Βέβαια καθώς γέμιζα τις ελβιέλες μου με ψιλοκομμένη άμμο συνειδητοποίησα το βάθος του ρατσισμού μου. Λες και οι ελληνικοί οροφο-επιλογείς είναι καλύτεροι. Ποιος διάολο φοράει ελβιέλες;

Naturally έψαξα τις τσέπες μου για τσιγάρο και αναπτήρα μα το μόνο που βρήκα είναι ήταν ένα σύκο και μια μπατονέτα. Αμέσως κούνησα το ποντίκι εκεί που λέει 'MacGyver Complete Series' και έψαξα να βρω κάποια καλή ιδέα. Εις μάτην βέβαια, και έτσι έφαγα το σύκο και τραυμάτισα το τύμπανο του αυτιού μου με την μπατονέτα. Δύο γυμνόστηθα μουνάκια γέλασαν μαζί μου. Τις σκρόφες, αντί να κάτσουν να πούμε να με βοηθήσουν τόσο όσο αναφορά το χωροταξικό μου πρόβλημα όσο και το πληγωμένο τύμπανό μου, αντίθετα με τραυμάτισαν ψυχολογικά. Ευτυχώς όμως δεν έχω λεφτά για ψυχανάλυση και έτσι τη γλύτωσα. Νομίζω.

Προσπαθούσα να πλησιάσω την ακτή. Δεν έκαιγαν τα πόδια μου, μα το ένστικτο παραμένει ένστικτο. Βέβαια δεν έφτασα ποτέ γιατί σκόνταψα στο μαξιλάρι μου και χτύπησα το μάτι μου στη κουπαστή του βράχου. Ανασυγκροτήθηκα, σηκώθηκα, άκουσα τις γυμνόστηθες καριόλες να κατουριούνται στα γέλια και έκανα πως περπατάω σοβαρά, αντρίκια. Πέταξα το στέρνο μέσα, έθαψα το μπυροκοίλι πιο βαθιά και από τη συλλογή μου με πορνό υπέρβαρων υπέργηρων, και πέταξα το λυρί μου ανάποδα από τη φορά της χαίτης μου. Χλιμίντρησα.

Καθάρισα τις όπλες μου από το μαλακό γρασίδι φτηνών ασκήσεων ατάλαντων σπουδαστών ζωγραφικής της αυστριακής σχολής και ύστερα δακτυλογράφησα μια μαινόμενη επιστολή στο ιστορικό περιοδικό 'Παράγραφος' (πουλάει παραπάνω και από τους New York Times) καταδικάζοντας την αυτόματη γραφή ως ξεπερασμένη κενή μόδα των βαρεμένων καταδικασμένων στη λήθη. Η αρχισυνταξία μου απάντησε πως η έκδοσή της έχει σταματήσει από το 1993 και στο κάτω κάτω θα προτιμούσε να κόβει κρεμμύδια για την Αρχιεπισκοπή και να συσκευάζει τα δάκρυα της για μελλοντική χρήση παρά να απαντά σε παρανοϊκά γράμματα γραμμένα με ξεθωριασμένη μελάνη.

Παρόλο το σερί αποτυχιών μου, έψαξα να βρω μια ξαπλώστρα να αράξω, δεν βρήκα, έψαξα μια πετσέτα να αράξω, δεν βρήκα, έψαξα να βρω τενεκέ ξεγάνωτο να πετάξω την αξιοπρέπειά μου, δεν βρήκα, και έτσι πέταξα τον κώλο μου στην άμμο και παρήγγειλα μια Pina Colada. Ο σκαντζόχοιρος δίπλα μου διαμαρτυρήθηκε πως δεν ήταν σερβιτόρος, και του εξήγησα πως τα αγκάθια στη πλάτη του δεν είναι δικαιολογία για την τεμπελιά του, πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και πως τέλος πάντων τι μέσο πρέπει να έχει κανείς για να έχει ένα γαμημένο κοκτέηλ σε αυτή την αλλοτριωμένη βρωμο-παραλία. Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε και έβαλε τα κλάματα, μα ο πελαργός μου πρόσφερε μια Τεκίλα Ξημέρωμα, με την οποία και συμβιβάστηκα υπό την προϋπόθεση να καθαρίσω την παραλία μόλις τελειώσω. Δε με αρέσουν οι εκβιασμοί και έτσι το θεώρησα σαν μια δίκαια συναλλαγή. Κάτι σαν positive externalities που λένε και οι οικονομολόγοι

Φυσικά μου ήταν αδύνατο να προλάβω, διότι το δημόσιο έλλειμμα αποφάσισε να μπανιαριστεί προκαλώντας ένα τσουνάμι τηλεοπτικών διαστάσεων. Αρνήθηκα να υποχωρήσω όμως, και έτσι βυθίστηκα στο ηθικό μου χρέος, διατηρώντας φυσικά την περηφάνεια μου. Όταν κάπως ηρέμησαν τα πράματα, ο Μπομ ο Σφουγγαράκιας μου έφερε μια ακόμη Τεκίλα Ξενέρωμα κι όλα πήγαιναν υπέροχα, πραγματικά υπέροχα, μέχρι που ήρθε μια από τις γυμνόστηθες γκόμενες. Φυσικά εξακολουθούσε να γελάει με τα χάλια μου, αλλά παρόλο την υπαρξιακό παραλληλισμό μου με τη ζήτηση των τοξικών ομολόγων μου μίλησε. Είσαι αστείος μου λέει, και ο αυτόματος μεταφραστής μέσα μου λέει είσαι γελοίος, αλλά δεν πτοούμαι. Πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω σκέφτομαι καθώς αναπροσαρμόζω τη μάσκα οξυγόνου. Πως σε λένε τη ρωτάω, με πλησιάζει λάγνα και μου λέει Αγάπη, εσύ; Μου γίνεται τσιμεντοκολώνα, και της λέω με ύφος Bond, James Bond, γελάει και τρέχει να πλατσουρίσει στην ακρογιαλιά.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι τον Ζωρζ Πιλαλί να μου κοπανάει ένα theremin στο κεφάλι και να με απειλεί πως αν δεν αφήσω τον μεταμοντερνισμό κατά μέρος θα με πουλήσει στους γύφτους. Του απολογήθηκα πως δεν έχω τίποτα μέσα μου, πως όλα κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου του 1666 και έβαλα τα κλάματα (υποβρυχίως). Με αγκάλιασε, άρχισα να θηλάζω και εκείνος μου έλεγε για τότε που ήταν στο Las Vegas. Τότε ήταν η μαγική στιγμή που συνειδητοποίησα πως είχα καταφέρει να πέσω ακόμη πιο χαμηλά και σε μια στιγμή πανικού πήρα το πρώτο τρένο για Κατμαντού. Μπήκα στην τουαλέτα γιατί κατουριόμουνα από τις πολλές τεκίλες, πάτησα σπίτι και βγήκα σε ένα σουβλατζίδικο στην Κλεισθένους. Το τζατζίκι ήταν χάλια.

No comments: