Συνεχώς γνωρίζω κόσμο που δεν του αρέσει η βροχή, και όπως και οι σταγόνες της, έτσι και τα επιχειρήματα μου πέφτουν το ένα μετά το άλλο μπροστά στην διάθεσή τους. Εγώ συνέχεια τους λέω πως με τη βροχή ανασαίνει η γης και η βροχή καθαρίζει τα πάντα κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Βέβαια, ή σ’ αρέσει κάτι ή δεν σου αρέσει, και ότι και να λέει ένας περίεργος με γυαλιά, δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Όπως και η ερμηνεία πολλές φορές είναι σημαντικότερη της ουσίας, ουσιαστικότερη του περιεχομένου.
Είναι κάπως περίεργο να βλέπεις τον εαυτό σου να πηγαίνει πίσω, το σώμα σου δεν είναι συνηθισμένο, τα μάτια σου δεν μπορούν να προσανατολιστούν, το δεξιά γίνεται αριστερά και το αριστερά δεξιά, όλα είναι παλιά, ξεπερασμένα. Βέβαια σε μια χώρα που πηγαίνει κι αυτή πίσω – γιατί δεν έχουμε πια ελληνικά παιδικά προγράμματα; – το αίσθημα δεν είναι τόσο παράξενο, αλλά παραμένει σίγουρα το ίδιο απογοητευτικό, κάτι σαν το αίσθημα που έχω αυτή τη στιγμή για Classical Festival Vol. 1 από το Vienna Master Series τις Pilz, ένα από τα πολλά CD που έχω κλέψει από κάπου, νομίζω τον αδερφό μου. Δεν με απογοητεύει φυσικά το περιεχόμενο, άλλωστε έχει όλα τα καλά για έναν άσχετο όπως Haydn, Mozart, Beethoven, Schuber, Wagner κι άλλες αιμοφιλικές ιδιοφυίες, άλλα το ίδιο το μέσο το οποίο αποφάσισε να είναι λίγο πιο γρατζουνισμένο από τι θα έπρεπε και από ότι θα ήθελα. Αναθεματίζω και ψάχνω νέο CD να βάλω όσο ακούω κάτι τυχαίες σειρήνες.
Από κουραστικό, έχει γίνει θλιβερά βαρετό το αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου, έχουμε πλέον γίνει ένα λαμπρό παράδειγμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και της προσωπικής απομόνωσης, ένα κακέκτυπο των κοινωνικών διαγνώσεων της Χ. Τρικούπη. Το δυσάρεστο ίσως είναι πως δεν μπορείς να τα φορτώσεις όλα στα μέσα μαζικής εξημέρωσης, αφού η στάση τους και μόνο είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα και όχι απαραίτητα μια από τις αιτίες. Το ίδιο και με την αργοκίνητη πολιτική λέρα που μας περιβάλλει. Και οι δύο θεσμοί απλά τα κονομάνε όπως μπορούνε από τη πραγματικότητα. Πως μπορώ και ασχολούμαι με αυτές τις αηδίες, με εκνευρίζει, είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις γλυπτό από λάσπη με ένα χέρι. Μάλλον ήδη έχω αρχίσει να ανησυχώ για το καλοκαίρι, να ‘ανησυχώ’, τέλος πάντων, τρόπος του λέγειν αλλά όχι του πράττειν. Όλοι αναρωτιούνται για το πώς θα κινηθεί ο τουρισμός, η πιο βαριά και από τρύπιο μπαλόνι βιομηχανία της χώρας, και για να είμαστε ‘μέσα’, όλοι μας, εμείς οι δήθεν σχετικοί, λέμε πως σίγουρα ένα -10% θα το δεχτούμε με στωικότητα και υπομονή.
Καλά και τα λεφτά, αλλά δεν είναι το μόνο ζητούμενο. Υπάρχει βέβαια εκείνο το ρητό ‘τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αυτή τρέχει από πίσω τους’, αλλά είναι περισσότερο ένας λανθάνων μανδύας που κρύβει λίγο την γύμνια μας, προσωπική, κοινωνική, ψυχολογική. Ο φόβος είναι το πραγματικό οξυγόνο που αναπνέουμε, ο φόβος έχει την πραγματική αξία στη ζωή μας, και δύσκολα μπορώ να σκεφτώ πότε δεν ίσχυε αυτό. Φόβος για την εργασία, φόβος για το τι θα πουν οι άλλοι, φόβος για το μέλλον, φόβος για το τι θα φορέσουμε, φόβος μήπως και δεν ανήκουμε κάπου, φόβος για το δάνειο, φόβο μη σε πούνε μαλάκα, φόβος, φόβος, φόβος. Πλέον καταντάει ενοχλητικό και αποπνικτικό, γιατί μεταδίδεται χειρότερα και από σύφιλη σε κάποιο λιμάνι του Καββαδία, το συναντάς συνεχώς και από πίσω υπάρχουν διάφοροι μυστήριοι και αόρατοι υπαίτιοι, το κράτος, οι τράπεζες, το σύστημα, οι πολιτικοί, ο ανταγωνιστής, η γειτόνισσα, αυτός που κοιτάει λοξά στο λεωφορείο, αυτός που κλέβει και χαμογελάει, καθημερινοί τύποι με βρώμικα προσωπεία, όλα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό. Ποιος θα κοροϊδέψει ποιόν, ποιος θα βγει από πάνω, ποιος είναι πιο μάγκας, πιο ξύπνιος.
Οι φλόγες δεν είναι τελείως σβηστές, ποτέ δεν σβήνουν ευτυχώς, αλλά φυσάει πολύ και πλέον έχει καταντήσει κουραστικό. Η πόλη μου ξεθωριάζει από όνειρα απατηλά, βρωμιά που δεν την αγγίζει η βροχή, προαστιακό marketing με νέον λάμπες που μια μια καίγονται, αστικοί παράδεισοι εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε πίνακες ανακοινώσεων και μικροαστικές φιλοδοξίες, άδεια παρκινγκ και αφίσες η μια πάνω στην άλλη, μπαλώματα μιας κενής επικοινωνίας. Ανασφάλεια, άγχος, απογοήτευση είναι οι νέες κονσερβοποιημένες λέξεις που χρησιμοποιούμε, αντικαθιστώντας την πρόθεση με την πραγματικότητα την χειρότερη πιθανή στιγμή. Η γκρίνια και η ηττοπάθεια τριγυρνάνε σαν μύγες γύρω από κάποιο πτώμα, διεισδύουν σαν σκουλήκια σε χαλασμένο κρέας. Κι όμως οι φλόγες ακόμη υπάρχουν, κάπου εκεί έξω, κάπου μέσα μας, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς άλλωστε. Ο χειμώνας φεύγει σε λίγο, μη γελιέστε από τις βροχές που έχουμε τώρα, δυστυχώς φεύγει, και η θέρμη της άνοιξης και του καλοκαιριού θα επιστρέψουν, μα όσο περνά ο καιρός, είναι μια άλλη θέρμη που πρέπει να διατηρήσουμε και να ζωντανέψουμε. Με κάτι καλό, με ένα χαμόγελο, με μια αλήθεια, με ένα αναγκαίο ψέμα, με κάτι. Όσοι από εμάς μπορούμε.
No comments:
Post a Comment