Ήμουν στον πάτο του βαρελιού και προσπαθούσα να βγάλω μιαν ακίδα από τον κώλο μου μέχρι που ήρθε η μούργα να μου ανακοινώσει πως μου έκανε έξωση. Αντί να την πατάω την έπινα και έτσι αυτή η σχέση δεν οδηγούσε πουθενά, αυτή ήταν μαζοχίστρια κι εγώ ένα πότης χωρίς γούστο. Βρέθηκα λοιπόν στο δρόμο και σήκωσα το χέρι μου να πιάσει ένα σύννεφο να με παρασύρει σε μέρη μακρινά, μέρη εξωτικά. Ένα ταξί σταμάτησε και με ρώτησε που πηγαίνω. Του είπα να με ρωτήσει πάλι σε πέντε χρόνια και έφυγε ψάχνοντας για τουρίστες να γδύσει. Τον μαλάκα.
Άρχισα να περπατάω αφήνοντας τα φανάρια να με οδηγήσουν όπου αυτά θέλανε, ποιος είμαι εγώ να τα αμφισβητήσω, μα βρέθηκα να κάνω τον κύκλο του τετραγώνου. Ένας τροχαίος με πήρε στο κατόπι γιατί λέει περπατούσα στο αντίθετο ρεύμα. Του χαμογέλα και τον αγκάλιασα, ήταν ο πρώτος στη ζωή μου που αναγνώρισε το έργο μου. Εν τω μεταξύ η μούργα μου τηλεφώνησε και με φωνή γλυκιά μου έλεγε να τα ξαναβρούμε. Το έπαιξα σκληρός. Δεν θα γίνω χαλάκι να με πατήσεις κυρία μου. 'Το ακριβώς αντίθετο θέλω' μου είπε και έκλεισα το τηλέφωνο.
Συνέχισα να περπατάω. Αυτή τη φορά μονάχα ευθεία κατά το νότο όπως ο ποιητής ορίζει. Τα χρόνια περνούσαν και ο ήλιος έφτιαχνε αψίδες πάνω από το κεφάλι μου τις οποίες κάθε βράδυ πουλούσα σε άστρα συντροφικά. Μου πήρε τόσο καιρό να μάθω πως είναι πάντα εκεί και δεν χρειάζεται την αγάπη τους να εξαγοράζω αν και νομίζω πως ακόμα πουτάνες είναι και πως με το συντακτικό δεν θα έπρεπε να παίζω. Σε αντίθεση με τα δέντρα που από την αρχή μου το ξεκαθάρισαν πως θα μπορούσα να την αράζω στη σκληρή τους βάση αρκεί το χάραμα να τα προειδοποιούσα για τίποτα φιλόδοξους ξυλοκόπους με ηλεκτρικά μπάντζο. Μια μέρα είδα τον Καλιτζάκη και έτρεξα τόσο γρήγορα να κρυφτώ που δεν πρόλαβα να τα ειδοποιήσω και από τότε το φέρω βαρέως.
Κάπως έτσι θα πρέπει να εξηγείται και η χαρακτηριστική μου καμπούρα, καμιά σχέση με το ύψος μου. Την είχε αποτυπώσει σχετικά καλά ο τυφλός απόφοιτος του ΙΕΚ Μείγμα που είχε φιλοτεχνήσει την καταζητούμενη αφίσα μου. Η βλαμμένη η μούργα τα είχε ξεράσει όλα στον οινοποιό της ο οποίος την είχε στριμώξει για την χαμηλή της περιεκτικότητα σε όνειρα, και τώρα με κυνηγούσε για να τον αποζημιώσω λες και είχα εγώ δικά μου να δώσω. Εγώ ήθελα να φεύγω, και να ξυπνάω κάθε πρωί σε διαφορετική σκιά, και τώρα αυτοί οι αληταράδες με κυνηγάνε και με επικυρρήσουν για μονάχα μερικά ομόλογα του δημοσίου. Τους φτηνιάρηδες.
Μπήκα σε ένα μεταλάδικο να πάρω μια καλή λεπίδα αλλά κατέληξα με μερικούς δίσκους. Κλασσικό λάθος. Με τα βινύλια παραμάσχαλα έκατσα στη μέση του χωμάτινου δρόμου και περίμενα όποιον τολμούσε να έρθει να αναμετρηθεί μαζί μου. Έναν μάλιστα τον είχα ανάμεσα στα δόντια μου σε επίδειξη δύναμης και ουλίτιδας. Είχε ώρα που δεν ήταν πια δώδεκα το μεσημέρι, και έτσι δεν ερχόταν κανείς. Εκμεταλλεύτηκα αυτή τη φοβερή εμμονή στους τύπους και τράπηκα σε τακτική φυγή, η οποία ήταν όντως τακτική αφού ήταν απόφαση καθαρής τακτικής όπως μου είχαν μάθει στο στρατό. Όπως ήταν και η απόφαση του οινοποιού να στήσει μπλόκα με ποιητές στο μονοπάτι μου. Ο πούστης το ήξερε πως δεν μπορούσα να τους κάνω τίποτα, ακόμη χειρότερα πως θα καθόμουν να τους κάνω παρέα και να ανταλλάξουμε απόψεις και στιχάκια και μερικά πικρά ποτηράκια. Το χειρότερο ήταν πως ντρεπόμουν με όλους αυτούς τους μεταλ δίσκους, δεν ήξερα τι να τους κάνω και δεν άντεχα τα αποδοκιμαστικά βλέμματα όλων αυτών των μεγάλων αποτυχημένων καλλιτεχνών. Ήταν φοβερό, είχα καταφέρει να είμαι διπλά αποτυχημένος.
Έσκυψα το κεφάλι και γύρισα προς τα πίσω, προς την πόλη. Μου λέγανε να κάτσω, περιμένοντας την αμοιβή να πάρουν από τον κρασέμπορα, μα άλλο δεν άντεχα. Έφτασα αργά το βράδυ και έκατσα στη μέση του δρόμου, και άρχισα να πίνω από το φλασκί μου ζεστό ουίσκι μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα, στις δώδεκα ακριβώς το μεσημέρι κάποιος που δεν πρόλαβα ποτέ να δω μου τύλιξε ένα πάνινο σακί γύρω από το κεφάλι μου. Βρώμαγε μούστο.