Πολλές φορές έχει ενδιαφέρον να βλέπεις τα ζητήματα με τη χρήση ενός παραμορφωτικού φακού, ή δανειζόμενος το μυαλό ενός τρελλού. Σε μια χώρα που απαξιώνει και συγχρόνως αποθεώνει επικοινωνιακά τα πάντα, όπου τελικά ο παροξυσμός είναι το εθνικό σπόρ, όλοι, μα όλοι, με κάποιο μυστήριο τρόπο ασχολούνται με τη παιδεία. Καλώς ή κακώς, η περιρέουσα της παιδείας κουβέντα είναι μαζική, σε κανάλια, ραδιόφωνα, internet και ‘χτυπάει’ πρωτοσέλιδα διαρκώς τις τελευταίες ημέρες. Μαζί με αυτή, μας απασχολεί συγχρόνως το θέμα των καμερών και του ασύλου. Οι ερμηνείες πολλές, από όλες τις πλευρές, από την ψηφοθηρική συκοφαντία του ΛΑ.Ο.Σ., τις φιλελέυθερες παράτες διάφορων που ανήκουν στη ‘σύγχρονη παράταξη του μεσαίου χώρου’ μέχρι τον ανυποχώρητο δογματισμό και τις μολότωφ. Σε αυτό τον εννοιολογικό καννιβαλισμό που κυριαρχεί είναι καταδικαστικά δύσκολο να συγκρατήσει κανείς τίποτα, αλλά προσωπικά για εμένα ξεχωρίζει ένα πράμα, το οποίο έχει σχέση και με την παιδεία, και με τα Μέσα Μαζικής Εξαθλίωσης και με τη δημοκρατία. Η επικοινωνία, και η έλλειψη αυτής.
Μάντης δεν είμαι και δεν ξέρω τι θα γίνει αν (ή καλύτερα όταν) περάσει το επίμαχο άρθρο 16., που παρεπιπτόντως, στη σκιά του οποίου υπάρχουν κι άλλα άρθρα υπό αναθεώρηση, αλλά αυτό είναι αλλού τραγουδιστή άσμα (ποιός παπάς και ποιό Ευαγγέλιο τώρα....). Αυτό που καταλαβαίνω όμως εγώ, είναι πως υπάρχει ένα σαφές κενό επι-κοινωνίας στη σύγχρονη Ελλάδα.
Είναι τραγικό το σύνολο της αριστεράς να αρνείται στο σύνολό του τον νόμο πλαίσιο του Υπουργείου Παιδείας και Παραθρησκευμάτων και μην αντι-προτείνει τίποτα, όσο τραγικό είναι βέβαια και το ποσοστό των δαπανών της χώρας για τη Παιδεία. Είναι θλιβερό να υπάρχουν μαγαζάκια των κομμάτων στα πανεπιστήμια όπως είναι θλιβερό οι πελάτες των να μην τους απασχολεί να ενισχύσουν το έργο των διδασκόντων τους αλλά στη πλειονότητα των περιπτώσεων η εκδρομή και η κατάληψη. Είναι ντροπή κανείς να μην παραδέχεται τα λάθη του και τις ευθύνες του, όπως είναι ντροπή κανείς να μην θέλει να ακούσει μια διαφορετική γνώμη. Είναι γελοίο τα δύο μεγάλα κόμματα εφόσων συμφωνούν σε βασικά σημεία, να μην έρχονται σε διάλογο ώστε να καταθέσουν μια πρόταση σύνεναισης, όσο γελοίο είναι και τα μέλη ΔΕΠ να αρνούνται την αξιολόγηση και να παραπέμπουν την κοινωνία σε εποχές ... έδρας. Είναι ανεύθυνο να κατατάσσουμε όλους τους αστυνομικούς ως ‘μπάτσους’ όσο ανεύθυνη είναι η ατιμωρησία των ... ζαρντινιέρηδων.
Το χειρότερο όμως είναι, πως στη πραγματικότητα κανείς μας δεν ξέρει, κανείς μας δεν γνωρίζει τις θέσεις του άλλου. Έχουμε αντικαταστήσει την αλήθεια με τη φήμη, την ειλικρίνεια με την παραπλάνηση, το διάλογο με τις τηλεοπτικές κραυγές, τον αντίλογο με την αντίδραση, την ασφάλεια με ην υστερία, την επικοινωνία με τις παρωπίδες. Τα παραπάνω δεν είναι υπερβολές αλλά η καθολική πραγματικότητα που άνθρωποι σαν κι εμένα είναι δύσκολο να αναγνωρίζουμε. Κι εξηγούμαι.
Προσωπικά εγώ ήμουν μαθητής σε ιδιωτικό σχολείο (όχι επιλογή μου) και σπουδαστής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (επιλογή μου). Είμαι αστός, σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, με το σπιτάκι μου, τον υπολογιστάκο μου, το τηλεφωνάκι μου, τα ρουχαλάκια μου, τους φίλους μου, το παρόν σκατοblog και γενικώς με την άνεσή μου και χωρίς ιδιαίτερα παράπονα από τη κοινωνία όσο αναφορά τη πάρτη μου. Γιατί να ενδιαφερθώ για τη παιδεία; Για την υγεία; Για τις συγκοινωνίες; Για το διπλανό μου; Ακούω για τις αστείες (ως προς το ύψους του ποσού) δαπάνες για τη σίτηση και τη στέγαση των φοιτητών. Εγώ μια ζωή σαν φοιτητής τα πλήρωνα από τη τσέπη μου. Στα αρχίδια μου κιόλας δηλαδή. Και πως άλλωστε να ενδιαφερθώ, όταν βλέπω την Πολυτεχνειούπολη σε άθλια κατάσταση και βρώμικη πέρα από κάθε φαντασία, ή όταν ακούω κάθε τόσο και λιγάκι για καταλήψεις και απεργίες, όταν εγώ η μόνη φορά που έχασα μάθημα ήταν επειδή είχα πάθει black-out από το ποτό. Στα αρχίδια μου κιόλας δηλαδή. Γιατί να ενδιαφερθώ για ένα φοιτητή ή φοιτήτρια από τη Καβάλα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας μισθωτών ή συνταξιούχων οι οποίοι από τα πέντε του μέχρι τα εικοσιπέντε του πληρώνουν για τις σπουδές του και τώρα κάθεται σπίτι του άνεργος με μισθοδοτικές προσφορές κάτω του βασικού και χωρίς ασφάλιση; Γιατί;
Φυσκά δεν σκέφτομαι έτσι, και δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς που σκέφτεται τόσο ατομικά. Δυστυχώς όμως, έχω την αίσθηση, πως η μαζική πλειοψηφία του κόσμου σκέφτεται με φόβο και ανασφάλεια, και παραδίδει την κριτική του ικανότητα στο δίπολο της παραπολιτκής και των Μ.Μ.Ε. Έχω την αίσθηση πως ο περισσότερος κόσμος παρακολουθεί την εκπόρνευση της Παιδείας ένθεν και κείθεν για μικροπολιτικούς λόγους και δεν το συνηδειτοποιεί, αλλά αντιθέτως υπνωτισμένος υιοθετεί την γνώμη κάποιου (της Γιαννάκου, του Τσίπρα, του Μαρτάκη, ένας θεούλης ξέρει) και την αναμεταδίδει σαν δικιά του. Ίσως, κριτικά και πνευματικά, ίσως να έχουμε γίνει πομποί και δέκτες.
Είναι απαισιόδοξα αυτά; Δεν νομίζω. Η κυρία Βικτωρία στο υπέροχο ‘Η γυναίκα που πετάει’ του Μένη Κουμανταρέα λέει πως ‘..δεν υπάρχουν αισιόδοξες και απαισιόδοξες ιστορίες. Αυτό είναι μια εφέυρεση όσων η σκέψη τους είναι μόνο στη διασκέδαση’ και την πιστεύω. Είναι πομπώδη και βαρύγδουπα; Μάλλον, άλλωστε αστός είμαι. Άμα δεν πω και εγώ την παπαρία μου, τι θα κάνω;
Αλλά πέρα από τη πλάκα, δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχει καθόλου επικοινωνία στις μέρες μας. Άμα κάποιος αρχίσει να λέει ένα υπολογιστή και μια δωρεάν σύνδεση internet για κάθε μαθητή και φοιτήτη, μια βιβλιοθήκη για κάθε σχολείο, 6% του ΑΕΠ για τη Παιδεία, ο κόσμος θα γελάσει μαζί του και θα συνεχίσει να στέλνει SMS για να διαλέξει τραγούδι για τη Eurovision. Δεν είναι τυχαίο που δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, όταν χαρακτηρίζουμε τους εγκληματίες της 17Ν ως ρομαντικούς επαναστάτες και ιδεολόγους και ξεχνάμε με ευκολία τον Λαμπράκη και τον Παναγούλη. Δεν είναι τυχαίο που δεν επικοινωνούμε όταν προσκολυννομιλοτικολούμε στο δογματισμό, στη μικροπολιτική, στις εντυπώσεις, στο make-up και η αποχώρηση από το διάλογο θεωρείται πράξη ηθική ευθύνης. Για μένα, η αποχώρηση από το διάλογο, η στείρα αντίδραση, η εξουσιαστική αλαζονεία και η κουκούλα είναι το ίδιο πράμα: δειλία.
Η επικοινωνία, ο αλληλοσεβασμός, η ελεύθερη ανταλλαγή (αφιλτράριστων) απόψεων και ιδεών, ίσως (ίσως και όχι), να αποτελούν τα συστικά της κοινωνικής συνοχής, ενώ όταν αυτά απουσιάζουν ή παραμορφώνονται τότε οδηγούμαστε σε φαινόμενα κοινωνικής συννενοχής. Αφού δεν μπορούμε να δουλέψουμε μαζί, αφού δεν μπορούμε να εξισωθούμε σε ένα συνδιαλεκτικό επιπέδο, τουλάχιστον ας φέρουμε μαζί την ευθύνη και την ενοχή για την αποτυχία μας. Αφού τη κοινωνική αλληλεγγύη την έχουμε αναγάγει σε μια ανέμελη ιδέα και κενό σύνθημα λίγων, τότε ας εγκλωβιστούμε στους τοίχους μας και ας παρακολουθήσουμε την αποσύνθεση μας στη τι-βι.
Προσωπικά, είμαι υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 (με την έννοια του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, υπό την αυστήρη αξιολόγηση και οικονομική εποπτεία του κράτους) και υπέρ της αναδιάρθωσης του νόμου πλαισίου, αν και η πρόταση του υπουργείου έχει πολλά κενά, παγίδες, λάθη, αντικοινωνικές διατάξεις και ύποτα σημεία.
Όπως βέβαια είμαι και υπέρ ενός πραγματικού εθνικού υπερ-πολιτικού και διακλαδικου ειλικρινούς διαλόγου για τη παιδεία με κύριο άξονα την αύξηση των δαπανών, τη διαφάνεια των διαδικασιών, την πραγματική επένδυση στη νέα γενιά, την πάταξη της παραπαιδείας και την ανάδειξη της εκπαίδευσης ως το κύριο αν όχι μόνο δρόμο για την πραγματική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας μας. Γιατί οποιοδήποτε άλλο μέσο, δάνεια, ξένοι επενδυτές, φούσκες, στρατηγικά σχέσια δήθεν σοφών, οτιδήποτε άλλο είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Φυσικά όμως, κάτι τέτοιο, ένας πραγματικός διάλογος, δεν θα γίνει ποτέ...
Ξέρω πως δεν έχω πει πολλά, θες το κίνητρο των επιχειρήσεων, θες τα συνδικαλιστικά, θες τον φασισμό των καναλιών, θες την έλλειψη πρωτογενούς πληροφόρησης, θες την ταξική ερμηνεία των καταστάσεων, αλοαλακν εξεκαλιστικαθες τον εξευτελισμό του ασύλου, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Είπαμε, φανφάρες και μαλακίες, σκέψεις ενός βολεμένου μυαλού, ενός ιδιώτη, ένα φύσημα του καπνού. Άλλωστε, πάλι σαν τα μούτρα μου το έκανα το κείμενο.