Pages

Monday, May 05, 2008

Οε, οε, οε, είμαστε όλοι ντοπέ!


Από μικρός ενθυμούμαι που επούλησα την ψυχή μου στο διάολο. Καλά, ψέματα λέω, δεν ήταν ο διάολος, αλλά ένας παιχνιδοπώλης που εκμεταλλευόταν την μέχρι τότε αθώα μου καρδιά και διάθεση για παιχνίδι. Έκτοτε έχω γίνει αδίστακτος, το ζυμαρένιο μου κορμί δεν είναι παρά μονάχα ένα κέλυφος κομπλεξικών σχεδίων για τη κατάκτηση του κόσμου και των υπολοίπων ουράνιων σωμάτων. Για να καταφέρω να σηκώσω ολάκερο τον κόσμο στους ώμους μου όμως χρειάζομαι βοήθεια. Όχι των υπολοίπων φυσικά, αν είναι ποτέ δυνατόν να χρειάζομαι άξεστους και μαλθακούς ανθρωπάκους. Αυτό που χρειαζόμουν από την αρχή για να αντέξω τις αφύσικες πιέσεις των μετριοφρόνων σχεδίων μου ήταν (και είναι) διάφορα ματζούνια και συνταγές για να μπορέσει το μικρό μου το μυαλουδάκι να συγκρατήσει το υπερβολικό φορτίο σκέψεων και φαντασιώσεων. Ναι!
Καφέδες, χαμομήλια και μολόχες γρήγορα φάνηκαν ανήμπορες να εξυπηρετήσουν την αχόρταγη μου φιλοδοξία. Χρειαζόμουν άλλα πράματα, πιο ισχυρά, πιο άμεσα, πιο γρήγορα, πιο τεχνολογικά προηγμένα. Χρειαζόμουν καπιταλισμό, κέρδη, μάνατζερς, χρηματιστήριο, ομόλογα, σκάνδαλα, υπεραξία, ελβετικούς λογαριασμούς, ασφαλιστικές, μέικ-απ, πικάπ, κέτσαπ, μουστάρδα, δακρυγόνα, απεργοσπάστες, ίματζ-μέικερς, ψυχαναλυτές και ρουφιάνους. Αρχίδια.

Έχει τόση υγρασία που τα καλοριφέρ δακρύζουν και οι λάμπες ιδρώνουν. Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω ακόμη, μα τα σχέδια μου στροβιλίζουν γύρω από τη γνώριμη μυρωδιά της αποτυχίας, παρόλο τα βοηθήματα που είχα. Πήρα SUV με δωδεκάμιση χιλιάρικα κυβικά, φόρτωσα το πορτοφόλι μου με γκόλντεν κάρτες, πλεύρισα στη μαρίνα του Λαυρίου δύο μαούνες ίσαμε με εδώ, έκτισα βίλες δύο, από τρεις ορόφους η καθεμία και με δύο συντριβάνια, στριφογυριστές σκάλες, και διάφορα άλλα κουλά, γκλαμουράτα και γαμάτα που θα έκαναν τον χαζοβιόλη τον Tony Montana να σκάσει από τη ζήλια του. Έχω ακόμη με το μέρος μου τον Αριστοτέλη, τον Δαρβίνο, και τον Claude Levi-Strauss, όχι αυτόν με τα τζην, τον άλλονα τον ανθρωπολόγο, που προφέρεται Στρώς. Σαν τη μπάρμπεκιου σως.

Κι όμως. Θαυμάζω τον εαυτό μου που έχω ακόμη το θάρρος να παραδεχτώ πως νοιώθω ένα κενό, πως όσα έχω πετύχει και αποτύχει δεν δημιουργούν ένα ίχνος προσωπικό και ιστορικό. Αντίθετα δεν είναι πάρα σαν την άμμο που φέρνεις από τις διακοπές σου και ύπουλα σκορπάει στο δωμάτιο σου, και τη βρίσκεις σε όλα τα άσχετα σημεία, στο μαλλί σου, στο παπούτσι σου (που ούτε καν πήρες στις διακοπές!), στο πλυντήριο ρούχων, στο μπαλκόνι, στα δημητριακά σου. Κάθε κόκος και μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα γελοίο μικροσκοπικό κομμάτι μιας ασήμαντης ξερασμένης λάσπης.

Ω, πως τα λέω, πρέπει πράγματι το σχέδιο μου να πραγματοποιείται εν τη αγνοία μου. Τη γλυκιά μέθη, αυτή της επιτυχίας, ή μήπως είναι των πρόσθετων φυσιο-σωματικών και ψυχολογικών μου αξεσουάρ; Έχει σημασία στην τελική; Δηλαδή δεν κατάλαβα, ο πρώτος θα είμαι ή ο τελευταίος; Όταν το σχεδιό μου θα έχει πραγματοποιηθεί έχει καμία σημασία το πως το ολοκλήρωσα, πως έφθασα εκεί; Όταν θα λούζομαι στις δάφνες της δόξας μου, και θα τρέχουν από πίσω μου ντουζίνες κολάκων και θαυμαστών, θα έχει σημασία που εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο τα διαθέσιμα μέσα και ευκαιρίες; Αηδίες. Όσοι θα με κατηγορούν θα είναι από τη ζήλια τους, ιντριγκαδόροι της πενταροδεκάρας. Στο κάτω κάτω, χάρη τους κάνω.

No comments: