Pages

Sunday, August 31, 2008

We are all mad here

Σε μια από τις συχνές μου διαδρομές με ταξί, και όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, είχα πιάσει τη κουβέντα με τον οδηγό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με τους ταξιτζήδες σχεδόν ποτέ δε μιλάμε για γκόμενες και μπάλα, αλλά αντιθέτως τα αγαπημένα μας θέματα είναι η κοινωνία, το ραδιόφωνο και οι καμένες μεταμεσονύχτιες εκπομπές, η πολιτική και οι πολιτικοί, η οικονομία, το κόμιστρο και γενικά το επάγγελμα του ταξιτζή κι άλλα τέτοια φιλοσοφικά βγαλμένα από τη ζωή θέματα. Αυτή τη φορά όμως μιλάγαμε για τροχαία. Όχι και το πιο ευχάριστο θέμα σίγουρα, αλλά έτσι όπως προχωρούσε η κουβέντα, καταλήξαμε πολύ σύντομα σε ένα κοινό συμπέρασμα, αφού πρώτα ένας κάφρος μας είχε κόψει στη μέση της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Πως όλοι μας είμαστε εγωιστές και αδιάφοροι για το διπλανό μας, πως πλέον δεν υπάρχει δεν υπάρχει κανένας αμοιβαίος σεβασμός.



Σε ένα πολύ κακό βιβλίο (‘Πως οι πλούσιοι καταστρέφουν τον πλανήτη’) για την οικολογία και την ταξική οικονομία του κεφαλαίου που διαβάζω τώρα, ο συγγραφέας (Herve Kempf) σε ένα σημείο παρατηρεί κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον. Λέει πως στις δυτικές κοινωνίες, το άτομο, και ειδικά αυτό που ανήκει στην ευρεία μεσαία τάξη, ενδιαφέρεται μονάχα για το καλό των συγγενών του και των φίλων του, δηλαδή των ανθρώπων που ανήκουν στον κλειστό του κύκλο. Αυτό που λέμε λαϊκά, εμείς να είμαστε καλά και οι άλλοι να πάνε να γαμηθούνε.


Χάρη στους μαγικούς αλγορίθμους του StumbleUpon, έπεσα σε ένα άρθρο ενός ιταλικού πανεπιστημίου για την τεχνολογία πολλαπλών πρακτόρων στην υπολογιστική ευφυΐα και την εφαρμογή τους στο γνωστό από τη θεωρία παιγνίων πρόβλημα του διλλήματος των κρατουμένων (prisoners dilemma). Σαν καλό θύμα της περιέργειας μου προχώρησα στο άρθρο της Wikipedia για την ‘τραγωδία των κοινών’ (tragedy of the commons), η οποία εν ολίγοις προβλέπει πως όταν μια κοινή και αδιαχείριστη πηγή πόρων είναι ελεύθερη προς εκμετάλλευση από έναν θεωρητικά άπειρο ή πρακτικά πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, τότε αυτή σε σύντομο χρονικό διάστημα θα εξαντληθεί αφού κατά μέσο όρο το κάθε άτομο παρακινούμενο από τα προσωπικά του συμφέροντα θα προσπαθήσει να μεγιστοποιήσει το κέρδος του από την πηγή αντί να συντονισθεί με τα υπόλοιπα άτομα με σκοπό μια ελεγχόμενη και βιώσιμη εκμετάλλευση των πόρων. Αυτή η περιγραφή μιας ευκόλως εφαρμόσιμης σε ρεαλιστικά σενάρια κατάστασης έχει φυσικά επιπτώσεις στο πως αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία, την έννοια της ελεύθερης αγοράς και του κρατικού ελέγχου και παρεμβατισμού, την οικολογία και την κοινωνική ηθική.


Εκεί που θέλω όμως να καταλήξω - με πολύ αργους ρυθμούς - είναι η σχεδόν αναφαίρετη προϋπόθεση που υπάρχει πίσω από τα προηγούμενα, και γενικότερα από τη θεωρία παιγνίων και τα οικονομικά, και άλλες επιστήμες, η οποία αξιώνει πως το άτομο, σαν ανθρώπινη οντότητα, θα αναζητά πάντα τη βέλτιστη για αυτόν λύση, θα επιδιώκει πάντα και αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον όπως κι αν αυτό μπορεί να μεταφραστεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν γνωρίζω τίποτα για φιλοσοφία, ψυχολογία, θρησκεία και τα λοιπά, και φυσικά δεν έχω τις κατάλληλες πηγές να μου εξηγήσουν για τι γράφω αυτά που γράφω, ή λέω αυτά που λέω ή που κατατάσσομαι στη συμπαντική ισορροπία. Όμως η συλλογική άποψη η κοινή γνώμη και συμπεριφορά, συγκλίνει πως ο ηδονισμός και ο καπιταλισμός πάνε χεράκι χέρακι, και λογικά, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, με τις επιφυλάξεις μου πάντα, ανήκω και εγώ κάπου εκεί.


Προφανώς υπάρχουν κι άλλα διδάγματα, επιστημονικά, φιλοσοφικά και μεταφυσικά τα οποία προάγουν εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα υπάρχουν οι μυρμηγκοφωλιές ή οι κυψέλες όπου η προτεραιότητα του κοινού συμφέροντος έναντι του προσωπικού είναι γενετικά κωδικοποιημένο στους οργανισμούς που το εξυπηρετούν. Φυσικά στον άνθρωπο κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ισχύει κάτι τέτοιο, αφού επί το πλείστον η κοινωνικοποίησή του και ο προσεταιρισμός του σε ομάδες εξηγείται ως προς την επίτευξη προσωπικών στόχων, όπως ασφάλεια, τροφή, σεξ και τα λοιπά. Αλλά σίγουρα υπάρχουν κι άλλες πιθανότητες και δυνατότητες, τεχνητές μεν, υπαρκτές δε.


Αφήνοντας όμως τη μπουρδολογία και την αβάσιμη αερολογία κατά μέρος, εκεί που θέλω να καταλήξω μάλλον είναι πως όντως σκεφτόμαστε εγωιστικά. Εγκλωβισμένος στην αστική μου παιδεία και ανατροφή, ανέκαθεν το θεωρούσα απολύτως φυσιολογικό, τηρουμένων πάντα των αναλογιών και κάποιων βασικών ηθικών αρχών. Σαν καλό παιδί της δυτικής σκέψης, δεν πιστεύω πως μπορεί κάποιος να ενεργήσει διαφορετικά και συγχρόνως να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του. Υπάρχουν θεωρίες που λένε πως όταν αθροιστούν όλοι οι εγωισμοί, τότε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το συλλογικό συμφέρον θα εξυπηρετηθεί. Με ποιο κόστος όμως; Δηλαδή γίνεται ένα μάτσο καθίκια να συμβιώσουν σε μια παρέα, σε μια κοινότητα, σε μια χώρα, σε ένα πλανήτη χωρίς να αλληλοσκοτωθούν ή να μισούν ο ένας τον άλλο; Μάλλον όχι. Άμα κοιτάξεις γύρω σου, μάλλον όχι.


Δε βαριέσαι, εμείς να ‘μαστε καλά κι οι άλλοι να πάνε να γαμηθούν. Καλά, άντε και μερικοί παραπάνω. Ή τουλάχιστον, από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε.

Saturday, August 30, 2008

Ο χρόνος στα βράχια

Πολλοί φαντάζονται, έτσι σαν παιχνίδι, πως η γη σχεδιάστηκε είτε από ένα μεγαλοφυή μυαλό, με γκρίζα κατσαρά μαλλιά και φουντωτό μουστάκι, είτε από μια υπέροχα οργανωμένη ομάδα λιγότερο μεγαλοφυών αλλά σίγουρα φιλότιμων μυαλών. Δεν ξέρω, και δεν νομίζω πως έγινε κάτι τέτοιο, αλλά όποιος σκέφθηκε τα παράκτια βραχάκια ήταν πραγματικά εκπληκτικός στη δουλειά του.


Υπάρχει μια κρυφή ειρωνεία όπως κοιτάς έναν βράχο σε μια παραλία. Φαντάζει τόσο ισχυρός και δυνατός, άγρια αλαζόνας, ανυπότακτος σε ότι τολμήσει να τον πλησιάσει. Στιβαρός. Αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική, άμα αναλογισθείς τα κύματα που τον χτυπάνε και τον γλύφουνε διαρκώς. Αυτή η βλαμμένη μάχη κρατά εκατοντάδες χρόνια, και ο βράχος χάνει, διαρκώς και από την αρχή. Αργά μα σταθερά η θάλασσα τον τρώει, τον τυραννά, τον εξοντώνει, και σαν αντίτιμο τον χαρίζει τραύματα και πληγές, μια σύνθεση όμορφη στα μάτια αφελών.


Ίσως να φταίει και το ανθρώπινο μάτι, η ελαττωματική ψυχολογία μας. Η τάση που ‘χουμε να ταυτιζόμαστε κρυφά με τον αδύναμο, τον καταδικασμένο, τον συμπαθητικά τρελό, φθηνές απομιμήσεις του Δον Κιχώτη. Ή απλά η διαφορά στους χρόνους, τους ρυθμούς. Στα μάτια μας η θάλασσα και ο βράχος, δεν αλλάζουν ποτέ. Μένουν αναλλοίωτα, σταθερά στη σχετικά μικρή ζωή μας, τόσο μέχρι που βάζουμε ατάλαντους και τα ζωγραφίζουνε. Κι όμως, έχουν τη δική τους ιστορία, μια ιστορία διαφορετική από αυτή που εμείς λέμε, μια ιστορία που δε μετριέται σε λεπτά ή ώρες ή ακόμη και εποχές, αλλά γενεές. Αυτή η σχέση μίσους και αγάπης, δυνάστη και θύματος κρατά αιώνια, για πάντα ή έτσι νομίζουμε εμείς τουλάχιστον. Κάποτε όμως θα ΄ρθει και η στιγμή που ο βράχος δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα μικρό βότσαλο σε μια μελλοντική παραλία.


Σαν αντίθεση λοιπόν κοιτάμε τον βράχο και τη θάλασσα; Από τη μια ο ακίνητος όγκος, η πληγωμένη μάζα, και από την άλλη η ατέρμονη, θεϊκά εμπνευσμένη κίνηση των κυμάτων, σοφή στην δολοφονική της τυραννία. Και μετά η λιγότερο συχνή αντίθεση, ανάμεσα στον παρατηρητή και το θέαμα, εκεί που η σιωπηλή αναπνοή του ενός είναι μια ολόκληρη ζωή για τον άλλο. Και οι αντιθέσεις συνεχίζουν, και όσο τις παρατηρούμε τόσο σκορπάμε το χρόνο μας, τόσο στεκόμαστε σαν ένας ηλίθιος βράχος, κωμικοί σε μάτια νοσηρά, ρομαντικοί σε αλλά πιο θλιβερά.


Ποιοί είναι αυτοί που άραγε ασχολούνται με βραχάκια και τη θάλασσα; Τα βράχια είναι καλά μονάχα για να κάνεις βουτιές και να τραυματίζεις τα πόδια σου, ή να κάθεσαι και να ακούς τη θάλασσα κι άλλα τέτοια. Ότι δεις το αρπάζεις από τα μαλλιά, και άσε τους βράχους και τη θάλασσα να τσακώνονται. Αυτά θα υπάρχουν για πολύ, εμείς όχι τόσο. Απλά. Τώρα χαμογέλα.

Saturday, August 23, 2008

Sad little monkey

The sad little monkey sat on its bench and waited for his friend. He wished that almost made a rhyme, but he was content. Besides, who would waste his time to listen to a monkey poet? Humans. They would probably just give him a typewriter and reward him with a banana every time he wrote the word ‘Juliet’. But that was not what made him sad.


The sad little monkey pretended to wait. He knew his friend the bear wouldn’t come.That rhymed. Well not exactly, but it was good enough, indeed sufficient to appeal to what he thought to be a good ticker inside his fur covered silly flexible body. He hated the bear. The escape plan was masterminded in perfect fashion, elaborate, but yet simple enough for even a good natured bear to understand and execute. Yet, despite all the planning, the silly little bear managed in an uncanny way to screw things up and get his fat ass caught in a matter of minutes, while his pearly eyes were still thirsty for freedom.


The poor little monkey could not decide if he was sad or angry. All in all, how could he blame someone just for being stupid? Nonetheless, now thanks to bear’s stupidity he was alone, sad and un-monkey like. He hadn’t scratched his balls for hours now, and they were getting redder than his ass, but he had no inkling whatsoever of displaying his limited array of stereotypical and rather lewd habits. Stupid bear. Messing up his fragile and unstable psyche at any given opportunity. It did not make any sense, it did not add up with the cosmic karma.


The sad little monkey sat at the bench alone contemplating all these as the minutes went by. For a moment he did consider grabbing a paper from the bin, and pretend to read it in order to avoid any attention. He thought against it eventually. He couldn’t be arsed. Poor little sad monkey. He works at a circus now you know.

Thursday, August 14, 2008

Μικρά μικρά από τη δουλειά

Οι παρακάτω πραγματικοί διάλογοι είναι από τους πολλούς που υφίσταμαι καθημερινώς στη δουλειά. Enjoy...

(Από manager μικρομεσαίου τραγουδιστή)
Π: Η πισίνα είναι με
Perrier;

*
Π: Πουλάτε μήπως ... προφυλακτικά;
Ε: Όχι. Μόνο καρτ-ποστάλ. Αλλά θα ήταν καλή ιδέα ε;
Π: Ε ναι ...
*

(Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω, λέω τη κλασσική ατάκα)
Π: Έχετε θέα θάλασσα;
Ε: Δυστυχώς όχι. Όλα τα ξενοδοχεία στη θάλασσα έχουν κλείσει λόγω ...
Π: ... (κλείνει το τηλέφωνο)
(Μετά από 10 λεπτά, ξαναπαίρνει τηλέφωνο ο ίδιος.)
Π: Ε ... θα ήθελα να κάνω μια κράτηση παρακαλώ.
Ε: Βεβαίως!

*
Π: Καλημέρα σας. Βλέπω πως είστε διαμερίσματα. Πως είναι αυτά; Σαν
bungallows ένα πράμα;
Ε: Όχι, σαν διαμερίσματα. Πλήρως εξοπλισμένα με ...
Π: Δηλαδή είναι το καθένα ξεχωριστά, σε μια πλαγιά κάπως;
Ε: Όχι. Αυτά είναι
bungalows. Εμείς είμαστε ξενοδοχείο επιπλωμένων διαμερισμάτων.
Π: Α, είστε ξενοδοχείο δηλαδή.
Ε: Ναι. Επιπλωμένων διαμερισμάτων.
Π: Δεν καταλαβαίνω. Πως είναι δηλαδή το ξενοδοχείο;
Ε: Είναι τετραώροφη οικοδομή με δύο πτέρυγες.
Π: Και τα δωμάτια; Που είναι;
Ε: Στο κτίριο. Σαν κανονικά διαμερίσματα. Είναι όλα στο ίδιο κτίσμα.
Π: Καλά, πως γίνεται αυτό;
Ε: ... Πως είναι μια πολυκατοικία; Ε, το ίδιο πράμα, αλλά έχουμε πισίνα και
bar!
*

Π: Με συνδέετε παρακαλώ με το
Spa;
Ε: Μάλλον ψάχνετε το
Apollon Divani. Το τηλέφωνο τους είναι 210-#######
Π: Μάλιστα. Δεν μπορείτε να με συνδέσετε;
Ε: Σας είπα, δεν είμαστε το
Apollon Divani. Σας έδωσαν λάθος τηλέφωνο.
Π: Το κατάλαβα. Δεν μπορείτε όμως να με συνδέσετε;
Ε: Ούτε το 11831 είμαστε ...

*
Π: Καλημέρα σας. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία του σπιτιού;
Ε: Εδώ είναι επαγγελματικός χώρος και θα σας παρακαλούσα να μην ξανακαλέσετε.
Π: Καλώς. Γεια σας.
(Ξαναπαίρνει σε άλλη γραμμή του ξενοδοχείου.)
Π: Καλημέρα σας. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία του σπιτιού;
Ε: Σας είπα και πριν πως εδώ είναι επαγγελματικός χώρος, και πως μας ενοχλείτε.
Π: Μα πήρα σε άλλο τηλέφωνο!
Ε: Κοιτάξτε. Στο ίδιο όνομα θα βρείτε 7 διαφορετικά νούμερα στη Βάρκιζα. Βγάλτε τα από τη λίστα σας. Μην ξαναπάρετε. Χαίρετε.
Π: Χαίρετε.
(Ξαναπαίρνει σε άλλη γραμμή του ξενοδοχείου.)
Π: Καλημέρα σας. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία του σπιτιού;
Ε: Εγώ είμαι η κυρία του σπιτιού. Πείτε μου.
(Το κλείνει)
*

Ε:
Apollonia, λέγεται παρακαλώ.
Π: (Μια ταραγμένη γυναικεία ταραγμένη φωνή) Γεια σας. Δουλεύει εκεί η (όνομα καμαριέρας);
Ε: Γιατί ρωτάτε παρακαλώ;
Π: Κοιτάξτε να δείτε, μην την προστατεύετε. Δουλεύει εκεί, ναι ή όχι;
Ε: Περί τίνος πρόκειται;
Π: Ακούστε να δείτε κύριε, ξέρω πως εργάζεται εκεί. Την έχω παρακολουθήσει.
Ε: ...
Π: Ξέρετε τι κουμάς είναι; Εγώ τις ξέρω καλά αυτές τις $#@!#@!.
Ε: Συγνώμη;
Π: (Με πολλή ταραχή) Αυτή η δήθεν κυρία πηδιέται με τον μαλάκα τον άντρα μου! Έχω δύο παιδιά!
Ε: Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν καταλαβαίνω πως μπορώ να σας βοηθήσω.
Π: Να την απολύσετε!
Ε: Γιατί;
Π: Τι θα πει γιατί; Δεν μπορεί να έρχεται η καθεμιά παστρικιά και να μας παίρνει τους άντρες!
Ε: Λυπάμαι, αλλά τα προσωπικά των υπαλλήλων μου δεν με απασχολούν.
Π: Την προστατεύετε λοιπόν, ε; Δεν κάνετε καθόλου καλά. Θα έρθω από εκεί και θα της δείξω εγώ!
Ε: (Από μέσα μου) Γαμώτο.
Αργότερα όντως ήρθε, και έγινε ένας μικρός σαματάς.

*
Ε:
Apollonia, λέγεται παρακαλώ.
Π: (Μια γριούλα) Γεια σας. Θα ήθελα ένα δωμάτιο για το μήνα του Νοεμβρίου.
Ε: Λυπάμαι, αλλά είμαστε εποχιακό ξενοδοχείο. Είμαστε ανοιχτά από Απρίλη μέχρι Οκτώβριο.
Π: Καλά. Πείτε μου τότε για το Μάρτη.
Ε: ...
*

Ε:
Apollonia, λέγεται παρακαλώ.
Π: Ναι γεια σας. Έχω μερικές ερωτήσεις.
Ε: Βεβαίως, πείτε μου.
Π: Τα δωμάτια σας έχουν υδροστρώματα;
Ε: Όχι.
Π: Κανένα δωμάτιο;
Ε: Όχι. Είμαστε οικογενειακό ξενοδοχείο.
Π:
Jacuzzi;
Ε: Όχι.
Π: Κανένα;
Ε: Όχι. Ούτε με καθρέφτες στο ταβάνι.
Π: Καλά. Πόσο πάει το διπλό;
Του έκανα μια προσφορά και το έκλεισε φυσικά.

*
Ε:
Apollonia, λέγεται παρακαλώ.
Π: (Με πονηρή φωνή) Ναι γεια σας. Μήπως μένει εκεί ο (μου δίνει το όνομα ενός πελάτη).
Ε: Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορώ δώσω τέτοιες πληροφορίες εκτός κι αν συντρέχει σοβαρός λόγος.
Π: Είμαι εφοριακός.
Ε: Συγνώμη, αλλά εννοούσα από αστυνομία και πάνω.
*

(Κατά τη διάρκεια του check-in:)
Ε: Θα μπορούσα παρακαλώ να έχω μια ταυτότητα ή ένα διαβατήριο;
Π: Τι την θέλετε τη ταυτότητα;
Ε: Για να συμπληρώσω τα στοιχεία σας.
Π: Ρώτα με ότι θες. Θα στα πω εγώ.
Ε: Λυπάμαι, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας ζητήσω για κάποιο έγγραφο ταυτοποίησης. Έστω ένα δίπλωμα οδήγησης.
Π: Πρώτη φόρα το ακούω αυτό. Εγώ ξέρω πως το όνομα αρκεί και σας έχω δώσει το όνομα μου. Δεν μου τα λες καλά.
Ε: Σας είπα. Μας το απαιτεί ο νόμος.
(Φανερά εκνευρισμένος μου δίνει τη ταυτότητά του. Στο επάγγελμα έλεγε αστυνομικός.)

*
(Νεαροί στη ρεσεψιόν)
Ε: Γεια σας.
Π: Ξέρετε που μπορούμε να βρούμε πουτάνες;
Ε: Όχι.
Π: Μαριχουάνα;
Ε: ΌΧΙ!

Wednesday, August 13, 2008

Faust was a douche

Μόλις σκέφθηκα ένα τρόπο για τα καρουσέλ να είναι ακόμη πιο τρομακτικά. Αν αντί για αλογάκια, είχαν καθρέφτες που κοιτούσαν προς τα έξω για να τους βλέπει ο κόσμος. Και έτσι όπως θα γυρνάν, η ματαιοδοξία μας δεν θα προλαβαίνει να επιλέξει επιφάνεια, δεν θα προλαβαίνει κάτοπτρο να διαλέξει και να ηδονηθεί, και θα ζαλιζόμαστε όσο ψάχνουμε το μάτι μας στην εικόνα μας να εστιάσουμε. Και για μουσική θα παίζουν Nick Cave. Έτσι, για το εφέ.


Τι σκέφτονται άραγε όσοι πεθαίνουν; Σίγουρα όχι αρρωστημένα καρουσέλ. Ποιος διάολος ξέρει; Όπου και να κοιτάξεις, στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στα βιβλία, ακόμη και δίπλα σου να γυρίσεις, θα δεις τις μορφές και τις εκδοχές του, τις διάφορες όψεις του. Θα δεις πολέμους και λιμούς, πεινασμένα ορφανά, ανάπηρους, γέρους μοναχούς τους με βλέμματα κενά, πρεζάκια να αιωρούνται στη μέση του δρόμου (σαν μαριονέτες), τροχαία, αρρώστιες, φωτογραφίες ταυτότητας σε κάδρα. Λένε πως η τηλεόραση μας έχει αποτραβήξει πιο μακριά από ποτέ, πως μας έχει αποξενώσει, και μικρός όταν το ακούς δεν το καταλαβαίνεις. Κι όμως, ο εικονικός μας πολιτισμός, αυτό το συρφετό από σχήματα και παστέλ χρώματα, από παράσιτα και διαρκείς ασήμαντες υπενθυμίσεις, μας έχει κάνει καχύποπτους, φοβικούς, ανασφαλείς, πλεγμένους σε ακαθόριστα όρια για το τι είναι πραγματικό για εμάς, και τι δεν είναι. Με τρόπο εκπληκτικό, η αναίρεση του αληθινού, σε αντιδιαστολή με κάθε λογική και συναίσθηση, μας έχει κάνει βραχονησίδες σε μια θάλασσα κυνική και εφήμερη.


Βλακείες. Ο θάνατος δεν είναι το μόνο σίγουρο, αλλά θα πρέπει να είναι το πιο βαρετό. Ίσως. Σαν όταν είσαι στο σινεμά, και επιτέλους έχεις βολευτείς στη θέση σου, πάνω που η πλοκή γίνεται ενδιαφέρουσα και έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι τη φωτογραφία, μα σε λίγο τα φώτα ανάβουν και πρέπει να τεντώσεις τα πόδια σου και να υποστείς πρωτότυπες ερωτήσεις του στυλ ‘καλό, ε’, ή όταν ακούς ένα αγαπημένο κομμάτι και πάνω που θυμάσαι τα λόγια, σε δύο μόλις λεπτά τελειώνει και θες να το ξανακούσεις αλλά πρέπει να βγάλεις τα ακουστικά και να χαιρετήσεις κάποιον δήθεν γνωστό σου που έχεις να τον δεις πάνω από έξι μήνες. Σκατά στο θάνατο. Η ανθρώπινη ζωή ξεκινά με την ορμή και τη γέννηση, μα η σκέψη, ο νους, ανάστροφα, αρχινά με το θάνατο, με το αναπόφευκτο, με το ήδη γνωστό. Λες κι άμα τον σκέφτεσαι, κάτι θα αλλάξει, θα γίνει με τρόπο κοσμικό πιο οικείος, γνώριμος και φιλικός. Λες κι άμα τον σκέφτεσαι, θα έρθει και θα σε επισκεφθεί και πριν σε πάρει σε κάποιο ρομαντικό ταξίδι στον άλλο ταξίδι, θα καθίσετε πρώτα να μιλήσετε για φιλοσοφία, αναπολώντας τους εφηβικούς σου έρωτες, όσο θα πίνετε ένα ουισκάκι με το γραμμόφωνο να παίζει Miles Davis. Φυσικά, δεν δύναμαι να ξέρω και πολλά για τέτοια θέματα. Απλά, φαντάζομαι, ο θάνατος θα πρέπει να είναι πιο ενοχλητικός για αυτούς που ακόμα ζουν. Τι ηλιθιότητες.


(Κι όμως όταν σε πλησιάζει, ακόμα και από μακριά, πάντα τρέμεις, πάντα μουδιάζεις, έτσι δεν είναι; )


Σκατά στον θάνατο λοιπόν. Λάθος, σκατά στο φόβο του θανάτου, στη κουβέντα του, στο μοιρολόγι του και αδιαλλακτη επιμονή μας μαζί του. Ο θάνατος. Άσχημη λέξη, έτσι τραχεία και βρώμικη από την τριβή των φθόγγων. Κωλο-γκοθάδες.


Η πιο κλασσική ευχή που κάνουμε στους ανθρώπους γύρω μας είναι να ‘ναι καλά στην υγεία τους, και έτσι θα ‘πρεπε να είναι. Είναι φυσιολογικό, είναι η αφετηρία, το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορείς να χτίσεις τις περιπέτειές σου και τις αποτυχίες σου, τα όνειρα σου και τις ανάγκες σου, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο θα χρωματίσεις τις πιθανές σου πραγματικότητες. Άμα δεν έχεις πόδια, πόσο εύκολα μπορείς να κολυμπήσεις γυμνός ένα φεγγαρόλουστο βράδυ; Ή έστω να το ονειρευτείς; Δεν είναι άπληστο, μήτε εγωιστικό να σε βασανίζουν ένας ορυμαγδός από μαλακισμένα μικροπροβλήματα – ο απλήρωτος λογαριασμός, η σκισμένη ραφή στο αγαπημένο σου ρούχο, ο γλοιώδης τύπος στη δουλειά, τα εκνευριστικά σου γενέθλια, το πώς κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει, το τηλέφωνο που δεν χτυπάει. Αυτά σε νοιάζουν, αυτά σε πειράζουν, αυτά σε απασχολούν, αυτά σε ορίζουν ως ένα βαθμό. Και όχι κάποια άλλα, αδιάφορα, απόμακρα, από εκείνα που επιβάλλεται να αναφέρεις τον αριθμό της πιστωτικής σου κάρτας για να νοιώσεις καλύτερα, από εκείνα που είναι θέμα συζήτησης στα πολυτελή gala ανάμεσα σε κουτσομπολιά για το ποιος γαμάει ποιόν. Άμα έχεις την υγεία σου, έχεις την φυσιολογική πολυτέλεια να αγχώνεσαι για πράματα που για άλλους αδιάφορα και φαντασιακά φαντάζουν. Για ανοησίες. Τι; Πολύ ακριβός ο καπουτσίνο σε αυτό το μέρος; Χα! Τι; Δεν έχεις λεφτά να φας ή κρεβάτι το βρώμικο κορμί σου να ξεκουράσεις; Χα!


Σκατά λοιπόν σε όσους επιλέγουν να πεθαίνουν, σε όσους μένουν πίσω, σε όσους σε άλλη χώρα γεννήθηκαν, σε όσους άδικα χάνονται, σε όσους δεν γεύθηκαν ποτέ συμπόνια και ελευθερία; Όχι. Οπωσδήποτε όχι, αλλά ορκίζομαι πως δάκρυ ποτέ να μην χύσω για άνθρωπο που δεν ξέρω, για άνθρωπο που ποτέ μου δεν γνώρισα. Απλά δεν έχω το χρόνο, ή τη συναισθηματική σύνδεση για όποιον προτιμάει πιο επιστημονικές εξηγήσεις. Έχω βαρεθεί τη ψεύτική συμπόνια, το τηλε-ενδιαφέρον, την άσχημα κατασκευασμένη αγωνία για μια ηθική ξεπερασμένη, βαλσαμωμένη. Έχω βαρεθεί τους ζωντανούς νεκρούς που σε σκονισμένα χρονοντούλαπα κλείνονται και τη ζωή από τη χαραμάδα βλέπουν, μα στη κάθε δυστυχία του κάθε κακομοίρη η ανθρωπιά τους θα αναβλύσει σαν κακόγουστο ιταλικό συντριβάνι που ανεκπλήρωτες ευχές για κάλπικες ελπίδες ανταλλάσει. Υποκριτές εξ’ αμελείας.


Κάποτε μου είπαν πως άμα έχεις δύο λόγους για να σηκωθείς από το κρεβάτι το πρωί, τότε δεν είσαι δυστυχής. Αν και συνήθως συμπαθώ αυτούς που έχουν λιγότερο από έναν λόγο, αυτούς που μόλις μια σκιά τους ακολουθεί, χαίρομαι πραγματικά αυτούς που έχουν χίλιους λόγους, σαν ένα απροσδόκητα όμορφο και εξωτικό θέαμα σε ένα βαρετό λούνα παρκ, σαν πυροτέχνημα που κατά λάθος εκτοξεύεται και σκάει σε μύριες κατευθύνσεις σε έναν ουρανό μαύρο. Χαίρομαι ακόμη και τους μανιακούς, αυτούς που κάθε μέρα ξυπνάν – αν ποτέ κοιμούνται – με την ίδια εικόνα, με τον ίδιο σκοπό, τον ίδιο πυρετό, αυτούς, που εμείς οι νευρωτικά λογικοί, τρελούς αποκαλούμε. Αλλά μέχρι και οι άλλοι τρελοί, εκείνοι που κάθε μέρα με κάτι άλλο ασχολιούνται, με μια νέα ιδέα παίζουν μέχρι το βράδυ να ΄ρθει και να τη ξεχάσουν. Μέχρι κι αυτοί μ’ αρέσουν.


Εν τέλει, στα λογιστικά της ψυχής μας κάπου, σε κάποιο σκονισμένο βιβλίο, θα πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο, ή τουλάχιστον θα έπρεπε, έτσι σαν ιδέα για να νοιώθουμε λίγο καλύτερα. Ίσως άμα κάνεις περισσότερους ανθρώπους ευτυχισμένους από όσους κάνεις δυστυχισμένους, ίσως τότε να είσαι ένας καλός άνθρωπος. Τόσο απλά. Χαρά λοιπόν στους ζωντανούς. Στους θλιμμένους και τους ερωτευμένους. Τους κουρασμένους, και τους υποχρεωμένους. Σε όσους βρίζουν. Σε όσους με μια ματιά τη βρίσκουν. Σε όσους ξύλο τρώνε. Στα κορόιδα και τα θύματα. Στους περίεργους. Σε όσους μας κάνουν να γελάμε. Σε όσους μας απατάνε. Σε όσους μας κάνουν ευτυχισμένους, στους ζωντανούς. Σε όσους χορεύουν. Σε αυτούς που πάντα θα θυμόμαστε και σε αυτούς που μας θυμούνται. Σε αυτούς που συγχωρούν. Α, και στα πιθήκια.


Τέλος πάντων, δεν δίνω σημασία σε όλα αυτά. Εκτός από τα πιθηκάκια. Τα πιθηκάκια είναι γαμάτα. Όχι σαν τα πάντα. Τα πάντα είναι για τον πούτσο. Μακάρι να ψοφήσουν όλα τα μαλακισμένα.



Monday, August 11, 2008

Relapse

Ε ναι λοιπόν! Το έκανα. 'Μπήκα' στο site του '14ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας CONN-X' για να δω το πρόγραμμα των ταινιών. Αλλά είς μάτην. Στις 11 του Σεπτέμβρη θα είναι έτοιμο, μονάχα για να αλλάζει κάθε μέρα με έκτακτες προβολές και καμένα DVD.

Η ενοχλητική ελαφρότητα των προβλημάτων μου, ίσως είναι πιο αποκαλυπτική από όσο θα ήθελα.

Καριόλες ταινίες.



Thursday, August 07, 2008

On request and with pleasure

Είναι στιγμές που στα μισοσκότεινα δρομάκια σε επισκέπτονται αναμνήσεις και σκέψεις απρόσμενα, περίεργα, μα με διάθεση οικεία και φιλική. Όπως όταν θυμάσαι με νοσταλγία τον κόκκινο από νέφος νυχτερινό αθηναϊκό ουρανό ή τις φορές που περπάτησες τα ίδια δρομάκια με λιγότερο ή περισσότερο φως και όλα φαινόντουσαν τόσο φυσιολογικά, ήρεμα, φιλόξενα, προβλέψιμα σαν σκηνή από αγαπημένη ταινία που τόσες φορές έχεις δει.


Έτσι με τον ίδιο τρόπο μπορεί μες στο θέρος να σε επισκεφθούν κι άλλα στοιχειά, σαν από τύχη δροσερές πνοές σε μια μουντή κουφόβραση, μαβιές πεταλούδες που τα φτερά τους ανέμελα και μεθυσμένα χτυπούν, με τις κεραίες τους μάταια ερεθίσματα αναζητούν, και με μάτια ανήσυχα, διορατικά. Αυτές τις μέρες όσο και να κοιτάξεις τον ουρανό από την Αθήνα θα απογοητευτείς. Τα άστρα έχουν υποχωρήσει, πικραμένα που ποιητές και ερασιτέχνες πλέον δεν τα υμνούν, με λίγες μονάχα εξαιρέσεις που η δύναμή τους ακόμα διαπερνά την μόλυνση και τη αδιαφορία μας. Μα όλα, ντροπαλά και από τα χρόνια κουρασμένα, περιμένουν με υπομονή και υποταγή να προσκυνήσουν για μια ακόμη φορά το μεγαλείο της αυγουστιάτικης πανσέληνου. Μου λένε πως κάποτε ο Λοΐζος έπαιζε στον Λυκαβηττό και διέκοψε τη συναυλία στη μέση για να δείξει στο κοινό το φεγγάρι, λέγοντας απλά ‘Κοιτάξτε’.


Μα άμα μπορείς, το νιώθεις ακόμη και τώρα πως αυτές τις υγρές και αποπνικτικές ημέρες και βραδιές, δεν πρέπει το κεφάλι προς τα πάνω να γέρνεις, ευχές και όνειρα να κυνηγάς σε έναστρα σώματα. Το νιώθεις πως προς τα δίπλα πρέπει να σκύβεις, πως τα μάτια σου γνώριμα, κι όχι τόσο γνώριμα, ίσως λίγο μυστήρια, βαθειά ανθρώπινα βλέμματα πρέπει να γυρεύει. Το καθετί τόσες πλούσιες πλευρές έχει, μια για τον καθένα μας. Όπως και εμείς τόσες πλευρές έχουμε για τους γύρω μας, σαν κομμάτια από πάζλ, που σε κάθε πλευρά μπορεί να δεθεί με ένα μόνο κομμάτι που αλλού δε ταιριάζει.


Και όπως γυρνάς, και όπως κοιτάς, και όσο ακούς, κάπου πρέπει να νοιώθεις τυχερός γιατί μπορεί – μπορεί – δίπλα σου να συναντήσεις κομήτες και άστρα που στη γη μας έπεσαν και αναμεταξύ μας τώρα ζούνε, εκτεθειμένοι στα ίδια αγέρια και τις φουσκοθαλασσιές, στις ίδιες σκέψεις και μοναξιές, στα ίδια δειλινά. Όσο και να αντιπαθώ το καλοκαίρι, δεν μπορώ παρά να συμμερίζομαι τη σοφή νάρκωση που προσφέρει ένα καυτό μεσημέρι ή ένα αποπνικτικό απόγευμα, όπου το μόνο που η ψυχή γυρεύει είναι γαλήνη, ηρεμία, σιγουριά, ένα ποτό για γλύκα και λίγο κουβέντα για συντροφιά. Σαν από θεία έμπνευση είναι τέτοιες στιγμές που η κρίση σου είναι καθαρή και αγνώστους τους αγαπάς φευγαλέα και για πάντα, και γνωστούς τους μαθαίνεις πραγματικά και μετανιώνεις με πίκρα γλυκιά. Χαμογελάς.


Ίσως να βρίσκεις και κάτοπτρα, καθρέφτες με άποψη, όμορφα κοχύλια σε άγνωστες παραλίες που άφοβα τους ψιθυρίζεις τα μυστικά σου και σαν από παραμύθι την ηχώ τους σου μεταφέρουν με χίλιες δύο ακόμη ιστορίες από παλιά, όλες ίδιες, όλες διαφορετικές, μα πάντα προσωπικές και εμπιστευτικές. Τα μελετάς χαζά και αθόρυβα όσο μπορείς, αφελώς ψάχνεις από πού αρχίζουν και που τελειώνουν, που το φως και τη θέρμη τους βρίσκουν, πως το ράθυμο οπτικό πεδίου σου στολίζουν. Αργά, μα σίγουρα αρχίζεις και αισθάνεσαι πως τα παρασύρει η θαλασσινή αύρα ή κάποιο ξεχασμένο κυματάκι, κι πως όσες φορές και να χτυπήσουν στα βράχια, κάπως με τα μάτια κλειστά και μονάχα με τις υπόλοιπες αισθήσεις μπορείς να τα βρεις, έτσι αδιόριστα και ατίθασα που σε απόσταση σε τριγυρνούν. Καταλαβαίνεις πως τα έχεις ξαναδεί, πως το αφτί σου έβαλες και παλιά να τα ακούσεις. Όσο ο ήλιος τιμωρός υποχωρεί και αφήνει τη νύχτα να βασανισθεί από τη θέρμη της πέτρας και του σώματος, τόσο όλα φαίνονται πιο απλά, ασημαντότητες και μετριότητες ξεδιαλύνονται, στεναχώριες και προσμονές σιγοσβήνουν, υποχωρούν για την επόμενη κουραστική μέρα, ενώ την ίδια στιγμή εφήμερα μυστήρια και μικρά ερωτηματικά ανασύρονται το κενό να καλύψουν, οι έννοιες σβήνουν, οι αισθήσεις ατενίζουν, και οι ταυτότητες αλλάζουν.


Σε τέτοια βράδια είναι λοιπόν, που ανεξήγητα τον αέρα δροσίζεις, και οι ιστορίες σου ξορκισμένες πλανώνται και σε καλύπτουν σαν πολύπτυχο χιτώνιο, σε συμφωνία με όσα θέλεις να κρύψεις και ισορροπία σε όσα θες να δείξεις. Υπομένεις την κούραση και την αδιάκοπη σάχλα γύρω σου όσο τα μάτια σου ταξιδεύουν πέρα από τον υλικό κόσμο και οι σκέψεις σου έχουν πλέον χαθεί σε μακρινές διαδρομές και πιθανότητες. Αδιάκριτες ματιές ζαλίζονται στις ίριδες σου όσο αόρατα πινέλα ζωγραφίζουν απαλά τον αέρα δίπλα σου. Αντανακλάσεις και χρώματα, φως και σκιές σμιλεύονται σε ένα θαυμαστό πετράδι, άγριο, ακατέργαστο πάντα έτοιμο να χαράξει, να σκίσει το ύφασμα της πραγματικότητας και της φαντασίας, του νου. Είσαι η ψευδαίσθηση, το φεγγάρι, το κοχύλι, το διαμάντι, η πεταλούδα. Και με ένα φτερούγισμά σου – θεωρία του χάους – τα πάντα αλλάζουν.

Tuesday, August 05, 2008

Η αλήθεια (δεν) είναι στους Sex Pistols

Ή: Δεν έχω ζωή και βλέπω ταινίες.


Είναι από εκείνες τις ημέρες πάλι που ένα από τα μικρόβια μου αναζωογονούνται, κινούνται, και επιπλέουν στο βούρκο της ύπαρξής μου. Ξύνομαι και το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι γυαλόχαρτο. Θέλω τα δάκτυλα μου να γράψουν στο addressbar του browser μου www.athensfilmfestival.grκαι να δω το πρόγραμμα, να το εκτυπώσω, να αρχίσω να ψάχνω ταινίες, συντελεστές, παραγωγούς, κριτικές, βραβεία, να κυκλώνω πιθανές επιλογές, να κάνω συνδυασμούς στο ξερό μου το κεφάλι. Αλλά επιδεικνύω αυτοσυγκράτηση.


Καταραμένες ταινίες.


Ακόμη και τώρα που κουράζω το πληκτρολόγιό μου έβαλα στον υπολογιστή να παίξει το The Darjeeling Limited. Αν φυσικά αποφασίσουν ποτέ ο σκληρός μου δίσκος και το VLC να συνεργαστούν. Ανάθεμα στις ταινίες. Αν και πολλοί θα πίστευαν πως ο οπτικός εθισμός στις ταινίες και γενικότερα στην τηλεόραση είναι θέμα γενεών, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Θυμάμαι ακόμη τα μεσημέρια με τις κουρτίνες κλειστές τη γιαγιά μου να βλέπει Καρολάϊν. Μάλλον ακόμη το ίδιο κάνει. Φυσικά εγώ δεν κόλλησα με τέτοιου επιπέδου θεάματα, αν και το Dallas είχε πάντα κάποιο ενδιαφέρον. Αν και η αρρώστια με τις ταινίες πρέπει να το απέκτησα όταν σαν παιδιά ο πατέρας μου μας πήγαινε στο βίντεοκλαμπ - για να επουλωθούν οι πληγές του διαζυγίου κλαψ κλαψ- και νοικιάζαμε μαλακίες. Καλά, εγώ νοίκιαζα μαλακίες, αλλά συνήθως παίρναμε western και μετά αγοράζαμε σουβλάκια μέχρι που μια μέρα μια κασέτα βρέθηκε τελείως λαδωμένη και ο τύπος στο μαγαζί κατηγόρησε πως το κάναμε εμείς, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια ή τουλάχιστον δεν ξέρουμε ακόμα και σήμερα. Όπως και να έχει μετά από πολλά χρόνια, χιλιάδες ώρες βάναυσης ακτινοβολίας στα μάτια μου, αμέτρητα ξενύχτια και εκατοντάδες εισιτήρια κινηματογράφου βρίσκομαι εδώ, στη δουλειά, 31 Ιουλίου του σωτήριου έτους 2008. Καταραμένες ταινίες. (5 Αυγούστου. Ακόμα δείχνω αυτοσυγκράτηση.)


Οι ταινίες γενικά είναι καλές. Είναι τέλειες για παντομίμα. Δεν έχω παίξει ποτέ παντομίμα με βιβλία ή θεατρικά έργα, αν και μάλλον αυτή η θεματολογία είναι στο advanced level. Γαμημένες ταινίες. Υπάρχουν φυσικά οι κλασσικές, και επαληθευμένες θεωρήσεις για τον κινηματογράφο και τις ταινίες, πως γνωρίζεις νέους κόσμους, και συγκινητικούς χαρακτήρες, απίθανες ιστορίες και όλα αυτά τα εκπληκτικά και λουσμένα με αστρόσκονη στοιχεία πάντα σε βρίσκουν σε ανύποπτες στιγμές και ανυποψίαστα στοιχεία, σε αρπάζουν και σε κλονίζουν και όπως σε καταβροχθίζουν, έτσι και εσύ τις ασπάζεσαι, τις τεμαχίζεις και τις φυλάς σε ξύλινα σεντούκια. Όλα ωραία και σωστά, αλλά σταδιακά συνειδητοποιώ πως άμα μου αρέσουν οι ταινίες λίγο παραπάνω από οποιοδήποτε άλλο θεάμα, δεν είναι μονάχα χάρη στο χαμηλό μου μορφωτικό μου επίπεδο και τον βάρβαρο ψυχισμό μου, αλλά και στην αφοπλιστική ικανότητα των ταινιών να υπενθυμίζουν τη χλιαρή και τυπική μετριότητα μου. Αν και απίθανο, υπάρχουν στιγμές που βρίσκω τον εαυτό μου πιο βαρετό και από τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, και λογικά λοιπόν, σαν γνήσιο τέκνο της τηλεβιζιονικής γενεάς καταφεύγω σε οτιδήποτε μπορεί να έχει κάτι που να θυμίζει έστω στο ελάχιστο τη δομή, τη σεναριακή πλοκή, τη σκηνοθετική μοναδικότητα και τη δραματουργία μιας ταινίας προς ευχαρίστηση της φαντασιόπληκτης ύπαρξης μου και προς νάρκωση της ηττοπάθειάς μου. Σε αντίθετη περίπτωση, απλά παίρνω σβάρνα τα bar και κάνω τους παραγωγούς του Southern Comfort πλουσιότερους. και ευτυχέστερους φαντάζομαι, αλλά σίγουρα όχι περήφανους. Τώρα αρχίζω και καταλαβαίνω γιατί μου αρέσουν οι dEus.

Πουτάνες ταινίες.

Μισώ να τις αγαπώ.