Pages

Thursday, August 07, 2008

On request and with pleasure

Είναι στιγμές που στα μισοσκότεινα δρομάκια σε επισκέπτονται αναμνήσεις και σκέψεις απρόσμενα, περίεργα, μα με διάθεση οικεία και φιλική. Όπως όταν θυμάσαι με νοσταλγία τον κόκκινο από νέφος νυχτερινό αθηναϊκό ουρανό ή τις φορές που περπάτησες τα ίδια δρομάκια με λιγότερο ή περισσότερο φως και όλα φαινόντουσαν τόσο φυσιολογικά, ήρεμα, φιλόξενα, προβλέψιμα σαν σκηνή από αγαπημένη ταινία που τόσες φορές έχεις δει.


Έτσι με τον ίδιο τρόπο μπορεί μες στο θέρος να σε επισκεφθούν κι άλλα στοιχειά, σαν από τύχη δροσερές πνοές σε μια μουντή κουφόβραση, μαβιές πεταλούδες που τα φτερά τους ανέμελα και μεθυσμένα χτυπούν, με τις κεραίες τους μάταια ερεθίσματα αναζητούν, και με μάτια ανήσυχα, διορατικά. Αυτές τις μέρες όσο και να κοιτάξεις τον ουρανό από την Αθήνα θα απογοητευτείς. Τα άστρα έχουν υποχωρήσει, πικραμένα που ποιητές και ερασιτέχνες πλέον δεν τα υμνούν, με λίγες μονάχα εξαιρέσεις που η δύναμή τους ακόμα διαπερνά την μόλυνση και τη αδιαφορία μας. Μα όλα, ντροπαλά και από τα χρόνια κουρασμένα, περιμένουν με υπομονή και υποταγή να προσκυνήσουν για μια ακόμη φορά το μεγαλείο της αυγουστιάτικης πανσέληνου. Μου λένε πως κάποτε ο Λοΐζος έπαιζε στον Λυκαβηττό και διέκοψε τη συναυλία στη μέση για να δείξει στο κοινό το φεγγάρι, λέγοντας απλά ‘Κοιτάξτε’.


Μα άμα μπορείς, το νιώθεις ακόμη και τώρα πως αυτές τις υγρές και αποπνικτικές ημέρες και βραδιές, δεν πρέπει το κεφάλι προς τα πάνω να γέρνεις, ευχές και όνειρα να κυνηγάς σε έναστρα σώματα. Το νιώθεις πως προς τα δίπλα πρέπει να σκύβεις, πως τα μάτια σου γνώριμα, κι όχι τόσο γνώριμα, ίσως λίγο μυστήρια, βαθειά ανθρώπινα βλέμματα πρέπει να γυρεύει. Το καθετί τόσες πλούσιες πλευρές έχει, μια για τον καθένα μας. Όπως και εμείς τόσες πλευρές έχουμε για τους γύρω μας, σαν κομμάτια από πάζλ, που σε κάθε πλευρά μπορεί να δεθεί με ένα μόνο κομμάτι που αλλού δε ταιριάζει.


Και όπως γυρνάς, και όπως κοιτάς, και όσο ακούς, κάπου πρέπει να νοιώθεις τυχερός γιατί μπορεί – μπορεί – δίπλα σου να συναντήσεις κομήτες και άστρα που στη γη μας έπεσαν και αναμεταξύ μας τώρα ζούνε, εκτεθειμένοι στα ίδια αγέρια και τις φουσκοθαλασσιές, στις ίδιες σκέψεις και μοναξιές, στα ίδια δειλινά. Όσο και να αντιπαθώ το καλοκαίρι, δεν μπορώ παρά να συμμερίζομαι τη σοφή νάρκωση που προσφέρει ένα καυτό μεσημέρι ή ένα αποπνικτικό απόγευμα, όπου το μόνο που η ψυχή γυρεύει είναι γαλήνη, ηρεμία, σιγουριά, ένα ποτό για γλύκα και λίγο κουβέντα για συντροφιά. Σαν από θεία έμπνευση είναι τέτοιες στιγμές που η κρίση σου είναι καθαρή και αγνώστους τους αγαπάς φευγαλέα και για πάντα, και γνωστούς τους μαθαίνεις πραγματικά και μετανιώνεις με πίκρα γλυκιά. Χαμογελάς.


Ίσως να βρίσκεις και κάτοπτρα, καθρέφτες με άποψη, όμορφα κοχύλια σε άγνωστες παραλίες που άφοβα τους ψιθυρίζεις τα μυστικά σου και σαν από παραμύθι την ηχώ τους σου μεταφέρουν με χίλιες δύο ακόμη ιστορίες από παλιά, όλες ίδιες, όλες διαφορετικές, μα πάντα προσωπικές και εμπιστευτικές. Τα μελετάς χαζά και αθόρυβα όσο μπορείς, αφελώς ψάχνεις από πού αρχίζουν και που τελειώνουν, που το φως και τη θέρμη τους βρίσκουν, πως το ράθυμο οπτικό πεδίου σου στολίζουν. Αργά, μα σίγουρα αρχίζεις και αισθάνεσαι πως τα παρασύρει η θαλασσινή αύρα ή κάποιο ξεχασμένο κυματάκι, κι πως όσες φορές και να χτυπήσουν στα βράχια, κάπως με τα μάτια κλειστά και μονάχα με τις υπόλοιπες αισθήσεις μπορείς να τα βρεις, έτσι αδιόριστα και ατίθασα που σε απόσταση σε τριγυρνούν. Καταλαβαίνεις πως τα έχεις ξαναδεί, πως το αφτί σου έβαλες και παλιά να τα ακούσεις. Όσο ο ήλιος τιμωρός υποχωρεί και αφήνει τη νύχτα να βασανισθεί από τη θέρμη της πέτρας και του σώματος, τόσο όλα φαίνονται πιο απλά, ασημαντότητες και μετριότητες ξεδιαλύνονται, στεναχώριες και προσμονές σιγοσβήνουν, υποχωρούν για την επόμενη κουραστική μέρα, ενώ την ίδια στιγμή εφήμερα μυστήρια και μικρά ερωτηματικά ανασύρονται το κενό να καλύψουν, οι έννοιες σβήνουν, οι αισθήσεις ατενίζουν, και οι ταυτότητες αλλάζουν.


Σε τέτοια βράδια είναι λοιπόν, που ανεξήγητα τον αέρα δροσίζεις, και οι ιστορίες σου ξορκισμένες πλανώνται και σε καλύπτουν σαν πολύπτυχο χιτώνιο, σε συμφωνία με όσα θέλεις να κρύψεις και ισορροπία σε όσα θες να δείξεις. Υπομένεις την κούραση και την αδιάκοπη σάχλα γύρω σου όσο τα μάτια σου ταξιδεύουν πέρα από τον υλικό κόσμο και οι σκέψεις σου έχουν πλέον χαθεί σε μακρινές διαδρομές και πιθανότητες. Αδιάκριτες ματιές ζαλίζονται στις ίριδες σου όσο αόρατα πινέλα ζωγραφίζουν απαλά τον αέρα δίπλα σου. Αντανακλάσεις και χρώματα, φως και σκιές σμιλεύονται σε ένα θαυμαστό πετράδι, άγριο, ακατέργαστο πάντα έτοιμο να χαράξει, να σκίσει το ύφασμα της πραγματικότητας και της φαντασίας, του νου. Είσαι η ψευδαίσθηση, το φεγγάρι, το κοχύλι, το διαμάντι, η πεταλούδα. Και με ένα φτερούγισμά σου – θεωρία του χάους – τα πάντα αλλάζουν.

1 comment:

Soul Harvester said...

Πάντα ποιητικός!!!

Η αγάπη σου για την νυχτερινή Αθήνα είναι όπως πάντα απαράμιλλη… πηγή έμπνευσης σε δύσκολες καλοκαιρινές νύχτες όταν ζητάς να εκτονωθείς και να ξεχάσεις τα βάσανα της δουλειάς και τις προσωπικές πικρίες.

Αναρωτιέμαι αν πίσω από την γλαφυρή ανάπτυξη των συναισθημάτων και σκέψεων σου κρύβονται καταπιεσμένες επιθυμίες καλλιτεχνικής έκφρασης ή αυτό το είδος γραφής απλώς σε βοηθά να εκτονώσεις πιο έντονα τις ανησυχίες σου και να έρθεις σε επαφή με τον εσωτερικό σου κόσμο.

Σε κάθε περίπτωση με προβλημάτισες πάλι, με θετική έννοια φυσικά…