Pages

Wednesday, August 13, 2008

Faust was a douche

Μόλις σκέφθηκα ένα τρόπο για τα καρουσέλ να είναι ακόμη πιο τρομακτικά. Αν αντί για αλογάκια, είχαν καθρέφτες που κοιτούσαν προς τα έξω για να τους βλέπει ο κόσμος. Και έτσι όπως θα γυρνάν, η ματαιοδοξία μας δεν θα προλαβαίνει να επιλέξει επιφάνεια, δεν θα προλαβαίνει κάτοπτρο να διαλέξει και να ηδονηθεί, και θα ζαλιζόμαστε όσο ψάχνουμε το μάτι μας στην εικόνα μας να εστιάσουμε. Και για μουσική θα παίζουν Nick Cave. Έτσι, για το εφέ.


Τι σκέφτονται άραγε όσοι πεθαίνουν; Σίγουρα όχι αρρωστημένα καρουσέλ. Ποιος διάολος ξέρει; Όπου και να κοιτάξεις, στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στα βιβλία, ακόμη και δίπλα σου να γυρίσεις, θα δεις τις μορφές και τις εκδοχές του, τις διάφορες όψεις του. Θα δεις πολέμους και λιμούς, πεινασμένα ορφανά, ανάπηρους, γέρους μοναχούς τους με βλέμματα κενά, πρεζάκια να αιωρούνται στη μέση του δρόμου (σαν μαριονέτες), τροχαία, αρρώστιες, φωτογραφίες ταυτότητας σε κάδρα. Λένε πως η τηλεόραση μας έχει αποτραβήξει πιο μακριά από ποτέ, πως μας έχει αποξενώσει, και μικρός όταν το ακούς δεν το καταλαβαίνεις. Κι όμως, ο εικονικός μας πολιτισμός, αυτό το συρφετό από σχήματα και παστέλ χρώματα, από παράσιτα και διαρκείς ασήμαντες υπενθυμίσεις, μας έχει κάνει καχύποπτους, φοβικούς, ανασφαλείς, πλεγμένους σε ακαθόριστα όρια για το τι είναι πραγματικό για εμάς, και τι δεν είναι. Με τρόπο εκπληκτικό, η αναίρεση του αληθινού, σε αντιδιαστολή με κάθε λογική και συναίσθηση, μας έχει κάνει βραχονησίδες σε μια θάλασσα κυνική και εφήμερη.


Βλακείες. Ο θάνατος δεν είναι το μόνο σίγουρο, αλλά θα πρέπει να είναι το πιο βαρετό. Ίσως. Σαν όταν είσαι στο σινεμά, και επιτέλους έχεις βολευτείς στη θέση σου, πάνω που η πλοκή γίνεται ενδιαφέρουσα και έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι τη φωτογραφία, μα σε λίγο τα φώτα ανάβουν και πρέπει να τεντώσεις τα πόδια σου και να υποστείς πρωτότυπες ερωτήσεις του στυλ ‘καλό, ε’, ή όταν ακούς ένα αγαπημένο κομμάτι και πάνω που θυμάσαι τα λόγια, σε δύο μόλις λεπτά τελειώνει και θες να το ξανακούσεις αλλά πρέπει να βγάλεις τα ακουστικά και να χαιρετήσεις κάποιον δήθεν γνωστό σου που έχεις να τον δεις πάνω από έξι μήνες. Σκατά στο θάνατο. Η ανθρώπινη ζωή ξεκινά με την ορμή και τη γέννηση, μα η σκέψη, ο νους, ανάστροφα, αρχινά με το θάνατο, με το αναπόφευκτο, με το ήδη γνωστό. Λες κι άμα τον σκέφτεσαι, κάτι θα αλλάξει, θα γίνει με τρόπο κοσμικό πιο οικείος, γνώριμος και φιλικός. Λες κι άμα τον σκέφτεσαι, θα έρθει και θα σε επισκεφθεί και πριν σε πάρει σε κάποιο ρομαντικό ταξίδι στον άλλο ταξίδι, θα καθίσετε πρώτα να μιλήσετε για φιλοσοφία, αναπολώντας τους εφηβικούς σου έρωτες, όσο θα πίνετε ένα ουισκάκι με το γραμμόφωνο να παίζει Miles Davis. Φυσικά, δεν δύναμαι να ξέρω και πολλά για τέτοια θέματα. Απλά, φαντάζομαι, ο θάνατος θα πρέπει να είναι πιο ενοχλητικός για αυτούς που ακόμα ζουν. Τι ηλιθιότητες.


(Κι όμως όταν σε πλησιάζει, ακόμα και από μακριά, πάντα τρέμεις, πάντα μουδιάζεις, έτσι δεν είναι; )


Σκατά στον θάνατο λοιπόν. Λάθος, σκατά στο φόβο του θανάτου, στη κουβέντα του, στο μοιρολόγι του και αδιαλλακτη επιμονή μας μαζί του. Ο θάνατος. Άσχημη λέξη, έτσι τραχεία και βρώμικη από την τριβή των φθόγγων. Κωλο-γκοθάδες.


Η πιο κλασσική ευχή που κάνουμε στους ανθρώπους γύρω μας είναι να ‘ναι καλά στην υγεία τους, και έτσι θα ‘πρεπε να είναι. Είναι φυσιολογικό, είναι η αφετηρία, το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορείς να χτίσεις τις περιπέτειές σου και τις αποτυχίες σου, τα όνειρα σου και τις ανάγκες σου, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο θα χρωματίσεις τις πιθανές σου πραγματικότητες. Άμα δεν έχεις πόδια, πόσο εύκολα μπορείς να κολυμπήσεις γυμνός ένα φεγγαρόλουστο βράδυ; Ή έστω να το ονειρευτείς; Δεν είναι άπληστο, μήτε εγωιστικό να σε βασανίζουν ένας ορυμαγδός από μαλακισμένα μικροπροβλήματα – ο απλήρωτος λογαριασμός, η σκισμένη ραφή στο αγαπημένο σου ρούχο, ο γλοιώδης τύπος στη δουλειά, τα εκνευριστικά σου γενέθλια, το πώς κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει, το τηλέφωνο που δεν χτυπάει. Αυτά σε νοιάζουν, αυτά σε πειράζουν, αυτά σε απασχολούν, αυτά σε ορίζουν ως ένα βαθμό. Και όχι κάποια άλλα, αδιάφορα, απόμακρα, από εκείνα που επιβάλλεται να αναφέρεις τον αριθμό της πιστωτικής σου κάρτας για να νοιώσεις καλύτερα, από εκείνα που είναι θέμα συζήτησης στα πολυτελή gala ανάμεσα σε κουτσομπολιά για το ποιος γαμάει ποιόν. Άμα έχεις την υγεία σου, έχεις την φυσιολογική πολυτέλεια να αγχώνεσαι για πράματα που για άλλους αδιάφορα και φαντασιακά φαντάζουν. Για ανοησίες. Τι; Πολύ ακριβός ο καπουτσίνο σε αυτό το μέρος; Χα! Τι; Δεν έχεις λεφτά να φας ή κρεβάτι το βρώμικο κορμί σου να ξεκουράσεις; Χα!


Σκατά λοιπόν σε όσους επιλέγουν να πεθαίνουν, σε όσους μένουν πίσω, σε όσους σε άλλη χώρα γεννήθηκαν, σε όσους άδικα χάνονται, σε όσους δεν γεύθηκαν ποτέ συμπόνια και ελευθερία; Όχι. Οπωσδήποτε όχι, αλλά ορκίζομαι πως δάκρυ ποτέ να μην χύσω για άνθρωπο που δεν ξέρω, για άνθρωπο που ποτέ μου δεν γνώρισα. Απλά δεν έχω το χρόνο, ή τη συναισθηματική σύνδεση για όποιον προτιμάει πιο επιστημονικές εξηγήσεις. Έχω βαρεθεί τη ψεύτική συμπόνια, το τηλε-ενδιαφέρον, την άσχημα κατασκευασμένη αγωνία για μια ηθική ξεπερασμένη, βαλσαμωμένη. Έχω βαρεθεί τους ζωντανούς νεκρούς που σε σκονισμένα χρονοντούλαπα κλείνονται και τη ζωή από τη χαραμάδα βλέπουν, μα στη κάθε δυστυχία του κάθε κακομοίρη η ανθρωπιά τους θα αναβλύσει σαν κακόγουστο ιταλικό συντριβάνι που ανεκπλήρωτες ευχές για κάλπικες ελπίδες ανταλλάσει. Υποκριτές εξ’ αμελείας.


Κάποτε μου είπαν πως άμα έχεις δύο λόγους για να σηκωθείς από το κρεβάτι το πρωί, τότε δεν είσαι δυστυχής. Αν και συνήθως συμπαθώ αυτούς που έχουν λιγότερο από έναν λόγο, αυτούς που μόλις μια σκιά τους ακολουθεί, χαίρομαι πραγματικά αυτούς που έχουν χίλιους λόγους, σαν ένα απροσδόκητα όμορφο και εξωτικό θέαμα σε ένα βαρετό λούνα παρκ, σαν πυροτέχνημα που κατά λάθος εκτοξεύεται και σκάει σε μύριες κατευθύνσεις σε έναν ουρανό μαύρο. Χαίρομαι ακόμη και τους μανιακούς, αυτούς που κάθε μέρα ξυπνάν – αν ποτέ κοιμούνται – με την ίδια εικόνα, με τον ίδιο σκοπό, τον ίδιο πυρετό, αυτούς, που εμείς οι νευρωτικά λογικοί, τρελούς αποκαλούμε. Αλλά μέχρι και οι άλλοι τρελοί, εκείνοι που κάθε μέρα με κάτι άλλο ασχολιούνται, με μια νέα ιδέα παίζουν μέχρι το βράδυ να ΄ρθει και να τη ξεχάσουν. Μέχρι κι αυτοί μ’ αρέσουν.


Εν τέλει, στα λογιστικά της ψυχής μας κάπου, σε κάποιο σκονισμένο βιβλίο, θα πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο, ή τουλάχιστον θα έπρεπε, έτσι σαν ιδέα για να νοιώθουμε λίγο καλύτερα. Ίσως άμα κάνεις περισσότερους ανθρώπους ευτυχισμένους από όσους κάνεις δυστυχισμένους, ίσως τότε να είσαι ένας καλός άνθρωπος. Τόσο απλά. Χαρά λοιπόν στους ζωντανούς. Στους θλιμμένους και τους ερωτευμένους. Τους κουρασμένους, και τους υποχρεωμένους. Σε όσους βρίζουν. Σε όσους με μια ματιά τη βρίσκουν. Σε όσους ξύλο τρώνε. Στα κορόιδα και τα θύματα. Στους περίεργους. Σε όσους μας κάνουν να γελάμε. Σε όσους μας απατάνε. Σε όσους μας κάνουν ευτυχισμένους, στους ζωντανούς. Σε όσους χορεύουν. Σε αυτούς που πάντα θα θυμόμαστε και σε αυτούς που μας θυμούνται. Σε αυτούς που συγχωρούν. Α, και στα πιθήκια.


Τέλος πάντων, δεν δίνω σημασία σε όλα αυτά. Εκτός από τα πιθηκάκια. Τα πιθηκάκια είναι γαμάτα. Όχι σαν τα πάντα. Τα πάντα είναι για τον πούτσο. Μακάρι να ψοφήσουν όλα τα μαλακισμένα.



2 comments:

Inspector McFarland said...

O prologos kai i katakleida me gonatisan! Isa isa ftano to pliktrologio gia na afiso sxolio!
Eyge! I mipos na po...Me tis ygeies sas?

Soul Harvester said...

Όσο και αν φιλοσοφείς κάποια πράγματα δεν καταλήγεις κάπου, ούτε ξεπερνάς τους φόβους σου. Η αναζήτηση σου προκαλεί μελαγχολία και κάποιες στιγμές απογοήτευση. Όσο το φιλοσοφείς τόσο εθίζεσαι στην διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, όσο επώδυνη και αν είναι (η διαδικασία, γιατί η αλήθεια αποτελεί άπιαστο όνειρο).

Διαφωνώ με κάποιες από τις ιδέες και την απότομη έκφραση τους αλλά με βάζουν σε έναν βαθύ προβληματισμό. Ακόμη και να αν θέλω να αποφύγω τους βασανιστικούς προβληματισμούς δυσκολεύομαι να αποδεχθώ πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να σκέφτομαι πράγματα που με πληγώνουν!

Ίσως πάλι φταίει το βάρος της θεματολογίας σου…

PS

Ωραίες φωτογραφίες