Υπάρχουν τόσα εκπληκτικά και απίστευτα πράματα στον κόσμο, που μπορεί να χάσεις μια ολόκληρη ζωή παρατηρώντας μονάχα ένα. Ευτυχώς όμως υπάρχει η ακόρεστη δίψα για μάθηση και ανακάλυψη που άμα δεν ικανοποιηθεί γρήγορα τότε ξυπνάει ο μηχανισμός της βαρεμάρας που σε σπρώχνει σε κάτι καινούριο, όπου καινούριο άγνωστο, όπου άγνωστο συναρπαστικό. Κάτι όμως που ξεχνώ πάντα, είναι πως ακόμα και σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ακόμα υπάρχουν συγκλονιστικά πράματα να ανακαλύψει κανείς, και δεν εννοώ με πόσους μικροτραυματισμούς μπορεί να φθάσει κανείς στο διακόπτη για τα φώτα. Το μυαλό για παράδειγμα.
Το μυαλό είναι τεράστιο και όσο με εκπλήσσει στον ξύπνιο μου, αλλά τόσο (ή και παραπάνω) επιτυγχάνει να με διασκεδάζει στον ύπνο μου. Το τελευταίο όνειρο που θυμάμαι με πολλές λεπτομέρειες ομολογώ πως ήταν από εκείνες περιπτώσεις που αρνείσαι να σηκωθείς και μάλιστα επιμένεις να προσπαθείς να το ελέγξεις και να το σκηνοθετείς παρόλο που στην υποδοχή περιμένουν εξαγριωμένοι πελάτες για να πληρώσουν και να πάνε σπιτάκι τους.
Έμενα λέει σε ένα ρετιρέ, αλλά είχα μικρή βεράντα και έτσι κάθε φορά που ήθελα να απλώσω τα ρούχα μου (όχι πολύ συχνά δηλαδή ...) έκανα μαϊμουδιές σαν κι αυτές που κάνει ο David Belle και έπεφτα στην από κάτω βεράντα που ήταν πολύ μεγαλύτερη και με βόλευε, αφού το διαμέρισμα ήταν εγκαταλειμμένο. Όμως, μια φορά που πήγα να επαναλάβω αυτή μου τη ρουτίνα, συνειδητοποιώ αναπάντεχα πως πλέον το διαμέρισμα δεν ήταν και τόσο εγκαταλειμμένο και πως είχε μετακομίσει μια οικογένεια, και συγκεκριμένα ένας ψηλός πενηντάρης με τις τρεις του κόρες, τις οποίες θυμάμαι πολύ πιο αμυδρά από ότι αυτόν, όπως θυμάται κανείς πολύ περισσότερο τον Σταυρίδη στις ελληνικές ταινίες και όχι τις οικογένειες των οποίων ηγείται. Αν και όνειρο, ομολογώ πως είχε κάποια δόση λογικής συνέχειας αφού αμέσως ο εν δυνάμει πεθερός θυμώνει απίστευτα όσο εγώ προσπαθώ μάταια να του εξηγήσω το πως και το γιατί και αρχίζει και με κυνηγάει μέσα κι έξω από το διαμέρισμα. Άμα είχε καραμπίνα δε το θυμάμαι και πολύ καλά.
Τώρα το μέσο του ονείρου δεν το θυμάμαι σχεδόν καθόλου, αλλά νομίζω πως αποτελείται από μια σειρά από περιπετειούλες και ευτράπελα τα οποία με φέρνουν πιο κοντά με την οικογένεια από κάτω. Συγκινητικό, το ξέρω. Με τα πολλά τέλος πάντων, είχε αρχίσει να με συμπαθεί ο γέρος και κάπως είχα βρεθεί πάλι μέσα στο σπίτι του όταν ξαφνικά άρχισαν να βαράνε τα τηλέφωνα. Αυτός πήγαινε πέρα δώθε, υπνοδωμάτιο, καθιστικό και τα λοιπά, τα σήκωνε τα ρημάδια τα τηλέφωνα ο καημένος αλλά δεν απαντούσε κανείς, κι αυτό γινόταν συνεχώς σε τέτοιο βαθμό που πλέον είχε αρχίσει να καταρρέει και να νομίζει πως για κάποιο λόγο εγώ είχα κάνει σαμποτάζ εναντίον του. Εγώ, με τη σειρά μου, θέλοντας να αποδείξω την αθωότητα μου και επειδή είμαι καλοσυνάτη ψυχή, σήκωσα το τηλέφωνο και στην αρχή δεν άκουγα κι εγώ τίποτα, αλλά μετά άκουγα κάτι σαν ψίθυρο. Φώναξα να μιλήσουν πιο δυνατά και τελικά κατάφερα να διακρίνω μια γυναικεία φωνή να με ρωτάει στα αγγλικά πως είναι η Αθήνα το χειμώνα (ξαφνική συνειδητοποίηση πως ο γέρος είναι συνάδερφος κάπελας), αν και το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει! Μάλλον υπήρχαν δύο τηλέφωνα στο σπίτι του εν τριπλώ δυνάμει πεθερού, γιατί το κουδούνισμα που άκουγα ήταν το τηλέφωνο του γραφείου μου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να με ξυπνήσει για να ξεκινήσω και πάλι δουλειά...
Είναι σαφές πως τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν την ζύμη για μια πρώτης τάξης μεσογειακή ρετρό κωμωδία, όπου φυσικά ο κεντρικός ήρωας φλερτάρει και με τις τρεις κόρες αλλά τελικά δε στεφανώνει καμία. Όμως εν αντιθέσει με τη συνήθη πρακτική μου, όπου δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να απομυθοποιήσει και να αναλύσει το όνειρό μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση αμέσως άρχισα να το αποδομώ και να ταυτίζω τα συστατικά του με του μυαλού μου παρελθούσες προσλαμβάνουσες.
Έτσι, έχω καταλήξει πως για το παραπάνω όνειρο χρειάζονται τα ακόλουθα συστατικά:
Πλήθος ελληνικών ταινιών μεταξύ της ηλικίας των οχτώ και δεκαοχτώ.
Σαθρές αντιλήψεις για το θεσμό της οικογένειας, και τη σιγουριά πως η μέλλουσα γυναίκα μου θα με χωρίσει και θα με αφήσει να μεγαλώσω τα παιδιά μας μόνος μου όση αυτή θα χαίρεται τα λεφτά της διατροφής με το poolboy.
Μια εκτίμηση για τις ακροβατικές ικανότητες του David Belle στο Banlieu 13 και στο Banlieue 13 Ultimatum.
Μια σοβαρή μου ανησυχία για το πως θα αντέξω τη ζωή μου έχοντας κόρες (κι όχι γιούς) και το πόσο πολύ θα ήθελα να βγουν λεσβίες.
Μια απεριποίητη βεράντα και ένα ρετιρέ από κάτω μου που έχει να νοικιασθεί 14 χρόνια.
Μια δουλειά (ξενοδοχείο) που μου έχει φάει τα συκώτια, ιδιαίτερα με τηλεφωνήματα τις πλέον ακατάλληλες ώρες.
Βέβαια μια συνταγή ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη μονάχα με τα υλικά. Οι οδηγίες εκτέλεσης είναι πάντα απαραίτητες αλλά επειδή μου είναι μάλλον αδύνατο να σπουδάσω ένα ή ακόμη και δύο θέματα για πέντε ολόκληρα χρόνια και να ανακαλύψω αργότερα πως ακόμα δεν ξέρω ουσιαστικά τίποτα για τους μηχανισμούς του μυαλού και τη σύνθεση των ονείρων. Άρα, με μια ομαλή κυκλική κίνηση καταλήγω στην αρχική μου πεποίθηση, δηλαδή τη προτίμηση μου να τα διασκεδάζω και όχι να τα σπάω σε μικρά-μικρά κομματάκια ενός φαινομενικά αποσυντονισμένου κολλάζ το οποίο το ναρκωμένο μου συνειδητό προσπαθεί να βάλει σε τάξη, όσο το υποσυνείδητό μου σταδιακά σταματά να πυροβολεί ασυναίσθητα τα νευρικά μου κύτταρα και παραδίδει το κορμί μου στη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Σήμερα έβρεξε για λίγο. Χοντρές, ζεστές, κάθετα ερχόμενες και χωρίς κανένα νόημα στάλες.
Τα λάθη, όπως και οι πιθανότητες, είναι αυτά που δίνουν νέες διαστάσεις σε ένα πρόβλημα. Άμα ήμουν δάσκαλος δεν θα με ενδιέφερε καθόλου η σωστή απάντηση, αλλά θα αντάμειβα την πιο ευφάνταστη λάθος απάντηση.
Το μυαλό είναι τεράστιο και όσο με εκπλήσσει στον ξύπνιο μου, αλλά τόσο (ή και παραπάνω) επιτυγχάνει να με διασκεδάζει στον ύπνο μου. Το τελευταίο όνειρο που θυμάμαι με πολλές λεπτομέρειες ομολογώ πως ήταν από εκείνες περιπτώσεις που αρνείσαι να σηκωθείς και μάλιστα επιμένεις να προσπαθείς να το ελέγξεις και να το σκηνοθετείς παρόλο που στην υποδοχή περιμένουν εξαγριωμένοι πελάτες για να πληρώσουν και να πάνε σπιτάκι τους.
Έμενα λέει σε ένα ρετιρέ, αλλά είχα μικρή βεράντα και έτσι κάθε φορά που ήθελα να απλώσω τα ρούχα μου (όχι πολύ συχνά δηλαδή ...) έκανα μαϊμουδιές σαν κι αυτές που κάνει ο David Belle και έπεφτα στην από κάτω βεράντα που ήταν πολύ μεγαλύτερη και με βόλευε, αφού το διαμέρισμα ήταν εγκαταλειμμένο. Όμως, μια φορά που πήγα να επαναλάβω αυτή μου τη ρουτίνα, συνειδητοποιώ αναπάντεχα πως πλέον το διαμέρισμα δεν ήταν και τόσο εγκαταλειμμένο και πως είχε μετακομίσει μια οικογένεια, και συγκεκριμένα ένας ψηλός πενηντάρης με τις τρεις του κόρες, τις οποίες θυμάμαι πολύ πιο αμυδρά από ότι αυτόν, όπως θυμάται κανείς πολύ περισσότερο τον Σταυρίδη στις ελληνικές ταινίες και όχι τις οικογένειες των οποίων ηγείται. Αν και όνειρο, ομολογώ πως είχε κάποια δόση λογικής συνέχειας αφού αμέσως ο εν δυνάμει πεθερός θυμώνει απίστευτα όσο εγώ προσπαθώ μάταια να του εξηγήσω το πως και το γιατί και αρχίζει και με κυνηγάει μέσα κι έξω από το διαμέρισμα. Άμα είχε καραμπίνα δε το θυμάμαι και πολύ καλά.
Τώρα το μέσο του ονείρου δεν το θυμάμαι σχεδόν καθόλου, αλλά νομίζω πως αποτελείται από μια σειρά από περιπετειούλες και ευτράπελα τα οποία με φέρνουν πιο κοντά με την οικογένεια από κάτω. Συγκινητικό, το ξέρω. Με τα πολλά τέλος πάντων, είχε αρχίσει να με συμπαθεί ο γέρος και κάπως είχα βρεθεί πάλι μέσα στο σπίτι του όταν ξαφνικά άρχισαν να βαράνε τα τηλέφωνα. Αυτός πήγαινε πέρα δώθε, υπνοδωμάτιο, καθιστικό και τα λοιπά, τα σήκωνε τα ρημάδια τα τηλέφωνα ο καημένος αλλά δεν απαντούσε κανείς, κι αυτό γινόταν συνεχώς σε τέτοιο βαθμό που πλέον είχε αρχίσει να καταρρέει και να νομίζει πως για κάποιο λόγο εγώ είχα κάνει σαμποτάζ εναντίον του. Εγώ, με τη σειρά μου, θέλοντας να αποδείξω την αθωότητα μου και επειδή είμαι καλοσυνάτη ψυχή, σήκωσα το τηλέφωνο και στην αρχή δεν άκουγα κι εγώ τίποτα, αλλά μετά άκουγα κάτι σαν ψίθυρο. Φώναξα να μιλήσουν πιο δυνατά και τελικά κατάφερα να διακρίνω μια γυναικεία φωνή να με ρωτάει στα αγγλικά πως είναι η Αθήνα το χειμώνα (ξαφνική συνειδητοποίηση πως ο γέρος είναι συνάδερφος κάπελας), αν και το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει! Μάλλον υπήρχαν δύο τηλέφωνα στο σπίτι του εν τριπλώ δυνάμει πεθερού, γιατί το κουδούνισμα που άκουγα ήταν το τηλέφωνο του γραφείου μου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να με ξυπνήσει για να ξεκινήσω και πάλι δουλειά...
Είναι σαφές πως τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν την ζύμη για μια πρώτης τάξης μεσογειακή ρετρό κωμωδία, όπου φυσικά ο κεντρικός ήρωας φλερτάρει και με τις τρεις κόρες αλλά τελικά δε στεφανώνει καμία. Όμως εν αντιθέσει με τη συνήθη πρακτική μου, όπου δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να απομυθοποιήσει και να αναλύσει το όνειρό μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση αμέσως άρχισα να το αποδομώ και να ταυτίζω τα συστατικά του με του μυαλού μου παρελθούσες προσλαμβάνουσες.
Έτσι, έχω καταλήξει πως για το παραπάνω όνειρο χρειάζονται τα ακόλουθα συστατικά:
Πλήθος ελληνικών ταινιών μεταξύ της ηλικίας των οχτώ και δεκαοχτώ.
Σαθρές αντιλήψεις για το θεσμό της οικογένειας, και τη σιγουριά πως η μέλλουσα γυναίκα μου θα με χωρίσει και θα με αφήσει να μεγαλώσω τα παιδιά μας μόνος μου όση αυτή θα χαίρεται τα λεφτά της διατροφής με το poolboy.
Μια εκτίμηση για τις ακροβατικές ικανότητες του David Belle στο Banlieu 13 και στο Banlieue 13 Ultimatum.
Μια σοβαρή μου ανησυχία για το πως θα αντέξω τη ζωή μου έχοντας κόρες (κι όχι γιούς) και το πόσο πολύ θα ήθελα να βγουν λεσβίες.
Μια απεριποίητη βεράντα και ένα ρετιρέ από κάτω μου που έχει να νοικιασθεί 14 χρόνια.
Μια δουλειά (ξενοδοχείο) που μου έχει φάει τα συκώτια, ιδιαίτερα με τηλεφωνήματα τις πλέον ακατάλληλες ώρες.
Βέβαια μια συνταγή ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη μονάχα με τα υλικά. Οι οδηγίες εκτέλεσης είναι πάντα απαραίτητες αλλά επειδή μου είναι μάλλον αδύνατο να σπουδάσω ένα ή ακόμη και δύο θέματα για πέντε ολόκληρα χρόνια και να ανακαλύψω αργότερα πως ακόμα δεν ξέρω ουσιαστικά τίποτα για τους μηχανισμούς του μυαλού και τη σύνθεση των ονείρων. Άρα, με μια ομαλή κυκλική κίνηση καταλήγω στην αρχική μου πεποίθηση, δηλαδή τη προτίμηση μου να τα διασκεδάζω και όχι να τα σπάω σε μικρά-μικρά κομματάκια ενός φαινομενικά αποσυντονισμένου κολλάζ το οποίο το ναρκωμένο μου συνειδητό προσπαθεί να βάλει σε τάξη, όσο το υποσυνείδητό μου σταδιακά σταματά να πυροβολεί ασυναίσθητα τα νευρικά μου κύτταρα και παραδίδει το κορμί μου στη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Σήμερα έβρεξε για λίγο. Χοντρές, ζεστές, κάθετα ερχόμενες και χωρίς κανένα νόημα στάλες.
Τα λάθη, όπως και οι πιθανότητες, είναι αυτά που δίνουν νέες διαστάσεις σε ένα πρόβλημα. Άμα ήμουν δάσκαλος δεν θα με ενδιέφερε καθόλου η σωστή απάντηση, αλλά θα αντάμειβα την πιο ευφάνταστη λάθος απάντηση.
No comments:
Post a Comment