Στο μυαλό δεν πλησιάζει με ψίθυρο, αλλά με κραυγή ηλεκτρική γκρεμίζει προκαταλήψεις και αναστολές, μεταφέροντας τελεσίγραφα παράλογα και απειλές μιας καρδιάς τρελής. Κανείς με καρδιά δε σχεδίασε ποτέ του καρέκλα. Είναι αυτό που σε κάνει απρόσεκτο και αυθόρμητο, αυτό που σε οδηγεί και στη πορεία σε προδίδει για να σε παρασύρει ακόμη περισσότερο. Τρέχει, τρέχει, τρέχει γρήγορα και ασταμάτητα, ένα ποτάμι με νου δικό του, διαλέγει τη πορεία του, τις περίεργες διαδρομές του και σε αφήνει ξοπίσω του να αγωνιάς. Όπου περνάει κάνει ένα θόρυβο γνώριμο, ένας χαρακτήρας εγωιστής και αλλόκοτος, αδιάφορος και πρόσκαιρος, ποτέ αδικημένος, πάντα τυχερός στη ξέφρενη πορεία του. Μα και πώς να το αδικήσεις;
Μόνο στα παραμύθια έχει μια λάμψη παιδική και είναι σημάδι ζωής. Στα αλήθεια είναι πιο σκοτεινό και έγκλειστο, βάρβαρο, ακόμη και καταστρεπτικό, ήσυχο αλλά ποτέ σιωπηλό, περιμένει πότε να ξυπνήσει, και να αρπάξει στο διάβα του ότι μπορέσει, να σβήσει σκέψεις και προθέσεις. Μόνο στα παραμύθια δεν πεινάει, μόνο εκεί προσφέρει, μονάχα εκεί συνεισφέρει, αλλά ποτέ εκεί δεν θα το βρεις. Πράγματι δεν το βρίσκεις πουθενά, αυτό βρίσκει εσένα.
Όταν σε αφήσει όμως, τότε ξεχνάς ακόμη και τη γεύση του, και προσπαθείς χαζά και μάταια να το θυμηθείς πως ήταν πριν, οι αναμνήσεις σου άξια αναιμικές. Ωχρός πια τη ιδέα του μονάχα ζητάς, με κινήσεις μελετημένες και αστείες, λυπηρές. Για αυτό λοιπόν όταν το συναντάς, δεν πρέπει να το προσπερνάς, ούτε ακόμη και όταν το φοβάσαι.