Pages

Sunday, August 15, 2010

Βάρη

Φορτώνεσαι με βάρη που δε σου ανήκουν, με βάρη που δεν σου αξίζουν, με βάρη τεχνητά, κατασκευασμένα, προσποιητά, διαφημισμένα και πουλημένα. Τα βάρη σε κρατούν, σε συγκρατούν, κάνουν την κίνηση σου πιο αργή, πιο προβλέψιμη, πιο βαρετή, ένα φορτίο εύκολη λεία. Κουβαλάς ένα φορτίο δίχως να ξέρεις τι είναι, μήτε που να το αφήσεις. Μα εκεί που θα έπρεπε να τραβάς τα μαλλιά σου και να χτυπάς τις ήδη ματωμένες σου γροθιές στους τοίχους και στα πατώματα για να ξυπνήσεις, εκεί που οι κραυγές σου θα 'πρεπε να πνίγουν το λαρρύγι σου με απελπισία, είναι όταν με τα ίδια σου τα χέρια μαζεύεις λάσπη και πλάθεις νέα βαρίδια, όταν τα χτίζεις και τα κάνεις δικά σου. Όταν νομίζεις πως είναι δικά σου.

Πότε αλήθεια θα καταλάβεις πως κανένα βάρος δεν σου αξίζει, πως ακόμα και η φράση 'περιττό βάρος' είναι μίζερα περιττή από μόνη της γιατί όλα αυτά, όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα αυτά που κουβαλάς, όλα αυτά που σε κάνουν και φοβάσαι, όλα αυτά που στέκουν από πάνω σαν κακοσήμαντες σκιές, όλα αυτά που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις, όλα αυτά λοιπόν είναι δεν παιδιά δικά σου, μα δώρα άδωρα της φιλόξενης καρδιάς σου. Τι είναι αυτά που λέω θα μου πεις, γιατί τόσο χαζά να προσπαθώ να πυκνώσω τις προτάσεις. Μα δεν γίνεται κι αλλιώς, γιατί τους εχθρούς σου τους έχεις κάνει φίλους, και τους φίλους ξένους, διότι δεν έχουμε το χρόνο να παγώσουμε και να αφήσουμε τον χρόνο και τον χώρο να ξετυλιχθούν γύρω μας σαν αιθέρας, και λίγο να προλάβουμε να παρατηρήσουμε την γελοιότητα αυτών που μας περιστοιχίζουνε. Τόσος καπνός, απέραντη η σκόνη, ένα κίτρινο πέπλο ομίχλης. Και τότε να ξέρεις, είναι που πρώτα οι λέξεις κι όλα αυτά τα λόγια -καταραμένα λόγια- θα ανεμοδέρνονται σαν στάχτη όπου κι αν σταθεί η ματιά μας.

Μην κοιτάς πίσω σου, δεν είναι εκεί, προς τα κάτω πας, όχι προς τα πίσω κι ας νοιώθεις πως αργείς. Τι δεσμά είναι τούτα τυλιγμένα γύρω σου, σάβανα δανεικά, τι βρώμικος αέρας είναι αυτός που πνίγει τα σωθικά σου; Μα τάχα μου τι είναι αυτά που λέω, πως μπορώ εγώ να γνωρίζω, ποιός το δικαιώμα μου δίνει πως εγώ το παίρνω; Δεν είναι τελικά ο κόσμος από γυαλί να των σπάσω και τα είδωλά του να γκρεμίσω, αλλά μήπως εγώ είμαι εκείνος που δεν έχει τη δύναμη το χέρι να σηκώσει; Κι ας είναι από πέτρα, καλύτερα τα δάκτυλα μου να σπάσω μάταια πάνω του παρά απαλά να τον εδείχνω με αυτά. Δεν ξέρω από που έρχονται όλα αυτά ούστε που πηγαίνουν, μονάχα τη δυσωδία, εκείνη την καθημερινή μας αρρώστια ξέρω δίχως από κάπου να μπορώ να την πιάσω, μήτε να πιαστώ. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά, αλήθεια σου λέω, είναι ξένα και ανυπόφορα, είναι όλα εκείνα στα οποία επαναστατούσαμε σαν ήμαστε μικρά, αθώα και χαζά..

Θέλω να πάμε κάπου που να 'χει ψηλά πεζούλια, και να ανέβουμε και τα δέντρα να 'χουμε αγκαλιά. Μη με ρωτάς τι θέλω να πω, το πως και το γιατί. Δεν έχω τρόπους και ο κήπος των γραμμάτων μου έχει μαραθεί. Άμα λιγάκι σου θυμίζω κάτι, τότε λυπάμαι που σε στεναχώρησα.

Thursday, August 12, 2010

Παγονησίδα

Σαν μικρό παιδί έιχα την τάση να καταστρέφω τα πάντα, από χρωματιστά playmobil ορφανά από το αρχικό τους σετ και καμικάζι αυτοκινητάκια με φλεγόμενα μυρμήγκια για πλοηγούς μέχρι σχέδια του πατέρα μου και καφετιέρες. Τις καφετιέρες ακόμα τις καταστρέφω, σε αντίποινα των επιθέσεών τους στα νεφρά μου. Όσο μεγάλωνα όμως και γίνομουνα πιο φλούφλης, όχι μόνο ανακάλυπτα πως η καταστροφή σαν ενέργεια είναι ύπουλα εύκολη και ζημιογόνα, αλλά και μια διαρκής υπενθύμιση της ανικανότητας μου για σύνθεση και δημιουργία. Ούτε μουσική, ούτε ζωγραφική, ούτε συντακτικό, ούτε τίποτα. Τα ταλέντα μου αγνοούνται δεκαετίες τώρα και ανάθεμα την καταραμένη κατάρα, ακόμη παραμένουν πολύ χαμηλά στη λίστα της Νικολούλη.




Όμως να που όλα υπόκεινται στην στρέβλωση και την παραμόρφωση ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ρότες ενός σκεπτικού ελαστικού. Η καταστροφή μπορεί να μην και τόσο κακή και ανεπιθύμητη όσο κανείς νομίζει. Δεν είναι ανάγκη να τρομάζει και να φοβίζει τόσο, δεν είναι απαραίτητο αυτόματα να την καταδικάσεις χωρίς πρώτα να την νοιώσεις στα χέρια σου. Δεν είναι μονάχα που στα απόνερα της καταστροφής φυτρώνει με απελπισμένο αγώνα ο σπόρος της ζωής, της συνέχειας και της ανάγκης, δεν είναι που στο διάβα της πάντα ακουλουθεί ένας δαιμονισμένος αρχιτέκτονας κτίρια και κοινωνίες να φτιάξει, αλλά είναι και στιγμές που λειτουργεί και ως αποδέσμευση, σαν αφετηρία χωρίς πισωγύρισμα, σαν άμυνα. Είναι στιγμές που την επιθυμείς και την προσμένεις, στιγμές που την ευχαριστιέσαι κρυφά, γιατί αυτό που θέλεις να φτιάξεις, απλά δε φτιάχνεται. Είναι στιγμές που η καταστροφή έρχεται σαν τεράστιο κύμα και γεμίζει κακοφτιαγμένα κενά. Είναι τόσες φορές που η καταστροφή γίνεται ο καλύτερος κριτής του ψεύτικου και του μάταιου.




Σκέψου μια γέφυρα. Μάλλον είναι από τις παλιές, αυτές που πια βλέπουμε σε καρτ ποστάλ, είναι από πέτρες λαξευμένες από μαστόρους ξεχασμένους, και με καμάρα -καμαρωτή- αλλά ούτε πολύ μεγάλη μήτε μικρή. Από κάτω της τρέχει ένα πάντα δροσερό ρυάκι, που το χειμώνα φουντώνει τα νερά του, μα και το καλοκαίρι αντέχει και προσκαλεί ερωτευμένους να χαρούν τη δροσιά του. Από δω κι από 'κει, κυρίως όμως στις παρυφές του, ξεχωρίζουν κομμάτια βράχων, αιώνια γλυπτά της ασταμάτητης ροής, την οποία ανώφελα παλεύουν να σταματήσουν. Σε αυτό το γεφύρι έρχομαι λοιπόν εγώ, σαν άλλος Βελουχιώτης μα δίχως πυρομαχικά και ύλες να την γκρεμίσω. Έχω μαζί μου όμως εργαλεία σκληρά και δύσκολα -αξίνες, τσαπιά, σφήνες και βαριοπούλες. Δεν ξεκινώ απότομα, μα πίνω δυνατό κρασί και αναζητώντας έμπνευση ιχνηλατώ τους αρμούς της το πιο αδύνατο σημείο να βρω. Εκεί που μια δύσκολη μέρα ο χτίστης έλαμπε με ιδρώτα και άφησε τη σκέψη του να ξεγλιστρήσει στα νερά που λίγα μέτρα πιο κάτω τον καλούσαν σε ξεκούραση και αναψυχή. Ξύλινα πια τα χέρια, αποκαμωμένα, σε εκείνη εκεί την πέτρα, δεν έδωσε τόση σημασία και βιαστικά την τελείωσε, εκείνη ψάχνω και εγώ λοιπόν. Μόλις τη βρίσκω όμως, χαίρομαι με την διαστροφική μου ικανότητα και με σιγουριά ξεκινώ το καταστροφικό μου έργο, με δυσκολία μα και με ευχαρίστηση με την ταχύτατη πρόοδο. Θέλω να τη διαλύσω αυτή τη γέφυρα. Η διαχρονικότητά και σεβάσμια αντοχή της με χλευάζει, όσο οι όχθες που ενώνει σφύζουν και χαμογελούν με το τεχνητό πάντρεμα που σκέφθηκε ο άνθρωπος. Μα στα αλήθεια δεν είναι για αυτό που θέλω να τη γκρεμίσω, είναι μονάχα που η καίρια σύνδεση, ο καταλυτικός κρίκος, το σημείο εστίασης πολλών άλλων που δύσκολα διακρίνονται στον ορίζοντα γύρω μου, για κάποιο λόγο στεφανώνουν την γέφυρα τούτη, σαν τα πουλιά που στέκουνται στις κουπαστές της και ξεκουράζονται. Δεν ξέρω καν σε ποια πλευρά θα βρεθώ, ή μάλλον σε ποια πλευρά θέλω να βρεθώ, ούτε πως από το ρέμα θα γλυτώσω. Σου το 'πα πως ούτε από συντακτικό σκαμπάζω.




Μαθαίνω πως αποκολλήθηκε μια τεράστια παγονησίδα από τη Γροιλανδία και έβαλε μονάχη της πλώρη για το Στενό Ναρές, χίλια λέει χιλιόμετρα νότια του Βόρειου Πόλου μεταξύ της Γροιλανδίας και του Καναδά. Είναι στιγμές τέτοιες, που θέλω να ξεχάσω την αιτιοκρατία του κόσμου μας, και να αρχίσω να πιστεύω σε παραδοξοπιστίες φθηνού ρομαντισμού. Τάχα μου πως ψάχνει η παγονησίδα να έβρει ένα χαμένο ποίημα του Καββαδία φυλαγμένο σε ένα μπουκάλι φθηνού ουίσκι ή πως αποκήρυξε τον μαζικό ιμπεριαλισμό της παγωμένης νήσου του Ατλαντικού και αυτομόλησε διαμαρτυρόμενη για την περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού. Μα ακόμη καλύτερα πως ποτέ δεν θα καταλάβουμε γιατί έσπασε η παγονησίδα και κίνησε για τα μέρη τα μακρινά, πως για πάντα ένα μυστήριο θα μείνει. Μα δεν είναι έτσι. Άπλα.




Θέλω στα σκοτάδια μας να ρίχνω άστρα μικρά μα και ζωηρά, ελπιδοφόρες αντανακλάσεις σε κρυστάλλινα νερά σαν των χαζών τουριστών τα κέρματα σε βρώμικα συντριβάνια που ταΐζουν λεπρούς και από την αγάπη ξεχασμένους. Περίεργη λέξη η παγονησίδα. Παγονησίδα.

Monday, July 26, 2010

Λόχος Λοβοτομής


Άλλοτε η εκ μακρόθεν παρατήρηση προσφέρει την ψυχραιμία της αντικειμενικότητα και της ολιστικής προσέγγισης παρόλο την όποια αφέλεια της απειρίας και της λειψής συναισθησίας, κι άλλοτε η προσωπική ματιά υποχρεώνει μια βαθιά και έντονη εντύπωση. Σπάνια αυτές οι προοπτικές συμφωνούν, μα στην αναφώνηση 'ο στρατός είναι χάσιμο χρόνου' σίγουρα πλευρίζουν και αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη σε βαθμό που αν δεν τρομάζει, τουλάχιστον εντυπωσιάζει.


Ένας από τους θεμέλιους λίθους της στρατιωτικής θητείας δεν είναι ούτε η εκπαίδευση η οποία ως επί το πλείστον μετράται σαν αγγαρεία από τους αξιωματικούς σου, ούτε από η ετοιμοπόλεμη λειτουργικότητα η οποία συναγωνίζεται σε επίπεδα στρουθοκαμηλισμού τον συνηθισμένο πια σε εμάς δημόσιο τομέα, αλλά η συστηματική αποβλάκωση και αποδόμηση του μυαλού του οπλίτη -αλλά και των στελεχών. Χωρίς να απαιτείται σοβαρή σωματική κούραση ή έντονη στρατιωτική πειθαρχία, σταδιακά ο στρατιώτης αποσυντίθεται πνευματικά σε ελάχιστες απλές ανάγκες και υποχρεώσεις: φαγητό, ύπνος, σκοπιά, λούφα, έξοδος, αγγαρεία, άδεια. Ικανότητες όπως δημιουργία, συμμετοχή, πρωτοβουλία, αλληλεγγύη είναι άχρηστες μπροστά στο κυκλικό ωράριο των υπηρεσιών και των πάντα απαραίτητων -για να έχουν κάτι να απασχολούνται τα παιδιά- αγγαρειών, εκ των οποίων οι περισσότερες συνιστούν μικρά οικονομικά σκάνδαλα. Η ακούραστη κούραση είναι παιδαριώδης μα και ασύλληπτη στη φύση της.


Αυτός ο ντροπιαστικός περιορισμός του νου δεν είναι τυχαίος και προκύπτων από ετερογενείς ανάγκες, αλλά απαραίτητο συνθετικό μιας ιδεατής από το παρελθόν πολεμικής μηχανής, η οποία εν μέσω της κρατικής παρωδίας έχει πλέον εκφυλιστεί σε μια μηδενικού κόστος εργατικό δυναμικό προς όφελος άλλων, καλοθελητών, πάντα καλοθελητών. Άρα η σπατάλη δεν περιορίζεται μονάχα σε χρήματα και υλικό αλλά και στο σημαντικότερο στοιχείο, το προσωπικό, το οποίο κάλλιστα μπορεί πολλές φορές αφελώς να θέλει να προσφέρει αποτελώντας το τέλειο θύμα. Είναι λοιπόν κάπου σε αυτό το σημείο όπου αρχίζεις αφελώς να αναρωτιέσαι τα αίτια και τις πιθανές αλληλουχίες δεδομένων που ορίζουν μια τέτοια βλακώδη κατάσταση, όμως γρήγορα απομυθοποιείς την όποια οριζόμενη αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων και το αξιόμαχό τους και συνειδητοποιείς το εξής απλό: Πέρα από τις αναμφισβήτητες ιδεολογικές αναστολές περί της θητείας, η αξία σου μέσα στο στράτευμα κινείται μεταξύ αχρηστίας και ωμής εκμετάλλευσης χωρίς φυσικά να προσφέρεις απολύτως τίποτα στην κοινωνία ή στο κράτος, και χωρίς να κερδίζεις και τίποτα. Είσαι ένα παράσιτο στην μουλιασμένη ρουτίνα των μόνιμων, το ζωύφιο που προσβάλλει την αποτυχία τους και καθαρίζει τις τουαλέτες τους.


Μηδέν εις το πηλίκο λοιπόν το συμπέρασμα, όπου μονάχα μια ψευδής ίσως εικόνα συντηρεί τον μαζικό παραλογισμό της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας όχι μονάχα σαν έννοια αλλά και σαν λειτουργία, τόσο ατομική όσο και συλλογική. Και όσο στίβεις το νου σου να βγάλεις λογική και δίκαιο τόσο περισσότερο κουράζεσαι και εγκλωβίζεσαι σε αυτή την ηλίθια πραγματικότητα, στις μονοδιάστατες σκέψεις και τον κύκλο των ωχαδερφιστικών δικαιολογιών Μια από τις ελάχιστες επιλογές -πέρα από το να βαρέσεις τρέλα φυσικά- είναι να προσπαθήσεις να βρεις λίγες διεξόδους, ασκήσεις επί χάρτου ή εκγύμναση του νου άμα θες. Ένα βιβλίο, μια σοβαρή κουβέντα, ένα τραγουδάκι, λίγο γράψιμο, λίγη γυμναστική, λίγη κοροϊδία, λίγο πλάκα, οτιδήποτε χρειάζεται όχι μόνο για να σπάσεις τη ρουτίνα και την σπειροειδής νεύρωση του στρατού, αλλά κυριότερα για καταπολεμήσεις την αποβλάκωση και την πώρωση με ανοησίες που σου προκαλεί η υπηρεσία. Πόσο μάλλον όταν αυτή η αποκαλούμενη 'υπηρεσία' έχει την τρομακτική δυνατότητα να προκαλέσει ακόμη σοβαρότερα προβλήματα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Αναμφίβολα η οκνηρότητα λοιπόν που καλλιεργείς μονάχος σου, σε οδηγεί στο ίδιο ασφαλές συμπέρασμα: ΄χάσιμο χρόνου'.


Σημείωση: Το παρών χρειάστηκε υπερβολικά πολύ χρόνο ελέω της σχετικής αποβλάκωσης.

Saturday, July 17, 2010

Με τα αχνά του αστράκια…

Θα ήταν τρέλα να νομίζεις πως είσαι τρελός και όλοι οι άλλοι να μην συμμερίζονται την άποψη σου. Λογικά, θα χρειαζόσουν εκπληκτική αυτοπεποίθηση για να μην επιτρέψεις τους άλλους να σε κάνουν να πιστέψεις πως δεν είσαι τρελός. Σαν σκέψη μονάχα, κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι αστείο άμα αναλογιστείς τη δυστυχία πολλών με ψυχικές και ψυχολογικές διαταραχές, μα και πάλι είναι μια σκέψη άξια του Philip K. Dick, ο οποίος πέραν του ταλέντου του είχε και μια διακριτική αίσθηση του χιούμορ.

Αδικημένος εν ζωή, καμένος από τα ναρκωτικά, και τις κοσμικές του αποκαλύψεις παρεξηγημένους από τους κριτικούς του και αναγνωρισμένος στα δυσμάς τη ζωής του από τους πάντα πρωτοπόρους Γάλλους και σίγουρα ένας από τους πιο χαρισματικούς συγγραφείς της γενιάς του, πλέον το όνομά του αναβοσβήνει στα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο στους τίτλους τέλους διαφόρων μετρίων έως κακών μεταφορών των έργων του στη μεγάλη οθόνη. Αργότερα φυσικά έρχονται και στην μικρότερη οθόνη, διακόπτοντας τα ενημερωτικά προγράμματα του καταναλωτισμού, ενώ στο ενδιάμεσο φυσικά περνάνε και από τις οθόνες των υπολογιστών μας δια μέσω των ελαφρώς παραμελημένων από τη σύγχρονη ποίηση λεωφόρων της ευρυζωνικότητας και των όχι τόσο νόμιμων διαδρομών τους, όχι πως κάτι τέτοιο είναι απαραίτητα κακό. Ο ίδιος τουλάχιστον –ο Horselover Fat δηλαδή- δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, ο οποίος άλλωστε πάντα ήταν πνεύμα ελευθεριακό, και το πιο πιθανό είναι να ενθάρρυνε μια τέτοια πρακτική προς τέρψιν των ιδεών του.

Μια άλλη πιθανή του σκέψη η οποία θα μπορούσε να γυροφέρνει στο περίεργο μα και βασανισμένο του μυαλό, είναι άμα θα ήταν χρήσιμο στα γηροκομεία να χορηγούνται ναρκωτικά όπως ινδική κάνναβη και LSD προς τέρψιν των μαχόμενων με την κατάθλιψη γηρατείων. Όμως τρελός ή λογικός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή πρέπει να επεκτείνεις τη φθηνή σου σκέψη και να αναρωτηθείς γιατί εφόσον διατίθεσαι να αναλογιστείς να κουμπώσεις τον αντάρτη παππού και την μωβομαλλούσα γιαγιά με τα ληγμένα από τις αποθήκες της δίωξης ναρκωτικών, τότε γιατί δεν προτείνεις την ελεύθερη διάθεση όχι μόνο των ναρκωτικών αλλά και άλλων δραστηριοτήτων τις οποίες η επίσημη κοινωνία καταδικάζει μα πολλά από τα μέλη της τις ακολουθεί. Ναρκωτικά, πορνεία, τζόγος, πνευματική κλοπή κι άλλα -με μερικές συγκεκριμένες εξαιρέσεις φυσικά για να μην ξεχνιόμαστε.

Όχι φυσικά πως είσαι από εκείνους που θα υπερασπιστούν τον κλισέ έμπορο ναρκωτικών από την Κολομβία, ή τον νταβατζή με το μακρύ νυχάκι και τον τοκογλύφο με το μπριγιαντί μαλλί, κι ας έχουν κι αυτοί μανούλα. Είναι όμως που από τη μια αναρωτιέσαι πόσο χειρότερη μπορεί ας πούμε να είναι η Καθολική Εκκλησία από τρεις γραμμές κόκα, ή πόσο δυσλειτουργικό είναι το πρωί να καταδικάζεις κάτι και το βράδυ με πονηριά προσεκτική να το εξασκείς και στα κρυφά να το απολαμβάνεις. Είναι λες και μας αρέσει, λες και τρελαινόμαστε από μια πρωτόγονη ορμή να φτιάχνουμε κανόνες και νόμους μονάχα για να τους παραβαίνουμε, να τους διαφθείρουμε, ακόμη και να τους σπάμε μόνο και μόνο για τη συγκίνηση της περιπέτειας, όπως τα βράδια μικροί που κλέβαμε τη ζάχαρη από τη κουζίνα. Ή ακόμη μπορεί να μας αρέσει να διαφθείρουμε τους εαυτούς μας, εν τέλει απλά να απογοητεύομε τη μαμά και τον μπαμπά. Τελικά μπορεί να είμαστε και μικρά παιδιά μέσα σε μεγάλα σώματα, που ψάχνουμε να κάνουμε σκανταλιές και αστείες γκριμάτσες γιατί άλλωστε δεν είμαστε και πολύ καλοί στο να κάνουμε και πολλά άλλα. Και το διασκεδάζουμε φυσικά. Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν και μερικοί ξενέρωτοι, αλλά όπως και οι γκαίη, έτσι και αυτοί είναι αναγκαίοι για να ορίζουν το προς ειρωνεία μέτρο.

Ανεξάρτητα των λελογισμένων παραλογισμών, άμα χρειάζεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για να πείσεις τους λογικούς πως είσαι τρελός, τότε σίγουρα χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη για να πείσεις τους τρελούς πως είσαι ο μόνος λογικός. Είναι αλήθεια βαριά η ευθύνη σε αυτό τον κόσμο να κουβαλάς τέτοιο φορτίο, να επιβαρύνεσαι με μια τέτοια γνώση όσο το σύμπαν σε χλευάζει προσπαθώντας να σε πείσει για το αντίθετο. Μα με όσες μαύρες τρύπες κι αν το γαζώσεις το ρημάδι, αυτό πάντα θα γελά μέσα από τις ρωγμές του με τα μάταια νυχτοπερπατήματα μας ανεπαίσθητα και παιχνιδιάρικα φωτίζοντας τα με τα αχνά του αστράκια.


Wednesday, June 23, 2010

Ευτυχία – Μια πληρωμένη απάντηση

Δεν γνώρισα πότε κάποια Ευτυχία. Δύσκολο όνομα, άμα ποτέ αποκτήσω κόρη δεν νομίζω να της δώσω αυτό το όνομα, εμπεριέχει μια περίεργη δόση ευθύνης. Ίσως Ηλέκτρα ή Αύρα, μα όχι Ευτυχία, άσε που θυμίζει κάποια γριά με άπειρες ελιές και την μαγική ικανότητα να διαβάζει τον espresso freddo. Άραγε πόσες Ευτυχίες στον κόσμο έχουν κάνει δύστυχα ερωτευμένα αγόρια στον τυφώνα της κοσμικής ειρωνίας; Ή μήπως όχι;

Τόσες και τόσες αστείες φράσεις μπορώ να σκεφτώ, μα μερικές τις κρατώ σε πραγματική υπόληψη. Δεν είναι άραγε δυστυχείς όσοι μάταια την ευτυχία κυνηγούν και μήπως πραγματικά ευτυχείς είναι εκείνοι που όσο κι αν διανύουν την ατελείωτη διαδρομή τους, όσο κι αν ιδρώνουν κι αν δεινοπαθούν, γνωρίζουν τόσο καλά όσο τίποτε άλλο πως δεν πρόκειται να την βρούν, μήτε την Ευτυχία, μήτε την ευτυχία;



Γνωρίζω τι θα πεις, με ξέρεις κι εμένα -ναι;- θα συμφωνήσω, η λογική προστατεύει, η σιγουριά γλυτώνει από τα λάθη της όμορφης στιγμής, μα σκέψου, αναλογίσου, όχι φυσικά την ατροφική σκέψη πως το όνειρο σάρκα και αίμα μπορεί να γίνει σαν κι εμάς, όχι βέβαια, μα το τόσο απλό, το τόσο υπέροχο. Η μικρή εκείνη πιθανότητα για λίγες στιγμές να πιστέψεις πως η ψευαίσθηση, η του νου απάτη, το ψέμα, όλα αυτά τα περιττά και προβληματικά, όλα αυτά που μονάχα πόνο και απογοήτευση στην πλάτη τους κουβαλούν, η μικρή εκείνη πιθανότητα λοιπόν πως όλα αυτά για λίγο μπορούν να βγούν αληθινά κι ας ξέρεις μέσα σου πως δεν πρόκειται -ναι, αυτό είναι η ευτυχία, το υπέροχο τίποτα, το χαμόγελο μετά την αποτυχία, το λάθος που συγχωρείται, η νοσταλγία ξεχασμένων εποχών..


Η ευτυχία είναι άσχετη της ευχαρίστησης μα ακόμα πιο σημαντική είναι η ιστορία της θλίψης, της μοναξιάς, της στεναχώριας, η ιστορία του Άργους βλέπεις. Διότι στα αλήθεια πως να είσαι ευτυχής για λίγα δευτερόλεπτα -όσο διαρκεί ένα αυθόρμητο χαμόγελο- όταν δεν έχεις σκαλίσει άσκοπα ένα ξύλινο τραπέζι για ώρες, ή όταν για χρόνια στο νου σκάλιζες ένα όνομα; Πως μπορείς για λίγο να συγκινηθεία από την ελαφρότερη των κινήσεων στις αργές ώρες της νύχτας όταν της αγρύπνιας σου η συντροφιά είναι η ίδια σου σκιά και οι ντροπαλοί σου ψίθυροι. Τι χαζή κουβέντα αλήθεια όλη αυτή, και τόσο στα αλήθεια φθηνή που αναμφίβολα ένα απόγευμα θα τη βρώ σε ένα κουτί δημητριακών.

Τελικά η ευτυχία δεν κρλυβεται ούτε στον πλούτο, μήτε στον Αριστοτέλη, μα ίσως να κρύβεται στον μαστό. Υπέροχη λέξη ο μαστός, μα ακόμη πιο υπέροχος ο ίδιος.



Tuesday, May 25, 2010

Πρώτες μέρες στον στρατό

Όσα κι αν ακούσει ή διαβάσει κανείς για τη μελλοντική του στρατιωτική θητεία, είναι εν τέλει τελείως άσχετα με την ίδια την εμπειρία η οποία βέβαια πάντα διαφέρει ανάλογα με την χρονική περίοδο και το στρατόπεδο που κατατάσσεσαι, το κόσμο που θα συναντήσεις και φυσικά από το χαρακτήρα του καθενός. Στα αλήθεια είναι όλα ένα κάρο βλακείες, πόσο μάλλον οι δραματοποιημένες στον κινηματογράφο και την τηλεόραση εκδοχές τους. Λένε όμως πως από τη πρώτη μέρα, ή την θυμάσαι για πάντα στη ζωή σου ή την ξεχνάς γρήγορα. Εγώ μάλλον ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Τα λίγα πάντως που θυμάμαι είναι οι ατελείωτες αναμονές και τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, πάφα πούφα, πάφα πούφα η ανόητη αγωνία μας. 'Το ανάβουμε;' η απορία μου σε έναν Πειραιώτη έξω από το ΚΨΜ μόλις μπήκαμε στο στρατόπεδο, που αργότερα στη διμοιρία θα κοιμάται από κάτω μου πριν γίνει μόνιμος θαμώνας του 401. Μετά ιατρούς, στρατολογία, συνέντευξη ΥΕΑ (αυτοί που δηλώνουν δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν ούτε παιδική χαρά), εμβόλια, περιμένουμε ώρες, και δως του τσιγάρο καθόμαστε, σηκωνόμαστε, τσιγάρο. Πρώτη εντύπωση: δημόσιο. Αργότερα ένας αξιωματικός πατάει φωνές επειδή κάποιοι νεοσύλλεκτοι δε στέκονται προσοχή για τη σημαία, μετά φαγητό, πίσω για το λουκάνικο -συγνώμη, σάκος ιματισμού και εν τέλει στο λόχο. Στις περισσότερες εικόνες είναι και ο συνοδός μας, ένας παλιός (σαρανταεννιά και σήμερα), καλούλης αλλά λίγο χαζός, όπως και ένας χοντρός συνδιμοιρίτης μου που δε λέει να σκάσει. Το παίζει μαγκάκι, αλλά μάλλον φοβάται μην τα σκατώσει όπως και στο σχολείο του.

Ύπνος; Εύκολος, παρόλο που ο σουρεαλισμός δεν έχει ξετυλιχθεί σε όλο του το μεγαλείο. Το φαγητό; Μόνο υστερικές μανάδες και μικροβιοφοβικοί θα μπορούσανε να ρωτάνε κάτι τέτοιο. Οι μέρες περνάνε, μαθαίνουμε τις υπηρεσίες, ρημάδες νυχτερινές στα μαγειρία και θαλαμο-dog, ανακαλύπτουμε τις σκουριασμένες μπασκέτες και το εγκαταλειμμένο γήπεδο ποδοσφαίρου. 'Έχουνε απαγορευτεί τα αθλήματα γιατί τραυματίζονταν κάποιοι και ζήταγαν αποζημιώσεις από τον στρατό'. Εν γένει μερικές ατάκες σου μένουνε όπως το 'δούναι και λαβείν' όταν πρόκειται για τη σχέση σεβασμού και πειθαρχικού ελέγχου μεταξύ αξιωματικών και φαντάρων ή 'ο στρατός είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας'. Από ατάκες άλλο τίποτα, είναι σαν καραμέλες για τα βραχνιασμένα μας λαιμά.

Μετά έρχονται τα νοσοκομεία και η αντίστοιχη τρέλα. Και παρανυχίδα να δηλώσεις, μια επίσκεψη δε τη γλυτώνεις τόσο που φοβούνται, ενώ άλλες κλινικές περιπτώσεις τους πηγαινο-φέρνουν σαν τις άδικες κατάρες μέχρι να πάρει κάποιος την ευθύνη να τους δώσει αναβολή για δύο χρόνια –ούτε καν απαλλαγή. Κάποιοι απογοητεύονται που δεν είναι τα παλικάρια που νομίζανε και ντρέπονται για το Ι2 ή Ι3 που πήρανε, ενώ άλλοι έχουνε μάθει απ' έξω το στρατολογικό κώδικα προσπαθώντας να βγουν Ι5, όσο άλλοι βγαίνουν τηλεγραφικά. Ή έστω με SMS. Ανάμεσά τους και διάφοροι ανεπιθύμητοι, γύφτοι και πρεζάκια. Δημόσιο.

Πίσω στο στρατόπεδο, γρήγορα αποκτάς αλλεργία για το θάλαμο ο οποίος υπάρχει μονάχα για να κοιμάσαι -όταν σε αφήνουν οι φλύαροι φυσικά- και για τίποτε άλλο. Άμα είσαι σοβαρός αποφεύγεις και το ΚΨΜ, τη μαύρη τρύπα του στρατοπέδου, εκεί που ο ελεύθερος χωροχρόνος τρέχει σαν χείμαρρος και εξαφανίζεσαι στο σιφώνι της πραγματικότητας. Μαθαίνεις γρήγορα να τελειώνεις τις υποχρεώσεις σου -καθαριότητες, προσωπική υγιεινή, γυάλισμα, τακτοποίηση κρεβατιού κι άλλες μπούρδες- άμεσα και χωρίς πολύ χαβαλέ για να προλάβεις να χαλαρώσεις με τσαγάκι ή καφέ από το μηχάνημα έξω από το λόχο, πάντα με ένα τσιγαράκι. Εκεί βλέπεις παρέες και παρεούλες, αναπροσαρμοσμένες κλίκες και λίγους μονάχους τους, που σε ανησυχούν. Μερικοί όντως δεν την παλεύουν κι ας είναι κατασκήνωση, τους λείπουν γυναίκες, γονείς, φίλοι, δεν αντέχουν την πειθαρχία, λίγοι φοβούνται κιόλας, τι δεν ξέρω ακριβώς, ίσως τους υπολοίπους μας. Άλλοι πάλι ίσως και να έχουν λόγους που να προτιμάνε να είναι μέσα. Εν τω μεταξύ, αλλονών τα βύσματα είναι πιο φανερά και από τον εκνευρισμό στη ματιά μας, προκαλώντας με την αδιαφορία τους. Στον ελεύθερο χρόνο τα κινητά παίρνουν φωτιά, με τους περισσότερους αφελώς να προσπαθούν να συντηρήσουν σχέσεις κι άλλους να γκρινιάζουν στους γονείς τους, όσο άλλοι σχολιάζουν τις νέες τσόντες και τα ποδοσφαιρικά τέλματα. Ανιαρή βαβούρα, επαναλαμβανόμενη μέχρι αηδίας.

Μα το κυριότερο που σου κάνει εντύπωση είναι η αφομοίωση και η ομοιογένεια που προκαλεί η πειθαρχία, ο κώδικας ένδυσης και παρουσίασης. Το βασίλειο του μέσου όρου, η απεραντοσύνη της μετριότητας, όλοι το ίδιο πράμα, η σύνθεση του συνόλου από τον όχλο, 'δεν υπάρχει το εγώ, μόνο το εμείς'. Πέντε μέρες μετά την κατάταξη σου, ίσα που θυμάσαι έξι-εφτά ονόματα και μπερδεύεις διαρκώς τα πρόσωπα. Ρωτάς 'δεύτερος;' για το λόχο, 'τρίτη;' για τη διμοιρία μπας και βγάλεις άκρη, αλλά εις μάτην. Μόνη λύση η κουβεντούλα, δώσε ένα τσιγάρο εδώ, πάρε φωτιά από εκεί, να ανταλλάξεις τρεις αλήθειες βρε αδερφέ κι όχι μια λοβοτομημένη ανακύκλωση κάποιας πληρωμένης άποψης στην τηλεόραση. Είναι και αυτό μέσα στη διαδικασία της αποβολής περιττών βαρών που άμα ήταν άσχετα στη πολιτική σου ζωή, πλέον είναι δυσάρεστα στη στρατιωτική. Μια λογική ανάλυση όμως γρήγορα ανακαλύπτει τον πλούτο αυτής της αγγαρείας που λέγεται θητεία, δηλαδή το πλήθος και το βάθος των προσώπων γύρω σου, όσο κι αν προσπαθούν οι αξιωματικοί να σε καυλώσουν με το λόχο σου. Όλοι άνθρωποι είμαστε ρε μαλάκα. Εκατοντάδες χαρακτήρες και ιστορίες δίπλα σου, άλλοι πιο γραφικοί και άλλοι πιο κοντά σου, μα όλοι ουσιαστικά το ίδιο απέναντι στην υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Μερικές φορές, ειδικά τις πρώτες μέρες, κάποιος λέει για πλάκα, ''Ελα, θα κάνουμε όλοι ένα μπραφ και θα βγούμε από την πύλη σαν κύριοι. Τι μπορούν να μας κάνουν;'. Γρήγορα αυτή η ρομαντική φαντασίωση αντικαθίσταται από τη τυπική λειτουργικότητα, να 'σαι δηλαδή κυριούλης με το λιγότερο δυνατό έξοδο και να μην στα πρήζουν οι από πάνω. Μεγαλύτερη αρετή από όλες αναδεικνύεται ο σεβασμός και η αλληλεγγύη για τους συναδέλφους σου. Όταν βάζουν όλοι από ένα χεράκι, η διμοιρία βγαίνει λάδι, ενώ όταν μαλακίζονται κάποιοι την πληρώνουν όλοι και ο αχρείαστος εκνευρισμός αυξάνεται. Απλά. Ηλίθιες νόρμες τις οποίες ακολουθείς είτε από επιλογή, είτε από ένστικτο και έτσι οι ώρες κυλάνε ελαφρύτερα. Μετά τις πρώτες μέρες, η υστερία της παρέλασης και της ορκωμοσίας διαδίδεται σαν τον τυφό μέσα στο στρατόπεδο. 'Ένα το αριστερό' και άγιος ο θεός, με τους αξιωματικούς να κάνουν σαν μικρά παιδιά και τους φαντάρους ακόμα μικρότερα. Μετά από έξι συνεχόμενες αποτυχημένες διελεύσεις, η διμοιρία γεμάτη με ένα τσουβάλι πτυχία, προσωπικότητες, εμπειρίες, αρχές και ιδρώτα μέχρι τη κωλοράχη αναπτερώνει το ηθικό της με ένα μπράβο από το λοχαγό της. Εμετός.

Όπως και να 'χει, όσο και να το επαναλαμβάνεις στο νου σου, η εννοιολογική του βαρύτητα δεν αλλάζει. Χάσιμο χρόνου. Απλά και κάτσε βγάλε άκρη. Όμως τώρα ήρθε ο καιρός να φύγω, να γυρίσω στο στρατόπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τους συναδέλφους μου όσο θα αρχίσουν και τα γέλια με τις καμπάνες. Χάσιμο χρόνου δηλαδή.

Sunday, May 23, 2010

Εκεί

Ψάχνω σε τζάμια λεωφορείων που στρίβουνε, ραγδαίες αντανακλάσεις πιθανών εκδοχών, πιθανών στιγμών. Πόσο όμως να κάτσω σε μια γωνία και γιατί; Πόσο να αφήσω τον Διαβάτη και τον Σταμάτη να εναλλάσονται πάνω στον φωτεινό σηματοδότη;

Άσκοπες νησίδες σχηματίζουν τον θολό αστερισμό των διαδρομών μου, και στη πορεία, λίγες μα τόσες λίγες στήλες άλατος χαραγμένες από έναν τυφλό γλύπτη, τον αιώνιο αναπολητή, τον γέροντα που περιμένει τον χρόνο να τον προλάβει, τον σιωπηλό. Οι λέξεις, γράμματα, σκέψεις, αναμνήσεις, οι φαντασιώσεις, τα ψέματα, ότι γεμίζει το κεφάλι μου, είναι χαλίκι και άμμος στα πόδια μου, τα οποία σέρνοντας κι αυτά το αναιμικό μου βάρος υφαίνουν μια μονότονη διαδρομή. Έχω δει τόσες φορές την άσχημη πλευρά, ώστε να ξέρω πως εκεί υπάρχει μονάχα η ομορφιά, εκεί στις υδροφόρες σχισμές ανάμεσα στα πλήθη των αδυναμιών μας και στην οχλαγοή των λαθών μας. Ένα μεγάλο παζλ πάντα αντέχει να του λείπουν αρκετά κομμάτια, αρκεί να το κοιτάς από μακριά.

Σε κάθε αύριο λοιπόν, μια μυρωδιά του χθες να με κυνηγά, διαρκώς να με σπρώχνει στις ζεστές αγκαλιές των αναγκών μου, αυτές τις πιο καθάριες στιγμές του εαυτού μου. Εκεί θα βρίσκομαι στο τέλος, κάθε φορά εκεί θα βρίσκομαι, εκεί που με συναντά το ψιλόβροχο των τόσων απογευμάτων μακριά σου.

Sunday, May 09, 2010

Δεν θέλω να φοβάμαι

Δεν θέλω να φοβάμαι. Δεν θέλω να φοβάμαι που δεν κοιμάσαι τα βράδια. Δεν θέλω να φοβάμαι να σηκωθώ το πρωί. Δεν θέλω να φοβάμαι την αλήθεια, δεν θέλω να ανέχομαι τα ψέματα. Δεν θέλω να φοβάμαι τα λάθη που θα κάνω. Δεν θέλω να φοβάμαι τα επιτόκια που ανεβαίνουν, και τις ηθικές που πέφτουν. Δεν θέλω να φοβάμαι μην χάσεις τη δουλειά σου. Δεν θέλω να φοβάμαι την ανασφάλεια σου, δεν θέλω να φοβάμαι την ανασφάλεια μου. Δεν θέλω να φοβάμαι τα μικρά βράδια και τις μεγάλες μέρες. Δεν θέλω να φοβάμαι τις σιωπές. Δεν θέλω να φοβάμαι τα κακόγουστα αστεία. Δεν θέλω να φοβάμαι τις σκιές και τη μαζική υστερία. Δεν θέλω να φοβάμαι τον θυμό μου. Δεν θέλω να φοβάμαι πως θα φοβάσαι. Δεν θέλω να φοβάμαι.

Όλοι μου οι φόβοι θα βγουν αληθινοί, μα δεν θα φοβηθώ.

Thursday, May 06, 2010

Τι θέλετε να σας πω;

Τι θέλετε να σας πω; Μήπως πως όταν παίζεις με τη φωτιά πρέπει να είσαι έτοιμος να καείς και να κάψεις; Ή μήπως καλύτερα να συγκαλυφθώ υπό τη σκέπη της ενοχικής σιωπής των κινηματικών σωμάτων που αμήχανα μια βολική στάση επιζητούν; Θέλετε άραγε να επισέλθω σε αίολες τεχνικές λεπτομέρειες και να ζητώ λογαριασμούς από συγκυρίες; Ίσως θα έπρεπε να αναζητώ με δανεικά πυροφάνια ηθικούς αυτουργούς και άλλες απαιτήσεις πεντάχρονων παιδιών, ή για μεγαλύτερο εντυπωσιασμό να αρχίσω να μιλώ για πιθανότητες, για το πόσο τυχεροί κατά τα πρότυπα των οπαδικών επεισοδιών είμαστε. Μα άμα θελήσω πιο φτηνός να γίνω, μπορώ συγκρίσεις χυδαίες να ξεκινήσω να κάνω και μάταια ένα συλλογικό θυμικό να αναζητώ. Μήπως τάχα μου το μανδύα του a la carte δικαστή να φορέσω και κατά βήμας και ριπάς ευθύνες να αποδίδω; Κι ακόμη πιο σοβάρος να γίνω, και την υποκρισία να χτυπώ και για βολικούς και άβολους θανάτους να μιλώ. Πιο καλά όμως μπορεί, το συναίσθημά μου να αφήσω να τρέχει και να ζητώ αίμα για το αίμα, κι ας ξεχνώ πως πάντα είναι το αίμα του αδίκου. Κάλλιστα βέβαια, μπορώ στις αγκαλιές της μαζικής υστερίας να πέσω και τη ζεστή θαλπωρή της να 'υχαριστηθώ. Δεν θα έπρεπε όμως και ποτέ να ξεχνώ και την ικανότητα του τυχαίου μα και την απολυτότητα του αναπόφευκτου. Όχι. Όχι άλλες μαλακίες.

Θα σκάσω και θα αναλογιστώ, όπως τόσοι άλλοι θα έπρεπε.

Friday, April 30, 2010

Όμορφα και τραγουδιστά ή κακό κείμενο ν. 241


Την ίδια στιγμή που ο Αλκαίος προσπαθεί να δώσει μια ελάχιστη σπίθα αναβίωσης της καριέρας του στη πλάτη του δημοσίου κορβονά(1), το Υπουργείο Πολιτισμού σκέφτεται σοβαρά να σταματήσει τη χρηματοδότηση στα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ), με την προοπτική πλέον οι αντίστοιχοι δήμοι να τα χρηματοδοτούν εξ' ολοκλήρου και όχι εξ' ημίσιας όπως ίσχυε μέχρι τώρα. Προσωπικά δε γνωρίζω αν ο Στρος Καν είναι περισσότερο άνθρωπος του κινηματογράφου και όχι του θεάτρου, αλλά το σίγουρο είναι πως οδηγούμαστε σταθερά μα και ταχύτατα σε ένα σκοταδισμό άνευ προηγουμένου, μια κατεύθυνση δεδομένη όσο και αν ακούγεται λαϊκίστικο. Διότι ναι μεν ο λαουτζίκος θέλει τις 'αρπαχτές' της κάθε Αλεξανδράτου -και καλά κάνει το κορίτσι, ας μην γινόμαστε υποκριτές- αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από έστω και ένα ελάχιστο ψείγμα πολιτισμού όπως αυτός εκφράζεται από τα εκάστοτε ΔΗΠΕΘΕ. Κι όλα αυτά, ενώ και η Εθνική Λυρική Σκηνή κινδεύει να κλείσει βάζοντας το κατάλληλο τέλος στο μακροχρόνιο οικονομικό της καρκίνωμα.


Τα θέματα αυτά περνάνε βέβαια στο ντούκου, διότι από τη μια οι άνθρωποι του θεάτρου είναι τεράστιες κότες και δεν κάνουν τίποτα(2), και από την άλλη είναι αδύνατον να συγκινηθεί το ανταγωνιστικό μέσο της τηλεόρασης με τα τεκταινόμενα του θεάτρου. Άρα, εν συντομία και λογοκρίνοντας μερικές κακόγουστες γραμμές, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι τη βραδιά της Eurovision (25 Μαΐου ο ημιτελικός) να αφήσουμε την τηλεόραση ορφανή και να πάμε να δούμε λίγο θεατράκι που πασχίζουν τα παιδάκια να βγάλουν κανά μεροκάματο, και άσε τον Αλκαίο να προσπαθεί να το παίζει 21st century greek kamaki για Σκανδιναβές σε εμμηνόπαυση(3). Και μην δω κανένα και συμμετέχει στην κοροϊδία της ψηφοφορίας, θα του το κόψω το χεράκι. Εδώ δεν ψηφίσαμε ποιό θα στείλουμε εμείς, θα ψηφίσουμε ποιό θα βγει πρώτο;;;


Παράλληλα όμως, για να μην ξεχνιόμαστε, βουλευτές και ευρωβουλευτές επιδοτούνται επί του συνόλου με το ποσό του 1,5 εκατομμυριών ευρώ για αγορά πληροφοριακού υλικού (υπολογιστές και τα συναφή), διότι φυσικά δεν θα ήταν καθόλου σικ να βρεθούν κατά λάθος με κανά 8-πύρηνο server και κάρτα γραφικών 8GB σε αντιστοιχία του τηλεφωνικού κέντρου Siemens 22 γραμμών (ούτε 090 να ήταν...) του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ενώ τώρα, 5,500 Ευρώ έκαστος και πάλι καλά να λες!(4) Το ξέρω, χαλάει λίγο η δομή του κειμένου με τη συγκεκριμένη αναφορά, αλλά εν τέλει κάποιος ή κάποιοι παίρνουν αποφάσεις με το εχέγγυο της δικής μας εξουσιοδότησης (βλέπε εκλογές) αλλά και υπό την ανοχή του δικού μας ελέγχου (βλέπε αντιδράσεις). Και λυπάμαι, αλλά το να κάνεις join σε ένα group στο facebook είναι το ίδιο ίσχνο όσο και η διαβοήτη και λιμνάζουσα στα νερά της υποκρισίας 'δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση' του virtual πρωθυπουργού μας. Όσο ακόμα δεν θα είμαστε στον μελλοντικό εφιάλτη που σκιαγραφεί το Surrogates, τα κλικ θα παραμένουν ανίσχυρα μπροστά στη πραγματικότητα.

Απότομο τέλος.


1. Υποτίθεται πως ο Αλκαίος έχει αναλάβει μέρος των εξόδων της συμμετοχής μετά την μείωση του σχετικού προϋπολογισμού. Αυτό όμως είναι άσχετο όχι μονάχα όσο αναφορά την πραγματική φύση του διαγωνισμού, αλλά όσο και της οικονοικής συγκυρίας.

2. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους του κινηματογράφου που δημιούργησαν τους Σκηνοθέτες της Ομίχλης και την νεοσυστειθήσα Ακαδημία Κινηματογράφου από άποψη και όχι από ανάγκη.

3. Πλάκα στη πλάκα, άμα στέλναμε κανά μανιάτικο μοιρολόϊ, με την αρνητική εικόνα που έχουμε στα διεθνή ΜΜΕ, μπορεί να πέρναμε και την πρώτη θέση.

4. Το μαθηματικό άτοπο της σχετικής απόφασης μένει για κουίζ για πραγματικά σχιζοφρενείς.


Λιγότερο κακό κείμενο ν. 182

Προς τι ο πανικός και η τρικυμμία, προς τι ο όλεθρος και η απελπισία. Η μαζική μας ψυχολογία θυμίζει αναβρασμό πατέρα από τα παλιά που μαθαίνει πως η κόρη του δεν είναι πια παρθένα και πως να το κρύψει από τη γειτονιά τώρα τρέμει.

Η υποβάθμιση του βιωτικού επιπέδου(1) για τη μαζική πλειοψηφία των πολιτών της Ελλάδας, συνεχίζεται όπως και τα τελευταία τέσσερα χρόνια (τουλάχιστον), με μόνη διαφορά την απότομη αλλαγή που βιώνουμε αυτούς τους καιρούς. Μια αλλαγή απότομη και προκλητική βεβαιώς, η οποία αναπόφευκτα όμως γίνεται συμπαθής σε κάθε λογής τρομολάγνους, θιασάρχες του εντυπωσιαμού και οραματιστές ιστορικούς του μέλλοντος. Σιωπηλά, και με ματιές κλεφτές, η υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας αναδύεται από τη χαρτοσαβούρα των χρεωλυσίων μας και το 'χει βάλει στοίχημα να βάλει σε λίγη τάξη το τι διαδραματίζεται.

Μα κάθε ανάλυση είναι περιττή και κάθε ψυχολογικός απεγκλωβισμός είναι μάταιος όταν δεν υπάρχουν καν οι κατάλληλες λέξεις. Ας πάρουμε το επίθετο 'ελεύθερος' ή καλύτερα 'ελέυθερη', κι ακόμα καλύτερα ας κολλήσουμε το ουσιαστικό 'οικονομία΄από δίπλα, κι άμα θες να είσαι ακριβολόγος, βάζεις σφήνα και το ΄παγκόσμια' από μπροστά. Και οι τρεις λοιπόν αυτές έννοιες μας είναι παντελώς άγνωστες μα και απαραίτητες.

Το 'παγκόσμια' αντιπροσωπεύει όλους τους άλλους, αυτούς που μας φθονούν, τους ΄μή Έλληνες', τους βάρβαρους. Δεν μας απασχολεί και δεν μας νοιάζει, γιατί όποια πέτρα και να σηκώσεις πάντα έναν Έλληνα θα βρεις, και εμείς τους δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού και αυτοί τώρα μας ζητάνε το λογαριασμό του ηλεκτρικού κι άλλα τέτοια χαριτωμένα. Από την άλλη η έννοια της ελευθερίας είναι μια με την οποία είμαστε τελείως άσχετοι αφού δεν ξέρουμε καν που να βρούμε τις λέξεις 'σεβασμός' και 'ισονομία' στο λεξικό, πόσο μάλλον στη κοινωνία μας. Έχουμε μάθει πως ελευθερία είναι να κάνουμε ότι θέλουμε μέχρι να μας σταματήσουνε και ύστερα να πουλάμε συγνώμες για μεταμέλειες. 'Εχουμε μάθει πως η ελευθερία είναι ένα διαπραγματεύσιμο αγαθό και όχι ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα. Η τρίτη έννοια είναι ίσως η μόνη για την οποία ξέρουμε κάτι, αφού και καλοί κλέφτες και κομπιναδόροι είμαστε και τέλος πάντως ξέρουμε πως βγαίνει το χρήμα κι ας μην παράγουμε σχεδόν τίποτα (2). Αλλά κι από αυτή στα αλήθεια λίγα ξέρουμε, άμα αναλογιστούμε πως κύριος χρηματοδότης άπειρων οικονομικών δραστηριοτήτων (από μια απλή μισθοδοσία ενός δημοσίου υπαλλήλου που προσλήφθηκε με μέσο μέχρι ένα υπερκοστολογημένο δημόσιο έργο υποδομής) είναι το κράτος το οποίο εξ' ορισμού δε παράγει τίποτα.

Άντε τώρα λοιπόν με τα παραπάνω κενά να ερμηνεύσεις και να καταλάβεις. Όμως μια ψύχραιμη και λούμπεν ματιά, μπορεί να διαγνώσει πως τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε. Εκτός κι αν αύριο (Πρωτομαγιά γαρ) το ροζάκι της βουλής γίνει μαύρο από κάποια εξέγερση ή κόκκινο από κάποιο αιματοκύλισμα, θα εξακολουθούμε να έχουμε καπιταλισμό (απλά ακόμη πιο απάνθρωπο και άδικο), θα εξακολουθούμε να έχουμε ανέργους (απλά περισσότερους), θα εξακολουθούμε να έχουμε ανίκανους και πουλημένους πολιτικούς (τους ίδιους ή τα παιδιά τους), ο τριτοβάθμιος συνδικαλισμός θα διατηρήσει το θηριοδαμαστικό του χαρακτήρα (απλά σε ακόμα πιο γελοίο επίπεδο) και οι κοινωνικοί και ταξικοί συσχετισμοί θα παραμείνουν οι ίδιοι, αλλά πολύ πιο αιχμηροί και επώδυνοι.

Είμαστε φτωχοί λοιπόν, όχι σε λεφτά, αλλά σε παιδεία και σκέψη. Όμορφη λέξη κι αυτή, και συνώνυμο της η 'κρίση'. Και το εκπληκτικό είναι πως ακόμα έχουμε τη δυνατότητα να περισώσουμε τη σκέψη μας από την συνολική κατηφόρα στην οποία κατρακυλάμε. Διότι όπως και ο έρωτας, η σκέψη είναι δωρεάν, και όσο κι αν τη βομβαρδίζουν και να την τρομοκρατούν μπορεί πάντα να μείνει αλώβητη, αρκεί να προσπαθήσουμε. Από την άλλη όμως όσο επιμένουμε να τρέφουμε την αιθέρια υποκρισία μας με ευχολόγια και σωβινιστικές προκαταλήψεις τόσο θα ακρωτηριάζουμε το μέλλον μας.

Διότι αυτό είναι που δεν μας επιτρέπει να παραδεχθούμε πως είμαστε χειρότεροι και από τις τριτοκοσμικές χώρες τις οποίες κοροϊδεύουμε αλλά και στις οποίες ανήκαμε από καιρό. Αυτή η ψευδαίσθηση που συντηρούμε είναι που μας βάφει κομματικά και από πολιτικά όντα μας μετατρέπει σε υπόδουλους ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος. Είναι αυτό το θέατρο του παραλόγου το οποίο γρήγορα ξετυλίσεται σε φιάσκο και μετατρέπει την πραγματικότητα μιας συστημικά αδύναμης κρατικοδίαιτης οικονομίας με σαθρές βάσεις σε παραγνωρισμένο θαύμα της παραγωγικότητας και ταυτόχρονα θύμα των 'κακών κερδοσκόπων'. Είναι το απατηλό όνειρο μιας λειτουργικής δημοκρατίας και ενός κράτους υπηρέτη που στα αλήθεια είναι ένας υπαρκτός εφιάλτης αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας από τα χαμηλά προς τα υψηλά. Είναι το παράδοξο της δαιμονοποίησης της διαφθοράς όσο φοροαποφεύγουμε και φοροδιαφεύγουμε. Επειδή είναι το βόλεμα της απόλυτης και μονολιθικής σκέψης που δεν μας αφήνει να συνθέσουμε μια συνολική εικόνα από τις πολλές συμπληρωματικές εκδοχές της αλήθειας. Επειδή αρνούμαστε να είμαστε σκληροί εκεί που πρέπει και πάντα περιμένουμε οι άλλοι να είναι μαλακοί μαζί μας.

Να λοιπόν μια ακόμη ευκαιρία όσο οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί αδειάζουν να γεμίσουμε με σκέψεις. Διότι μπορεί οι πράξεις και οι δράσεις να είναι απαραίτητες και αναγκαίες, διότι μπορεί ο συναισθηματισμός και το θυμικό να είναι το καύσιμο της αντίδρασης μα χωρίς σκέψη και κριτκή, χωρίς λογική κατεύθυνση μονάχα πιο γρήγορα και πιο βαθειά θα βρεθούμε να σκάβουμε τους λάκους μας.


(1) Μια τελείως κυνική φράση, που πιο κατανοητά σημαίνει λιγότερη κατανάλωση, λιγότερη θέρμανση, λιγότερες δαπάνες και φάρμακα, σημαίνει άστεγους και επαίτες, σημαίνει κρύο και πόνος, σημαίνει κόπος χωρίς αντίτιμο, σημαίνε ακόμη και θάνατος.
(2) Η ναυτιλία και ο τουρισμός είναι μια ανεπανόρθωτη καραμέλα. Τα κεφάλαια της ναυτιλίας είναι όλα στο εξωτερικό και έτσι δεν συνεισφέρουν σχεδόν καθόλου στην ελληνική οικονομία, ενώ ο τουρισμός είναι υπηρεσία και όχι παραγωγή, διαφορά πάρα πολύ ουσιαστική όταν μιλάμε για οικονομική κρίση.

Saturday, April 17, 2010

Αλγεβροποιημένος λόγος

Εξασφάλιση πρωταθλήματος = προώρη μεταγραφολογία = ποδοσφαιροπρέζα = Football Manager 2010 = πολλές χαμένες ώρες = αρρώστια < βαρεμάρα στη δουλειά = καταραμένος Απρίλιος = δύσκολα τα πράματα = classic χαμηλή κίνηση + έρχεται και ο στρατός = άγχος = λάθη > δε βαριέσαι = νεκρές ώρες = κάψιμο = αεναής κύκλος αιτίου και αιτιατού < βαθύτερα νοήματα της φιλοσοφίας της ζωής = άραγε η ποίηση σκοτώνει τις καύλες; = όχι = η απάντηση στις περρισότερες ερωτήσεις < ίσως = πιο σύνηθης απάντηση < πάντα μια ερώτηση είναι καλύτερη από μια απάντηση < στη στατιστική πάντα πρέπει να κάνεις τις σωστές απαντήσεις > και όχι αυτές που θα ήθελες < το πολύ μπλα μπλα κουράζει = σκάσε και προχώρα < κάθε μέρα και κάτι άλλο > οι περρισσότεροι Φιλανδοί είναι αλκοολικοί > πόσο μάλλον οι σαραντα-φεύγα πρώην όμορφες Φινλανδές = μπουκοφσκικές καταστάσεις ταράζουν τα ήρεμα νερά της Βάρκιζας = ο καλός αλκοολικός είναι αυτός που μισεί τους άλλους > ο κακός αλκοολικός είναι αυτός που θέλει οι άλλοι να τον αγαπήσουν < στο τέλος γινόμαστε όλοι υποκριτές > η μαύρη τρύπα του ξενοδοχείου = ελκυστής χαμένων ωρών = βάλε ψωμί στο τραπέζι ή έστω κρέπα στο χέρι < από το να μένεις με κάτι άλλο στο χέρι, καλύτερα < με τον Μονοκοιλιακό τι να γίνεται άραγε; = η μοναξιά ενός προέδρου = Πατέρα σε καταλαβαίνω < αλλά κάτσε να χτυπήσουμε νταμπλ και βλέπωμεν < καλά ξηγήθηκε μωρέ το ηφαίστειο = έχουμε και κόκκινα ηλιοβασιλέματα να γουστάρουνε οι τελευταίοι ρομαντικοί = κάποτε θα γράψω μεγάλο σενάριο με τον τίτλο 'Ιστορίες Τέφρας' = σποδνδυλωτό ευρωπαϊκό < δεν θα φύγω ποτέ λέμε = μόνο η στρατονομία θα με σώσει λέμε

Tuesday, March 30, 2010

4 Μαύρα Κουστούμια ή Dust in the Wind

Η επανεμφάνιση του Ρένου Χαραλαμπίδη στην μεγαλη οθόνη μετά από άλλα πέντε χρόνια (σαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος) δεν δικαιολογεί την παρατεταμένη αναμονή, αφού ο κακομοίρικος ελληνικός κινηματογράφος χρειάζεται οπωσδήποτε την δημιουργική του συμβολή, κάτι το οποίο μετά τα Φθηνά Τσιγάρα (2000) και την Καρδιά του Κτήνους (2005), το αποδεικνύει νηφάλια μα και σίγουρα με το '4 Μαύρα Κοστούμια'.


Χωρίς να επιδιώκει την εμπορική επιτυχία, αλλά αναγνωρίζοντας την δύσκολη πάντα ισορροπία μεταξύ των ιδεών και εμμονών του με την ανάγκη τους να τύχουν απήχησης και αναγνώρισης από το κοινό, ο Ρ. Χαραλαμπίδης πετυχαίνει ένα μεστό και οικείο αποτέλεσμα χωρίς προκαταλήψεις και υπερβολές. Δομημένο γύρω από τις βασικές ιδεές που τον ακολουθούν από την πρώτη του κιόλας ταινίας ('No Budget Story' 1997), δηλαδή τον έρωτα, τις φιλίες και τις προσωπικές σχέσεις, τη φιλοδοξία και την αποτυχία, ο Χαραλαμπίδης στήνει μια γλυκόπικρη ιστορία δρόμου και χαρακτήρων με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό την υπό αναστολή ρομαντική αντίσταση των ηρώων του απέναντι στις αλήθειες -προσωπικές μα και υποπροϊόντα του σύγχρονου πολιτισμού μας- που τους καταδιώκουν.


Ήρωες του οι δύο όψεις της ίδιας κάλπικης λίρας, και τι ήρωες, με τους συμπρωταγωνιστές του, όχι απλά να τον συμπληρώνουν αλλά να στήνουν μαζί του ένα όμορφα ισορροπημένο καρέ τόσο σαν ιδέα όσο και σαν εκτέλεση. Ο Γιάννης Ζουγανέλης καταφέρνει και απομακρύνεται αρκετά από τις καρικατούρες του και παραδίδει μια συγκροτημένη ερμηνεία, ενώ με τη σειρά του ο Τάκης Σπυριδάκης εξακολουθεί να μας κάνει να απορούμε γιατί δεν τον απολαμβάνουμε πιο συχνά. Φυσικά όμως, την παράσταση κλέβει ο σύντροφός του από τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη και 'βετεράνος' των τεσσάρων μαύρων κουστουμιών, ο ασυμβίβαστος Αλκίνοος Παναγιωτίδης ο οποίος πέρα από την σε επίπεδα καλτ ερμηνείας του, στη μοναδική πραγματικά δραματική σκηνή προκαλεί ρίγος. Άξιος μνείας και ο Δημήτρης Πουλικάκος που εκτελεί περίφημα έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.

Με αυτούς τους συνοδοιπόρους λοιπόν και με το ευρηματικό του σενάριο παρέα, ο Χαραλαμπίδης εκτελεί με απόλυτη επιτυχία τη συνταγή της μαύρης κωμωδίας, χωρίς ποτέ να γίνεται κακόγουστος, πάντα όμως με τη δική του ρομαντική άποψη και κινηματογραφικά απολαυστική αισθητική του. Όσο οι κωμικές καταστάσεις στήνουν έναν υπέροχο σκελετό με μια απλούστατη αν όχι καθαρτική κατάληξη, άλλο τόσο οι απανωτές και ξεκαρδιστικές ατάκες συμπληρώνουν τις πλούσιες σε νόημα κινήσεις των ηρώων σε ένα πολυεπίπεδο μεν αλλά ευανάγνωστο και ολοκληρωμένο σύνολο το οποίο χαίρεσαι να το βλέπεις χάρη στην ανά στιγμές εξαιρετική φωτογραφία.


Σίγουρα υπάρχουν και αδυναμίες, με το μοντάζ να προβληματίζει σε ορισμένα σημεία και την εισαγωγή των χαρακτήρων να κρατά ίσως λίγο παραπάνω σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, ή το ένα λιγότερο πλάνο στο απότομο τέλος, και οι μερικές αυτοαναφορές του σκηνοθέτη, αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες -ακόμη και αντιπαραγωγικές επισημάνσεις- μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να ήταν καλύτερη ή τεχνικά αρτιότερη; Σίγουρα, αλλά πόσο σημαντικό είναι εν τέλει κάτι τέτοιο; Άλλωστε, όποιες αδυναμίες και να έχει η ταινίας, δεν την υποβιβάζουν καθόλου, και του εναντίον διατηρούν το πρόσφιλο και ανθρώπινο χαρακτήρα της. Το '4 Μαύρα Κουστούμια', μεσούσης των διαφόρων ρευμάτων, κονσερβοποιημένων παραγωγών, διαφωνιών και προβληματικών κατευθύνσεων, χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή εξαιρετικής ποιότητας, στέκει σαν φάρος για το είδος του κινηματογράφου που είναι προσηλωμένος, ψυχαγωγικός, σε πλήρη επαφή με το κοινό του και εν τέλει απλά καλός. Με απλά λόγια, μια καλή και απολαυστική ταινία, πόσο μάλλον όταν η παρέα σου ανυσηχεί για το πλήθος των ψαριών σε ένα μικρό ενυδρείο...


Είναι ευχής έργον λοιπόν η διανομή που έχει πετύχει και τώρα το μόνο που του μένει είναι να αγγίξει και την προσέλευση του κοινού που του αξίζει. Άντε, και την επόμενη φορά, όχι άλλα πέντε χρόνια, ε;


(φωτό από το καλοστημένο site της ταινίας, http://www.4mk.gr)

και το trailer φυσικά:





Saturday, March 27, 2010

Έστω αυτό λοιπόν



Η μεγαλύτερη πτώχευση είναι αυτή του πνεύματος.


Τόσο σε αξία όσο και σε απογοήτευση. Τους τελευταίους μήνες η πλειοψηφία ημών πιεζόμαστε από μια διαρκή τρομοκρατία, της οποίας την άγρια επιφάνεια χρόνια αρνιόμαστε να ψηλαφήσουμε, μα τώρα σαν αντίτιμο στην δειλία και την απάθειά μας, έρχεται αυτή να μας συναντήσει στην πιο άγρια της μορφή μέχρι τώρα.


Με τρόπους δύσκολους να καταλάβεις και να αναλύσεις, τηλεόραση, εφημερίδες και ραδιόφωνα γκρεμίζουν κάθε λογική μας άμυνα, καταλαμβάνουν κάθε γωνία της κουρασμένης μας σκέψης και από ανθρώπους, μας μετατρέπουν σε κενά δοχεία που αντηχούν κύματα από ψέματα και παραλογισμούς. Με τρόπο ακατανόητο, το μυαλό μας νεκρώνει, και αρχίζουμε πια να αναμασάμε δελτία τύπου, ανακοινώσεις και πληρωμένες αναλύσεις μόνο και μόνο για να μπορούμε να συμμετέχουμε σε μια κουβέντα χλιαρή και ανασφαλής, το ίδιο θορυβώδης με το σήμα ενός πειρατικού σταθμού. Κάποτε, ήμαστε πολίτες και μετά θεατές - καταναλωτές, και πια άψυχοι πομποί.


Δεν έχει αξία να προσπαθείς να εξηγήσεις την οικονομική κρίση της Ελλάδος και όποια πιθανή ανάκαμψής της, ούτε να σκιαγραφήσεις τα γεωπολιτικά και οικονομικά παιχνίδια που διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες στις Βρυξέλλες, με την κατά τα φαινόμενα κορύφωση τους την Παρασκευή. Όλα αυτά ωχριούν στη προσωπική μας πτώχευση και εγκατάλειψη, στην προσωπική μας εξαθλίωση. Πως αλλιώς να περιγράψεις τον αναιμικό τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας καταπίνει αδιαμαρτύρητα όχι μονάχα τις ποικίλες δέσμες μέτρων, αλλά ακόμη και τον επικοινωνιακό εμπαιγμό ο οποίος τις ακολουθεί. Δημοσκοπήσεις με στημένες ερωτήσεις και κατευθυνόμενες απαντήσεις προσπαθούμε να μας πείσουμε πως ‘τα μέτρα είναι άδικα μα αναγκαία’. Πότε το δίκιο δεν ήταν αναγκαίο, και πότε το άδικο έγινε αναγκαίο; Κι όμως, αυτή την ύβρις την αποδεχόμαστε, την υιοθετούμε και την αναπαράγουμε σε ένα θέατρο χυδαιότερο κι από αυτό του παραλόγου.


Δεν είναι κακό να νοιώθεις μικρός και αδύνατος απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα πολιτικών, μέσων και κεφαλαίου. Είναι λογικό, και πολλές φορές άλλωστε απαραίτητο λόγω των αναγκών και των προτεραιοτήτων σου. Σχεδόν πάντα η φιλοδοξία είναι προνόμιο των άπληστων και όπλο τους η καταπίεση και ο αποπροσανατολισμός. Μα πάντα υπάρχουν όρια, διότι τα ίδια τα θεμέλια της ζωής σου –αξιοπρέπεια, παιδεία, ανθρωπιά- πλέον ξεγυμνώνονται καθημερινά όσο επιτρέπεις τη συστημική κλοπή του υλικού σου κεφαλαίου να μεταλλάσσεται σε ασέλγεια πάνω στη ψυχή και το νου σου.

Μήπως να φταίει πως η μεθοδικότητα αυτού του άθλιο μηχανισμού χειραγώγησης είναι πέρα από αποτελεσματική και προσεκτική σε βαθμό υπνωτισμού; Φαντάσου πως κάθεσαι στο τραπέζι σου να φας, πως είσαι με φίλους σου ή με την οικογένειά σου, πως αυτός που μαγείρεψε δούλευε από το πρωί, και μετά τη δουλειά πήγε και ψώνισε τα υλικά, γύρισε στο σπίτι, μαγείρεψε, και αφού ετοίμασε το φαγητό, το σέρβιρε στα πιάτα. Φαντάσου πως ακριβώς τη στιγμή που είστε όλοι καθισμένοι στο τραπέζι και χαμογελάτε με την αδημονία του ζεστού φαγητού, κάποιος, άγνωστος έρχεται και παίρνει ένα πιάτο χωρίς λόγο, με το έτσι θέλω. Όταν τον ρωτάς γιατί, σου λέει κάτι αόριστο, δήθεν πως άμα δεν φάει κι αυτός, θα ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να ξαναφάτε. Όταν προσπαθείς να αντικρούσεις τη λογική του, απλά επαναλαμβάνεται αλλάζοντας διαρκώς προσωπείο και φωνή, μα διατηρώντας αναλλοίωτα τα κίνητρά του.


Θα πεις πως δεν συμβαίνει έτσι ακριβώς, πως τα πράματα δεν είναι τόσο απλά, πως ένα οικονομικό σύστημα διέπεται από πολύπλοκους κανόνες και μηχανισμούς, πως η ανθρώπινη συμπεριφόρα πάντα θα καταφεύγει στην πιο απαραίτητη και ιδιοτελής πράξη, πως η επικρατούσα λογική δεν είναι τόσο διεστραμμένη. Σίγουρα, για τα ίδια γεγονότα και τις ίδιες συνθήκες, υπάρχουν πολλές αλήθειες και λογικές, όλες δόκιμες και λειτουργικές, όλες συμβατές κατά το δοκούν. Το νόημα είναι δεν είναι ποια (αλήθεια, λογική, όπως θες πες το) αποδέχεσαι με κατεβασμένα τα χέρια ή σε ποια υποχωρείς από φόβο, και πρόσκαιρη ανάγκη αλλά ποια επιλέγεις για να αντιπροσωπεύει και να σε εκφράζει, ποια επιλέγεις να υπερασπιστείς, σε ποια επιλέγεις να συμμετέχεις με τη φωνή σου και τη κριτική σου, σε ποια εναποθέτεις τις ευθύνες και τις ελπίδες σου. Και εμείς, αυτούς τους καιρούς, αποδεινυόμαστε δυστυχώς γνήσια τέκνα της ηθικής μας ταπείνωσης και πνευματικής μας φτώχειας.


Η ίδια ηθική που μας οδηγούσε στα γκισέ των τραπεζών για να πάρουμε διακοποδάνεια, τώρα μας προστάζει να μιλάμε για την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων και να δεχόμαστε σφυρίζοντας αδιάφορα τη μείωση συντάξεων συνανθρώπων μας. Το ίδιο μυαλό το οποίο μας έλεγε να γεμίσουμε με ενθουσιασμό τα καθίσματα του ΟΑΚΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να αποθεώνουμε τα θαύματα της βιοχημείας, το ίδιο ακριβώς μυαλό, τις ίδιες σχεδόν μέρες μας κράτησε μακριά από τις ίδιες ακριβώς κερκίδες για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το ίδιο λοιπόν πνεύμα όμως είναι εκείνο που μας έσπρωξε στους δρόμους την 7η Δεκέμβρη του 2008, όταν η βαλβίδα του ενστικτώδες θυμικού μας εξερράγη και βρήκε πεδίο εκδήλωσης η συσσωρευμένη οργή, αγανάκτηση και απελπισία του περίφημου πια ‘μέσου ‘Έλληνα’, αυτός ο τόσο άγνωστος και αλλοπρόσαλλος.


Δεν απορώ με την έλλειψη κάποιας δυναμικής αντίδρασης (και όποια σύγκριση με τον Δεκέμβρη του 2008 θα ακροβατούσε στα όρια του γελοίου) αλλά με την απουσία των γενεσιουργών στοιχείων αυτής. Απορώ με την έλλειψη αυτοκριτικής, σκέψης, ηθικής συνέπειας, με την έλλειψη έστω κάποιου εγωισμού. Απορώ και φοβάμαι με το ολοκληρωτικό μούδιασμα, από την υποβάθμιση του νου και της ψυχής. Λίγο να μην ίσχυαν αυτά, θα μπορούσες τουλάχιστον να έχεις την αξιοπρέπεια να αποδέχεσαι την πραγματικότητα εν πλήρη γνώση αδικίας της.


Έστω αυτό λοιπόν.

Sunday, March 21, 2010

Λυπάμαι...

... που δεν είχα το θάρρος να σε παρασύρω στη λίγη μα ειλικρινή μου ομορφιά μωρό μου.


Είμαστε μια σειρά παρεξηγήσεων, που διαρκώς αλλάζουν, πότε καθόλου δεν ταιριάζουν και πότε μαζί μπορούν να κάτσουν, μα υπάρχουν και φορές που τόσο αρμονικά τα λάθη μας και οι αφέλειες μας τραγουδούν το τραγούδι της προσδοκίας, έτσι όπως γίνεται ένα αθώο χαμόγελο στα ηλιοβαμμένα στάχυα της ζωής για εμάς να μοιραστούμε. Είμαστε νότες μιας μελωδίας χωρίς μουσουργό, μια ορχήστρα χωρίς μαέστρο, χρώματα και σκιές σε ένα καμβά χωρίς ζωγράφο.


Είμαστε μια συγκυρία την οποία μοχθούμε να εξουσιάσουμε. Το πιο ζωντανό και φωτεινό μας παράδειγμα, ο εξαθλιωμένος τζογαδόρος που έχει εγκαταλείψει παιδιά και γυναίκα για να πέσει θύμα των τοκογλύφων στη διαδρομή του τελεφερίκ. Οι σοφιστείες των αρχαίων δραματουργών άλλοτε βγαίνουν αλήθεια και άλλοτε σκουπίδια τις κάνουμε, τσαλακώνοντάς τες με το θράσος μας, γλεντώντας με την αφέλεια μας. Όποτε μπορούμε, προσπαθούμε, μήτε από υποχρέωση, μήτε από επιθυμία, μα από ανάγκη. Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε άλλωστε;


Πλουτίζουμε με τα λάθη μας, είναι το συνάλλαγμα των ψυχών βλέπεις, και ο έρωτας μια πράξη αντίστασης, μια ληστεία, μα πολύ πιο επικίνδυνη από ‘κείνες που ξέρουμε. Για αυτό και αθώα παιδιά δεν έχουν ελπίδα καμιά σε αυτόν. Πλουτίζουμε με τις αδέξιες κινήσεις μας, μέχρι κάποτε σωστά να περπατήσουμε με σιγουριά και καμάρι σε μια διαδρομή ευθεία. Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Οι χάρτες των επιθυμιών μας, ένας θησαυρός που μονάχα άλλοι μπορούν να βρουν.

Είμαστε απίστευτες συμπτώσεις σε ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο του συνόλου μας, τυχαίες σημειώσεις σε ένα θέαμα φαντασμαγορικό, για μικρά παιδιά και μόνο. Μα δεν προλάβαμε καλά να εκπαιδευτούμε σε δρόμους ξένων πολιτειών και σε πλατείες μικρές, και όλο μας πέφτουνε τα αυγά και γινόμαστε γελοίοι και ακόμα πιο τραγικοί στη φτώχεια μας. Είμαστε γλυκές αποτυχίες που πασχίζουμε να κάνουμε παρέα η μια στην άλλη, χωρίς να μιλάμε πολύ, μονάχα να μοιραζόμαστε τη σιωπή μας και την κατανόηση όλων των πραγμάτων μικρών και μεγάλων, σημαντικών και ασήμαντων, όλα μια υποσημείωση σε μια στιγμή γαλήνης, η συνήθεια ο πιο γλυκός μας σύντροφος.


Είμαστε εικόνες, πολλές και επάλληλες που τίποτα δεν συνθέτουν. Είμαι αυτό που θα ήθελες, είμαι αυτό που δεν είμαι στα μάτια σου, είσαι αυτό που νομίζω, είσαι αυτό που θέλω να βλέπω, είμαι αυτό που κάποτε θα μπορούσα να είμαι, είμαι αυτό που θέλω να γίνω, είμαι αυτό που θέλεις να βλέπεις. Πως με ειλικρίνεια και λογική να αναταποκριθούμε στις ψευδαισθήσεις; Τα μάτια μας, ένα αδιάφορο όργανο, που όμως με τρόπο ειρωνικό τη φαντασία μας γεφυρώνουν, ποτέ σωστά μα πάντα συγκινητικά. Και στον ύπνο μας ζωντανεύουν, κι άμα το θέλουν, ιστούς πλέκουν, θαυμάσια μεταξωτά μηνύματα που ανοίγουν πόρτες και παράθυρα, πλανώνται στο ύψος των μπαλκονιών μας, πάνω από τη βρώμική μας πόλη, πάνω από τους δρόμους της ημέρας. Ένα πλέγμα με το λευκό της νύχτας, μια ιδέα αληθινή με παγίδες μα και προσκλήσεις. Μα με το φως του πρωινού σβήνουν και εξαϋλώνονται, αφήνοντας μας άτσαλα να σκιαγραφήσουμε την περασμένη τους παρουσία.


Δεν υπάρχουν ούτε ανοιχτά, ούτε κλειστά χαρτιά, δεν υπάρχουν καν χαρτιά. Υπάρχουν όμως γράμματα, τόσα πολλά γράμματα που ποτέ τους δεν στάλθηκαν, κι άλλα, ακόμη περισσότερα που ποτέ τους δεν γράφτηκαν. Εκεί που εγώ βλέπω μια αλυσίδα από χέρια που δεν απλώθηκαν και λόγια που δεν ειπώθηκαν, εσύ βλέπεις σημεία επαφής, βλέπεις ανατολές εκεί που βλέπω δύσεις. Η ειλικρίνεια δεν κατάφερε ποτέ της τίποτα, παρά μόνο να γκρεμίσει υπέροχα ψέματα τα οποία ελάχιστή τους επιθυμία είναι να ομορφαίνουν εμάς και τη ζωή μας. Πίστεψε με, η αλήθεια είναι φοβερά υπερτιμημένη, η δικαιολογία των αναίσθητων.


Μα στην φτηνή ευγλωττία της δειλίας, όχι, εκεί δεν υπάρχει κάτι όμορφο, μήδε στη γνώση που τόσο κακό σπέρνει στον άπειρο νου και τη χαμένη καρδιά. Είναι βλέπεις που τα λόγια είναι περιττά, έτσι όπως μολύνουν τις πράξεις και τα αισθήματα με τον θόρυβό τους. Τον θυμάσαι εκείνο τον θόρυβο που είχαμε παλιά, όταν μας έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, με τις παλιές βιντεοκασέτες και ξυπνούσαμε νωρίς το πρωί με τον στατικό λευκό θόρυβο της τηλεόρασης; Έτσι είναι και τα λόγια, οι λέξεις, οι ματαιόπονες σκέψεις. Αρκετά.


Άπλωσε λοιπόν το χέρι σου στο νέφος των σκέψεων, κούνησε το και σκόρπισε τα λόγια, προχώρα και ψάξε να βρεις εκεί που οι υδρατμοί του πρωινού κάθονται σε μια επιφάνεια ζεστή, εκεί που εξατμίζονται, στις παρυφές μια σπηλιάς που κρύβει μια φωνή και μια ψυχή. Και όταν φτάσεις, μονάχα μη φοβηθείς ένα σπίρτο να ανάψεις και μέσα να μπεις.


Μετά από τόσα χρόνια, φίλε ΚΒ ξέρω τι ήταν το παζλ που κοιτούσες στον αέρα.

Wednesday, March 10, 2010

Αγαπητή Brittany...

(Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτή μου η επιστολή προορίζεται για την Brittany, φοιτήτρια ιστορίας της τέχνης -ή έτσι έχει πει στη μάνα της δηλαδή- στο Brooklyn από την Arizona,και όχι στη Brittany από τη Minessota, που μου κρατάει μουτράκια.)


Χαιρετίσματα από το προτεκτοράτο καλή μου, σου έχω ευχάριστα νέα, μα καλύτερα να αρχίσω από την αρχή. Ώπος ξαίρις γληκυά μου, αιδό ζούμαι αιπωχαίς που θα ζίλαιβαι και ω Μπωστ, έτσι όπως έχουμε γίνει με το μισό βρακί στο κώλο μας και το άλλο μισό στο στομάχι του σκώρου, άσε που άλλες το βγάλανε και τελείως. Άτιμο πράμα ο σοσιαλισμός, κάτι ξέρετε εσείς οι ιμπεριαλιστές.

Όμως όλα αυτά κατόπιν μιας σειράς γεγονότων πήραν την ανηφόρα της ανατροπής, της εκ του πράσινου σοσιαλισμού ταγμένης. Επληροφορήθη από τον σύντροφο Πρέκα –εν μέσω της υπεράσπισης της γραμμής Ρούπελ από τους Γερμαναράδες πιστωτές της Deutsche Bank- πως ο σύντροφος Σειρηνάκης είναι πράκτορας της ΕΥΠ, στον οποίο ανατέθηκε αποστολή από τον σύντροφο GAP να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη για τα εισαγόμενα από τα διευθυντήρια επιβαλλόμενα οικονομικά μέτρα. Έκαστος στο είδος του και ο σύντροφος Σειρηνάκης στη τσόντα, ο οποίος επιστράτευσε τη συντρόφισσα Julia και έναν πρώην οικολόγο νυν μετριοπαθή Γάλλο, και γίναν’ μαλλιά κουβάρια, πουτάνες και παλικάρια με τα γνωστά επακόλουθα.

Φαίνεται όμως πως αναρχοδεξιοί προβοκάτορες υπάρχουν παντού, και αφού πέταξαν τους φραπέδες και τα φρεντοτσίνο στο γνήσιο τέκνο του Λένιν Παναγόπουλο, έριξαν τις καρφωτές τους στον Αντονιόνι του μουνιού και το ΣΔΟΕ (ή όπως διάολο το λένε) πλάκωσε στα γραφεία της Sirina. Κατάλαβες χαριτωμένη μου Brittany, μην δουν έναν άνθρωπο να προκόβει, αμέσως να πέσουν τα κομπλεξικά όρνια να τον φάνε αντί να ασχοληθούν οι άχρηστοι με τα διαφυγόντα κέρδη που προκύπτουν από τις ‘μαύρες’ κόπιες και τα άπειρα download. Έτσι ο σύντροφος GAP αναγκάστηκε να επιστρατεύσει τα μεγάλα όπλα και πλήρωσε μια επίσκεψη (paid a visit) στο δικό σας τον Μπαρμπα-Θωμά στο λευκό του το καλυβάκι. Έμαθα του πήγε ένα ταψί μουσακάm και δύο καραφάκια ούζο μπας και το γλυκάνει τον μαυρούκο σας. Αλλά μάντεψε τι έγινε!

Θυμάσαι που η Και-Τώρα-Ντόρα (εκείνη μωρέ η αψηλή που έκανε σταζ στο υπουργείο εξωτερικών) είχε πετύχει την άρση της προϋπόθεσης της έκδοσης VISA για ταξίδια στην αχανή σου πατρίδα, αλλά ποτέ η υπόθεση δεν προχώρησε; Ε, τώρα ο GAP πέτυχε ακριβώς το ίδιο! Ναι Brittany μου, για τους επόμενους τρεις μήνες μπορείς να συντηρείς ακόμα τις απατηλές ελπίδες πως θα πουλήσω το κορμί μου στη Συγγρού –την καλή πλευρά, ξέρεις εσύ- για να πληρώσω το εισιτήριο μου για μια απευθείας πτήση στα υπόγεια Guantanamo που συντηρούν κρυφο-αδερφές μέλη της Skull and Bones.

Από την άλλη όμως, υπάρχει ένα στοιχείο που μπορεί να δώσει μια γερή πλίνθινη βάση στις ελπίδες σου. Βλέπεις ζαχαρένια μου Brittany, ίσως τελικά η άρση της ταξιδιωτικής VISA να είναι απαραίτητη για την προσοδοφόρα επικοινωνία μεταξύ του προτεκτοράτου και της προστάτιδας (κάτι σε τσατσά, αλλά στο πιο γεωγραφικά προσδιοριστέο) δύναμης. Τώρα ειδικά που ο πράκτορας των Μουτζαχεντίν Obama θα βάλει τις ομάδες ΦΩΚΙΑ (SEAL) και τον James Bond να κυνηγήσουν τους μασόνους κερδοσκόπους που έβαλαν στο γυάλινο μάτι τους την Ελλάδα, αυτός ο ομφάλιος λώρος πρέπει να γίνει ακόμη ισχυρότερος. Εισιτήριο 800 Ευρώ, διεθνής ξεφτίλα priceless.

Τώρα βέβαια τροφαντό μου marshmallow, δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να πιστέψουμε πως πλησιάζει η στιγμή που το σκυλί θα δαγκώσει το χέρι του αφέντη που το ταΐζει αλλά εσείς οι δεξιοτέχνες του καπιταλισμού κάτι θα ξέρετε παραπάνω. Αντίθετα, εδώ εμείς οι γεροξεκούτηδες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού και του τρίτου shortcut έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας σαν βοοειδή σε χασάπικο μετά από σεισμό επτά παρά κάτι Ρίχτερ (μεγάλη η χάρη του και η λογαριθμική του κλίμακα) και δεν ξέρουμε πια τι να πρωτοκάνουμε, τόσο που μας έχει πιάσει η απελπισία με τα τζίνια του Δημοκρίτειου και του Πλανητάριου να επενδύουν σε μπουρδέλα και καζίνο.

Άμα έχεις καμιά καλή ιδέα ή ένα πλούσιο hedge fund να διαθέσει μερικά δισεκατομμύρια Ευρώ για να αγοράσει τη Ρόδο (αντιπαθώ τους Ροδίτες – sorry) σε παρακαλώ πες μου. Έως τότε, εγώ θα κάνω ότι μπορώ για να καταπολεμήσω τη διεθνή τρομοκρατία, να προάγω το δολάριο και τέλος πάντων ότι μπορώ για να ευχαριστήσω το μουστακαλή το μπάρμπα σου τον Σαμ μπας και με αποκαταστήσεις.

Σε ασπάζομαι καπιταλιστικά, το τσολιαδάκι σου.

Sunday, March 07, 2010

Που είσαι;

Έλα να κάτσουμε λίγο, έχουμε καιρό να τα πούμε. Το ξέρω πως με αποφεύγεις, μα κι εγώ το ίδιο κάνω, και εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση σου δηλαδή. Μα πρέπει να μιλήσουμε, γιατί έχουμε χαθεί, πρέπει να μιλήσουμε γιατί σε λίγο δεν θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Έλα ,κάτσε.

Ξέρω πως σκέφτεσαι, έτσι νομίζω δηλαδή. Μα αυτό δεν βοηθά και πολύ, άλλωστε έχεις χάσει τον έλεγχο από καιρό, δεν έχεις συναίσθηση, ούτε εσύ ο ίδιος ξέρεις πως σκέφτεσαι πια. Είσαι ένα χάος, οι σκέψεις και ενέργειες σου μια τυχαιότητα, χωρίς σχέδιο ή σκοπό, μια ρουλέτα που δεν έχει σταματημό. Κάποτε χανόσουνα, και τώρα είσαι παντού, μα πουθενά δεν έχεις να σταθείς. Είσαι σαν σκόνη απλωμένη, που σβήνει στο σκοτάδι. Δε με καταλαβαίνεις μάλλον, είναι βλέπεις που προσπαθώ να σου θυμίσω. Δεν θυμάσαι ε; Τουλάχιστον σε βάζω σε σκέψεις; Δεν γίνεται όμως να σου πω, πρέπει μονάχος σου να θυμηθείς και να βρεθείς.

Μην λιγοψυχάς, δεν θέλει τόλμη, λίγο μονάχα να ντραπείς, να μπορέσεις να κοιτάξεις τον εαυτό σου στο καθρέφτη και να θυμώσεις τόσο ώστε να χτυπήσεις το γυαλί μέχρι αυτό να σπάσει. Μπορείς να κάνεις έστω αυτό, σου απομείνει καθόλου αξιοπρέπεια ώστε να ντραπείς; Νοιώθεις πλέον τίποτα ή έχεις μουδιάσει τελείως; Μπορείς τουλάχιστον να απαντήσεις σε αυτό; Μπορείς να πεις ή να κάνεις οτιδήποτε πια; Σου ‘χει μείνει τίποτα μέσα σου ή έχεις στερέψει εντελώς;

Σε θύμωσα, τώρα υποχωρείς και κλείνεσαι. Συγνώμη αν σε αποπήρα, παρασύρθηκα, πίστεψα βλέπεις πως άμα σε ταρακουνούσα θα μπορούσα να σε πείσω, θα μπορούσα να ξυπνήσω κάτι μέσα σου. Κάποτε αυτό δούλευε και για μένα. Αφέλεια. Φαίνεται έχω αρχίσει να ξεχνώ κι εγώ. Λογικό είναι άλλωστε, ίσως για αυτό να προσπαθώ τόσο πολύ. Φοβάμαι μάλλον. Θέλω να νομίζω πως είναι καλό αυτό, είναι ένα κάποιο σημάδι, κάτι από το οποίο μπορώ να κρατηθώ. Άμα φοβάμαι κι άμα πεινώ, ακόμα μπορώ να ελπίζω. Ίσως ο φόβος να είναι ο πόνος της ψυχής. Εσύ έχεις κάτι από το οποίο μπορείς να κρατηθείς;

Ακόμα δεν καταλαβαίνω, δεν είμαι σίγουρος άμα φοβάσαι ή άμα πλέον δεν το καταλαβαίνεις καθόλου, άμα έχεις χάσει κάθε συνείδηση, πασαλειμένο με γλυκά. Δεν είσαι σε κάποιο ταξίδι, μονάχα γύρω γύρω πας σαν ένα χαζό παιδί σε κάποιο λούνα παρκ. Μια ανατριχιαστική μουσική παίζει, μια πυξίδα που διαρκώς κατεύθυνση αλλάζει. Όλα γύρω σου δεν είναι πια το ίδιο. Ακόμα και να ξέρεις την απάντηση, να θυμάσαι πως πάντα υπάρχει μια μεγάλη απόσταση μεταξύ του να ξέρεις και να παραδέχεσαι.

Ξέρεις λοιπόν; Κι αν ξέρεις, μπορείς να το παραδεχτείς;

Sunday, February 28, 2010

Αγαπητή Steffi...


Λυπάμαι που αναγκάζομαι να σου γράψω υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αλλά να, δεν ξέρω πως, μάλλον εγώ φταίω γλυκιά μου έτσι όπως παραμέλησα τα σοσιαλιστικά μας παιδιά, έτσι όπως τα άφησα στην αυλή του πληροφοριακού μας ονείρου να αλληλοσπαράσσονται. Τα ρυτιδιασμένα μου χέρια δεν τρέμουν πια από τη ντροπή, μα εξακολουθούν και πάλλονται από την ντροπή και το θυμό μου, έτσι όπως τώρα πρέπει να απολογηθώ και τα ράφια της ιστορίας να ισιώσω. Μου είναι τόσο δύσκολο αγαπητή μου μπιρμπιλομάτα, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Χρυσή μου, και τη πένα του Μάρκες να είχα, πάλι τη μετάνοια μου δεν θα μπορούσα να την εκφράσω όπως πράγματι θα ήθελα. Είναι στο νου μου, μα πώς να με καταλάβεις;

Άμα άντεχα μια αλήθεια να σου πω, αυτή είναι το ‘σ’ αγαπώ’, μα άμα μπορούσα κι άλλη, θα σου ‘λυνα μια απορία μεγάλη. Δεν φταις μήτε εσύ, μήτε εγώ, μήτε ο G.A.P., μήτε η Angela, μήτε το άλλο το στρουμπουλό. Άσε για λίγο την ενοχική ματιά στη σύγχρονη ιστορία σου να περιπλανηθεί στις γλυκές νουάρ αφηγήσεις του Hugo Pratt, και πίστεψε με όταν σου λέω πως ούτε τα Ες Ες και οι Ναζί φταίνε για το σώβρακό μου το τρύπιο. Βλέπεις αθώα μου Steffi, όσο τσακώνονται δήθεν τα πολιτικά κουστούμια μεσούσης hi-tech τηλεδιασκέψεων, οι μασόνοι τραπεζογύπες τσιμπολογάνε τα τελευταία ψίχουλα από το σάπιο κουφάρι του ελληνικού κατασκεύασματος, την ιδέα ενός αποτυχημένου τεχνάσματος, τη γνώριμη δυσοδία ενός μειάσματος.

Το έλλειμμα μου δεν το εξαφανίζει ούτε ο David Copperfield, μα και το σθένος μου βλέπεις δεν το λυγίζει ούτε ο Uri o Geller. Βγήκε το φουσκωτό ‘Πάγκαλος’ -ναυπηγημένο εντός των κατά των συνθηκών συνόρων μας- και με τους κανονιοβολισμούς του περί κατοχικού δανείου και πολεμικών αποζημιώσεων, προσπάθησε να δυναμιτίσει τις σχέσεις μας επειδή γενήκαμε οι κλεφτοκοτάδες της ένωσης. Ζηλεύει παιδί μου, διότι όταν από τη δεκαετία του εξήντα ερχόντουσαν οι ορδές των ενοχικών Γερμανών χίππηδων προσπαθώντας εξισώσουνε την κατάσταση με τα μάρκα τους βλέποντας να δούνε από κοντά τα μέρη που λεηλάτησαν και σφάξανε οι πατεράδες τους, αυτός το έπαιζε κουμουνιστής και δεν του καθόταν καμία ξανθομαλλούσα βισιγότθα. Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα βέβαια θα έρχεται το νέο κύμα, ενοχικών τουριστών, οι απόγονοι των τραπεζιτών της Deutsche Bank, και θα αφήνουν μαραμένα γαρύφαλλα στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος, ένας ελάχιστος φόρος τιμής στα σύγχρονα θύματα του οστρογοτθικού ιμπεριαλισμού.

Όλα είναι κύκλος, και πλησιάζοντας την απόλυτη ιστορική νιρβάνα που θα έλεγε και μια γνωστή μου, επιστρέφω στις ραγιάδικες μου ρίζες, γίνομαι επιτέλους γνήσιος κουτοπόνηρος, και όχι αυτό το ellinas που μας είχανε φορτώσει 200 χρόνια οι ξενέρωτοι διαφωτιστές. Γλυκιά μου Steffi, δεν θέλω να ανησυχείς, είμαι καλά και όσο ξεφτιλίζομαι τόσο καλύτερα νοιώθω, σαν από τα πυελούς που κατάμουτρα τρώω να αναγεννιέμαι. Διότι βλέπεις στρουμπουλή μου Βαλκύρια, είναι στη φύση μου εκεί που δεν με περιμένουν, εκεί που δεν με πιστεύουν, να κάνω ένα τσαφ και ένα μπραφ και ξανά τα strobe lights του πολιτισμού να δίνω στον κάθε Ούννο.

Για να δεις πως δε σε πειράζω με λόγια ψεύτικα και ελπιδοφόρα, δώσε βάση σε παρακαλώ πως θα βγάλω το εισιτήριο μου με τον νέο γίγαντα των ελληνικών αερογραμμών. Όπως ξέρεις δεν έχω τίποτα παρά μερικά ευρώ υπό την μορφή χάλκινων νομισμάτων και κουπονιών του Carrefour. Εσύ λοιπόν θα μου δανείσεις 300 Ευρώ για το εισιτήριο, το οποίο όμως θα στο ξεπληρώσω αμέσως. Πως; Πάρα πολύ απλό. Θα εκδώσω ένα προσωπικό ομόλογο με εγγύηση ταχυφαγείου και αξιολόγηση τοκογλύφου, το οποίο φυσικά θα αγοράσεις με ένα ευνοϊκό επιτόκιο 3% το οποίο θα στο καταβάλλω και μπροστά (12 ευρώ) για να δεις πόσο κιμπάρης είμαι.

Πρέπει όμως να σε αφήσω γλυκιά μου, θα συναντηθώ με κάτι συντρόφους για να συζητήσουμε πως τα αλλοδαπά έχουν φάει τις τίμιες θέσεις εργασίας των ημεδαπών στα φανάρια. Προτού όμως σφραγίσω αυτό το γράμμα με το άρωμα της απλυσιάς μου θα σε αφήσω με ένα τσιτάτο ενός συμπατριώτη σου: ‘Ο ύπνος είναι το επιτόκιο που πληρώνουμε για το δάνειο που εξοφλείται με το θάνατο. Όσο πιο υψηλό το επιτόκιο και όσο πιο συχνά πληρώνεται, τόσο περισσότερο αναβάλλεται η ημερομηνία της τελικής αποπληρωμής.’ Το ξέρω, είναι τελείως άσχετο και βλακώδες, αλλά είπα να το πετάξω μπας και σε προβληματίσω περί της ασυδοσίας του παγκόσμιου δανειοληπτικού συστήματος.

Σε φιλώ Steffi μου. Προσμένω ένα κρύο απόγεμα να αγναντεύουμε το λιμάνι του Αμβούργου λίγο πριν πάμε να δούμε την Saint Pauli, να τραβάω τα πυρόξανθα μαλλιά σου και έτσι ένα τυχαίο φίλτρο στις δύουσες αχτίδες του ηλίου να φτιάχνω. Σε φιλώ και σε σκέφτομαι Steffi μου.

Tuesday, February 23, 2010

Ψυχολογία delivery

Τρέφομαι σχεδόν αποκλειστικά με φαγητό απ’ έξω. Η γαστρονομική μου παλέτα έχει κατατμηθεί όχι σε γεύσεις, αλλά σε μαγαζιά, διασταυρώσεις και τηλέφωνα. Τα πλούσια σε σόδα και συντηρητικά εδέσματα που απολαμβάνω με έχουν εκπαιδεύσει να διακρίνω την αφράτη ζύμη της Roma Pizza από την μαλακιά της Pizza Hut, και το νεκρό ντόνερ του Σάββα από τον πιο φρέσκο του Σεβάχ. Με μια μόνο δοκιμή μπορώ να σου πω πότε θα έχω χωνέψει την υπερβολική σάλτσα στα spaghetti paezana του Benvenutto ή πότε σφάχτηκε το κοτόπουλο στο αντίστοιχο πιάτο του Food Company με δεντρολίβανο και lemon sauce.

Για ξεκάρφωμα πηγαίνω στον θρυλικό πια Κυματοθραύστη, τίμιος αντικαταστάτης του Μπαρμπα-Γιάννη όσο αναφορά τις διατροφικές μου ανάγκες. Ένα μεγάλο για έξω, σχεδόν ποτέ σαλάτα, σχεδόν πάντα ένα κοτόπουλο κάποιας μορφής, παέγια τις Κυριακές, ποτέ επιπλέον αλάτι και πάντα μόνο μια φέτα ψωμί. Έξι ευρώ. Έχω μια παρανοϊκή συνωμοτική θεωρία πως στα φαγητά τους βάζουν μορφίνη για να πηγαίνω ξανά και ξανά. Εγώ άμα είχα μαγειρείο, αυτό θα έκανα πάντως. Τέτοιο καθίκι είμαι.

Μια από τις βασικές αρχές ενός (πραγματικά) καλού εστιατορίου είναι να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα φαγητά στο μενού. Άμα είναι πάνω από δέκα, προσοχή, το πιο πιθανό είναι η ποιότητα να είναι χαμηλή. Ενώ άμα έχει λίγα εδέσματα στο menou, μπορείς να νοιώθεις εμπιστοσύνη πως ο σεφ τα έχει τελειοποιήσει και πως τα υλικά δεν έχουν μείνει για αναρίθμητο καιρό στα ψυγεία.

Στα delivery το σκεπτικό είναι το ακριβώς αντίστροφο. Το φυλλάδιο πρέπει να θυμίζει περισσότερο διήγημα παρά μενού, οι σελίδες του να είναι γεμάτο με ελκυστικές φωτογραφίες από θελκτικά φιλέτα και ορεξάτες γαρνιτούρες, και φυσικά το ίδιο πιάτο σε δεκαπέντε διαφορετικές παραλλαγές, κάθε φορά με ένα διαφορετικό συστατικό. Πατάτα στο φούρνο, πατάτα στο φούρνο με τυρί, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν και μπέικον, πατάτα στο φούρνο με τυρί και ζαμπόν και μπέικον και κρέμα γάλακτος.

Η ψευδαίσθηση της ποικιλίας και της ελευθερίας της επιλογής, αυτή είναι η συνταγή της επιτυχία κάθε καλού ντελιδεράδικου. Μια γεύση για τον καθένα, γιατί είμαστε όλοι μοναδικοί, και εξαιρετικοί και μας αξίζει το καλύτερο. Και να θυμάστε,σας αγαπώ! Τα δημοφιλέστερα συστατικά, σπορέλαιο, κρέμα γάλακτος (σε μπιτόνια), φτηνό σπαγγέτι, μπέικον, αλάτι και φυσικά σόδα. Χωρίς σόδα, το στομάχι δε φουσκώνει, κι άμα το στομάχι δε φουσκώνει, οι μερίδες πρέπει να μεγαλώσουν, κι άμα οι μερίδες μεγαλώσουν, το κόστος θα ανέβει, κι άμα το κόστος ανέβει, το μαγαζί θα κλείσει. Οπότε σόδα.

Όμως η αίσθηση της χόρτασης δεν είναι αρκετή, δεν φτάνει μονάχα αυτό για να πετύχει η μπίζνα. Απαραίτητη είναι και η αίσθηση της ικανοποίησης, μια αναγκαιότητα ευρέως γνωστή από τα αμερικάνικα burger fast-food, τα οποία απολαμβάνουν τον εθισμό ορδών εθισμένων στις τεχνητές τους γεύσεις. Στο κόσμο του marketing, δεν μπορεί να είναι τυχαίο που τέτοια μαγαζιά δεν έχουν ντελίβερι. Ξεχάστε τα ναρκωτικά, τα τροχαία, τους ιούς της γρίπης, τους Τούρκους και τα χλαμύδια, ο μεγαλύτερος μας εχθρός βρίσκεται στο αλουμινένιο κυπελάκι, στο χάρτινο κουτί και στο πλαστικό πιάτο. Τα σουβλατζίδικα έχουν πάπρικα ακόμη και στη τουαλέτα, τα ιταλικά ξεχειλίζουν από κρέμα γάλακτος και τα κινέζικα έχουν μαυρίσει από τη πολλή σόγια.

Όμως αυτό που έχουν όλα σαν κοινό φυσικά είναι τα γλυκαντικά, εκεί βρίσκεται το μυστικό αγαπητές μου φιλενάδες. Ασπαρτάμη (Ε951), κυκλαμικά οξέα, ακεσουλφάμη (Ε950), και πολυόλες είναι μερικές από τις βασικότερες ομάδες τεχνητών γλυκαντικών ουσιών που μπορεί βρει κανείς σε πατάτες τηγανητές μέχρι ένα κοτόπουλο φλαμπέ με λευκή σάλτσα. Τα περίφημα και δαιμονοποιημένα από τα Μέσα Μαζικής Επανάπαυσης έψιλον. Μέσα μου διαρκώς κρύβεται και μεταβολίζεται μικρά χημικά θαύματα της μεταπολεμικής βιομηχανικής επανάστασης. Σιγά-σιγά γίνομαι χημικός, the chemical man. Κάτι ήξερα που στο μάθημα της χημείας, αντί να διαβάζω, έπρηζα τα αρχίδια του φίλου μου του Φίλιππου.

Είμαι από τους καλύτερους εκπροσώπους της καλοβολεμένης γενιάς, εκείνης που έλεγε μαλακίες σε χαζογκόμενες στο IRC και παράγγελνε σουβλάκια, της γενιάς του e-bay και του Patatafritas, Sega Megadrive, Γκάλης, Βαζέχα, συγκυβέρνηση, ιδιωτική τηλεόραση, Wendy's, Τσερνόμπιλ, Απαράδεκτοι, internet και νταουνλόαντ που έλεγε και ένας Λαρισαίος γνωστός μου, εκείνης της γενιάς για της οποίας την πάρτη έχουν κάνει εκπομπή με μανάδες και μαμούχαλους (‘Μια Νύφη για το γιό μου’). Όλα στο πιάτο, μονάχα ένα τηλέφωνο μακριά. Όχι σαν τα σημερινά παιδιά που τα έχουν όλα και δεν ξέρουν τι θέλουν.

Εγώ που θέλω μια γυναίκα να μου σιδερώνει, να μου πλένει, να μου μαγειρεύει, να μην μένει μαζί μου, αλλά να μου κάθεται πού και πού, είμαι απαιτητικός ή απλά παραδοσιακός; Ή απλά μαλάκας;

Ευτυχώς τα μηχανάκια απεργούν αύριο.