Τη πρώτη φοράς που ακούς το Third των Portishead δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Περιμένεις να παρασυρθείς σε σκοτεινά και υγρά μονοπάτια, στα γνώριμα μα και συνάμα απόκοσμα μουσικά τοπία της ιστορικής μπάντας από το Bristol που μαζί με τους Massive Attack όχι μόνο δημιούργησαν ένα νέο ήχο, αλλά και επαναπροσδιόρισαν τα όρια της μουσικής παραγωγής σαν διαδικασία και μέθοδο δημιουργίας και σύνθεσης όσο πομπώδες και αν ακούγεται αυτό. Η αλήθεια; Στο πρώτο άκουσμα απογοητεύεσαι. Τα samples και το scratching έχουν εξορισθεί, η φωνή της Gibbons περνάει χωρίς καμία ή με ελάχιστες παραμορφώσεις, ενώ τα καθαρά ηλεκτρονικά στοιχεία είναι εντονότερα καταδικάζοντας τα ρετρό μοτίφ και το lo-fi στο μουσικό χρονοντούλαπο της φοβερής επιτυχίας που είχε το συγκρότημα στη δεκαετία του '90. Ακόμη και από το πρώτο άκουσμα ξέρεις πως πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά, πως σχήματα όπως οι Chemical Brothers και οι Archive θα ήταν κάτι παραπάνω από περήφανα άμα υπογράφανε μια τέτοια παραγωγή, αλλά συγχρόνως η πρώτη φράση που σου έρχεται στο μυαλό είναι πως 'αυτό δεν είναι Portishead'. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με το 'Kid A' των Radiohead δηλαδή.
Όπως όταν το 2000 οι Radiohead είχαν ένα διπλό στοίχημα να κερδίσουν με το 'Kid A', έτσι και o Barrow και η παρέα του μετά από 10 ολόκληρα χρόνια επιχειρούν να επανατοποθετήσουν τη μουσική τους ταυτότητα σε ένα καινούριο περιβάλλον, το οποίο εν μέρει έχει ορισθεί από το δικό τους παρελθόν. Άμα το πετυχαίνουν ή όχι είναι σχετικό και εν τέλει αδιάφορο. Σίγουρα θα χάσουν τιμητές και θα κερδίσουν νέους, αλλά η επιτυχία δεν είναι το ζήτημα εδώ, όσο η μουσική ολοκλήρωση και συνέπεια, το προσωπικό τους στοίχημα αν θέλετε, να ανεγερθούν από τη λήθη και τη κούραση των τελευταίων 10 ετών και να δημιουργήσουν κάτι αντάξιο των ικανοτήτων τους. Κι αυτό το πετυχαίνουν σίγουρα.
Όσο συνεχίζεις και ακούς το άλμπουμ, και αρχίζεις να ξεκολλάς λίγο από το πιο εύπεπτο και πιασάρικο 'We Carry On', τόσο πιο κοντά πλησιάζεις στο αλλόκοτο, εξαιρετικό και συνάμα επιβλητικό 'Machine Gun', ένα κομμάτι που μονάχα ως tour de force της ηλεκτρονικής μουσικής των τελευταίων 20 ετών μπορεί να περιγραφεί, ενώ την ίδια στιγμή αναρωτιέσαι πόσο πιο πολύ μπορούν οι Portishead να αποσυνθέσουν το ιερό trip hop beat γύρω από το οποίο χτίστηκαν δύο πρώτοι δίσκοι στο 'Silence' και στο 'Magic Doors'. Την ίδια στιγμή, ο Utley ξεπερνάει τα πριν δέκα χρόνια αξεπέραστα blues ακόρντα του και ταξιδεύει με την άνεση ενός ταραγμένου ανθρώπου από απλές συνοδείες σε ψυχεδελικά ξεσπάσματα όπως αυτό στα μεθυστικά 'Small' και 'Threads'. Κι αν στην αρχή παραξενεύεσαι που τραγούδια όπως 'The Rip' και το 'Deep Water' βρίσκονται σε αυτό το album (και όχι σε κάποιες από τις προσωπικές και σχετικά μέτριες δουλειές της Gibbons) κάπου στα 20 με 30 play αρχίζεις και αφομοιώνεις πως το Third δεν είναι απλά ένα συνονθύλευμα ανολοκλήρωτων κομματιών που είχαν στο μυαλουδάκι τους τα τελευταία 10 χρόνια η τριάδα των Burrows, Utley και Gibbons, αλλά ένα πολύ-επίπεδο και το ίδιο βασανιστικό όπως οι 2 προηγούμενοι δίσκοι, απόσταγμα προσωπικοτήτων, εμπειριών, σκέψης και δουλειάς.
Γρήγορα καταλαβαίνεις φυσικά πως δεν είναι δυνατόν μετά από 10 χρόνια ένας συγκρότημα αυτής της ποιότητας να ακούγεται το ίδιο, και καλείσαι να ξεφύγεις διανοητικά από τη παγίδα που είχαν στήσει οι ίδιοι οι Portishead με τη μανιώδη επιμονή τους στο πως ακούγεται ο ήχος τους [1], και να συνειδητοποιήσεις πως ασχέτως ενορχήστρωσης, τότε και τώρα, οι Portishead σκέπτονται και συνθέτουν με τον ίδιο ξεχωριστό, και απλά γαμάτο τρόπο που λίγα σύγχρονα μουσικά σχήματα μοιράζονται. Δίσκοι όπως το 'Dummy' και το 'Portishead' δεν θα ξαναβγούνε, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ευχηθούμε πως δεν θα γίνει το ίδιο και με το 'The Third'. Μετά από τόσο καιρό λοιπόν αναμονής, οι Portishead επωμίζονται τη μουσική κληρονομιά μιας ολόκληρης γενιάς και πιάνοντάς μας από το χεράκι μας πάνε ένα βήμα παραπέρα.
Το ταξίδι συνεχίζεται και είναι το ίδιο συναρπαστικό.
[1] Για το 'Portishead', ο Barrow ηχογράφησε ζωντανά τα samples, ύστερα τα έκαψε σε βινύλιο και τότε τα σάμπλαρε αργότερα στη παραγωγή των κομματιών για να πετύχει την απόλυτη lo-fi πιστότητα.
[2] Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω, αρχίζω και καταλαβαίνω γιατί επέλεξα τη Μηχανολογία και όχι οτιδήποτε άλλο που απαιτεί παραγράφους, προτάσεις, σημεία στίξης και τα λοιπά.
1 comment:
Θαυμάζω τη σχέση που έχεις με την μουσική, δεν εννοώ τις γνώσεις. Είναι σπουδαίο να ανακαλύπτεις πράγματα που σου δημιουργούν πνευματική και ψυχική ανάταση, που σε κάνουν ευτυχισμένο! Οι κρiτικές σου, αν και συναισθηματικά φορτισμένες, είναι πάντα εύστοχες και αποτελούν έναν καλό οδηγό για εκείνους που δεν είναι μυημένοι στου χώρους της μουσικής και της τέχνης γενικότερα.
Post a Comment