Και έτσι αρχίζει. Ένας κύκλος τύραννος, κατασκεύασμα γνήσιο του εαυτού μου μα και αυθόρμητος, αυτεπάγγελτος και απότομος. Ανεκπλήρωτες επιθυμίες, συμβάσεις και ακρωτηριασμοί, μια κασετούλα με ηχογραφημένες εκπομπές από το ραδιόφωνο, μια σιχαμάρα που δεν μπορώ άλλο να την ανέχομαι, ένα κρύο τσάι, κόμπλεξ και ανασφάλειες, αυτά κι άλλα είναι τα εφόδια του, το γενετικό του υλικό. Και παλιά έχει έρθει ο κύκλος, πολλές φορές, μα κάθε φορά πιο απροσδιόριστος, κάθε φορά πιο γνώριμος. Σαν αμαρτωλός φίλος που αδιαμαρτύρητα κάθε φορά σε παρασύρει και με νόημα σε κοιτά και σου λέει, ‘Τι; Νόμιζες πως θα σε ξεχνούσα;’ Είναι σαν ταξίδι στο χρόνο, ή σαν αφύπνιση, ή σαν όνειρο-εφιάλτης ενός βαθιού ύπνου, μα είναι τόσο μα τόσο αληθινό, υπαρκτό, σαν παλιό ρολόι τοίχου, χαλασμένο και σκουριασμένο, που κάθε το δευτερόλεπτο πρέπει να το ανακοινώνει έτσι όπως χτυπάνε τα πληγωμένα γρανάζια το ένα πάνω στο άλλο.
Στην εισαγωγή ένα τεράστιο κύμα, με χτυπάει, ένα υπόγειο γκρεμίζεται γύρω μου και πάνω μου, μια ομίχλη σβήνει τα πάντα. Όλα μου τα όργανα κι οι αισθήσεις μου αναστέλλουν τα σήματά τους, μουδιάζουν τα πάντα για μια ή δύο ώρες. Νοήματα, υποχρεώσεις, ανάγκες, σκέψεις, συζητήσεις, όλα χάνονται αμέσως, παγώνουν. Δεν έχει σημασία που είμαι. Έρχεται απροειδοποίητα, αλλά και λογικά φαντάζομαι. Όλα έχουν την εξήγησή τους, έτσι δεν είναι;
Τι το ενεργοποιεί; Πάντα κάτι μικρό, αδιάφορο, μια λεπτομέρεια που κανείς δεν της δίνει σημασία, ένας ήχος, ένα βλέμμα, μια εικόνα, αστεία πράματα, μια αντίθεση, ένα κερί που λιώνει, σπασμένα γυαλιά. Οτιδήποτε αλήθεια. Μα είναι σαν κλειδιά αυτά. Ξαφνικά όλη μου η υποκρισία, οι χάρτινοί μου πύργοι, δικαιολογίες, προφάσεις και αιτιάσεις, τα πήλινα μου πόδια, τα αμμουδένια μου κάστρα, όλα αυτά τα σαθρά διαλύονται, γκρεμίζονται. Όλα όσα με χαρακτηρίζουν στις εντυπώσεις, όλα όσα προσποιούμαι, όλα τα τεχνητά κατασκευάσματα που με ορίζουν, όλα διαλύονται όπως τα σπίτια και τα δέντρα και οι φράκτες στις πυρηνικές δοκιμές. Όλα. Στέκομαι γυμνός.
Για μια ή δύο ώρες το σοκ, η συνειδητοποίηση χωρίς να συνειδητοποιείς. Όλα είναι ξεκάθαρα και αιχμηρά, πιέζουν αφόρητα, σαν ένα δωμάτιο από φθηνή ταινία τρόμου που οι τοίχοι κλείνουν μα και σταματούν την κατάλληλη στιγμή, ίσα ίσα για να μπορείς να να αναπνέεις. Όχι πως εν υπάρχει η γνώση και η αντίληψη από πριν. Υπάρχει, είναι κωδικοποιημένη, αναγνωρισμένη, αποδεκτή, ενσωματωμένη. Ξέρω, γνωρίζω, έχω με ηρεμία και κατανόηση αποδεχτεί. Δεν φοβάσαι τον καθρέφτη, τον έχεις συνηθίσει, τον έχεις θολώσει. Μα τώρα θες να τον σπάσεις, και συγχρόνως όμως, βασανιστικά, μέχρι εξάντλησης, σκέφτεσαι χίλια δύο, τα κομμάτια που θα σπάσουν, τα αίματα. Πάντα η λογική, η επίγνωση, η πρόβλεψη όλων των πιθανοτήτων μπαίνει φραγμός, το κρύο αίμα επιβάλλεται όσο το μυαλό βράζει.
Έτσι λοιπόν η γνώση από αρχειοθετημένη, σκονισμένη μα ποτέ ξεχασμένη, άγιο και αλάθητο ευαγγέλιο της ύπαρξής μου, γίνεται χείμαρρος και κατακλυσμός, οι σελίδες της εκτοξεύονται πύρινες, επαληθεύεται σε κάθε στιγμή, τονίζεται, προβάλλεται στο καθετί πια, αλλά πάντα και εντονότερα στο τίποτα. Εκεί είναι που ελεύθερη από κάθε απασχόληση, γεμίζει το κενό με το βουητό της, σαν ηχώ σε μια παλιά αποθήκη., σαν μια λέξη που ο ψίθυρός της δεν σβήνει ποτέ. Κι όσο κι αν ψάχνω, δεν φεύγει, δεν δουλεύει έτσι. Ο κύκλος πρέπει να κυλήσει όπως πάντα, μοναχός του, ανεπηρρέαστος.
Είναι σαν να ξυπνάς λοιπόν κι γύρω σου τα πάντα έχουν καταστραφεί, χαθεί, εξαφανιστεί, μεταλλαχτεί. Σαν σε είκοσι χρόνια από τώρα, μα είσαι ο ίδιος, αλλά τα πάντα έχουν αλλάξει, έχουν ραγίσει, έχουν γκριζάρει, έχουν επιβεβαιώσει την θνησιμότητά τους, το μαρασμό τους. Ανοησίες, δεν είναι παρά μονάχα μια προβολή, μια αναστροφή, είναι το αντίστροφο. Κάτι σε έχει κυριεύσει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό, παρά ίσως να εντίνεις κάποιες συνήθειές σου και να προστατεύσεις αυτούς που πρέπει να προστατεύσεις κι ας μην το καταφέρνεις πάντα. Και πρέπει όπως κάθε φορά να το υπομείνεις, όσο διαρκέσει, να το αφήσεις τα νήματα να κινήσει, άτσαλα μα και αληθινά, με χέρια σίγουρα μα ποτέ προβλέψιμα.
Αυτή η πόλη είναι γεμάτο δυστυχείς ανθρώπους, μα κανένα θλιμμένο. Θα έπρεπε να τους μισώ όλους και όχι μονάχα για αυτό. Κάποτε νόμιζα πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες, ίδιες ανάγκες, ίδια πάθη και πως οι διαφορές τους φαίνονταν μονάχα στο πως επιδίωκαν ότι επιδίωκαν, και όχι το γιατί, είτε αυτό ήταν ένα κομμάτι ψωμί ή μια πολυτελής απόλαυση, είτε μια στιγμή ηρεμίας. Ξέρω πλέον φυσικά, εδώ και καιρό, ότι έκανα λάθος. Ξέρω να αναγνωρίζω τους μαλάκες και τους δειλούς, ξέρω τα σημάδια. Μα ακόμη δεν έχω διαλέξει ποιους πρέπει να μισώ, ποιοί είναι αυτοί που με θυμίζουνε, που βρίσκονται οι κάλπικες εκδοχές μου, οι θλιβεροί αντικατοπτισμοί μου. Κι αν τους βρίσκω, πάλι δεν αντέχω να τους μισώ.
Ο κύκλος συνεχίζει, κυλάει, μέχρι κάποια στιγμή να σταματήσει, μοναχός του, όπως ακριβώς ξεκίνησε.
////
(Αμφίβολο άμα γράψω κάτι για το φεστιβάλ. Είναι γεμάτο τραγικές και θλιβέρες φιγούρες. Μπορεί στο τέλος.)
1 comment:
Ο εσωτερικός κόσμος του καθένα κρύβει πάντα τις δικές του μάχες που πηγάζουν από έντονους προβληματισμούς, πάθη, αγωνίες και ανεκπλήρωτα όνειρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το φόβο για το αβέβαιο αύριο, τις ανασφάλειες, το βαρύ και μουντό περιβάλλον και την έντονη συναισθηματική φόρτιση συχνά μα καταβάλουν.
Αναζητούμε παραδείγματα μικρών καθημερινών ηρώων γύρω μας που ζουν ευτυχισμένα και ισορροπημένα. Όταν αυτά τα παραδείγματα σπανίζουν επιτείνεται η απαισιοδοξία κα ο φόβος μας.
Στο τέλος πάντα βρίσκουμε τρόπους να ξεφύγουμε από αυτή την αντιπαραγωγική και αυτοκαταστροφική μιζέρια, η δουλεία μας, οι καθημερινές μας υποχρεώσεις, τα χόμπι μας, η ομάδα μας, ένα καλό βιβλίο, ο κοινωνικός μας κύκλος μας επαναφέρουν πίσω σε μια λιγότερο επώδυνη και πιο ενδιαφέρουσα πραγματικότητα.
Ελπίζω στο μέλλον να είσαι πιο φεστιβαλικός…
Post a Comment