Κάποτε νόμιζα πως το κενό είναι άδειο. Πόσο λάθος είχα. Το κενό είναι ίσως το ίδιο γεμάτο όσο και το φανταστικό, γιατί από το δεύτερο τρέχουν όλα και καταλήγουν στο πρώτο.
Στο κενό οι προσδοκίες, οι φιλοδοξίες, οι φαντασιώσεις, οι καλές προθέσεις. Στο κενό οι προσπάθειες. Η πρόσπαθεια να τραβήξεις την άγκυρα του χρόνου προς τα πίσω. Η προσπάθεια να συγκρατήσεις ένα άστρο που πέφτει και τον αέρα πυρακτώνει. Όλα στο κενό.
Άμα κλείσεις τα μάτια και προσπαθήσεις να σκεφτείς με το απόλυτα τίποτα, τρομάζεις με το μέγεθός του, είναι μια ειρωνεία που δεν μπορώ να την καταλάβω. Μερικές φορές, λίγες ευτυχώς, όσο κι αν το γεμίζεις, θα υπάρξει κάτι, ένα άκουσμα, μια ανάμνηση, μια γνώριμη φώνη, μια γωνία ή μια πινακίδα σε ένα δρόμο, ένα δυσάρεστο νέο, μια συνειδητοποίηση, κάτι τέλος πάντων που θα τρομάξει και θα εξαφανίσει όλες τις εφήμερες φυσαλλίδες με τις οποίες προσπάθησες να γεμίσεις το κενό. Και τότε μονάχα βλέπεις, όταν τα πολλά λίγα παύουν να κρύβουν τα λίγα μεγάλα. Βλέπεις τον ασβέστη που άπλωσες στην κουτσουρεμένη κλάρα. Βλέπεις και αναρωτιέσαι γιατί, γιατί όσο τους κόμπους του χρόνου μετρούσες άφηνες το τίποτα να μεγαλώνει.
Το αφόρητο τίποτα και ο λευκός του θόρυβος κοιμίζουν τις αισθήσεις και τα αισθήματα, με σκοτώνουν αργά και γλυκά όσο τα πόδια μου πετρώνουν στους τροχούς της αμάξης. Και γύρω-γύρω, ένα αναθεματισμένο καρουσέλ χωρίς τραγούδι.
Τι μαγικός ο ήχος του έτοιμου να σκιστεί φιλμ πάνω στον χαλασμένο προβολέα.