Pages

Friday, September 09, 2011


Με καθίσανε στο μικρό καρεκλάκι και μου δώκανε παγωτό χωνάκι πλαστικό από διαφήμιση. Δε μάσησα, και άρχισα να μασάω το πλαστικό σαν τα βακτήρια που τρώνε το πετρέλαιο, απλά σε μεγαλύτερη διάσταση και όχι στην ανάταση. 'Sehr Gutt' είπε το ελβετικό σκουλήκι με τις χίλιες τρύπες, και κατάλαβα αμέσως πως έπρεπε να καλέσω τον Dahli να τον προειδοποιήσω. Σκέφτηκα να του στείλω εικονομήνυμα (είχες και MMS στο χωριό σου Κούλα;)  μα μετά κατάλαβα πως δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Κάπως έτσι την είχα πατήσει και με τον γερο-Hunter ο οποίος από τον τρόμο του κρύφτηκε σε ένα κόμικ.


Ένα γερό χαστούκι με επανέφερε στη σχολική πραγματικότητα. Δεν ήταν πιο ο ελβετικός σουγιάς, μα ένα σφυροδρέπανο made in china το οποίο απαιτούσε τους ελέγχους παραγωγικότητας μου. Ήταν δύσκολο να κουνηθώ στη βρωμοκαρέκλα, μεγάλωνα ταχύρρυθμα σαν την Αλίκη στο ναυτικό και την Χρουσαλά στο Αβέρωφ και έσκιζα τα τζην μου οσάν το Χουλκ. Επαναλάμβανα ένα αρχαίο δαλαϊλαμέζικο μάντρα που μου είχε μάθει ο Carradine λίγο πριν πεθάνει από ερωτική ασφυξία (ιδανικός θάνατος): 'Οι Κινέζοι είναι φίλοι μας και εμείς καταναλωτές τους' μα ο νέος μου δάσκαλος δεν σήκωνε από τέτοια, μόνο από τα άλλα τα καλά, ξέρεις εσύ.


Πήρε τα δάκτυλά μου και αφού τα βούτηξε σε σόγια και γλυκόξινη, μου τα βραχυκύκλωσε στην παλιά μου τέχνη κόσκινο Siemens τοστιέρα. Του τα ζήτησα πίσω και μου ζήτησε 5 Ευρώ, του ζήτησα δανεικά και μου ζήτησε εγγυήσεις, του ζήτησα εγγύηση για την τι-βι και κατάλαβε πόσο δίκιο είχα και πόσο ανατολίτης ήμουν στα παζάρια μου. Φιληθήκαμε και ανταλλάξαμε τηλέφωνα, εγώ του έδωσα ένα Nokia κι αυτός μια φθηνή αντιγραφή του αϊ-γαμήσου-φώνι5, και υποσχεθήκαμε ποτέ ξανά να μην ειδωθούμε ώστε να έχω αρκετό υλικό για τουλάχιστον τρία κιλά ποιήματα. Ήταν πολύ γλυκούλης.

Γύρισα σπίτι, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στη Λιβαδειά. Στην αρχή νόμιζα πως ήμουν στο σουβλατζίδικο και χάρηκα, αλλά μετά κατάλαβα πως ήμουν στη περιοχή και απογοητεύτηκα. Πήρα το πλοίο για να καταλήξω στο προορισμό μου, και λαγοκοιμήθηκα στην πρύμνη. Το επόμενο που θυμάμαι είναι εμένα με μια ντομάτα στο στόμα να στριφογυρνάω σε μια βρώμικη γυριστρούλα, κι όχι από τις καλές, εκείνες που λέει το τραγούδι με τα κοντά τα φουστανάκια, αλλά από τις άλλες που σε γυρνάνε τριακόσιες εξήντα μοίρες κάθε δύο δευτερόλεπτα και κάθε σου πλευρά καίγεται κάθε τέσσερα δευτερόλεπτα.


Παρήγγειλα λίγο από 'μενα με από όλα με την ελπίδα πως εφόσον δεν μπορώ να σώσω την ακεραιότητα μου και δεν μπορώ να σωθώ στο ακέραιο, τότε τουλάχιστον ας έσωζα λίγα κομμάτια μου τέλεια δεμένα με τζατζίκι και μπόλικο κρεμμύδι. Με έφαγα, και πασαλείφτηκα με τα λάδια, δεν θα ξαναφάω από αυτό το μαλάκα, ίσως βέβαια επειδή ήταν το τελευταίο μου δείπνο, όχι γιατί θα πέθαινα, μα επειδή δεν θα ξανάτρωγα τόσο αργά το βράδυ, κάνει κακό στο στομάχι κάπου άκουσα.


Τελικά όντως γύρισα στο σπίτι. Ήλπιζα να είχε μεταφερθεί κάπου αλλού, στο Κάιρο, στο Μπουένος Άιρες, μα όχι ήταν εκεί ακόμη, στα Εξάρχεια. Άρχισα να ξεφλουδίζω τους τοίχους και να μυρίζω τις ιστορίες του, κάπου στις ρωγμές ίσως να 'βρισκα και τη δικιά μου.


No comments: