Υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ των βρώμικων και στενών δρόμων, σαν εκείνους που συναντάς σε πόλεις σαν την Αθήνα, με έναν θαμνώδη αγρό με άγρια χόρτα, σαν αυτούς που βρίσκεις στην Αττική λίγο πριν καούν. Υπάρχει αυτή η ανοιχτή πρόσκληση για να προχωρήσεις, να περπατήσεις το στενό, να διασχίσεις τη χαμηλή βλάστηση και να κοιτάξεις γύρω σου πινακίδες, να ακουμπήσεις με τα δάκτυλά σου τα ψηλά χόρτα, να μετρήσεις τις καμένες λάμπες, να νιώσουν τα πόδια σου το λεπτό χώμα, να δεις την αχνή αντανάκλασή σου στις τζαμαρίες, να μυρίσεις τον αέρα, να παρατηρήσεις τους σκασμένους σοβάδες, πως ξεφλουδίζουν. Είναι μάλλον εκείνες οι λίγες στιγμές κυνικής αδιαφορίας, γαλήνης και ηρεμίας που σου προσφέρουν αυτά τα μέρη, μέχρι να σε οδηγήσουν σε άλλα, πιο θορυβώδη, πιο υπαρκτά μέρη, μέρη που μπορείς να συναντήσεις άλλους σαν κι εσένα, που πιο πριν διέσχισαν τους ίδιους δρόμους και αγρούς όπως κι εσύ.
Πιο πολύ όμως θα πρέπει να είναι οι εναλλακτικές, οι διαφορετικοί κόσμοι, πολύ φαντασιακοί, άλλοι πιθανοί, κι άλλοι απλά πραγματικοί που σου προσφέρονται, που υπάρχουν γύρω σου, που ανοίγονται σε τόσο κοντινή απόσταση. Όσο είσαι στο στενό και περπατάς πιο αργά, ή ξεκουράζεσαι στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου, ή απλά κάθεσαι και πίνεις τον καφέ σου περιμένοντας μια παρέα κοιτώντας τον κόσμο να περπατά, στη πραγματικότητα περισσότερο προσπαθείς να αναστείλεις τον χρόνο, χωρίς καν να προσπαθείς. Είναι κάτι ανάλογο με τη γνωστή τεχνική του Douglas Adams για να πετάς, όπου απλά πρέπει να ρίχνεις τον εαυτό σου στο έδαφος και να αστοχείς. Το θέμα είναι όμως πως εκείνες τις στιγμές δεν συμβαίνει τίποτα, δεν κάνεις τις επιλογές που κάποια στιγμή πρέπει να κάνεις, απλά χαζεύεις αφηρημένος, αδιάφορος με το τι θα γίνει. Αφήνοντας το χρόνο να περνά, τον παγιδεύεις, τον νικάς έστω και για λίγο.
Και μετά. Και μετά μπαίνεις στη ροή, βγαίνεις στον ήλιο, γίνεσαι αριθμός, βάζεις το ένα πόδι μετά το άλλο, γίνεσαι κίνηση, γίνεσαι χρόνος. Είναι άραγε όμως άπληστο, επικίνδυνο και αχάριστο να στέκεσαι και να μετράς τα σταυροδρόμια όταν έχεις τόσα πολλά ή είναι λογικό και απαραίτητο να στέκεσαι, να παύεις, να αναπνέεις, να τρέμεις τη μετριότητα, την ισοπέδωση; Δε γνωρίζω, πολύ σπάνια τολμώ να ρωτήσω έτσι κι αλλιώς. Κι όμως πρέπει να ρωτάς. Είναι τόσο εύκολο να ναρκώνεσαι, να βαλτώνεις και να μισείς τους γύρω σου για τα ελλείμματα τους, την προσαρμοσμένα βαρετή ζωή τους, τις άθλιες αστικές τους νευρώσεις, τις μαλακισμένες απόψεις τους, τις ακόμη πιο μαλακισμένες φιλοδοξίες τους, ακόμη πιο εύκολο κι από το να μισείς τον εαυτό σου για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Στο τέλος της ημέρας, ή της νύχτας, είμαστε όλοι μόνοι. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή. Ίσως να μην έχει και μεγάλη σημασία, ίσως να μετράει πιο πολύ να διαλέγεις ένα πρίσμα. Άλλη μια επιλογή από τις πολλές που υπάρχουν, ένας από τους δρόμους που υπάρχουν για σένα να διαλέξεις, όπως πως θα ξυπνήσεις το επόμενο πρωινό, πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, ποια όνειρα θα κρατήσεις, και ποια θα κάψεις, πόσα ψέματα θα πεις στον εαυτό σου για να συνεχίσεις, πως θα πηγαίνεις ένα βήμα την κάθε φορά. Φυσικά μπορείς να επιλέξεις και να μην επιλέξεις, ακόμα και το κρυφτούλι γύρω από τον εαυτό σου είναι μια επιλογή, μια απόφαση τρόπο τινά. Ίσως να είναι σημαντικό να γνωρίζεις τον εαυτό σου καλά, ίσως και να μην είναι. Ίσως να είναι προτιμότερο να κρύβεσαι πίσω από μια ιδανική, ονειρική εικόνα που έχεις σχηματίσεις μονάχος σου, ή την εικόνα που έχουν για σένα οι γύρω σου, δύο εικόνες που ποτέ δεν συμπίπτουν και ποτέ δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα. Όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Όπως κι να έχει, ο χρόνος περνά, ανεξάρτητα, κι εσύ πρέπει να συνεχίσεις, όπως μπορείς και θέλεις. Κι άμα είσαι τυχερός, μερικές φορές θα επιβραβεύεσαι με έναν ήσυχο θερινό αγρό.
1 comment:
Είσαι αθεράπευτα φιλοσοφικός! Αυτές οι αναζητήσεις σου τελευταία με έχουν ειλικρινά προβληματίσει.
Post a Comment