… άραγε ένα ψέμα να αξίζει όσο χίλιες αλήθειες;
Τι και ποιος μπορεί να απαντήσει σε κάτι τέτοιο, και γιατί; Ποιος είναι αυτός που με ματιά μαγική και σοφία περίσσεια, μπορεί να σηκώνει το κεφάλι του και να κοιτάζει στο βάθος των δρόμων που ανοίγουν μπροστά του, πως μπορεί να ξέρει πως και που αυτοί τελειώνουν; Μήπως πάντα δεν είναι οι διαδρομές που βιώνουμε, αυτές που σημάδια πάνω μας αφήνουν, που λίγες φορές τις χαράσσουμε και τις περισσότερες μας χαράσσουν αυτές, αλλά μονάχα τον προορισμό ονειρευόμαστε και φαντασιωνόμαστε; Μόνο το νερό, το χώμα και η φωτιά γνωρίζουν. Και εμείς ενίοτε φυσικά, κι αν θέλουμε λίγο να γελάσουμε, χάρτες ψεύτες και απαθείς στο χρόνο σχεδιάζουμε.
Η ζωή δεν υφαίνεται από τα ερωτηματικά και τις γεμάτο με απορίες ματιές της, μα από τις λειψές απαντήσεις που της δίνουμε, άλλοτε από ανάγκη, άλλοτε με θράσος, άλλοτε καθοδηγούμενοι τυφλοί και αφελείς από την άγνοια και τη δίψα. Εκεί που μετράει πιο πολύ, εκεί που η αγωνία περισσεύει, εκεί που κοιτάς το σκοτάδι με μονάχα μερικούς μικρούς αστερισμούς να σε καλούν το ίδιο τρομακτικά όσο και γοητευτικά, εκεί μονάχα μπορείς να ελπίζεις. Σε τι όμως; Μπορείς μόνο να νοιώθεις, να καίγεσαι από τα ένστικτα, και μια χούφτα σκόνης και αέρα για λίγο στα χέρια σου να κρατήσεις, μέχρι ο χρόνος να κυλήσει (ξανά) και το θησαυρό σου να παρασύρει σε νέα μονοπάτια, μέχρι για λίγο οι κινήσεις σου να ορίζονται από μια βαρύτητα που το σώμα σου δε γνωρίζει. Εκεί πλέον δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, δεν υπάρχει ψέμα ή αλήθεια, δεν υπάροχυν νόμοι, μα υπάρχουν λόγια φουσκωμένα από φοβία και χέρια τρεμάμενα, μέσες λύσεις, χαμένες προθεσμίες του χθες, συμβιβασμοί και σφάλματα, αμαρτίες σε μάτια ξένα.
Ίσως το να μεγαλώνεις σημαίνει να ανακαλύπτεις πως ότι σου μάθανε είναι λάθος, πως μπορείς και εσύ να είσαι κακός, πως πιθανώς πληγώνεις χωρίς καν να το θέλεις και να το ξέρεις, πως οι προσδοκίες σου είναι φτωχότερες και από χρωματιστά θεάματα του απογέματος, πως όλα είναι τυχαίοι κυματισμοί ανάμεσα σε επιθυμίες, ανάγκες και συμπτώσεις. Δεν έχει μεγάλη σημασία, όχι τώρα πια τουλάχιστον. Όσο άσκοπα οι λέξεις τρέχουν σαν αδέσποτα σκυλιά πίσω από ένα ακατανόητο τετράτροχο, τόσο χάνεται ο λίγος χρόνος που απομένει, τόσο εξατμίζεται η λίγη θέρμη που υπάρχει, ενθύμιο μιας ζωής διαφορετικής. Όποιος χάνει το χρόνο του και τα διαβάζει όλα αυτά τον λυπάμαι.
Όσες βόλτες, πορείες, διαδρομές κι αν υπάρξουν, όποιες κι αν είναι αυτές, πάντα το κεφάλι θα γυρνώ, κάπου θα στέκομαι και στο κενό θα κοιτώ, όσο εκεί που θέλω δεν φθάνω, όσο θα θα ρωτώ και θα αναπνέω. Δεν έχω κάποια φωτιά ή κάποια αρρώστια, ή ένα τέρας από τα παλιά να με κυνηγά, κάποιο κίνητρο ισχυρό να με καταδιώκει, κι αν έχω δε το ξέρω. Τα πόδια μου δεν με βαραίνουν, η αναπνοή μου δεν είναι κοφτή, ο αυχένας μου δε λυγίζει, η μέση μου δεν κοπιάζει. Δε τρέχω, δε βιάζομαι, μα με όλα τα δεκανίκια που μου ‘χουν ευλογηθεί, σκοντάφτω και παραπατώ σε μονοπάτια από τα ίχνη μου λιωμένα, κάθε φορά μια αντίστροφη πορεία, μια ανάποδη συγκυρία.
Κάποτε ένα ψέμα αξίζει όσο χίλιες αλήθειες και κάποτε όχι, δεν μπορείς να το ξέρεις παρά μόνο όταν λέξεις χιλιάδες έχουν κυλήσει, όταν ο χρόνος βλαστημά τις εποχές και την άμμο που πάντα στο μέτρημα τον κλέβουν. Κάποτε ένα ψέμα είναι προτιμότερο, αρκεί να συντηρεί χίλιες αλήθειες, κάποτε μπορεί χίλιες αλήθειες να μη φτάνουν να ξεπλύνουν ούτε ένα ψέμα. Ποτέ δε ξέρεις. Δεν χωρά λογική, ούτε λόγια, ούτε γράμματα. Μα μπορεί κάποτε, κατά λάθος, καιρό από τώρα, να ξέρεις με σιγουριά, έστω και για μια στιγμή, συνήθως κάπου απόμερα, συνήθως με το πρώτο τσιγάρο, συνήθως κάπου τελείως διαφορετικά, μπορεί να ξέρεις τότε.