Έτσι διαβάζω στην Καθημερινή, και προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές την τελευταία δεκαετία έχει χρησιμοποιηθεί ο ίδιος τίτλος από τα Μέσα Μαζικής Εκμετάλλευσης για να παρουσιάσουν την αναδιανομή του πλούτου και την ελάφρυνση του ελλείμματος από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αυξάνοντας τους έμμεσους φόρους χωρίς να ακουμπήσουν το ΦΠΑ. Παραδόξως δε θα καταφύγω σε φθηνές πολιτικές ύβρεις για να εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου, αλλά θα τολμήσω σε μια σπάνια προσωπική μου στιγμή μου να εμβαθύνω καταγγελτικά σε αυτή την επαίσχυντη πρακτική.
Καταρχήν, αν και προσβλέπω συντόμως να είμαι κάτοχος διπλώματος Α κατηγορίας, προς το παρόν επιφυλάσσομαι κάθε νομίμου δικαιώματος μου και δεν θα τοποθετηθώ επί των αυξήσεων στα καύσιμα, ειδικά σε μια εποχή που η τιμή του πετρελαίου έχει πάρει την ανιούσα κάνοντας τις συνελεύσεις πολυκατοικιών ακόμη πιο τεταμένες από ότι θα έπρεπε.
Συνεχίζοντας, πρέπει να εξομολογηθώ στο μέσο κοινό νου πως εμείς οι μπλαζέ μποέμ τύποι (ουδεμία σχέση με τους λούμπεν μικροαστούς) έχουμε αρχίσει να κουραζόμαστε αφόρητα από την συνεχή αφαίμαξη των ελαχίστων πόρων μας δια μέσω της πλάγιας όδου της συνεχούς φορολόγησης των παθών μας. Δεν μιλάμε, δεν μιλάμε αλλά κάποια στιγμή θα κουραστούμε να βαράμε πιστολιές από εδώ κι από εκεί και θα αρχίσουμε άλλες περιπέτειες πιο διχαστικές. Μπορεί να είμαστε τύποι εκ φύσεως ανεκτικοί, αλλά πόσο πια να αντέξουμε αυτή την αδικία που είναι μονάχα προϊόν της κακοδιαχείρισης ξενέρωτων και ανέραστων ανθρώπων; Πόσο πια; Πόσο πια θα πληρώνουμε την συνειδητή μας επιλογή να απομονωθούμε από τις μίζες, τις εκδουλεύσεις και τα εξουσιαστικά παιχνίδια και να συγκεντρωθούμε στις πολυσύνθετες και μάταιες περιπέτειες της νύχτας η οποία το μόνο που ζητά για να σου μιλήσει είναι καπνό και μέθη;
Με μεγάλη μου ντροπή και κίνδυνο να εξοριστώ από ένα αόριστο πλήθος συνδέσμων, συλλόγων και κρυφών μασονειών αφήνω πίσω τη περηφάνια μου και αναγκάζομαι να καταφύγω στην αποκάλυψη πολλών ανησυχιών των ομόκεντρων κύκλων μου. Αγαπητά μου παιδιά, η πόλις των Αθηναίων εάλω και ο Joe Strummer πέθανε, και με τους ρυθμούς με τους οποίους μας καταδιώκουν οι μεσαιωνιστές (1) των αισθημάτων, σε λίγο καιρό δεν θα μείνει ούτε ένας από εμάς τους φευγάτους κομπάρσους αγύριστων noir ταινιών, τους πύρινους κομήτες αγύριστων κεφαλιών, τους κομμένους στο μοντάζ της ζωής. Ποτέ μας δε ζητήσαμε κάτι, ούτε όταν χαθήκανε όλα τα jukebox, ούτε όταν αυξήθηκε ο αριθμός των πάγων στα ποτήρια μας, ούτε καν όταν μας πήρανε τα άφιλτρα τσιγάρα. Πάντα με τη στωικότητα που χαρακτηρίζει τα φλου πορτραίτα μας υπομέναμε τα συστηματικά χτυπήματα κάτω από το μπυροκοίλι, και συνεχίζαμε να πίνουμε το ποτάκι μας όσο οι στάχτες μας συνέθεταν το ασπρόμαυρό σκηνικό της ιλαροτραγωδίας μας. Κι αν ήμαστε κακοί ποιητές, κι αν είμαστε κακοί ποιητές τουλάχιστον γνωρίζουμε με σκυμμένα τα κεφάλια να σωπαίνουμε όταν ακούμε μια φωνή σκληρή μα και απαραίτητη, ξέρουμε να αντέχουμε τα χτυπήματα του καιρού, ξέρει το αυτί μας να καίγεται με το αλάτι των συντριμιών μας.
Δεν έχει νόημα, τούτη η επίκληση των απροσδιόριστων προσφορών μας είναι τόσο φτωχή και ταπεινή, νοιώθω ντροπές αντί το θυμό μου εργαλείο να τον κάνω. Γιατί δηλαδή δεν αυξάνουν τους φόρους στα γυμναστήρια ή στο Γκάζι; Γιατί δεν φορολογούνται οι κομματικές νεολαίες. το facebook, και οι κρέμες νυκτός; Γιατί δεν νομιμοποιείται η κόκα να την πήξουν στη φορολογία τη ρουφιάνα; Γιατί κανείς δε μιλά για όλα αυτά, γιατί κανείς δεν ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και όλοι ζητάνε από εμάς τους προσκυνητές των στιγμιαίων λαθών να πληρώσουμε τη μαύρη νύφη της συμφοράς; Άραγε ο Νοστράδαμος και τα πρωτόκολλα της Σιών τι έχουν να πούν για όλα αυτά;
Μα το βλέπω, και αυτή μου η προσέγγιση είναι γνώριμα αποτυχημένη, αν όχι και χωρίς στυλ. Συχωρέστε με Jack και Jim, δεν ήθελα να πέσω τόσο χαμηλά, ντρόπιασα την λίγη μου υπόσταση, σας έκανα ρεζίλι στις νέγρικες γειτονιές. Απέτυχα ακόμα και στην πιο απλή υπεράσπιση, σπίλωσα το λευκό σακάκι του Matlock με την μικροαστική μου γκρίνια και δεν έχω πάτωμα να κοιτάξω με βλέμμα θολό. Τελικά να σε εξορίζουνε και οι εξόριστοι πρέπει να είναι κατάρα, αλλά έστω και έτσι θα επιχειρήσω για μια τελευταία φορά να ρίξω έστω και μια μικρή λιαχτίδα φωτός στο τόσο δίκιο που έχω.
Με τρόμο βγαλμένο από τις κομμένες σκηνές του Alien (το πρώτο) προσπαθώ να αναλογιστώ τις τραγικές συνέπειες που μια πιθανή συνεχιζόμενη αλόγιστη εκμετάλλευση των παθών μας μπορεί να μας οδηγήσει και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως θα ήταν τα πράματα αν το 2012 των υλικών αδυναμιών μας μάς είχε συναντήσει νωρίτερα. Φανταστείτε μονάχα τι θα γινόταν αν ο Μπουκόφσκι δεν μέθαγε με τις λέξεις του ψαγμένες έφηβες, αν ο Oscar Wilde γινόταν χρηματιστής, που θα βρισκόταν ο σοσιαλισμός αν ο Α. Παπανδρέου και ο Κ. Παπούλιας δεν εξόντωναν το εμπορικό ισοζύγιο με τις αδρές εισαγωγές whisky από τη Γηραιά Αλβιώνα, αν ζούσε ο Sid Vicious (2), αν ο Καρυωτάκης ήταν συνδικαλιστής και η Edith Piaf νοικοκυρά, αν ο Marlboro Man φορούσε spandex αντί για denim, αν ο Winston Churchill ήταν χορτοφάγος ζωγράφος, σε ποιο πάνελ θα ήταν κριτές αν ζούσαν ακόμη οι τρεις J (Jimmy Hnedrix, Janis Joplin και Jim Morrison), τι θα γινόταν αν ο Ιησούς Χριστός υμών δεν μετέτρεπε το νερό σε κρασί, αν ο George Best ήταν άμπαλος, αν ο T.S. Hunter δεν ήταν παρανοϊκός, αν ο David Duchovny δεν ήταν sex addict. Αλήθεια τι θα γινόταν; Στη φαντασία μου αλήθεια και πιθανότητες δεν συγκατοικούν, και έτσι δεν ξέρω, αλλά δεν θέλω ούτε καν να το φαντάζομαι. Αυτά τα αφήνω να τα αναλογιστούν όσοι χαρτογιακάδες επιμένουν να μας καταδιώκουν, όσους διαχειριστές της πολυκατοικίας επιμένουν να μας κλέβουν στο πετρέλαιο (3). Εμένα, το μόνο που μου μένει πια, είναι να σώσω την κάβα στο πνιγμένο τούτο μας καράβι που ονομάζουμε ζωή.
(1) In your face Μπαμπινιώτη.
(2) Καλά όχι πολλά.
(3) Είμαι μάστορας της κυκλικής γραφής, το ξέρω.
Καταρχήν, αν και προσβλέπω συντόμως να είμαι κάτοχος διπλώματος Α κατηγορίας, προς το παρόν επιφυλάσσομαι κάθε νομίμου δικαιώματος μου και δεν θα τοποθετηθώ επί των αυξήσεων στα καύσιμα, ειδικά σε μια εποχή που η τιμή του πετρελαίου έχει πάρει την ανιούσα κάνοντας τις συνελεύσεις πολυκατοικιών ακόμη πιο τεταμένες από ότι θα έπρεπε.
Συνεχίζοντας, πρέπει να εξομολογηθώ στο μέσο κοινό νου πως εμείς οι μπλαζέ μποέμ τύποι (ουδεμία σχέση με τους λούμπεν μικροαστούς) έχουμε αρχίσει να κουραζόμαστε αφόρητα από την συνεχή αφαίμαξη των ελαχίστων πόρων μας δια μέσω της πλάγιας όδου της συνεχούς φορολόγησης των παθών μας. Δεν μιλάμε, δεν μιλάμε αλλά κάποια στιγμή θα κουραστούμε να βαράμε πιστολιές από εδώ κι από εκεί και θα αρχίσουμε άλλες περιπέτειες πιο διχαστικές. Μπορεί να είμαστε τύποι εκ φύσεως ανεκτικοί, αλλά πόσο πια να αντέξουμε αυτή την αδικία που είναι μονάχα προϊόν της κακοδιαχείρισης ξενέρωτων και ανέραστων ανθρώπων; Πόσο πια; Πόσο πια θα πληρώνουμε την συνειδητή μας επιλογή να απομονωθούμε από τις μίζες, τις εκδουλεύσεις και τα εξουσιαστικά παιχνίδια και να συγκεντρωθούμε στις πολυσύνθετες και μάταιες περιπέτειες της νύχτας η οποία το μόνο που ζητά για να σου μιλήσει είναι καπνό και μέθη;
Με μεγάλη μου ντροπή και κίνδυνο να εξοριστώ από ένα αόριστο πλήθος συνδέσμων, συλλόγων και κρυφών μασονειών αφήνω πίσω τη περηφάνια μου και αναγκάζομαι να καταφύγω στην αποκάλυψη πολλών ανησυχιών των ομόκεντρων κύκλων μου. Αγαπητά μου παιδιά, η πόλις των Αθηναίων εάλω και ο Joe Strummer πέθανε, και με τους ρυθμούς με τους οποίους μας καταδιώκουν οι μεσαιωνιστές (1) των αισθημάτων, σε λίγο καιρό δεν θα μείνει ούτε ένας από εμάς τους φευγάτους κομπάρσους αγύριστων noir ταινιών, τους πύρινους κομήτες αγύριστων κεφαλιών, τους κομμένους στο μοντάζ της ζωής. Ποτέ μας δε ζητήσαμε κάτι, ούτε όταν χαθήκανε όλα τα jukebox, ούτε όταν αυξήθηκε ο αριθμός των πάγων στα ποτήρια μας, ούτε καν όταν μας πήρανε τα άφιλτρα τσιγάρα. Πάντα με τη στωικότητα που χαρακτηρίζει τα φλου πορτραίτα μας υπομέναμε τα συστηματικά χτυπήματα κάτω από το μπυροκοίλι, και συνεχίζαμε να πίνουμε το ποτάκι μας όσο οι στάχτες μας συνέθεταν το ασπρόμαυρό σκηνικό της ιλαροτραγωδίας μας. Κι αν ήμαστε κακοί ποιητές, κι αν είμαστε κακοί ποιητές τουλάχιστον γνωρίζουμε με σκυμμένα τα κεφάλια να σωπαίνουμε όταν ακούμε μια φωνή σκληρή μα και απαραίτητη, ξέρουμε να αντέχουμε τα χτυπήματα του καιρού, ξέρει το αυτί μας να καίγεται με το αλάτι των συντριμιών μας.
Δεν έχει νόημα, τούτη η επίκληση των απροσδιόριστων προσφορών μας είναι τόσο φτωχή και ταπεινή, νοιώθω ντροπές αντί το θυμό μου εργαλείο να τον κάνω. Γιατί δηλαδή δεν αυξάνουν τους φόρους στα γυμναστήρια ή στο Γκάζι; Γιατί δεν φορολογούνται οι κομματικές νεολαίες. το facebook, και οι κρέμες νυκτός; Γιατί δεν νομιμοποιείται η κόκα να την πήξουν στη φορολογία τη ρουφιάνα; Γιατί κανείς δε μιλά για όλα αυτά, γιατί κανείς δεν ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και όλοι ζητάνε από εμάς τους προσκυνητές των στιγμιαίων λαθών να πληρώσουμε τη μαύρη νύφη της συμφοράς; Άραγε ο Νοστράδαμος και τα πρωτόκολλα της Σιών τι έχουν να πούν για όλα αυτά;
Μα το βλέπω, και αυτή μου η προσέγγιση είναι γνώριμα αποτυχημένη, αν όχι και χωρίς στυλ. Συχωρέστε με Jack και Jim, δεν ήθελα να πέσω τόσο χαμηλά, ντρόπιασα την λίγη μου υπόσταση, σας έκανα ρεζίλι στις νέγρικες γειτονιές. Απέτυχα ακόμα και στην πιο απλή υπεράσπιση, σπίλωσα το λευκό σακάκι του Matlock με την μικροαστική μου γκρίνια και δεν έχω πάτωμα να κοιτάξω με βλέμμα θολό. Τελικά να σε εξορίζουνε και οι εξόριστοι πρέπει να είναι κατάρα, αλλά έστω και έτσι θα επιχειρήσω για μια τελευταία φορά να ρίξω έστω και μια μικρή λιαχτίδα φωτός στο τόσο δίκιο που έχω.
Με τρόμο βγαλμένο από τις κομμένες σκηνές του Alien (το πρώτο) προσπαθώ να αναλογιστώ τις τραγικές συνέπειες που μια πιθανή συνεχιζόμενη αλόγιστη εκμετάλλευση των παθών μας μπορεί να μας οδηγήσει και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως θα ήταν τα πράματα αν το 2012 των υλικών αδυναμιών μας μάς είχε συναντήσει νωρίτερα. Φανταστείτε μονάχα τι θα γινόταν αν ο Μπουκόφσκι δεν μέθαγε με τις λέξεις του ψαγμένες έφηβες, αν ο Oscar Wilde γινόταν χρηματιστής, που θα βρισκόταν ο σοσιαλισμός αν ο Α. Παπανδρέου και ο Κ. Παπούλιας δεν εξόντωναν το εμπορικό ισοζύγιο με τις αδρές εισαγωγές whisky από τη Γηραιά Αλβιώνα, αν ζούσε ο Sid Vicious (2), αν ο Καρυωτάκης ήταν συνδικαλιστής και η Edith Piaf νοικοκυρά, αν ο Marlboro Man φορούσε spandex αντί για denim, αν ο Winston Churchill ήταν χορτοφάγος ζωγράφος, σε ποιο πάνελ θα ήταν κριτές αν ζούσαν ακόμη οι τρεις J (Jimmy Hnedrix, Janis Joplin και Jim Morrison), τι θα γινόταν αν ο Ιησούς Χριστός υμών δεν μετέτρεπε το νερό σε κρασί, αν ο George Best ήταν άμπαλος, αν ο T.S. Hunter δεν ήταν παρανοϊκός, αν ο David Duchovny δεν ήταν sex addict. Αλήθεια τι θα γινόταν; Στη φαντασία μου αλήθεια και πιθανότητες δεν συγκατοικούν, και έτσι δεν ξέρω, αλλά δεν θέλω ούτε καν να το φαντάζομαι. Αυτά τα αφήνω να τα αναλογιστούν όσοι χαρτογιακάδες επιμένουν να μας καταδιώκουν, όσους διαχειριστές της πολυκατοικίας επιμένουν να μας κλέβουν στο πετρέλαιο (3). Εμένα, το μόνο που μου μένει πια, είναι να σώσω την κάβα στο πνιγμένο τούτο μας καράβι που ονομάζουμε ζωή.
(1) In your face Μπαμπινιώτη.
(2) Καλά όχι πολλά.
(3) Είμαι μάστορας της κυκλικής γραφής, το ξέρω.