Pages

Friday, October 31, 2008

Καμιά απορία;

Στρίβεις το επόμενο τσιγάρο και σκέφτεσαι ποιος θα είσαι τώρα, για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά, για την επόμενη ώρα, για την επόμενη μέρα, και σταδιακά, πιο γρήγορα από όσο θα 'πρεπε η ανάμνηση σου η προηγούμενη συστέλεται, εξαφανίζεται. Ποια μάσκα να φορέσεις, ποιο χαμόγελο να προβάρεις και ποιο ψέμα να πραγματώσεις, αυτά έχεις μονάχα για σκοπέλους. Νέους διαδρόμους τώρα θα σκεφτείς, νέες, αλλοιώτικες πορείες χαραγμένες από κάποιον άλλο, όχι έσενα, και για γούστο θα φανταστείς να τις ακολουθείς, να τις κυριεύεις. Η ικανότητα να αναλύεις σε οδηγεί στην ικανότητα του να δικαιολογείς, οι γελοίοι θεατρινισμοί του κλόουν πάνω στο τεντωμένο σκοινί των σκέψεων, με το πάντα απλωμένο δίκτυ από κάτω, αναιρούν κάθε λογική μνήμη, και κάθε αξιακό σύστημα για πάντα χαμένο, όσο ένας ευκαιριακός αμοραλισμός δίνει ένα νέο σπόρο σε κάθε τσιγάρο.


Έχεις φωτιά; Κάτσε να βγάλω σπίρτα. Δε φταίω εγώ που αλλάζω, απλά συμβαίνει, πως το ανεξήγητο μέσα μου να ακρωτηριάσω; Μήπως σε ένα καμβά χρησιμοποιημένο ζωγραφίσεις προσχήματα θολά, δικαιολογίες; Αλήθεια νομίζεις πως μοναχός σου δεν κρατάς τη παράσταση της σαλεμένης σκέψης, πως η υποκρισία για ‘σένα που τη γελοιότητα αναγνωρίζεις, πως τέλος πάντων όλα αυτά ένα κοστούμι βολικό συμπλέκουν για να τη βγάζεις καθαρή με τύψεις και ενοχές τεχνητές. Δως μου πάλι φωτιά, έσβησε. Πάρε, αλλά να ξέρεις πως όταν άλλες αλήθειες δεν θα βρίσκεις, θα μετανιώσεις πραγματικά για τα ψέματα, τα πρίσματα, τις διαδρομές κι όλες τις άλλες βλακείες που σκαρφίζεσαι. Καλά, καλά, πες μου τώρα πότε θα τελειώσει αυτή η βροχή. Νόμιζα πως μας άρεσε. Και εγώ, μα μου λες να πηγαίνω ευθεία. Κάνε όπως θες, και η βροχή δική σου είναι. Λέω να κάνω σβούρες, σαν από τύχη άφεση πάντα να 'χω, στο τσεπάκι του παντελονιού μου ένα συγχωροχάρτι γραμμένο από τα δικά μου χέρια και με την ευλογία ενός χρόνου παντοντινού, πιθανού. Κάνεις λες και έχει σημασία, ότι και να σκεφτείς, ότι και να κάνεις, χωρίς την αλήθεια πάντα θα μετανοιώνεις. Τι μετρά παραπάνω, να λες ψέματα σε 'σενα ή στους άλλους; Παράτα με.


Οι μεγάλες προτάσεις με τα εφήμερα ερωτηματικά ανασύρουν τοίχους με ρωγμές, φαντάσου τους όπως θες, με τούβλο ή με τσιμεντόλιθο ή με πέτρα, που όμως ποτέ δεν γεύτηκαν τη κάπνα της φωτιάς, και θρασύδειλα κρύβουν αλήθειες βαθιές ριζωμένες, μα ποτέ φυτρωμένες. Δε βαδίζω σε επικίνδυνα μονοπάτια, τα δάκτυλα μου δε καίγονται, δε σιγοτραγουδώ θλιμμένα τραγουδάκια, χωρίς χάρτη και σκοπό στρίβω, γυρνάω, ξεχνάω, ξαναπερνάω, σταματάω, κρύβομαι, προχωράω. Και μετά, αργότερα, στη συνέχεια, ίσως, μπορεί, μετέωρος στο ένα πόδι, ένα άγαλμα χαζό που τρέμει, αμάθητο στην ισορροπία, απαίδευτο στο χώμα που πατεί. Σε μια μέρα ανοίγω και κλείνω πανιά, τα κουπιά στη πλώρη παρατημένη, αφημένος να επισκέπτομαι υφάλους και λιμάνια, γελοίες παρομοιώσεις, σκέψη παραβολική, μαθημένη στο συνήθειο ευαγγελίων, χαϊδεμένη από κούνια. Και συνεχίζει.


Ο ορίζοντας είναι επίπεδος, ευθύς, απροσανατόλιστος και τυπικά αδιάφορος χωρίς κάποιο ορατό ανάγλυφο, βαρετός όπως πάντα, κάτοπτρο του νου που τον φαντάζεται κι άρα όλα είναι εύκολα. Δεν υπάρχει καμιά ανηφόρα, κάπου να γυρίσεις το κεφάλι προς τα ψηλά, δεν υπάρχει καμιά σκιά. Ένας όμορφος χειμώνας πλησιάζει με άτονα χρώματα, όπως συνήθως, με στολή πέτσινη και χιλιοφορεμένη, με σημάδια και μια βρώμα να την ακολουθεί. Άλλο ένα τσιγάρο, ένα για το δρόμο, ένα για πριν και ένα για μετά. Δεν υπάρχουν κρυψώνες, μερικές φορές φυσά λίγο πιο δυνατά, ή έτσι νομίζεις, και το δερμάτινο τσακίζεται από τα χέρια μου όσο το κλείνω πιο σφικτά και τις στάχτες μουτζουρώνω. Αυλάκια σχηματίζονται πάνω του, χάνει το χρώμα του, ζωντανεύει, και σε λίγο μπαλώματα θα γυρεύει. Κι άλλα δρομάκια, στο πάντα επίπεδο παραμύθι σε μια νύχτα χωρίς φανάρια, σε ένα χειμώνα πρόδηλο όπως τάχα εγώ μονάχα τα ορίζω και προμηνύω. Γυμνός από οτιδήποτε ελπίζω τον θυμό, ή κάτι άλλο, στις τυχαίες μου διαδρομές να συναντήσω, ξεχνώντας για μια ακόμη φορά ότι σε άλλες διασταυρώσεις προσπέρασα.

No comments: